(Περί δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής «Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 – Κανονισμός Λειτουργίας της Ειδικής Υπηρεσίας Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης».)
Αριθμ. Πρωτ. 3814
Περί δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής
«Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 – Κανονισμός Λειτουργίας της Ειδικής Υπηρεσίας Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης».
(ΦΕΚ Α 33/28.2.2019)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Το άρθρο 65 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 97 (πρώην άρθρο 103) του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Β’ – ΦΕΚ 51 Α΄/10.4.1997), όπως ισχύει.
2. Το άρθρο 3Α παρ. 6 του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α’) ,όπως ισχύει.
3. Τον Κανονισμό Λειτουργίας της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και της Ειδικής Υπηρεσίας, όπως εκδόθηκαν ομόφωνα στη συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 2019 από την Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α’), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4571/2018 (ΦΕΚΑ’ 186).
4. Την κατά ΠΓ’ συνεδρίαση της 25.2.2019 απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, παραγγέλλουμε τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως αυτής, που έχει ως εξής:
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003
Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 3Α του ν. 3213/ 2003, ως προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 175 παρ. 4 του ν. 4389/ 2016, ήδη δε αναριθμήθηκε σε παρ. 8 από το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 4571/2018: «Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής».
Με την από 3.8.2016 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ 146/Α΄/5.8.2016) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και της Ειδικής Υπηρεσίας, όπως εκδόθηκαν στη συνεδρίαση της 28.7.2016 από την Επιτροπή Ελέγχου.
Μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στον ν. 3213/ 2003 (Α’ 309) με τον ν. 4571/2018 (Α’ 186), η Επιτροπή Ελέγχου, συγκροτούμενη από τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο με τον αναπληρωτή του, Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, δύο Συμβούλους της Επικράτειας, ως τακτικά μέλη με τους αναπληρωτές τους, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του και Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, προβαίνει στην κατάρτιση και έκδοση του Κανονισμού Λειτουργίας της Επιτροπής και της Ειδικής Υπηρεσίας, σε αντικατάσταση του εγκριθέντος με την από 3.8.2016 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ 146/Α΄/5.8.2016).
Κανονισμού Λειτουργίας, ο οποίος στη συνέχεια τίθεται υπό την κρίση της Ολομέλειας της Βουλής για την έγκριση του κατά τα οριζόμενα ανωτέρω.
Άρθρο 1
Ο παρών Κανονισμός Λειτουργίας διέπεται από τις διατάξεις:
α) του ν. 3213/2003 (Α’ 309), όπως ισχύει, και ιδίως των άρθρων 3Α και 3Β,
β) του ν. 3023/2002 (Α’ 146), όπως ισχύει, και ιδίως του άρθρου 21,
γ) του ν. 4456/2017 περί Ευρωπαϊκών Πολιτικών Κομμάτων και Ιδρυμάτων,
δ) του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας), όπως ισχύει, με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων του παρόντος Κανονισμού.
Άρθρο 2 Συγκρότηση
1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων, στις περιπτώσεις α’ έως ε’ και ιβ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, προσώπων ανατίθεται στην Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από έντεκα (11) μέλη με ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη. Τα μέλη της Επιτροπής απολαμβάνουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
2. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, κατά τις διακρίσεις που ορίζονται για καθένα των μελών από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003.
Ειδικότερα, η Επιτροπή συγκροτείται από:
α) Τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
β) Αρεοπαγίτη, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του.
γ) Δύο Συμβούλους της Επικρατείας, ως τακτικά μέλη, με τους αναπληρωτές τους.
δ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του.
Οι δικαστικοί λειτουργοί – μέλη της Επιτροπής και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων δικαστηρίων, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
ε) Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του.
ζ) Τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του.
η) Τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής.
θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας.
ι) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται, με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής, υπάλληλος που υπηρετεί στην Ειδική Υπηρεσία Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Η Επιτροπή, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται από τους νόμους 3023/2002 και 3213/2003, επικουρείται από Εισαγγελέα Πρωτοδικών, σύμφωνα με την περίπτωση ζ ‘ της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 όπως ισχύει.
3. Κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των Δικαστικών και των Εισαγγελικών Λειτουργών, καθήκοντα Προέδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της. Ο Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ή ο αναπληρωτής του, συμμετέχει στις συνεδριάσεις αυτές της Επιτροπής, ως μέλος.
4. Οι δικαστές μέλη της Επιτροπής ορίζονται για θητεία δύο (2) ετών, που δύναται να ανανεωθεί έως δύο (2) ακόμη έτη. Ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζεται για θητεία τεσσάρων (4) ετών. Η αντικατάσταση των ανωτέρω πριν από τη λήξη της θητείας τους είναι δυνατή μόνο για λόγο αναγόμενο στην άσκηση των καθηκόντων τους, ο οποίος πρέπει να βεβαιώνεται στη σχετική πράξη.
5. Σε περίπτωση γενικών βουλευτικών εκλογών, η Επιτροπή ανασυγκροτείται ως προς τα κοινοβουλευτικά μέλη εντός μηνός από την εκλογή του προεδρείου της νέας Βουλής. Τυχόν προαγωγή των δικαστών μελών δεν επηρεάζει τη συμμετοχή τους. Σε περίπτωση κενώσεως θέσης τακτικού μέλους, ο αναπληρωτής του ασκεί τα καθήκοντα του τακτικού μέλους έως τον ορισμό νέου τακτικού μέλους.
Άρθρο 3
Σύνθεση – Συνεδριάσεις
1. Η Επιτροπή ως συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως, όταν στην σύνθεση της μετέχουν ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία), δηλαδή έξι (6) μέλη ή και περισσότερα, εφόσον τουλάχιστον τέσσερις
(4) εξ αυτών είναι δικαστικοί λειτουργοί, ανεξαρτήτως της ιδιότητας με την οποία συμμετέχουν στην Επιτροπή. Η απαρτία πρέπει να υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης.
2. Ο Πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων και καλεί τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Τα αναπληρωματικά μέλη καλούνται προς αναπλήρωση απόντων ή κωλυομένων μελών της ίδιας κατηγορίας. Η πρόσκληση, η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο, από τον γραμματέα στα μέλη του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής τουλάχιστον τρεις (3) πλήρεις ημέρες πριν από τη συνεδρίαση.
Η προθεσμία αυτή μπορεί, σε περίπτωση κατεπείγοντος, να συντμηθεί, η πρόσκληση όμως τότε πρέπει να είναι έγγραφη και να βεβαιώνονται σε αυτήν οι λόγοι που κατέστησαν τη σύντμηση αναγκαία. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν είναι δυνατόν να είναι μικρότερη των 24 ωρών. Πρόσκληση των μελών της Επιτροπής δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές ημερομηνίες που ορίζονται με απόφαση της Επιτροπής, η οποία γνωστοποιείται στα μέλη κατά τη συνεδρίασή της. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί μη σύννομη πρόσκληση, η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται με τους νόμιμους τύπους.
3. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος, το οποίο δεν είχε προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι μη νόμιμη. Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν, αντ’ αυτού, είχε μετάσχει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Αν υπήρξαν πλημμέλειες ως προς την κλήτευση μέλους, το συλλογικό όργανο της Επιτροπής συνεδριάζει νομίμως, αν αυτό είναι παρόν και δεν αντιλέγει στην πραγματοποίηση της συνεδρίασης.
4. Η νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής, δεν επηρεάζεται από την τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις.
5. Η σύγκληση του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής προς συνεδρίαση είναι υποχρεωτική, αν τέσσερα (4) τουλάχιστον τακτικά μέλη το ζητήσουν εγγράφως από τον Πρόεδρο, προσδιορίζοντας και τα προς συζήτηση θέματα.
6. Η ημερήσια διάταξη συντάσσεται από τον Πρόεδρο, ο οποίος λαμβάνει προς τούτο υπόψη του και απόψεις που τυχόν διατυπώνονται από μέλη της Επιτροπής σε προηγούμενη συνεδρίαση. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη των συνεδριάσεων, διευθύνει τις εργασίες και φροντίζει για την εφαρμογή του νόμου και την εύρυθμη λειτουργία του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής.
