Κατηγορία: Κώδικας Φορολογικών διαδικασιών ΚΦΔ
Ελισάβετ Ο.Παπαζαχαρίου
Δικηγόρος Αθηνών (παρ’Εφέταις)-Διαμεσολαβήτρια
Ανάπτυξη σε 17 σημεία: 1. Τα μέρη, 2. Υπογραφές, 3. Περιεχόμενο, 4. Προοίμιο, 5. Κυρίως σώμα της σύμβασης, 6. Boilerplate , 7. Διάρκεια και ανανέωση, 9. Οικονομικοί όροι, 10. Εγγυοδοτικές δηλώσεις, 11. Ευθύνη, 12. Ασφάλιση, 13. Εμπιστευτικότητα, 14. Προσωπικά δεδομένα, 15. Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία, 16. Εφαρμοστέο δίκαιο, 17. Διαδικασία επίλυσης διαφορών.
Σύμβαση είναι η πρώτη λέξη που άκουσα όταν μπήκα πρώτη ημέρα στη Νομική Αθηνάς από τον καθηγητή που παρέδιδε το μάθημα «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου» και ακόμα θυμάμαι το πόσο σάστισα ακούγοντάς την. Πλέον σήμερα, μετά από 13 χρόνια δικηγορίας, συμβάσεις διαφόρων ειδών συντάσσω και μελετώ κατά εκατοντάδες στη δουλειά μου, για αυτό και έχω καταλήξει σε κάποιους θεμελιώδεις κανόνες για τη σύνταξη ή/και μελέτη τους.
1. Τα μέρη.
Σύμβαση ή ιδιωτικό συμφωνητικό είναι μία έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, φυσικών ή νομικών προσώπων, άρα είναι είτε διμερής είτε πολυμερής. Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο που κοιτάμε σε μία σύμβαση είναι τα μέρη, ήτοι να καταλάβουμε την ιδιότητα με την οποία συμβάλλονται τα μέρη και αν αυτή η ιδιότητα εκπληρώνει το σκοπό της σύμβασης και τις προϋποθέσεις του νόμου (π.χ. μπορεί σε μία σύμβαση μίσθωσης να συμβάλλεται ο ψιλός κύριος, μπορεί σε μία σύμβαση πώλησης μηχανήματος ο πωλητής να μην είναι κύριος του μηχανήματος, πότε μπορεί ένας ανήλικος να συνάψει σύμβαση κοκ).
Στη συνέχεια, πρέπει να ενταχθούν με ακρίβεια όλα τα στοιχεία των μερών. Ας μην ξεχνάμε ότι τα στοιχεία που θα ενταχθούν στη σύμβαση είναι αυτά που ενδεχομένως δοθούν στο λογιστήριο για την έκδοση ή έλεγχο των φορολογικών στοιχείων και την ενημέρωση των λογιστικών αρχείων. Ακόμα και αν το λογιστήριο δεν βασιστεί στα εν λόγω στοιχεία, θα πρέπει να υπάρχει συνοχή κυρίως σε περίπτωση αντιδικίας. Κατά συνέπεια, για το φυσικό πρόσωπο, όνομα, επώνυμο, όνομα πατρός, διεύθυνση, ΑΔΤ και ημερομηνία έκδοσης, ΑΦΜ και ΔΟΥ, για το νομικό πρόσωπο, επωνυμία, διεύθυνση έδρας ή γραφείων διοίκησης, ΑΦΜ και ΔΟΥ καθώς και το όνομα του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου. Ιδίως ως προς τα νομικά πρόσωπα, ζητάμε νομιμοποίηση, ήτοι καταστατικό, πρακτικό εκπροσώπησης, αν υπογράφει άτομο που ορίζεται εντός αυτού ή πρακτικό ΔΣ ή εξουσιοδότηση (αν το πρακτικό εκπροσώπησης δίνει τη δυνατότητα σε τρίτους να δεσμεύουν την εταιρεία με την υπογραφή τους). Να σημειώσουμε ότι τώρα πλέον με τη δημοσιότητα των στοιχείων όλων των εμπορικών εταιρειών στο ΓΕΜΗ, έχει διευκολυνθεί ο έλεγχος της νομιμοποίησης μίας εταιρείας.
2. Υπογραφές.
