Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
Λογιστής – Φοροτέχνης
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Ν.539/1945 η οποία αναφέρει:
« Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήση την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως.
Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον των κατ΄ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικιαουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος.
Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ` αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του μισθωτού».
Και με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ιδίου νόμου ( 539/1945) το οποίο αναφέρει:
Πάσα συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, περιλαμβάνουσα την εγκατάλειψιν του εις άδειαν δικαιώματος του μισθωτού ή την παραίτησιν τούτου από του εν λόγω δικαιώματος, και εάν προβλέπη την καταβολήν εις αυτόν επηυξημένης αποζημιώσεως, θεωρείται ανύπαρκτος.
Επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ`έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξη του έτους, καθ΄ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας, ηύξημένας κατά 100%.
Συμπεραίνουμε ότι , ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορήγει την άδεια στον μισθωτό, ακόμα και αν αυτός δεν δέχεται, έως 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους, εάν παρέλθει η προθεσμία η αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική αφού δεν επιτρέπεται η μεταφορά σε επόμενο έτος (ΑΠ 434/2011, Απόφ. Αρ. Πάγου ΑΠ 455/2010, ΑΠ 1234/2003).
Η μεταφορά είναι ανίσχυρη έστω και αν έγινε με την συναίνεση του μισθωτού. (ΑΠ 1234/2003)
Με το 50239/77 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας έχει γίνει δεκτό ότι η άδεια μπορεί να παραταθεί για μερικές μέρες στο επόμενο έτος εάν δεν επαρκούν οι μέρες μέχρι την 31/12 εφόσον ο μισθωτός που θα την λάβει έχει επιστρέψει από ασθένεια ή άδεια τοκετού τον τελευταίο μήνα.
Ακόμα η άδεια μπορεί να παραταθεί και στην περίπτωση που ο μισθωτός ασθενήσει κατά την διάρκεια της άδειας, οπότε η άδεια παρατείνεται τόσες ημέρες όσες είναι και οι εργάσιμες ημέρες της ασθένειας του.
Σε περίπτωση που στο διάστημα της άδειας εμπίπτει εξαιρετέα ή κατ έθιμο εορτή αυτή δεν υπολογίζεται στις ημέρες αδείας και παρατείνεται κατά μία ημέρα. «παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ΑΝ 539/1945: Δεν περιλαμβάνονται εις την ετήσιαν άδειαν μετ΄ αποδοχών:
α΄) αι επίσημοι ή αι κατ΄ έθιμον εορτάσιμοι ημέραι και
β΄) αι διακοπαί εργασίας, αι οφειλόμεναι εις ασθενείαν.
Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, απλές όταν δεν υπήρξε άρνηση χορήγησης( όταν ο μισθωτός δεν δέχεται να λάβει άδεια ΑΠ 1224/1976), διπλές (100% αποζημίωση των αποδοχών αδείας) όταν η άδεια ζητήθηκε αλλά ο εργοδότης αρνήθηκε την χορήγηση της- προσαύξηση των αποδοχών οφείλεται μόνον αν υπάρχει πταίσμα του εργοδότη.(ΑΠ 1050/2018, ΑΠ 1568/1999, ΑΠ 376/2006)
Η προσαύξηση 100 % οφείλεται και όταν ο εργοδότης όφειλε να γνωρίζει ότι ο μισθωτός δικαιούται περισσότερες ημέρες αδείας. (ΑΠ 1191/1985)
Δεν οφείλεται αποζημίωση 100% των αποδοχών αδείας όταν δεν αποδεικνύεται ότι ο μισθωτός ζήτησε την άδεια του και ο εργοδότης τον ανάγκασε να εργαστεί κατά τον χρόνο αυτό. (ΑΠ 636/2000)
Δεν οφείλεται αποζημίωση 100% των αποδοχών όταν ο μισθωτός δεν έλαβε την άδεια με δική του επιθυμία για λόγω αύξησης των αποδοχών του. (ΑΠ 1305/2008)
Δεν οφείλεται αποζημίωση 100% των αποδοχών όταν υπάρχει αμφιβολία για την υποχρέωση χορηγήσεως της αδείας. (ΑΠ 1392/2003)
Δεν οφείλεται αποζημίωση 100% των αποδοχών όταν δεν υπάρχει πραγματική δυνατότης χορηγήσεως. Η χορήγηση της αδείας προϋποθέτει την πραγματική δυνατότητα του εργοδότου να απαλλάξει, χάριν αναψυχής, τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής της εργασίας του κατά το διάστημα χρήσεως της αδείας – Όταν δεν υφίσταται η δυνατότης, δεν επιτρέπεται να επιρρίπτονται οι δυσμενείς συνέπειες της μη χορηγήσεως της αδείας στον εργοδότη. (ΑΠ 902/2017)
Προσοχή, σε περίπτωση προσαυξήσεως κατά 100% των αποδοχών αδείας που δεν χορήγησε ο εργοδότης στον μισθωτό εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο οφειλόταν, το επίδομα αδείας δεν διπλασιάζεται διότι ο νόμος 539/1945 αναφέρεται μόνο για τις αποδοχές αδείας.