7. Αντικείμενο της συνεδρίασης είναι μόνον τα θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να συζητηθούν και θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη αν είναι παρόντα όλα τα τακτικά μέλη και συμφωνούν για τη συζήτησή τους.
8. Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής, είναι μυστικές. Η κατά τη συζήτηση παρουσία άλλων προσώπων πλην των μελών και του γραμματέα δεν επιτρέπεται. Η Επιτροπή όμως που ενεργεί ως ειδικό συλλογικό όργανο, χωρίς να αποτελεί προανακριτική αρχή, μπορεί να καλέσει προς παροχή πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων, υπηρεσιακά ή άλλα πρόσωπα, τα οποία αποχωρούν, πριν από την έναρξη της συζήτησης.
9. Πριν από τη συνεδρίαση και μετά τον ορισμό της ημερήσιας διάταξης, ο Πρόεδρος κατανέμει με πράξη του τις υποθέσεις που πρόκειται να συζητηθούν σε ένα ή περισσότερα μέλη, που ορίζονται ως Εισηγητής ή Εισηγητές. Ως εισηγητής μπορεί να οριστεί και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ειδικών αρμοδιοτήτων και αποκλειστικής ενασχόλησης που επικουρεί το έργο της Επιτροπής. Ο Εισηγητής, αφού μελετήσει το φάκελο της υπόθεσης, συντάσσει έγγραφη εισήγηση, την οποία διανέμει στον Πρόεδρο και στα λοιπά μέλη της Επιτροπής, 24 ώρες πριν από τη Συνεδρίαση της Επιτροπής. Τα μέλη της Επιτροπής έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση του φακέλου της υπόθεσης. Ορκωτοί ελεγκτές, ο αριθμός των οποίων ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, κατόπιν σχετικής εισήγησης της Επιτροπής και ανάλογα με τον αριθμό των ελέγχων που της έχει ανατεθεί, επικουρούν το έργο της Επιτροπής. Προς τούτο, δύνανται να μελετούν το φάκελο, να συντάσσουν αιτιολογημένο πόρισμα ελέγχου και να παρίστανται κατά τις συνεδριάσεις προς ενημέρωση των μελών της Επιτροπής επί των συζητούμενων υποθέσεων, αποχωρούντες δε, προ της έναρξης της συζήτησης προς λήψη απόφασης.
10. Με την έναρξη της συνεδρίασης, για κάθε υπόθεση δίδεται ο λόγος στον Εισηγητή, για να αναπτύξει προφορικά την προαναφερόμενη εισήγηση του. Η προφορική του εισήγηση δύναται να διαφοροποιείται από την έγγραφη. Στην περίπτωση αυτή η προηγούμενη γραπτή εισήγηση αποβάλλει την ισχύ της. Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση ορισμού περισσοτέρων του ενός Εισηγητών.
Άρθρο 4 Αποφάσεις
1. Οι αποφάσεις της Επιτροπής ως συλλογικού οργάνου λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, ύστερα από φανερή ψηφοφορία. Αν δεν καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός της πλειοψηφίας αυτής, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ωσότου σχηματισθεί απόλυτη πλειοψηφία, με την υποχρεωτική προσχώρηση κάθε φορά εκείνου ή εκείνων που διατυπώνουν την ασθενέστερη γνώμη σε μια από τις δύο επικρατέστερες. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρξει ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Το μέλος της Επιτροπής που, μετά τη λήξη της συζήτησης και προ της ψηφοφορίας, απέχει από αυτήν ή δίδει λευκή ψήφο, θεωρείται απόν. Σε περίπτωση που, μετά την αποχώρηση, δεν υπάρχει απαρτία, επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση.