Τα μέρη που αναφέρονται στην αρχή της σύμβασης θα πρέπει να υπο γράψουν και στο τέλος αυτής. Σημαντικό: για να δεσμεύει μία σύμβαση ένα φυσικό πρόσωπο πρέπει να έχει υπογράψει ο ίδιος ή κατάλληλα εξουσιοδοτημένο από τον ίδιο πρόσωπο. Όταν λέμε κατάλληλα εξουσιοδοτημένο, θα πρέπει να έχει εμφανιστεί σε εμάς η κατάλληλη εξουσιοδότηση π.χ. συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο αν απαιτείται από τη φύση της σύμβασης ή εξουσιοδότηση με γνήσιο υπογραφής. Για να δεσμεύει μία σύμβαση ένα νομικό πρόσωπο, θα πρέπει να έχει υπογράψει ένα από τα άτομα στα οποία έχει χορηγηθεί σχετικό δικαίωμα υπογραφής είτε δυνάμει του πρακτικού εκπροσώπησης ή δυνάμει ειδικού πρακτικού του ΔΣ ή ειδικής εξουσιοδότησης. Να σημειώσω ότι από το 2013 για κάθε πράξη εκπροσώπησης ή διαχείρισης νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου αρκεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, το όνομα του και η περιγραφή της ιδιότητας του (δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη / χρήση εταιρικής σφραγίδας για την απόδειξη της εκπροσώπησης ή / και διαχείρισης των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου).
3. Περιεχόμενο.
Τι μπορεί να συμφωνηθεί με μία σύμβαση; Μία σύμβαση που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο (σε αυτό αναφερόμαστε καταρχάς εδώ) υπόκειται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ήτοι τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ό,τι θέλουν στα πλαίσια του νόμου, ήτοι όριο στην ελευθερία βούλησης των μερών αποτελούν οι αναγκαστικές δικαίου διατάξεις. Ο συντάκτης της σύμβασης κατά συνέπεια πρέπει να γνωρίζει τα όρια του νόμου έτσι ώστε η σύμβαση να μην καταστεί άκυρη ή να κριθεί ακυρώσιμη ή καταχρηστική.
Σημαντικό: η συμβολή δικηγόρων στη σύνταξη ή/και έλεγχο μίας σύμβασης για λογαριασμό κάθε συμβαλλομένου είναι σημαντική σε κάθε περίπτωση, ιδίως για την αποφυγή ή τουλάχιστον μείωσης της πιθανότητας επίκλησης σε μεταγενέστερο στάδιο εξ οποιουδήποτε μέρους καταχρηστικότητας ή απάτης ή απειρίας. Για αυτό, και προτείνω να αναγράφεται ρητά (βλ. κατωτέρω υπό boilerplate terms), αν υφίσταται.
4. Προοίμιο.
Η σύμβαση, όπως είπαμε, ξεκινάει με τα μέρη και συνεχίζει με το λεγόμενο «προοίμιο». Το προοίμιο είναι σημαντικό γιατί εδώ περιγράφεται συνοπτικά (σε 2-3 μικρές παραγράφους) η προϊστορία της σύμβασης, ήτοι γιατί τα μέρη επέλεξαν να υπογράψουν τη συγκεκριμένη σύμβαση, έχουν προηγηθεί διαπραγματεύσεις, διαγωνισμός, προσφορά κτλ και ποιες ανάγκες επιδιώκουν τα μέρη να καλύψουν με την εν λόγω σύμβαση. Στο προοίμιο είναι σημαντικό να εντάξουμε και συντομογραφίες των μερών ή και όρων που θεωρούμε ότι θα επαναλαμβάνονται εντός της σύμβασης (π.χ. ο κ. Γεώργιος Παπαδόπουλος εφεξής θα καλείται Πωλητής, το ακίνητο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Χ και Ψ και έχει επιφάνεια τόσων τ.μ. εφεξής θα καλείται το Μίσθιο κ.ο.κ.). Προσοχή : να υπάρχει ομοιομορφία στις συντομογραφίες εντός ολόκληρου του κειμένου της σύμβασης.
5. Κυρίως σώμα της σύμβασης.