Η Α.Π. 40/2002 δέχεται ότι η δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών και του επιδόματος είναι το τέλος του οικείου ημερολογιακού έτους, άρα ως βάση για τον υπολογισμό τόσο των αποδοχών αδείας και του επιδόματος όσο και της προσαυξήσεως 100% σε περίπτωση μη χορηγήσεως της άδειας είναι οι αποδοχές της 31 Δεκεμβρίου του έτους που αντιστοιχεί η άδεια.
Σε περίπτωση λύσεως εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών και του επιδόματος αδείας αποτελεί ο χρόνος λύσεως της σχέσεως εργασίας και όχι το τέλος του ημερολογιακού έτους. ΑΠ 97/2009
Σε αντίθεση από το συνδυασμό των άρθρων 32 του Ν. 4504/66 και 5 παρ. 7 του AN 539/1945, όπως τούτο συμπληρώθηκε με το N. 1346/1983, προκύπτει ότι για την αξίωση του μισθωτού προς λήψη της κατά 100% προσαυξήσεως σε περίπτωση αρνήσεως του εργοδότη για χορήγηση σ’ αυτόν της κατ’ έτος άδειας του, η οποία έχει χαρακτήρα ποινής και προϋποθέτει υπαιτιότητα του εργοδότη, δεν τάσσεται δήλη ημέρα καταβολής. (ΑΠ 1240/2014)
Σε ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται το σύνολο των αποδοχών, οι αποδοχές της κανονικής αδείας και οι αποδοχές του μήνα (Γν.ΝΣΚ.93/14-1-59, Εγκ. ΙΚΑ 94/61), η δε προσαύξηση αυτών κατά 100% όχι, διότι θεωρείται ότι έχει τον χαρακτήρα ποινής για τον εργοδότη. (ΑΠ 181/1961, ΑΠ 1890/1982 ΑΠ 889/1989, Εγκ.Υπ.Εργ. 1359/89, 1061/96)
Το επίδομα αδείας υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές γιατί θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των τακτικών αποδοχών και όχι αποζημίωση. (ΑΠ 326/1966)
Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί εγκαταλείψεως ή παραιτήσεως του δικαιώματος αδείας ακόμα και εάν προβλέπει σε αποζημίωση αυτής θεωρείται ανύπαρκτη. (άρθρ. 5 παράγρ. 1 του Ν.539/1945, Α.Π 588/93)
Σύμφωνα με το εδάφιο 17 του άρθρου 250 του Α.Κ, «Πενταετής παραγραφή. Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις: 17. των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά, η αξίωση λήψεως των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, καθώς και της προσαυξήσεως 100% (σε περίπτωση αρνήσεως χορηγήσεως της αδείας) υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. (ΑΠ 1719/2010)
Εφόσον εκ προθέσεως ο εργοδότης δεν χορήγησε την άδεια, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 5 του Α.Ν 539/45: 7. Αι παραβάσεις των ορισμών του παρόντος νόμου εκδικάζονται, επί τη εγκλήσει των εποπτευόντων την εφαρμογήν του δημοσίων οργάνων ή παντός έχοντος συμφέρον, κατά τας διατάξεις του Ν. Διατάγματος της 25 Νοεμβρίου 1923 “περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τιμών επ΄ αυτοφώρω” και τιμωρούνται κατά το άρθρον 3 του Νόμου ΓπΛΔ΄ “περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας” ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 13 του νόμου 2943 του 1922, του ποσού της εν αυτών οριζομένης χρηματικής ποινής δεκαπλασιαζομένης, έχει και ποινική ευθύνη.
