«Η ενεργειακή κρίση, ο υψηλός πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων έχουν επηρεάσει σημαντικά τον προγραμματισμό των τραπεζών και δημιουργούν εν δυνάμει κινδύνους για νέα γενιά κόκκινων δανείων, αλλά η μέχρι τώρα εξέλιξη δεν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία». Αυτό επισήμανε ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών και πρόεδρος της Alpha Bank Βασίλης Ράπανος, μιλώντας στο πλαίσιο του συνεδρίου που διοργάνωσε ο Economist για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Ο κ. Ράπανος απέδωσε την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος στο γεγονός ότι αφενός οι δανειολήπτες έχουν ανακτήσει σε σημαντικό βαθμό τη νοοτροπία και αντίληψη εξυπηρέτησης των οφειλών τους, και αφετέρου οι ίδιες οι τράπεζες διαθέτουν πλέον την τεχνογνωσία να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις στους πελάτες τους.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ έκανε λόγο για «μεταμόρφωση του τραπεζικού συστήματος», το οποίο όπως είπε ξεκίνησε να χρηματοδοτεί και πάλι την υγιή επιχειρηματικότητα και πιο συγκρατημένα τα ελληνικά νοικοκυριά. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία του 2020, δηλαδή τη χρονιά της πανδημίας, με βάση τα οποία οι χορηγήσεις ανήλθαν σε 20 δισ. ευρώ, με τη συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ). Το 2021 οι χορηγήσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος παρέμειναν επίσης στο ίδιο επίπεδο, δηλαδή στα 20,2 δισ. ευρώ, ενώ ακόμη καλύτερη είναι η εικόνα για το 2022, καθώς τους πρώτους οκτώ μήνες οι χρηματοδοτήσεις έφθασαν τα 17,2 δισ. ευρώ, με μικρό μέρος από αυτά να καλύπτεται από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
«Το 2023 δεν αναμένεται να δούμε αντιστροφή της τάσης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, παρά την άνοδο των επιτοκίων και την αύξηση του ενεργειακού κόστους», εκτίμησε από την πλευρά του ο ανώτερος γενικός διευθυντής, επικεφαλής Corporate και Investment Banking της Τράπεζας Πειραιώς Θοδωρής Τζούρος, εξηγώντας ότι «ακόμη και σε πρώιμους δείκτες των NPLs, όπως οι μικρές καθυστερήσεις σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, στα πρώτα δηλαδή δάνεια που επηρεάζονται σε μια κρίση, δεν καταγράφονται ανησυχητικά στοιχεία». Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές επιχειρήσεις, όπως σημείωσε ο κ. Τζούρος, όσες έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν έπειτα από μια δεκαετή κρίση χρέους και μετά την κρίση της πανδημίας είναι πλέον εξαιρετικά ανθεκτικές και με υγιείς ισολογισμούς. «Ετσι, ακόμα και σε μικρομεσαίες εταιρείες παρατηρούμε επίπεδα καθαρού δανεισμού που δεν ξεπερνούν τις 3 με 4 φορές το EBITDA – που σημαίνει ότι τα δάνεια αυτά θα μπορούν να εξυπηρετηθούν ακόμη και σε μια συρρίκνωση των περιθωρίων κερδοφορίας που αναπόφευκτα θα δούμε τους επόμενους μήνες λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους».
Καθησυχαστικοί οι τραπεζίτες αλλά και τα στελέχη εταιρειών διαχείρισης στις τοποθετήσεις τους στο συνέδριο του Economist.
Οι servicers
Τον ρόλο των εταιρειών διαχείρισης, προκειμένου τα κόκκινα δάνεια που μεταφέρθηκαν σε funds να επανέλθουν στο τραπεζικό σύστημα, υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ενωσης Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις και διευθύνων σύμβουλος της doValue Greece Τάσος Πανούσης, σημειώνοντας ότι «η δευτερογενής αγορά θα αποτελέσει τον μηχανισμό μέσω του οποίου ενήμερα πλέον δάνεια ύψους 10-15 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα τα επόμενα 2-3 χρόνια». Με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε, από το 2020 έως σήμερα οι εταιρείες διαχείρισης ρύθμισαν 430.000 τραπεζικά δάνεια, δηλαδή οφειλές ύψους 8,5 δισ. ευρώ που δεν έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτους επενδυτές και τα οποία αναταξινομήθηκαν ως εξυπηρετούμενα και επανήλθαν ως υγιή στις τράπεζες. Τα business plan των τιτλοποιήσεων που είχαν καταρτιστεί πριν από την εκδήλωση της πανδημίας «είναι φυσικό να παρουσιάζουν αποκλίσεις», επισήμανε ο κ. Πανούσης, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι «δεν υπάρχει εκτροχιασμός». Αντίθετα, «τα business plan που έχουν συνεκτιμήσει τις επιπτώσεις της πανδημίας όχι απλώς εκτελούνται, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνούν τους στόχους», κατέληξε.
Από την πλευρά της Intrum Hellas ο managing director Γιώργος Γεωργακόπουλος σημείωσε ότι οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις αλλά και οι εκτιμήσεις των πολιτών, όπως καταγράφονται στα χαρτοφυλάκια ύψους 55 δισ. ευρώ που διαχειρίζεται ο σουηδικός όμιλος στην Ελλάδα, δείχνουν ότι «αυτή τη στιγμή δεν αναμένεται βαθιά κρίση». Οπως εξήγησε, από αυτά, τα περίπου 30 δισ. ευρώ είναι επιχειρηματικά δάνεια, με τις μισές επιχειρήσεις εξ αυτών να είναι σε λειτουργία και η ανθεκτικότητα που εμφανίζουν αυτά τα χαρτοφυλάκια αντικατοπτρίζεται, όπως είπε, και «στις αυξημένες εισπράξεις που έχει η Intrum και οι οποίες προέρχονται κυρίως από ρυθμίσεις και όχι από ρευστοποιήσεις».
Ο επικεφαλής της Cepal Hellas, εκ των τριών μεγαλύτερων διαχειριστών δανείων στην ελληνική αγορά, Θοδωρής Αθανασόπουλος υπογράμμισε ότι το 45% των δανείων που διαχειρίζονται οι servicers συνδέονται με τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή», τα επιχειρηματικά σχέδια του οποίου βασίζονται κατά 50% στις ρυθμίσεις και κατά 50% στις ρευστοποιήσεις (έναντι 70%-50% που είναι το αντίστοιχο ιταλικό σύστημα) και γι’ αυτό απαιτείται επιτάχυνση των ρυθμών απονομής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον κ. Αθανασόπουλο, η γεωπολιτική κρίση και η αύξηση των επιτοκίων απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή από τις εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων και η υλοποίηση των επιχειρησιακών σχεδίων του «Ηρακλή» θα κριθεί κυρίως από τη διάρκεια της κρίσης.