Στο κυρίως σώμα της σύμβασης, εντάσσουμε όλα τα στοιχεία της συμφωνίας των μερών, ενδεικτικά, αντικείμενο, διάρκεια, όροι ανανέωσης και λύσης (καταγγελία), οικονομικοί όροι, εγγυοδοτικές δηλώσεις, ευθύνες, όρους ασφάλισης, όρους εμπιστευτικότητας, όρους επεξεργασίας και προστασίας προσωπικών δεδομένων, όρους anti-bribery, όρους πνευματικής ιδιοκτησίας, εφαρμοστέο δίκαιο και διαδικασία επίλυσης διαφορών. Θα αναφερθούμε κατωτέρω (υπό 7 και 8) στη διάρκεια, ανανέωση και καταγγελία και στους υπόλοιπους όρους σε επόμενο άρθρο μας. Ως γενικότερη παρατήρηση, προσπαθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο αναλυτικοί, προσπαθώντας να προβλέψουμε (στο μέτρο του δυνατού) το πώς θα εκτελεστεί η σύμβαση και συνομιλώντας με τα μέρη ή και με άτομα που θα κληθούν να εκτελέσουν τη σύμβαση, ώστε να λάβουμε, με τους όρους που θα εντάξουμε στη σύμβαση, κατ’ ουσία προληπτικά μέτρα για την αποφυγή προβλημάτων κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Αν πρόκειται για ανανέωση σύμβασης, σημαντικό είναι να λάβουμε υπόψιν την εμπειρία και τα τυχόν προβλήματα ή δυσκολίες που προέκυψαν από την εκτέλεση της προηγούμενης σύμβασης.
6. Boilerplate.
Στο τέλος της σύμβασης, είθισται να μπαίνουν κάποιοι standard όροι, οι οποίοι ενδεικτικά είναι οι ακόλουθοι :
– Η παρούσα αποτελεί την πλήρη συμφωνία και βούληση των μερών σχετικά με τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών και υπερισχύει όλων των προηγουμένων προφορικών και εγγράφων συνεννοήσεων των μερών σχετικά με τα θέματα που περιλαμβάνονται σε αυτήν.
– Τα μέρη συμφωνούν και αποδέχονται ότι καθένας και όλοι οι όροι και οι διατάξεις της παρούσας είναι βασικοί και ουσιώδεις. Συνεπώς, κάθε μέρος αποδέχεται και διαβεβαιώνει τα άλλα ότι θα εκπληρώσει καλόπιστα όλες τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την παρούσα με αυστηρή προσήλωση σε καθένα και όλους τους όρους και τις διατάξεις της.
– Τα μέρη συμφωνούν να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια και να υπογράψουν και εκτελέσουν οποιοδήποτε άλλο έγγραφο τυγχάνει αναγκαίο ή που τυχόν θα απαιτηθεί για την εκπλήρωση των σκοπών της παρούσας.
– (αν έχει υπάρξει συμβολή δικηγόρου για κάθε μέρος). Όλα τα μέρη αποδέχονται ότι τους παρασχέθηκε το δικαίωμα να αναζητήσουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές όσον αφορά τη φύση και τις συνέπειες όλων των διατάξεων και προβλέψεων της παρούσας, καθώς και ότι είτε ήδη έλαβαν τέτοιες νομικές συμβουλές, είτε είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Επιπλέον, όλα τα μέρη αποδέχονται ότι οι ρυθμίσεις καθώς και οι περιορισμοί της παρούσας είναι σε κάθε περίπτωση δίκαιοι και εύλογοι και ότι εκφράζουν τις προθέσεις τους.
– Κάθε τροποποίηση της παρούσας θα ισχύει μόνον αν είναι γραπτή και υπογράφεται από όλα τα συμβαλλόμενα στο παρόν μέρη ή τους εκάστοτε νόμιμους εκπροσώπους τους.
– Τυχόν ακυρότητα διατάξεως της παρούσας δεν συνεπάγεται ακυρότητα και των λοιπών διατάξεων, αλλά τα μέρη θα αντικαθιστούν τον τυχόν άκυρο με έγκυρο όρο, που διατυπώνουν στα πλαίσια της καλής πίστεως, ώστε να ανταποκρίνεται κατά το δυνατόν περισσότερο στο σκοπό που τα μέρη επεδίωκαν δια του άκυρου όρου.
7. Διάρκεια και ανανέωση.