Τα άρθρα 23 «Είδος και εύρος κυρώσεων», 24 «Διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας» και 28 «Ποινικές κυρώσεις» του Νόμου 3996/2011 αναφέρονται στις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις του εργοδότη σε περίπτωση παράβασης διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
Συγκεκριμένα το ύψος των διοικητικών προστίμων για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, καθορίζεται από την απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Υ.Α. 27397/122/19.8.2013, όπως τροποποιήθηκε από τις Υ.Α. 8422/20/14.3.2014 και Υ.Α. 18724/52/2014.
Για την κατηγοριοποίηση των παραβάσεων, τον προσδιορισμό του ύψους των προστίμων και τον καθορισμό κριτηρίων, ισχύει η απόφαση του υπουργείου εργασίας 2063/Δ1632/2011.
Συγκεκριμένα στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I: ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑ Α: ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ της Αριθμ. 2063/Δ1 632/2011 Κατηγοριοποίηση παραβάσεων και καθορισμός ύψους προστίμων που επιβάλλονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) αναφέρεται η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ καθώς και η ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I: ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ
ΕΝΟΤΗΤΑ Α: ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ
Α/Α |
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ |
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ |
ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ |
1. |
Παραβίαση διατάξεων για την κατάτμηση του χρόνου της αδείας |
Άρθ. 8 του Α.Ν. 549/77 (ΦΕΚ 250 Α’) κατά το μέρος που κύρωσε το άρθ. 7 της από 26.1.1977 ΕΓΣΣΕ (ΦΕΚ 60 Β’) και τροποποιήθηκε από το άρθ. 6 ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66 Α’) |
ΧΑΜΗΛΗ |
2. |
Ελλιπής τήρηση βιβλίου ετήσιων κανονικών αδειών |
Άρθ. 4 παρ. 3 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α’), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 6 του Ν. 3762/2009 (ΦΕΚ 75 Α’) |
ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΗ |
3. |
Μη τήρηση βιβλίου ετήσιων κανονικών αδειών |
Άρθ. 4 παρ. 3 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α’), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 6 του Ν. 3762/2009 (ΦΕΚ 75 Α’) |
ΧΑΜΗΛΗ |
4. |
Μη χορήγηση αδείας |
Άρθ. 2 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α’), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 1 παρ. 1 του Ν. 3302/2004 (ΦΕΚ 267 Α’) και άρθ. 4 παρ. 1 εδ. γ’, όπως προστέθηκε με το άρθ. 3 παρ. 15 του Ν. 4504/1966 (ΦΕΚ 57 Α’) |
ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΗ |
5. |
Καταγγελία σύμβασης εργασίας κατά την διάρκεια της χορηγηθείσης κανονικής αδείας |
Άρθ. 5 παρ. 6 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α’) |
ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΗ |
6. |
Μη καταβολή πλήρων αποδοχών αδείας ή αναλογίας αυτών (απλών ή προσαυξημένων κατά 100% σε περίπτωση πταίσματος του εργοδότη) |
Άρθ. 4 παρ. 1 εδ γ’, όπως συμπληρώθηκε με το άρθ. 3 παρ. 15 του Ν. 4504/1966 (ΦΕΚ 57 Α’), άρθ. 5 παρ. 1 εδ. β’ του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α’), όπως προστέθηκε με το άρθ. 3 του Ν.Δ. 3755/1957 (ΦΕΚ 182 Α’), άρθ. 2 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 1 παρ. 1 του Ν. 3302/2004 (ΦΕΚ 267 Α’) |
ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΗ |
7. |
Μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης αδείας ή αναλογίας αυτής σε περίπτωση λύσης με οποιονδήποτε τρόπο της σχέσης ή σύμβασης εργασίας πριν από τη λήψη της αδείας |
Άρθ. 5 παρ. 4 και 5 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α’) όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθ. 1 παρ. 3 του Ν. 1346/1983 (ΦΕΚ 46 Α’) και άρθ. 4 της από 26.1.1977 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. (ΦΕΚ 60 Β’) που κυρώθηκε με το άρθ. 8 του Ν. 549/1977 (ΦΕΚ 55 Α’), άρθ. 2 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 1 παρ. 1 του Ν. 3302/2004 (ΦΕΚ 267 Α’) |
ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΗ |
8. |
Μη καταβολή επιδόματος και αναλογίας επιδόματος αδείας |
Άρθ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 (ΦΕΚ 57 Α’), άρθ. 6 της από 26.1.1977 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. (ΦΕΚ 60 Β’) που κυρώθηκε με το άρθ. 8 του Ν. 549/1977 (ΦΕΚ 55 Α’) και άρθ. 1 παρ. 1 του Ν. 3302/2004 (ΦΕΚ 267 Α’) |
ΥΨΗΛΗ |
Τα πρόστιμα επιβάλλονται με την συνεκτίμηση τριών βασικών μεταβλητών κριτηρίων και δύο υποκριτηρίων. Τα βασικά κριτήρια είναι τα εξής: i) η σοβαρότητα της παράβασης (Σ), ii) ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης (ΑΕ), iii) η υποτροπή της επιχείρησης (Υ).
Τα υποκριτήρια είναι τα έξης: i) ο βαθμός συνεργασίας (ΒΣ), για το χαρακτηρισμό του βαθμού συνεργασίας συνεκτιμώνται ιδίως η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση σε υποδείξεις συστάσεις, ο βαθμός υπαιτιότητας (βαθμός ευθύνης) του εργοδότη, η παρεμπόδιση του έργου του επιθεωρητή κατά τη διενέργεια του ελέγχου, η μη χορήγηση στοιχείων κατά τη διάρκεια της έρευνας, κτλ ii) ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται (Θ), δηλαδή οι εργαζόμενοι τους οποίους αφορά η διαπιστωθείσα παράβαση.
Υπολογισμός:
Οι ημέρες που υπολογίζονται στην άδεια είναι μόνον οι εργάσιμες, όχι Κυριακές, αργίες, ημέρες ασθένειας και για τους εργαζόμενους με πενθήμερο δεν περιλαμβάνεται η έκτη ημέρα της εβδομάδας την οποία και δεν απασχολούνται.
Οι αποδοχές αδείας είναι οι συνήθεις αποδοχές, ως συνήθεις αποδοχές νοούνται εκείνες που καταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά τρόπο τακτικό και σταθερό ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του, έτσι ώστε να προσδοκάται μετά βεβαιότητας ότι εάν ο εργαζόμενος παρείχε εργασία κατά το διάστημα που κάνει χρήση της ετήσιας κανονικής του άδειας θα τις ελάμβανε, τόσο για τους μισθωτούς με πενθήμερο όσο και για αυτούς με εξαήμερο αμείβονται για τις ίδιες μέρες καθότι ο εργαζόμενος με πενθήμερο αμείβεται και για την έκτη ημέρα. ( υπολογίζονται βάσει στοιχείων του παρελθόντος και όχι βάσει μελλοντικών, δηλαδή πρόσθετη απασχόληση που πρόκειται να πραγματοποιηθεί μετά την άδεια)
Επομένως εμπίπτουν στις συνήθεις αποδοχές και συνυπολογίζονται στις αποδοχές αδείας οι εξής ειδικότερες μισθολογικές παροχές του εργοδότη:
α) Ο βασικός μισθός.
β) Το χρονοεπίδομα ή επίδομα πολυετίας.
γ) Τα επιδόματα ή άλλες συμφωνηθείσες παροχές που προβλέπονται στην ατομική σύμβαση εργασίας, εφόσον παρέχονται τακτικά.
δ) Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, εφόσον παρέχονται τακτικά.