2. Αν η συζήτηση της υπόθεσης διαρκεί περισσότερο από μια συνεδριάσεις, η απόφαση λαμβάνεται από τα μέλη που συμμετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση, αφού προηγουμένως τα μέλη που δεν μετείχαν στις προηγούμενες συνεδριάσεις ενημερωθούν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των κατ’ αυτές συζητήσεων, όπως προκύπτουν από τα οικεία πρακτικά. Η ενημέρωση πρέπει να προκύπτει από δήλωση των μελών αυτών, η οποία και καταχωρίζεται στα πρακτικά.
3. Για τις συνεδριάσεις της Επιτροπής συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο μνημονεύονται ιδίως, τα ονόματα και η ιδιότητα των παρισταμένων μελών, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδριάσεως, τα θέματα που συζητήθηκαν με συνοπτική αλλά περιεκτική αναφορά στο περιεχόμενο τους, η μορφή και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που λήφθηκαν.
4. Στο πρακτικό καταχωρίζονται οι γνώμες των μελών που πλειοψήφησαν και μειοψήφησαν αντίστοιχα και τα ονόματά τους.
5. Σε περίπτωση που από την Επιτροπή γίνει δεκτή η γνώμη του διορισθέντος Εισηγητή, όπως διατυπώθηκε στην εγγράφως κατατεθείσα εισήγησή του κατά τα προαναφερθέντα, τότε η γνώμη αυτή περιλαμβάνεται αυτούσια ως αιτιολογία στα πρακτικά της απόφασης.
6. Το πρακτικό συντάσσεται από τον γραμματέα και επικυρώνεται από τον Πρόεδρο με την υπογραφή του.
7. Η Επιτροπή Ελέγχου ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα επί των υπό κρίση ζητημάτων. Οι επιμέρους γνώμες των μελών της, όπως αυτές διατυπώνονται κατά τη διάσκεψη, είναι μυστικές. Η διαδικασία είναι απόλυτα εμπιστευτική, τα δε μέλη υποχρεούνται σε τήρηση εχεμύθειας και μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή. Ο ελεγχόμενος μπορεί να αιτηθεί να λάβει απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίασης που τον αφορά, το οποίο θα περιέχει τα οριζόμενα στο άρθρο 15 παράγραφοι 4 και 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας με τις εξής διακρίσεις: 1. Τα ονόματα και την ιδιότητα των παρισταμένων μελών. 2. Τον τόπο και τον χρόνο της συνεδρίασης. 3. Το θέμα που συζητήθηκε και αφορούσε τον ελεγχόμενο και 4. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και την απόφαση που λήφθηκε με τυχόν μειοψηφία που υπήρξε, με τα ονόματα των μειοψηφούντων μελών. Αντίθετα στο χορηγούμενο απόσπασμα δεν θα περιλαμβάνονται όλες οι επί μέρους γνώμες των μελών της Επιτροπής που διατυπώθηκαν κατά το στάδιο διασκέψεως. Τρίτο μη ελεγχόμενο πρόσωπο δικαιούται κατ’ εξαίρεση σε λήψη αποσπάσματος των πρακτικών, σε περίπτωση που αποδεικνύει ειδικό έννομο συμφέρον προς τούτο.
Άρθρο 5
Έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης
1. Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις της αρμοδιότητάς της. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, επιτρέπεται να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης. Ο έλεγχος διενεργείται εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους υποβολής. Σε περίπτωση που προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 ή της παρ. 2 του άρθρου 6Α του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, ο έλεγχος μπορεί κατ’ εξαίρεση να διενεργηθεί μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής παραγραφής των αδικημάτων.
2. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχόμενων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ’ εξαίρεση να παρατείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση.