Η διάρκεια μίας σύμβασης αποφασίζεται από τα μέρη, εκτός αν ο νόμος ορίζει υποχρεωτική διάρκεια (π.χ. τριετία στην αστική μίσθωση κτλ). Σημαντικό είναι ότι η σύμβαση μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ, να ανατρέχει δηλαδή σε χρονικό σημείο στο παρελθόν. Εδώ να σημειώσουμε ότι η ημερομηνία υπογραφής δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με την ημερομηνία έναρξης ισχύος τη σύμβασης. Στην ημερομηνία υπογραφής πρέπει να λάβουμε υπόψιν και τον περιορισμό του τριμήνου όσον αφορά την υποβολή της λίστας συμφωνητικών στην εφορία. Όσον αφορά την ανανέωση της σύμβασης (αν συμφωνηθεί ορισμένου χρόνου), εναπόκειται στα μέρη. Μπορεί η δυνατότητα να είναι δυνητική (σχετικές διαπραγματεύσεις κτλ) ή η ανανέωση να γίνεται αυτόματα. Στην αυτόματη ανανέωση θα πρέπει να καθοριστεί η περίοδος ανανέωσης και αν θα γίνεται κάθε φορά για μία ή δύο κτλ χρονικές περιόδους. Επίσης, η ανανέωση μπορεί να υπόκειται σε προϋποθέσεις ή να ορίζεται συγκεκριμένη περίοδος για διαπραγματεύσεις.
8. Καταγγελία.
Οι όροι καταγγελίας της σύμβασης εναπόκεινται στα μέρη (εκτός αν ορίζονται υποχρεωτικά εκ του νόμου). Είναι πολύ σημαντικό να μπουν στη σύμβαση όροι καταγγελίας. Συνήθως, στις ορισμένες χρόνου συμβάσεις ορίζεται ότι μπορούν να καταγγελθούν για σπουδαίο λόγο εξ οποιουδήποτε μέρους με έγγραφη ειδοποίηση προ συγκεκριμένου αριθμού ημερών ή μηνών. Σπουδαίο λόγο συνιστά συνήθως η αφερεγγυότητα του άλλου μέρους (π.χ. παύση πληρωμών, αίτηση πτώχευσης ή αναδιοργάνωσης) ή η παραβίαση των όρων της σύμβασης ή των εγγυοδοτικών του δηλώσεων. Να σημειώσουμε ότι όταν, σημαντικό στοιχείο της σύμβασης είναι η ταυτότητα του άλλου μέρους π.χ. η μετοχική σύνθεση του νομικού προσώπου-αντισυμβαλλομένου, μπορεί να τεθεί όρος καταγγελίας σε περίπτωση αλλαγής του κύριου μετόχου (change of control clause). Σημαντικό : να καθορίζεται το «έγγραφη», ήτοι φαξ, συστημένη επιστολή, επίδοση με δικαστικό επιμελητή κτλ. Επίσης στην καταγγελία, μπορεί να ορίζεται ότι σε περίπτωση που υπάρξει πρόωρη λύση χωρίς σπουδαίο λόγο, τότε θα καταπίπτει ποινική ρήτρα υπέρ του μη υπαίτιου συμβαλλομένου. Η ποινική ρήτρα συνήθως ορίζεται στην ωφέλεια που θα είχε αν η σύμβαση ίσχυε έως τη λήξη της (π.χ. μισθώματα που υπολείπονται έως τη λήξη της σύμβασης κοκ).
Ως γενική σημείωση, να πούμε ότι τα ανωτέρω ισχύουν κυρίως σε εμπορικές συμβάσεις και όχι σε συμβάσεις με τον καταναλωτή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή, οι οποίες, όπως είναι εύλογο, είναι προστατευτικές για το αδύναμο μέρος (καταναλωτής).
9. Οικονομικοί όροι
Οι οικονομικοί όροι αποτελούν σημαντικό όρο της σύμβασης. Συνίστανται στην περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα γίνει ή θα γίνεται (σε περίπτωση διαρκούς σύμβασης) η πληρωμή του τιμήματος των αγαθών ή υπηρεσιών π.χ. σε δόσεις, με πάγια καταβολή, με έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό κτλ. Προσοχή θα πρέπει να δοθεί εδώ στην αναφορά σε νόμισμα όταν τα συμβαλλόμενα μέρη είναι εγκατεστημένα σε κράτη με διαφορετικό νόμισμα π.χ. ένας συμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος της Ευρωζώνης (Ευρώ) και ο άλλος συμβαλλόμενος σε κράτος με εθνικό νόμισμα (π.χ. Κροατία, Αγγλία).