ε) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση νόμιμης υπερωριακής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 911/1986, Εφ.Αθ. 1950/1995, ΑΠ 204/2015)
στ) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση υπερεργασιακής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 702/2003, ΑΠ 703/2002, Εφ.Θες/νικης 1038/1993, ΑΠ 204/2015)
ζ) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση νυχτερινής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 659/2003, ΑΠ 1449/2002, ΑΠ 204/2015)
η) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 659/2003, ΑΠ 1449/2002, ΑΠ 273/1993, ΑΠ 540/1985, ΑΠ 1318/1984, ΑΠ 204/2015)
θ) Οποιαδήποτε έκτακτη οικειοθελή παροχή καταβάλει κατά το χρονικό διάστημα της ετήσιας κανονικής άδειας ο εργοδότης στο προσωπικό του. Π.χ τον Αύγουστο του 2014 ο εργοδότης καταβάλει εκτάκτως και μόνο τότε στο προσωπικό που εργάζεται στην επιχείρηση του μπόνους 200,00€, λόγω κερδοφορίας της επιχείρησης του. Οι εργαζόμενοι που εκείνο τον μήνα βρίσκονται σε ετήσια κανονική άδεια δικαιούνται επίσης την παροχή αυτή.
Συνεπώς, ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες με τις “τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και όχι βάσει πρόσθετων απασχολήσεων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν στο μέλλον( μετά από την άδεια). Επομένως, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (Ολ ΑΠ 16/2011 ΑΠ 1182/2017)
Δεν εμπίπτουν στις συνήθεις αποδοχές και δεν συνυπολογίζονται στις αποδοχές αδείας οι εξής ειδικότερες παροχές του εργοδότη:
α) Η αποζημίωση για εκτέλεση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης. (ΑΠ 1339/2005)
β) Η αναλογία των επιδομάτων εορτών, δηλαδή των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα. (Εφ. Αθηνών 1950/1995)
γ) Η αποζημίωση που χορηγείται για μη χορήγηση αναπληρωματικής ανάπαυσης, λόγω παροχής εργασίας τις Κυριακές ή τις αργίες.
δ) Οποιεσδήποτε αποζημιώσεις που καταβάλλει ο εργοδότης βάσει πιστοποιητικών, π.χ. για βενζίνη ,διανυκτερεύσεις εκτός έδρας. Εάν αντιθέτως ο εργοδότης καταβάλλει τακτικά τις αποζημιώσεις αυτές χωρίς την χορήγηση εκ μέρους του εργαζόμενου σχετικών πιστοποιητικών, τότε οι αποζημιώσεις αυτές θεωρείται ότι εμπίπτουν στις τακτικές αποδοχές του εργαζόμενου, ως μισθολογική παροχή και συνυπολογίζονται. (Α.Π 1182/2017)
ε) Το επίδομα ισολογισμού.
στ) Οποιαδήποτε έκτακτη παροχή του εργοδότη που καταβάλλεται εξ ελευθεριότητας, σε διαφορετικό της χορήγησης της ετήσιας κανονικής άδειας χρονικό σημείο.
ζ) Το επίδομα αδείας διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας. (ΑΠ 1182/2017)
Το επίδομα αδείας σε κάθε περίπτωση είναι το ίδιο με τις αποδοχές αδείας, δεν μπορεί να είναι περισσότερο από τον ½ του μισθού ή τα 13 ημερομίσθια.
Σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του ΑΝ 539/1945: «8. Αι αποδοχαί μετά του επιδόματος αδείας, προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας.», τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της άδειας, σε περίπτωση τμηματικής χορηγήσεως της άδειας προκαταβάλλεται το ανάλογο μέρος τόσο των αποδοχών όσο και του επιδόματος αδείας, τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας αποτελούν παρακολούθημα των ημερών αδείας αναψυχής. ΑΠ 1050/2018
Απαγορεύεται η συμφωνία συμψηφισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας με καταβαλλόμενες αποδοχές ανώτερες των νομίμων, δηλαδή ο εργοδότης κάθε μήνα να καταβάλλει κάποιο ποσό πάνω από τον κανονικό μισθό και να θεωρείται αυτό ότι καλύπτει τις αποδοχές της αδείας και του επιδόματος αδείας. (ΑΠ 1921/1990)
Βιβλίο Αδειών:
Σύμφωνα με την περίπτωση 2 της ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ ΙΑ.5: ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ του πρώτου άρθρου του Ν.4254/2014 η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945 όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
Κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, τα στοιχεία του οποίου θα πρέπει να παραμένουν στο αρχείο του εργοδότη έτσι ώστε να είναι στην διάθεση κάθε ελέγχου του Σ.Ε.Π.Ε, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων.
Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες:
Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.
Στο ΒΙΒΛΙΟ αυτό αναγράφεται αποκλειστικά η (κανονική) άδεια των μισθωτών και όχι, οποιαδήποτε άλλη άδεια, όπως είναι η άδεια μητρότητος, ασθενείας κ.λπ. (Σχετική διάταξη η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945)
Τέλος κατά την διάρκεια της άδειας,
α) Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, «Εις πάντα µισθωτόν, αναλαµβάνοντα έµµισθον απασχόλησιν κατά την διάρκεια της ετησίας αδείας τους, ο απασχολήσας τούτον εργοδότης δικαιούται να µη καταβάλλει αµοιβήν δια το αντίστοιχον χρονικόν διάστηµα.», απαγορεύεται να εργασθεί ο μισθωτός κατά το χρόνο της άδειάς του. Σε περίπτωση όμως που ο αδειούχος μισθωτός απασχοληθεί σε κάποια εργασία, τότε ο εργοδότης που τον απασχόλησε δικαιούται να μη καταβάλει αμοιβή για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
β) Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, « Aπαγορεύεται εις τον εργοδότην να απολύσει τον µισθωτόν, διαρκούσης τα χορηγηθείσης εις τούτον αδείας.», απαγορεύεται κατά την διάρκεια της άδειας η απόλυση του μισθωτού από τον εργοδότη .
Η προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεως όμως, αρκεί η ημέρα της απολύσεως να εμπίπτει σε χρόνο μετά την λήξη της αδείας, δεν απαγορεύεται σύμφωνα με την απόφ. Εφετείου Λάρισας 667/96 η οποία αναφέρει : ναι μεν απαγορεύεται στον εργοδότη να απολύσει το μισθωτό κατά την διάρκεια της αδείας που του έχει χορηγηθεί , δεν απαγορεύεται όμως στον εργοδότη να προειδοποίηση το μισθωτό κατά την έναρξη ή κατά την διάρκεια της άδειας ότι απολύεται προσεχώς, αρκεί ο χρόνος της απολύσεως του να τοποθετείται μετά την ημερομηνία λήξεως της αδείας του.
Η απαγόρευση της απολύσεως δεν ισχύει κατά την διάρκεια αναρρωτικής άδειας (ΑΠ 542/1997, ΑΠ 1201/1998, ΑΠ 288/1966), ούτε για το χρονικό διάστημα διάρκειας συμβατικής άδειας (άδεια άνευ αποδοχών). (ΑΠ 1998/1986)
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών ιστοχώρος και όλα τα κείμενα και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομοθετικών και διοικητικών κειμένων (Νόμοι, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΠΟΛ., Διοικητικές Πράξεις και Λύσεις κ.α.), των νομολογιακών κειμένων (Δικαστικές Αποφάσεις κ.α.), των περιλήψεων αυτών και της τήρησής τους σε βάση δεδομένων, των συσχετίσεων μεταξύ τους και των ειδικών εργαλείων αναζήτησης, αποτελούν αντικείμενο ειδικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας και προστατεύονται από την νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων και δη από τους νόμους 2121/1993, 2557/1997, 2819/2000, τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (ν. 100/1975), τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (ν. 2054/1992) και τις Οδηγίες 91/100/ΕΟΚ, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ, 93/98/ΕΟΚ ΚΑΙ 96/9/ΕΟΚ.
Η ιδιοκτησία επ’ αυτών αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Η αναδημοσίευση και η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, εξ’ ολοκλήρου, τμηματικά ή περιληπτικά, των οιωνδήποτε κειμένων ή δεδομένων περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστοχώρο, χωρίς την έγγραφη άδεια της δικαιούχου εταιρείας.