3. Στο πλαίσιο του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η Επιτροπή μπορεί να ζητά από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τις κρατικές χρηματοδοτήσεις τους, τις ιδιωτικές και τις παντός είδους εισφορές ή προσφορές. Η Επιτροπή αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή καθ’ οποιονδήποτε τρόπο περιέρχονται σε αυτήν σχετικά με την υποβολή των δηλώσεων, τις ανακρίβειες ή ελλείψεις αυτών. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση σε κάθε αρχείο δημόσιας αρχής, υπηρεσίας ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας» ως και στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών και μπορεί να ζητά, στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών, τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιοσδήποτε μορφής, υποχρεουμένων όλων στην άμεση παροχή των ανωτέρω στοιχείων, ενημερώνει δε τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3213/2003, όπως ισχύει. Έναντι της Επιτροπής δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών της, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
4. Περαιτέρω, η Επιτροπή επιλαμβάνεται κάθε υπόθεσης αρμοδιότητάς της που διαβιβάζεται σε αυτήν προς διερεύνηση από Δημόσιες ή Δικαστικές Αρχές, όπως και κάθε υπόθεσης αρμοδιότητάς της που εισάγεται αυτεπαγγέλτως προς διερεύνηση, ύστερα από πρόταση του Προέδρου αυτής ή τουλάχιστον τεσσάρων (4) εκ των μελών της. Επίσης, η Επιτροπή διερευνά επώνυμες καταγγελίες πολιτών που απευθύνονται σε αυτήν και αφορούν υπόχρεους αρμοδιότητάς της. Ανώνυμες καταγγελίες ή καταγγελίες που προέρχονται από πρόσωπο που δηλώνει ανύπαρκτο ονοματεπώνυμο τίθενται άμεσα στο Αρχείο, με πράξη του Προέδρου και σύμφωνη γνώμη των μελών της Επιτροπής, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι μνημονεύονται ρητώς.
5. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή, δια του Προέδρου της, μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσεων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της. Προς τον ίδιο σκοπό, η Επιτροπή μπορεί να ζητά τη συνδρομή οποιοσδήποτε ελεγκτικής αρχής, προσδιορίζοντας το αντικείμενό της.
6. Με το πέρας κάθε ελέγχου, η Επιτροπή αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να διαβιβαστεί με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο πόρισμα της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα στοιχεία κρίνονται βάσιμα και επαρκή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικράτειας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και, εφόσον κρίνεται αναγκαία η διερεύνηση επί θεμάτων φορολογικής ή άλλης αρχής ή υπηρεσίας, το πόρισμα αποστέλλεται και σε αυτές. Σε περίπτωση υποθέσεως που τέθηκε στο αρχείο, αυτή δύναται να ανασυρθεί μόνο όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση ή καθίσταται αναγκαίος ο συσχετισμός της υποθέσεως με άλλη έρευνα της Επιτροπής. Η ανάσυρση υπόθεσης που έχει αρχειοθετηθεί και έχει παρέλθει πενταετία από την υποβολή της δήλωσης επιτρέπεται, όταν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης κακουργήματος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 ή της παρ. 2 του άρθρου 6Α του ν. 3213/2003, (Α’ 309), όπως ισχύει και μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής παραγραφής.
Σε περίπτωση διαπίστωσης πως η καταγγελλόμενη πράξη, που αφορά ποινικό αδίκημα από τα αναφερόμενα στον ν. 3213/2003 και αληθής υποτιθέμενη, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από τον Ποινικό Κώδικα παραγραφή, τότε η υπόθεση δεν διαβιβάζεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα αλλά τίθεται, με απόφαση της Επιτροπής, κατά τα ανωτέρω, στο αρχείο.
7. Η διαδικασία ελέγχου είναι εμπιστευτική. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα μέλη, το προσωπικό της Επιτροπής, καθώς και οι ορκωτοί ελεγκτές ή οι ειδικοί επιστήμονες έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές τις αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες, των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την αποχώρησή τους από την Επιτροπή ή την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
8. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α’ έως ε’ του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου.
Άρθρο 6
Έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων και των βουλευτών
1. Η Επιτροπή ελέγχει:
α) τα πρόσωπα της διάταξης του στοιχείου ιδ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3023/2002 (Α’ 146), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, όσον αφορά την τήρηση των κάθε μορφής υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, κατά τα οριζόμενα στις λοιπές διατάξεις αυτού,
β) τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και ιδρύματα, ως προς τη διαχείριση των οικονομικών τους, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 4456/2017 (Α’ 24).