Επίσης, σημαντικό εδώ είναι να προβλεφθούν τυχόν εγγυήσεις ή προκαταβολές π.χ. προκαταβολή για προκαταρκτικές εργασίες ή να προμήθεια πρώτων υλών, υποχρέωση έκδοσης εγγυητικής επιστολής τραπέζης (ιδίως σε διαρκείς συμβάσεις όταν η παράδοση των αγαθών προηγείται της πληρωμής ή σε κατασκευαστικές συμβάσεις).
Ιδανικά, η εγγυητική επιστολή τραπέζης θα πρέπει να αναφέρει ότι είναι σε πρώτη ζήτηση και θα πρέπει να καλύπτει οποιαδήποτε παράβαση υποχρέωσης εκ της σύμβασης (ήτοι όχι μόνο την πληρωμή των τιμολογίων). Η διάρκεια της εγγυητικής επιστολής θα πρέπει να συμπίπτει τουλάχιστον με τη διάρκεια της σύμβασης (καλύτερα με τη λήξη της περιόδου αποπληρωμής του τελευταίου τιμολογίου) και το ποσό της θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο πιστωτικό όριο του υπόχρεου (πελάτη).
10. Εγγυοδοτικές δηλώσεις
Οι εγγυοδοτικές δηλώσεις αποτελούν σημαντικό συμπλήρωμα του νομικού ελέγχου που πρέπει να κάνει κάθε επιμελές συμβαλλόμενο μέρος ως προς το άλλο πριν την υπογραφή της σύμβασης π.χ. αν το άλλο μέρος έχει συσταθεί σύμφωνα με το νόμο, αν έχει κάνει έναρξη εργασιών, να ζητήσει νομιμοποιητικά έγγραφα. Όπως καταλαβαίνετε, ο νομικός αυτός έλεγχος καλύπτει τα βασικά (άλλωστε, δεν θα εξαγοράσουμε την εταιρεία, απλά θα συνεργαστούμε μαζί της). Εδώ αναδεικνύεται η σημασία των εγγυοδοτικών δηλώσεων. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος καλείται να δηλώσει υπεύθυνα και εγγράφως στο άλλο ότι κάποια γεγονότα είναι αληθή π.χ.
– ότι έχουν ληφθεί όλες οι εσωτερικές εγκρίσεις για να προχωρήσει στη σύναψη της σύμβασης
– ότι έχουν ληφθεί όλες οι απαραίτητες άδειες σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης
Κάτι που δεν μπορεί να εγγυηθεί πριν τη σύναψη της σύμβασης ένα συμβαλλόμενο μέρος, μπορεί να αποτελέσει αναβλητική ή διαλυτική αίρεση π.χ. αν δεν μπορέσει να αποκτήσει άδεια υγειονομικού ενδιαφέροντος, η σύμβαση θα καταστεί άκυρη με αναδρομική ισχύ.
11. Ευθύνη
Το σημαντικό όταν καταρτίζουμε τη διάταξη της ευθύνης είναι να έχουμε στο μυαλό μας ποιά είναι η ευθύνη μας και έναντι ποίων π.χ. του κράτους, των καταναλωτών, τρίτων κτλ και στη συνέχεια ότι η ευθύνη πρέπει όσο το δυνατόν να μετακυλίεται/κατανέμεται με συμβατικές ρήτρες π.χ. ένας παραγωγός προϊόντων συνάπτει σύμβαση με τον προμηθευτή πρώτης ύλης. Ο παραγωγός πρέπει να επιρρίψει μέρος της ευθύνης που θα είχε έναντι του αγοραστή των προϊόντων (η ευθύνη απέναντι στον καταναλωτή είναι εκ του νόμου) σε περίπτωση ελαττωματικού προϊόντος αν το εν λόγω ελάττωμα οφείλεται στην πρώτη ύλη.
Σπουδαιότατο εδώ είναι η συμβατική ρήτρα περιορισμού της ευθύνης. Η ευθύνη μπορεί να περιοριστεί συμβατικά με απώτατο όριο το δόλο ή τη βαριά αμέλεια, κατά συνέπεια μπορεί να περιοριστεί σε ποσό, να αποκλείει ορισμένο είδος ζημίας π.χ. αποθετική-εδώ ζήτημα αποτελεί αν η εν λόγω ρήτρα μπορεί να περικλείσει και την αδικοπρακτική ευθύνη, κατά την άποψή μου όχι. Σημαντικό : μπορεί να αποκλειστεί και η ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις του προστηθέντος π.χ. εργολάβου πάλι στο βαθμό του δόλου ή της βαριάς αμέλειας.
