(Τρόπος υπολογισμού των ημερών αδείας που δικαιούνται οι απασχολούμενοι με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία)
Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
Λογιστής – Φοροτέχνης
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/1945 η βασική ρύθμιση που διέπει το ζήτημα του υπολογισμού της ετήσιας κανονικής άδειας των απασχολούμενων ορίζει τα εξής:
«1.α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.
β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α’. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.
Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας».
Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του Α.Ν 539/1945 αναφέρει ότι: «2. Σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που προβλέπεται από αυτόν το νόμο ή άλλη ειδικότερη διάταξη, για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψη του, αν η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους, μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας.
Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ως μήνας λογίζονται είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας, που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα.», ο εργαζόμενος που απασχολείται με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία δικαιούται για κάθε 25 εργάσιμες ημέρες απασχόλησης του να λαμβάνει το 1/12 της ετήσιας κανονικής άδειας που προβλέπεται για τους απασχολούμενους με πλήρη απασχόληση, για χρονική περίοδο απασχόλησης μικρότερη των 25 εργάσιμων ημερών, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει αναλογία της ετήσιας κανονικής άδειας.
Εάν κατά τον σχετικό υπολογισμό προκύπτει κλάσμα ημερών αδείας, τότε εάν τα δεκαδικά στοιχεία του πηλίκου είναι από 0,01 έως 0,50, ο αριθμός ημερών αδείας στρογγυλοποιείται προς την αμέσως μικρότερη μονάδα, ενώ εάν τα δεκαδικά στοιχεία του πηλίκου είναι από 0,51 έως 0,99 ο αριθμός ημερών στρογγυλοποιείται προς την αμέσως μεγαλύτερη ακέραιη μονάδα.
Κατόπιν των ανωτέρω κατά το 1ο ημερολογιακό έτος της σχέσης εργασίας ( δηλαδή εκείνο κατά το οποίο προσλήφθηκε ο μισθωτός π.χ. την 01/10/2014, το έτος αυτό είναι το 2014) η παράγραφος 1 του άρθρου 2 προβλέπει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει αναλογία της ετήσιας κανονικής άδειας που υπολογίζεται με βάση τις 20 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται με πενθήμερο και τις 24 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται με εξαήμερο.
Ο μισθωτός με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής απασχόληση κατά το έτος αυτό δικαιούται για κάθε μήνα απασχόλησης του, ήτοι για 25 εργάσιμες ημέρες να λαμβάνει το 1/12 της ανωτέρω άδειας.
Συνεπώς κατά το 1ο ημερολογιακό έτος εργασιακής σχέσης:
α) Ο απασχολούμενος με πενθήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0667 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής άδειας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες) χ 20 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
β) Ο απασχολούμενος με εξαήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα να λαμβάνει 0,0800 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής άδειας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες) χ 24 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
Κατά το 2ο ημερολογιακό έτος της σχέσης εργασίας ( δηλαδή το επόμενο εκείνου κατά το οποίο προσλήφθηκε ο μισθωτός , δηλαδή 01/10/2014 και επομένως το έτος αυτό είναι το 2015) ο εργαζόμενος δικαιούται :
α) Μέχρι την συμπλήρωση 1 έτους απασχόλησης (δηλαδή μέχρι 01/10/2015) να λάβει αναλογία της ετήσιας κανονικής άδειας που υπολογίζεται με βάση τις 20 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται με πενθήμερο και τις 24 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται με εξαήμερο και
β) αφότου συμπληρώσει 1 έτος απασχόλησης να λάβει αφενός αναλογία της ετήσιας κανονικής άδειας που υπολογίζεται με βάση τις 20 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται με πενθήμερο και τις 24 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται με εξαήμερο και αφετέρου 1 επιπρόσθετη ημέρα ετήσια κανονική άδεια.
Συνεπώς κατά το 2ο ημερολογιακό έτος της εργασιακής σχέσης για το διάστημα από την έναρξη του ημερολογιακού αυτού έτους και μέχρι την συμπλήρωση έτους απασχόλησης :
α) Ο απασχολούμενος με πενθήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0667 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής άδειας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες) χ 20 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
β) Ο απασχολούμενος με εξαήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0800 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής αδείας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες) χ 24 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
Επίσης κατά το 2ο ημερολογιακό έτος για το διάστημα μετά την συμπλήρωση έτους απασχόλησης ( έτους υπηρεσίας) :
α) Ο απασχολούμενος με πενθήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0700 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής άδειας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες) χ 21 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
β) Ο απασχολούμενος με εξαήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0833 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής αδείας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες) χ 25 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
Κατά το 3ο ημερολογιακό έτος της σχέσης (δηλαδή το μεθεπόμενο εκείνου που προσλήφθηκε, το έτος αυτό είναι το 2016), ο εργαζόμενος δικαιούται:
α) Μέχρι την συμπλήρωση 2 έτη απασχόλησης να λάβει το σύνολο της ετήσιας κανονικής άδειας που αντιστοιχεί σε αυτό το ημερολογιακό έτος, δηλαδή 21 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται πενθήμερο και τις 25 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται με εξαήμερο και
β) αφότου συμπληρώσει τα 2 έτη απασχόλησης αν έχει λάβει προγενέστερα την ετήσια άδεια που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό αυτό έτος, 1 επιπρόσθετη ημέρα ετήσια κανονική άδεια και αν δεν έχει λάβει προγενέστερα την ετήσια κανονική του άδεια που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό αυτό έτος αλλά λαμβάνει όλη την άδεια αφότου έχει συμπληρώσει 2 έτη απασχόλησης, 22 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται με πενθήμερο και 26 εργάσιμες ημέρες αν απασχολείται εξαήμερο.