2. Η Επιτροπή εξετάζει κατ’ αποκλειστικότητα τις καταγγελίες που αφορούν πιθανές παραβάσεις του ν. 3023/2002 και αποφαίνεται αιτιολογημένα επ’ αυτών.
3. Η Επιτροπή Ελέγχου έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) ρυθμίζει, με πράξεις του Προέδρου της, κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3023/ 2002 ως προς τα ελεγχόμενα πρόσωπα του υπό στοιχείου ιδ ‘ της παραγράφου 1 του άρθρου 1,
β) εξετάζει τη διακίνηση των εσόδων και δαπανών των πολιτικών κομμάτων, των συνασπισμών κομμάτων, των νομικών προσώπων που λειτουργούν από τα πολιτικά κόμματα ή τους συνασπισμούς κομμάτων ως κέντρα ερευνών και μελετών, των υποψηφίων ή/και αιρετών αντιπροσώπων της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέσω γνωστοποιημένων τραπεζικών λογαριασμών,
γ) προβαίνει στη θεώρηση κουπονιών που αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων,
δ) διασταυρώνει στο τέλος κάθε έτους αν το υπόλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στα θεωρημένα και στα διατεθέντα κουπόνια συμπίπτει με τον αριθμό των αδιάθετων κουπονιών που επιστρέφει το κόμμα ή ο συνασπισμός κομμάτων και προβαίνει στην καταστροφή τους,
ε) ελέγχει την τήρηση των, προβλεπομένων από τον νόμο, προϋποθέσεων της ιδιωτικής χρηματοδότησης και των κάθε είδους παροχών προς τα κόμματα, τους συνασπισμούς κομμάτων, τους υποψήφιους ή/και αιρετούς αντιπροσώπους της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
στ) ενημερώνεται για κάθε νέα δανειακή σύμβαση ή για κάθε τροποποίηση υφιστάμενης,
ζ) ενημερώνεται για οποιαδήποτε μεταβολή των οργάνων διαχείρισης των πολιτικών κομμάτων ή των συνασπισμών κομμάτων,
η) προβαίνει σε ετήσιο έλεγχο των λογιστικών βιβλίων των πολιτικών κομμάτων ή των συνασπισμών κομμάτων, θ) παραλαμβάνει στοιχεία και παραστατικά εσόδων κι εξόδων, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 16Α του
ν. 3023/2002, όπως ισχύει,
ι) εισηγείται ή/και γνωμοδοτεί για την έκδοση κανονιστικών πράξεων που αφορούν στον ν.3023/2002, όπως ισχύει,
ια) στο τέλος κάθε έτους υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Εσωτερικών,
ιβ) έχει, προς διαπίστωση των παραβάσεων του ως άνω νόμου, την εξουσία να ελέγχει πλήρως τα πάσης φύσεως βιβλία, δηλώσεις, έγγραφα και λοιπά στοιχεία που της προσκομίζουν τα ελεγχόμενα πρόσωπα και οι υπόχρεοι. Δύναται να λαμβάνει ένορκες ή ανωμοτί, κατά την κρίση της, καταθέσεις, στις περιπτώσεις που προβλέπεται επιβολή διοικητικών κυρώσεων, με την επιφύλαξη του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θεωρείται αναγκαίο για τον έλεγχο της εφαρμογής του ως άνω νόμου. Η Επιτροπή Ελέγχου μπορεί να ορίσει προθεσμία στα ελεγχόμενα πρόσωπα για παροχή διευκρινήσεων ή συμπλήρωση των στοιχείων που καταθέτουν ως προς τη χρηματοδότηση, την οικονομική διαχείριση και την προέλευση των πάσης φύσεως πόρων που τελούν αμέσως ή εμμέσως υπό τον έλεγχό τους,
ιγ) καταγράφει πλήρως και αποτιμά χρηματικά τις εισφορές σε είδος που έλαβαν χώρα, κατά τη διάρκεια της περιόδου ελέγχου των προεκλογικών δαπανών, στους δικαιούχους χρηματοδότησης, σύμφωνα με την αγοραία τιμή,
ιδ) αναφέρει ρητά τις πιθανολογούμενες παραβάσεις του ως άνω νόμου σε ετήσια έκθεση που εκδίδει,
ιε) εκδίδει αιτιολογημένα πορίσματα για τους ελέγχους που διενεργεί, όπου καταγράφει και τη γνώμη της μειοψηφίας,
ιστ) σε περίπτωση τέλεσης ποινικών αδικημάτων διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση τα πορίσματα με τα οποία διαπιστώθηκαν αυτά στον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα,
