(Φορολογική μεταχείριση επιπλέον παροχής από τον εργοδότη κατά την απόλυση, αποχώρηση ή συνταξιοδότηση εργαζομένου)
Της Τατιάνας Ψαριανού
Οι διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας προβλέπουν με ακρίβεια, το ύψος και τον τρόπο καταβολής αποζημιώσεων σε απολυμένους εργαζόμενους, χωρίς όμως να θέτουν περιορισμούς ως προς την οικειοθελή παροχή μεγαλύτερων ποσών.
Επιπρόσθετα, το Εργατικό Δίκαιο προβλέπει την παροχή αποζημίωσης κατά την απόλυση ή αποχώρηση εργαζομένου που πληροί τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης.
Πέρα, όμως, από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις και τις σχετικές διατάξεις που αναφέρονται σ’ αυτές, υπάρχουν εργοδότες οι οποίοι προβαίνουν σε επιπλέον παροχές και κατά την απόλυση, αλλά και κατά την παραίτησή των εργαζομένων τους, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αναγνωρίζουν την προσφορά τους προς την επιχείρηση.
Και επειδή αυτό, ίσως να μην είναι συχνό φαινόμενο μέσα στο οικονομικό περιβάλλον που βιώνουμε, αλλά, σίγουρα, παρατηρούνται κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να εξετάσουμε πώς αντιμετωπίζονται αυτά τα ποσά των πρόσθετων παροχών που χορηγούνται κατά την απόλυση ή παραίτηση του εργαζομένου από πλευράς Φορολογικού Δικαίου, δηλαδή, αν θεωρούνται παραγωγικές δαπάνες για την επιχείρηση, ώστε να εκπέσουν φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδά της.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Α. Καταβολή αποζημίωσης σε μισθωτό που υπερβαίνει τα νόμιμα όρια ή δίδεται εξολοκλήρου κατά βούληση, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αποχωρήσει οικειοθελώς.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ 3735/1988, θεωρείται ως παραγωγική δαπάνη η αποζημίωση που δίνεται σε υπαλλήλους που απολύονται ακόμη και αν αυτή υπερβαίνει εκείνη που προβλέπεται από τις διατάξεις του εργατικού δικαίου «… διότι συμβάλει στην επαύξηση του ενδιαφέροντος του προσωπικού προς προώθηση των εργασιών της επιχειρήσεως και στην αύξηση των κερδών της …». Ομοίως και η απόφαση ΣτΕ 4118/1997, προβλέπει την εκπεσιμότητα της εν λόγω δαπάνης.
Επιπρόσθετα, στην απόφαση ΣτΕ 2993/1991 αναφέρεται, ότι ακόμη και σε περίπτωση καταβολής αυξημένης αποζημίωσης σε εργαζόμενους που συνταξιοδοτούνται, «… η δαπάνη αυτή εκρίθη, τόσον υπό του πρωτοβαθμίου όσον και υπό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ως παραγωγική με την σκέψιν ότι η ηυξημένη αποζημίωσις των συνταξιοδοτουμένων υπαλλήλων συμβάλλει εις την τόνωσιν της αποδόσεως και την εργατικότητα του (παραμένοντος) προσωπικού της εταιρείας». Στην ίδια απόφαση αναγράφεται επίσης, ότι «… δεν αποκλείεται η έκπτωσις της δαπάνης ταύτης εκ του γεγονότος ότι η ηυξημένη αποζημίωσις εδίδετο υπό της επιχειρήσεως εις όλους τους αποχωρούντας υπαλλήλους».
Κατά την άποψή μας, βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων και αποφάσεων Δικαστηρίων, σε περίπτωση που δοθεί αποζημίωση μεγαλύτερη της νόμιμης, κατά την απόλυση εργαζομένου θεωρείται, στο σύνολό της, ως παραγωγική δαπάνη.
Επιπλέον, και σύμφωνα πάλι με τις προαναφερόμενες διατάξεις, παραγωγική δαπάνη, είναι και οποιοδήποτε ποσό καταβάλλεται σε εργαζόμενο, ο οποίος αποχωρεί οικειοθελώς από την εταιρία ήτοι χωρίς να δικαιούται εκ του νόμου αποζημίωση και ανεξαρτήτως του χρόνου προϋπηρεσίας του σε αυτή.
Συνεπώς, κρίσιμο είναι το εάν ένας εργαζόμενος, κατά την αποχώρησή του, πληροί τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης.
Έστω ότι ένας εργαζόμενος απέκτησε την ιδιότητα του Συνταξιούχου, με πλήρη σύνταξη, ή συμπλήρωσε τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης, όσο εργαζόταν στην εταιρία, αλλά επέλεξε να συνεχίσει να εργάζεται.
Αντίστοιχα, εάν ο εν λόγω εργαζόμενος απολυθεί, τότε θα συμπληρωθεί το έντυπο της καταγγελίας Σύμβασης Εργασίας, όπου πάλι θα αναφερθεί ότι «ο εργαζόμενος πληρούσε τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης».
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών ιστοχώρος και όλα τα κείμενα και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομοθετικών και διοικητικών κειμένων (Νόμοι, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΠΟΛ., Διοικητικές Πράξεις και Λύσεις κ.α.), των νομολογιακών κειμένων (Δικαστικές Αποφάσεις κ.α.), των περιλήψεων αυτών και της τήρησής τους σε βάση δεδομένων, των συσχετίσεων μεταξύ τους και των ειδικών εργαλείων αναζήτησης, αποτελούν αντικείμενο ειδικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας και προστατεύονται από την νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων και δη από τους νόμους 2121/1993, 2557/1997, 2819/2000, τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (ν. 100/1975), τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (ν. 2054/1992) και τις Οδηγίες 91/100/ΕΟΚ, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ, 93/98/ΕΟΚ ΚΑΙ 96/9/ΕΟΚ.
Η ιδιοκτησία επ’ αυτών αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Η αναδημοσίευση και η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, εξ’ ολοκλήρου, τμηματικά ή περιληπτικά, των οιωνδήποτε κειμένων ή δεδομένων περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστοχώρο, χωρίς την έγγραφη άδεια της δικαιούχου εταιρείας.