Συνεπώς κατά το 3 ημερολογιακό έτος της σχέσης εργασίας για το διάστημα από την έναρξη του ημερολογιακού αυτού έτους και μέχρι τη συμπλήρωση 2 ετών απασχόλησης:
α) Ο απασχολούμενος με πενθήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0700 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής άδειας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες ) χ 21 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
β) Ο απασχολούμενος με εξαήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0833 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής αδείας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες ) χ 25 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
Επίσης κατά το 3ο ημερολογιακό έτος για το διάστημα μετά την συμπλήρωση 2 ετών απασχόλησης (ετών υπηρεσίας):
α) Ο απασχολούμενος με πενθήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0733 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής άδειας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες ) χ 22 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
β) Ο απασχολούμενος με εξαήμερο δικαιούται για κάθε εργάσιμη ημέρα του να λαμβάνει 0,0866 εργάσιμες ημέρες ετήσιας κανονικής αδείας.
Δηλαδή, 1 εργάσιμη ημέρα: 25 (εργάσιμες ημέρες ) χ 26 (εργάσιμες ημέρες, που συνιστούν την προβλεπόμενη ετήσια κανονική άδεια) χ 1/12 (τμήμα της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά μήνα/περίοδο 25 εργάσιμων ημερών).
Προσοχή: Στην διαλείπουσα απασχόληση χορηγείται ως άδεια τόσο χρονικό διάστημα, όσο απαιτείται για να περιλαμβάνεται σε αυτό ο αριθμός των εργάσιμων για τον συγκεκριμένο μισθωτό ημερών που αποτελούν την άδεια του.
Τρόπος υπολογισμού της ετήσιας κανονικής άδειας των απασχολούμενων με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία
Αριθμός εργάσιμων ημερών που απασχολήθηκε ο μισθωτός | |
: (δια) | 25 (αριθμός εργάσιμων ημερών που θεωρούνται μήνας) |
Χ (επί) | Αριθμό ημερών ετήσιας κανονικής άδειας που θα δικαιούταν αν απασχολούνταν με πλήρη απασχόληση |
Χ (επί) | 1/12 (τμήμα της συνολικής ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται ο απασχολούμενος με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία για κάθε μήνα (περίοδος 25 εργάσιμων ημερών) |
Όσον αφορά τις αποδοχές αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, ότι δηλαδή θα ελάμβανε αν κατά το αντίστοιχο διάστημα εργαζόταν, ως συνήθεις αποδοχές νοούνται εκείνες που καταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά τρόπο τακτικό και σταθερό ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του, έτσι ώστε να προσδοκάται μετά βεβαιότητας ότι εάν ο εργαζόμενος παρείχε εργασία κατά το διάστημα που κάνει χρήση της ετήσιας κανονικής του άδειας θα τις ελάμβανε. (υπολογίζονται βάσει στοιχείων του παρελθόντος και όχι βάσει μελλοντικών, δηλαδή πρόσθετη απασχόληση που πρόκειται να πραγματοποιηθεί μετά την άδεια)
Επομένως εμπίπτουν στις συνήθεις αποδοχές και συνυπολογίζονται στις αποδοχές αδείας οι εξής ειδικότερες μισθολογικές παροχές του εργοδότη:
α) Ο βασικός μισθός.
β) Το χρονοεπίδομα ή επίδομα πολυετίας.
γ) Τα επιδόματα ή άλλες συμφωνηθείσες παροχές που προβλέπονται στην ατομική σύμβαση εργασίας, εφόσον παρέχονται τακτικά.
δ) Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, εφόσον παρέχονται τακτικά.
ε) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση νόμιμης υπερωριακής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά.(ΑΠ 911/1986, Εφ.Αθ. 1950/1995, ΑΠ 201/2015)
στ) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση υπερεργασιακής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 702/2003,ΑΠ 703/2002, Εφ.Θες/νικης 1038/1993, ΑΠ 204/2015)
ζ) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση νυχτερινής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 659/2003, ΑΠ 1449/2002, ΑΠ 204/2015)
η) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 659/2003, ΑΠ 1449/2002, ΑΠ 273/1993, ΑΠ 540/1985, ΑΠ 1318/1984, ΑΠ 204/2015)
θ) Οποιαδήποτε έκτακτη οικειοθελή παροχή καταβάλει κατά το χρονικό διάστημα της ετήσιας κανονικής άδειας ο εργοδότης στο προσωπικό του. Π.χ τον Αύγουστο του 2018 ο εργοδότης καταβάλει εκτάκτως και μόνο τότε στο προσωπικό που εργάζεται στην επιχείρηση του μπόνους 200,00€, λόγω κερδοφορίας της επιχείρησης του. Οι εργαζόμενοι που εκείνο τον μήνα βρίσκονται σε ετήσια κανονική άδεια δικαιούνται επίσης την παροχή αυτή.