ιζ) εξετάζει αν τα ποσά της χρηματοδότησης προς τα ελεγχόμενα πρόσωπα υπό τα στοιχεία ιδα’ έως ιδδ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3023/2002, όπως ισχύει, διατέθηκαν για τις προβλεπόμενες από το νόμο δραστηριότητες,
ιθ) τηρεί και διαχειρίζεται επίσημη ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, την οποία ενημερώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα, στην οποία η πρόσβαση για ενημέρωση είναι ελεύθερη και στην οποία δημοσιοποιεί, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 21 του ως άνω νόμου στοιχεία,
κ) διαβιβάζει απευθείας στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος τους φακέλους με τις παραβάσεις για τις οποίες συντρέχει λόγος έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα κατά το άρθρο 26 του ως άνω νόμου,
κα) για όσους εκ των ελεγχόμενων προσώπων και των υπόχρεων απαιτείται προηγούμενη απόφαση της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφοι 1 και 2 εδάφιο 1 του Συντάγματος, προκειμένου να εκκινήσει η προδικασία και να ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος τους για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, γνωμοδοτικό συμβούλιο συγκροτούμενο ετησίως και για το αντίστοιχο έτος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 155 του Κανονισμού της Βουλής, είναι αρμόδιο να γνωμοδοτεί θετικά ή αποφατικά για την παραπομπή τους στο Δικαστήριο. Τη γνωμοδότηση αυτή διαβιβάζει αμελλητί στη Βουλή. Του συμβουλίου προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες δικαστές, κβ) συντάσσει εκθέσεις για τις κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του ν.3023/2002, όπως ισχύει, τις
οποίες διαβιβάζει στον Πρόεδρο της Βουλής.
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Σύμφωνα με την παρ.8 του άρθρου 3Α του ν. 3213/ 2003, ως ισχύει, μετά την αναρίθμηση της παρ.6 κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 4571/2018: «Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και την λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής».
Μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στον ν. 3213/ 2003 (Α’ 309) με τον ν. 4571/2018 (Α’ 186), η Επιτροπή Ελέγχου, συγκροτούμενη από τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο με τον αναπληρωτή του, Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, δύο Συμβούλους της Επικράτειας, ως τακτικά μέλη με τους αναπληρωτές τους, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του και Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, προβαίνει στην κατάρτιση και έκδοση του Κανονισμού Λειτουργίας της Επιτροπής και της Ειδικής Υπηρεσίας, σε αντικατάσταση του εγκριθέντος με την από 3.8.2016 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ 146/Α΄/5.8.2016) Κανονισμού Λειτουργίας, ο οποίος στη συνέχεια τίθεται υπό την κρίση της Ολομέλειας της Βουλής για την έγκριση του κατά τα οριζόμενα ανωτέρω.
Άρθρο 1
Γενικές διατάξεις
1. Η Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου, αποτελεί οργανική Μονάδα επιπέδου Διεύθυνσης, της οποίας η διάρθρωση καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
2. Η Ειδική Υπηρεσία οργανώνεται σε τρία τμήματα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, τα οποία είναι τα εξής:
α) Τμήμα Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
β) Τμήμα Ελέγχου Δαπανών των Κομμάτων και Συνασπισμών Κομμάτων, Υποψηφίων Βουλευτών και Ευρωβουλευτών και
γ) Τμήμα Γραμματειακής Υποστήριξης.