Τέλος, σπουδαίο είναι να ορίζεται τι γίνεται σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή των λεγόμενων τυχηρών γεγονότων, ήτοι περιστατικών που δεν εντάσσονται στη σφαίρα ελέγχου του συμβαλλομένου. Προφανώς, πρόκειται για περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας, κατά συνέπεια το μέρος που κωλύεται δεν ευθύνεται για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Τα μέρη όμως μπορούν να ορίσουν στο πλαίσιο της συμβατικής τους ελευθερίας σε τι συνίσταται ανωτέρα βία/τυχηρό και ποια η διαδικασία γνωστοποίησης που πρέπει να ακολουθείται. Τα περιστατικά ανωτέρας βίας μπορούν να οριστούν περιοριστικά ή διά της εις άτοπον επαγωγής π.χ. περιστατικό ανωτέρας βίας δεν θα θεωρείται η απεργία των μέσων μαζικής μεταφοράς. Επίσης, η διαδικασία γνωστοποίησης στο άλλο μέρος πρέπει να καθορίζεται ότι θα είναι έγγραφη και άμεση π.χ. εντός 24 ωρών από την επέλευση του περιστατικού, να περιγράφει πώς το περιστατικό ανωτέρας βίας το εμποδίζει από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του και να περιέχει και μία εκτίμηση πόσο θα διαρκέσει αυτό.
12. Ασφάλιση
Η υποχρέωση ασφάλισης του αντισυμβαλλομένου έχει σχέση με την ευθύνη του, χωρίς το ένα να επηρεάζει απαραίτητα το άλλο π.χ. η ευθύνη μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά η υποχρέωση ασφάλισης να έχει συγκεκριμένο ανώτατο όριο το οποίο διαπραγματεύονται τα μέρη και συνήθως καθορίζεται από το ανώτατο όριο ζημίας που θα προκαλούσε η παραβίαση μίας υποχρέωσης εκ της σύμβασης. Ιδίως η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι σημαντικότατη γιατί παρέχει τα εχέγγυα ότι δεν θα ζημιωθούμε αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι αφερέγγυος π.χ. ο αντισυμβαλλόμενος μας παρέχει υπηρεσίες κατασκευαστικές και λόγω υπαιτιότητάς του προκαλεί ζημία στο κτίριό μας. Θα πρέπει αυτή τη ζημία να την καλύψει ο αντισυμβαλλόμενος και αν είναι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων με ικανοποιητική κάλυψη, τότε η ασφαλιστική του εταιρεία θα καλύψει τη ζημία.
Σημαντικό να επισημανθεί ότι η ασφάλιση αστικής ευθύνης καλύπτει όλες τις υποχρεώσεις του αντισυμβαλλομένου, κατά συνέπεια, αν δεν ορίζεται ρητά ότι η κάλυψη είναι αποκλειστική (για το συγκεκριμένο έργο, σύμβαση κτλ), υπάρχει η πιθανότητα το όριο να έχει εξαντληθεί όταν επέλθει η ζημία που μας αφορά π.χ. ασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης κατασκευαστή 100.000 ευρώ ανά γεγονός και ετησίως. Αν εντός του έτους η εν λόγω κάλυψη χρησιμοποιηθεί για άλλες ζημίες, ενδεχομένως να μην υπάρχει περιθώριο κάλυψης όταν επέλθει η ζημία που μας αφορά.
13. Εμπιστευτικότητα
Η ρήτρα εμπιστευτικότητας έχει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις που η εμπιστευτικότητα δεν προβλέπεται εκ του νόμου π.χ. σε σύμβαση με δικηγόρο προφανώς δεν χρειάζεται ρήτρα εμπιστευτικότητας αλλά σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, θα πρέπει να προβλέπεται ρητά, ειδικά όταν παρέχονται εμπιστευτικές πληροφορίες ή εμπορικά μυστικά από το ένα μέρος στο άλλο. Προσοχή στο να ορίζεται τι είναι εμπιστευτική πληροφορία, από πότε ισχύει η υποχρέωση (μπορεί να χρειάζεται να καλύπτει και το προσυμβατικό στάδιο), έως πότε θα ισχύει (ιδανικά, επ’αόριστον). Βέβαια, η παραβίαση της ρήτρας εμπιστευτικότητας είναι αρκετά δύσκολο να αποδειχθεί, οπότε δεν υπάρχει ιδιαίτερη νομολογία για το θέμα τουλάχιστον στην Ελλάδα.