Συνεπώς, ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες με τις “τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 16/2011). ΑΠ 1182/2017)
Δεν εμπίπτουν στις συνήθεις αποδοχές και δεν συνυπολογίζονται στις αποδοχές αδείας οι εξής ειδικότερες παροχές του εργοδότη :
α) Η αποζημίωση για εκτέλεση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης. (ΑΠ 1339/2005)
β) Η αναλογία των επιδομάτων εορτών, δηλαδή των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα. (Εφ. Αθηνών 1950/1995)
γ) Η αποζημίωση που χορηγείται για μη χορήγηση αναπληρωματικής ανάπαυσης, λόγω παροχής εργασίας τις Κυριακές ή τις αργίες.
ε) Το επίδομα ισολογισμού.
στ) Οποιαδήποτε έκτακτη παροχή του εργοδότη που καταβάλλεται εξ ελευθεριότητας, σε διαφορετικό της χορήγησης της ετήσιας κανονικής άδειας χρονικό σημείο.
«8. Αι αποδοχαί μετά του επιδόματος αδείας, προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας.», τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της άδειας, σε περίπτωση τμηματικής χορηγήσεως της άδειας προκαταβάλλεται το ανάλογο μέρος τόσο των αποδοχών όσο και του επιδόματος αδείας.
Τέλος κατά την διάρκεια της άδειας απαγορεύεται:
α) η ανάληψη εργασίας από τον μισθωτό, παράγραφος 2 του άρθρου 5 του ΑΝ 539/1945 : «Εις πάντα µισθωτόν, αναλαµβάνοντα έµµισθον απασχόλησιν κατά την διάρκεια της ετησίας αδείας τους, ο απασχολήσας τούτον εργοδότης δικαιούται να µη καταβάλλει αµοιβήν δια το αντίστοιχον χρονικόν διάστηµα.», σε περίπτωση που ο μισθωτός εργασθεί κατά την διάρκεια της άδειας ο νέος εργοδότης δικαιούται να μην του καταβάλει αμοιβή για το διάστημα αυτό και
β) η καταγγελία σύμβασης, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 5 του ΑΝ539/1945 : Aπαγορεύεται εις τον εργοδότην να απολύσει τον µισθωτόν, διαρκούσης τα χορηγηθείσης εις τούτον αδείας., απαγορεύεται κατά την διάρκεια της άδειας η απόλυση του μισθωτού από τον εργοδότη, η προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεως όμως, αρκεί η ημέρα της απολύσεως να εμπίπτει σε χρόνο μετά την λήξη της αδείας, δεν απαγορεύεται σύμφωνα με την απόφ. Εφετείου Λάρισας 667/96 η οποία αναφέρει: ναι μεν απαγορεύεται στον εργοδότη να απολύσει το μισθωτό κατά την διάρκεια της αδείας που του έχει χορηγηθεί , δεν απαγορεύεται όμως στον εργοδότη να προειδοποίηση το μισθωτό κατά την έναρξη ή κατά την διάρκεια της άδειας ότι απολύεται προσεχώς, αρκεί ο χρόνος της απολύσεως του να τοποθετείται μετά την ημερομηνία λήξεως της αδείας του.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών ιστοχώρος και όλα τα κείμενα και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομοθετικών και διοικητικών κειμένων (Νόμοι, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΠΟΛ., Διοικητικές Πράξεις και Λύσεις κ.α.), των νομολογιακών κειμένων (Δικαστικές Αποφάσεις κ.α.), των περιλήψεων αυτών και της τήρησής τους σε βάση δεδομένων, των συσχετίσεων μεταξύ τους και των ειδικών εργαλείων αναζήτησης, αποτελούν αντικείμενο ειδικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας και προστατεύονται από την νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων και δη από τους νόμους 2121/1993, 2557/1997, 2819/2000, τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (ν. 100/1975), τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (ν. 2054/1992) και τις Οδηγίες 91/100/ΕΟΚ, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ, 93/98/ΕΟΚ ΚΑΙ 96/9/ΕΟΚ.
Η ιδιοκτησία επ’ αυτών αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Η αναδημοσίευση και η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, εξ’ ολοκλήρου, τμηματικά ή περιληπτικά, των οιωνδήποτε κειμένων ή δεδομένων περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστοχώρο, χωρίς την έγγραφη άδεια της δικαιούχου εταιρείας.