Άρθρο 2 Καθήκοντα
1. Η λειτουργία της Ειδικής Υπηρεσίας συνίσταται στην υποστήριξη του έργου της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
2. Ειδικότερα στα καθήκοντα της Ειδικής Υπηρεσίας ανήκουν:
α) Η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) και συγκεκριμένα:
αα) εισήγηση για τα θέματα της Ημερήσιας Διάταξης των Συνεδριάσεων της Επιτροπής,
αβ) σύνταξη, σε συνεργασία με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, και διανομή της ημερήσιας διάταξης,
αγ) τήρηση των πρακτικών των συνεδριάσεων και μέριμνα για την υπογραφή αυτών.
β) Η παραλαβή και πρωτοκόλληση καταγγελιών. γ) Η διεκπεραίωση εξερχόμενων εγγράφων.
δ) Η τήρηση αρχείου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης προηγούμενων ετών.
ε) Η παραλαβή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων.
στ) Η τήρηση ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου.
ζ) Η ενημέρωση και διαχείριση βάσης δεδομένων.
Άρθρο 3
Λοιπές αρμοδιότητες
1. Η Ειδική Υπηρεσία συνεργάζεται με ορκωτούς ελεγκτές – λογιστές και ειδικούς επιστήμονες, στους οποίους η Επιτροπή αναθέτει τη διενέργεια ελεγκτικών πράξεων για την εκπλήρωση της αποστολής της.
2. Επιμελείται της συνεχούς ενημέρωσης και παρακολούθησης τροποποιήσεων νομοθεσίας για πληροφόρηση υπόχρεων.
3. Συμμετέχει διά υπαλλήλου της που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής, κατόπιν προτάσεως του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας, σε Ειδική Ομάδα του Συμβουλίου της Ευρώπης (Group of States Against Corruption – GRECO), υπεύθυνης για τη σύνταξη απαντήσεων σε ερωτηματολόγιο σε σχέση με την πρόληψη της διαφθοράς σε βουλευτές.
4. Είναι υπεύθυνη για την παραλαβή ισολογισμών, προϋπολογισμών, απολογισμών κομμάτων/συνασπι-
σμών ως και αναλυτικών καταστάσεων εσόδων/εξόδων υποψηφίων ή/και αιρετών αντιπροσώπων της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
5. Είναι υπεύθυνη για τη θεώρηση ονομαστικών κουπονιών.
6. Συνεργάζεται με το Τμήμα Βουλευτών και Κομμάτων και οποιαδήποτε δημόσια Αρχή ή Υπηρεσία ή άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, όταν κρίνεται απαραίτητη η αρωγή τους.
7. Διεκπεραιώνει κάθε άλλο θέμα που της ανατίθεται γραπτώς ή προφορικώς από τον Πρόεδρο της Επιτροπής.
Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 2019
Ο Πρόεδρος της Βουλής ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΥΤΣΗΣ
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών ιστοχώρος και όλα τα κείμενα και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομοθετικών και διοικητικών κειμένων (Νόμοι, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΠΟΛ., Διοικητικές Πράξεις και Λύσεις κ.α.), των νομολογιακών κειμένων (Δικαστικές Αποφάσεις κ.α.), των περιλήψεων αυτών και της τήρησής τους σε βάση δεδομένων, των συσχετίσεων μεταξύ τους και των ειδικών εργαλείων αναζήτησης, αποτελούν αντικείμενο ειδικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας και προστατεύονται από την νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων και δη από τους νόμους 2121/1993, 2557/1997, 2819/2000, τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (ν. 100/1975), τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (ν. 2054/1992) και τις Οδηγίες 91/100/ΕΟΚ, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ, 93/98/ΕΟΚ ΚΑΙ 96/9/ΕΟΚ.
Η ιδιοκτησία επ’ αυτών αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Η αναδημοσίευση και η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, εξ’ ολοκλήρου, τμηματικά ή περιληπτικά, των οιωνδήποτε κειμένων ή δεδομένων περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστοχώρο, χωρίς την έγγραφη άδεια της δικαιούχου εταιρείας.