14. Προσωπικά δεδομένα
Πάρα πολλά έχουν γραφτεί το τελευταίο διάστημα για τα προσωπικά δεδομένα λόγω της ισχύος του νέου ευρωπαϊκού κανονισμού περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων (GDPR),οπότε δεν θα επεκταθώ πολύ. Σημαντικό σε αυτό το πλαίσιο είναι να γνωρίζουμε α) τι είδους προσωπικά δεδομένα επεξεργάζονται από τον αντισυμβαλλόμενο και β) υπό ποια ιδιότητα τα επεξεργάζεται ήτοι υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία. Αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι εκτελών την επεξεργασία, συγκεκριμένες ρήτρες πρέπει να ενταχθούν στη σύμβαση ή σε ξεχωριστή σύμβαση σύμφωνα με αυτά που ορίζει ο Κανονισμός.
15. Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία
Σημαντικότατη διάταξη όταν η συνεργασία ενέχει τη χρήση εμπορικών σημάτων και τη χρήση ή δημιουργία πνευματικών έργων π.χ. σύμβαση παροχής διαφημιστικών υπηρεσιών, σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, σύμβαση εργασίας. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, στον εργοδότη/εντολέα μεταβιβάζονται εκείνες μόνο οι εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης και το έργο παραμένει ιδιοκτησία του δημιουργού.
16. Εφαρμοστέο δίκαιο
Το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ορίζεται, ιδίως σε διασυνοριακές συμβάσεις, ήτοι σύμβαση μεταξύ μερών που είναι εγκατεστημένα σε διαφορετική χώρα, γιατί σε αυτήν περίπτωση είναι καλό να προσυμφωνείται ποιο θα είναι το εφαρμοστέο δίκαιο και να μην αφήνεται να καθοριστεί από τους κανόνες του ευρωπαϊκού ή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Προφανώς, για μία ελληνική εταιρεία, αυτό που είναι προς όφελός της είναι να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Προσοχή σε ασυνάφειες μεταξύ εφαρμοστέου δικαίου και αρμοδίων δικαστηρίων. Φανταστείτε ελληνικά δικαστήρια να πρέπει να κρίνουν μία υπόθεση σύμφωνα με το δίκαιο της Ιταλίας!
17. Διαδικασία επίλυσης διαφορών
Σημαντικό είναι να υπάρχει ρήτρα για τη διαδικασία επίλυσης των διαφορών που τυχόν προκύψουν από τη σύμβαση. Ενδείκνυται ως πρώτο βήμα, ιδίως στις εμπορικές συμβάσεις, η προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης μέσω διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση είναι η μέθοδος επίλυσης διαφορών κατά την οποία ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος διαμεσολαβητής, ουδέτερος προς τα δύο μέρη, τα βοηθάει να διαπραγματευτούν και να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση. Είναι μία ταχεία, εμπιστευτική και σχετικά οικονομική λύση επίλυσης των διαφορών, η οποία έχει γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και μάλιστα με πρόσφατο ελληνικό νόμο, κατέστη υποχρεωτική σε κάποια είδη διαφορών (πριν την προσφυγή στα δικαστήρια). Στη σχετική ρήτρα μπορεί να ορίζεται (χωρίς να είναι υποχρεωτικό) σύμφωνα με τον Κανονισμό ποιού οργανισμού θα διεξαχθεί καθώς και η διάρκεια. Σε διασυνοριακές διαφορές, προτιμώνται διεθνείς οργανισμοί, π.χ. Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC), σε εθνικές διαφορές, προτιμώνται ελληνικοί οργανισμοί π.χ. Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης & Διαιτησίας, ΕΒΕΑ, Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο κτλ. Ενδεικτικά: «Οποιαδήποτε διαφορά ανακύψει σχετικά με τη συμφωνία αυτή επιλύεται με διαμεσολάβηση (πριν την προσφυγή στη διαιτησία ή τα δικαστήρια), σύμφωνα με τον Κανονισμό Διαμεσολάβησης του Ελληνικoύ Κέντρου Διαμεσολάβησης & Διαιτησίας (το Κέντρο).
Το αίτημα για διαμεσολάβηση κοινοποιείται από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη γραπτά στο Κέντρο. Εφόσον το Κέντρο επιτύχει τη συμφωνία και του άλλου μέρους για διεξαγωγή της διαμεσολάβησης και για το όνομα του διαμεσολαβητή (που μπορεί να προταθεί από το Κέντρο, εφόσον τα μέρη δεν συμφωνήσουν σχετικά), η κύρια διαδικασία της διαμεσολάβησης θα αρχίσει το αργότερο εντός 15 ημερών από την ημερομηνία της υποβολής της διαφοράς στο Κέντρο και την αποδοχή διεξαγωγής διαμεσολάβησης και από τα δύο μέρη και θα διαρκέσει 1 ημέρα (8 ώρες)».
Ως προς το δεύτερο βήμα (αν τυχόν η διαμεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία και υπογραφή πρακτικού διαμεσολάβησης), τα μέρη μπορεί να συμφωνήσουν ότι οι διαφορές θα υπόκεινται σε διαιτησία ή στα αρμόδια δικαστήρια. Η διαιτησία είναι ένας εξωδικαστικός τρόπος επιλύσεως διαφορών ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στα μέρη να επιλέξουν το διαιτητή/τους διαιτητές (συνήθως δικηγόροι). Πρόκειται για μία αφενός ακριβή, αλλά αφετέρου αξιόπιστη και πιο γρήγορη διαδικασία (τουλάχιστον σε σχέση με τα ελληνικά δικαστήρια) και προτιμάται σε συμβάσεις μεγάλης αξίας.
Η ρήτρα διαιτησίας θα πρέπει να αναφέρεται τουλάχιστον στο σχετικό Κανονισμό σύμφωνα με τον οποίο θα διεξαχθεί, την έδρα καθώς και τη γλώσσα. Ενδεικτικά:
«Όλες οι διαφορές που προκύπτουν από ή σε σχέση με την παρούσα σύμβαση θα επιλύεται οριστικά σύμφωνα με τους Κανόνες Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου από έναν διαιτητή ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες. Η έδρα της διαιτησίας θα είναι η Αθήνα. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στη διαιτητική διαδικασία θα είναι τα ελληνικά».
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, θα πρέπει να ορίζονται αρμόδια τα δικαστήρια της χώρας όπου είναι πρακτικό και για τα δύο μέρη. Σημαντικό να ορίζεται όχι μόνο η χώρα αλλά και η πόλη π.χ. δικαστήρια των Αθηνών (όχι απλά ελληνικά δικαστήρια) γιατί αυτό ενέχει το ρίσκο αρμόδιο δικαστήριο κατά τόπον να κριθεί π.χ. της Αλεξανδρούπολης!
Φυσικά, σε όλα τα ανωτέρω (για να ευλογήσουμε και τα γένια μας!), καίρια είναι η συμβουλή και η συνεργασία με το νομικό σας σύμβουλο ή εξωτερικό δικηγόρο, για να αποφευχθούν τυχόν λάθη ή παρερμηνείες.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών ιστοχώρος και όλα τα κείμενα και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομοθετικών και διοικητικών κειμένων (Νόμοι, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΠΟΛ., Διοικητικές Πράξεις και Λύσεις κ.α.), των νομολογιακών κειμένων (Δικαστικές Αποφάσεις κ.α.), των περιλήψεων αυτών και της τήρησής τους σε βάση δεδομένων, των συσχετίσεων μεταξύ τους και των ειδικών εργαλείων αναζήτησης, αποτελούν αντικείμενο ειδικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας και προστατεύονται από την νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων και δη από τους νόμους 2121/1993, 2557/1997, 2819/2000, τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (ν. 100/1975), τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (ν. 2054/1992) και τις Οδηγίες 91/100/ΕΟΚ, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ, 93/98/ΕΟΚ ΚΑΙ 96/9/ΕΟΚ.
Η ιδιοκτησία επ’ αυτών αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Η αναδημοσίευση και η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, εξ’ ολοκλήρου, τμηματικά ή περιληπτικά, των οιωνδήποτε κειμένων ή δεδομένων περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστοχώρο, χωρίς την έγγραφη άδεια της δικαιούχου εταιρείας.