Ζητήματα συνταγματικότητας από την εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ στην πτώχευση και η ευθύνη του συνδίκου
Η πρώτη προσπάθεια του Ελληνικού κράτους να επιβληθεί φόρος στην ακίνητη περιουσία συναντάται ήδη από το 1880 με το Νόμο ΩΙΔ΄ που ρυθμίζει το φόρο κληρονομιάς. Στη συνέχεια με το Νόμο ΑΧΚΕ΄ του έτους 1887 επιβάλλεται φόρος στις συναλλαγές των ακινήτων.
Στο πλαίσιο των ποικίλλων προσπαθειών αναμόρφωσης της φορολογικής νομοθεσίας, η φορολόγηση της κατοχής της ακίνητης περιουσίας έλαβε διάφορες μορφές και ονομασίες, όπως φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας, ενιαίο τέλος κατοχής ακινήτων, φόρος ακίνητης περιουσίας και πλέον από 1.1.2014 Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α). Η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας διακρίνεται στους φόρους κατοχής ακινήτων, στους φόρους μεταβίβασης, καθώς και στους φόρους επί των εισοδημάτων που απορρέουν από την αξιοποίησής της1.
Με το Ν.4223/2013 (ΦΕΚ 287Α΄/31.12.2013) για τον «Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων, τη φορολογία πλοίων, καθώς και τη συμπλήρωση των διατάξεων του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας κα» θεσπίστηκε o νέος φόρος για την ακίνητη περιουσία. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, ο νέος φόρος στοχεύει στην καθολική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή στη φορολόγηση όλων των ακινήτων που βρίσκονται στην Ελληνική επικράτεια, ανεξαρτήτως της ηλεκτροδότησης ή μη, διευρύνοντας καθοριστικά με τον τρόπο αυτό τη φορολογητέα ύλη2.
Ο νέος φόρος αντικαθιστά δύο υφιστάμενους φόρους, τον ΦΑΠ και το ΕΕΤΗΔΕ ενσωματώνοντας σχεδόν αυτούσιους τόσο τον μηχανισμού του ΦΑΠ όσο και το μηχανισμό του ΕΕΤΗΔΕ. Έτσι, ο ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται με διπλό κατ’ ουσία τρόπο: α) επί της κατοχής κάθε επιμέρους εμπράγματου δικαιώματος, όπου η αξία των ακινήτων δεν αποτελεί άμεσα τη φορολογική βάση, αλλά τη μέθοδο προσδιορισμού του φορολογικού κλιμακίου και συντελεστή και β) με επιπρόσθετο συντελεστή επί της συνολικής αξίας της ακίνητης περιουσίας για συνολικές αξίες ακινήτων άνω των 300.000€. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται δύο σημαντικά ζητήματα3, ιδιαίτερα στην περίπτωση επιβολής του συγκεκριμένου φόρου στην ακίνητη περιουσία του πτωχού. Το πρώτο ζήτημα ανακύπτει από την επιβολή φόρου λόγω κατοχής ακίνητης περιουσίας ανεξαρτήτως αν η κατοχή αυτή παράγει καρπό ικανό να καλύψει τη σχετική φορολογική υποχρέωση. Το δεύτερο δημιουργείται από τη χρησιμοποίηση του μηχανισμού του συστήματος αντικειμενικών αξιών. Οι τελευταίες προσαρμόστηκαν για τελευταία φορά κατά το έτος 2007 και ουδόλως ανταποκρίνονται στη σημερινή οικονομική πραγματικότητα.
* Ο Αργύρης Αργυριάδης είναι Solicitor (England & Wales) (ΜΔΕ ΑΠΘ, LL.M UnLondon, ΜΔΚ Ο.Π.Α.)
1 Βλ. Δράγιος Αθ. – Μιχελινάκης Β. «Φορολογία Ακινήτων», Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σελ. VII.
2 Βλ. Ευθυμίου Ι. «Οι Βασικές ρυθμίσεις του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων», ΔΦΝ. 2013, σελ. 1528.
3 Βλ. Μάλλιου Α. «Ο ΕΝΦΙΑ, η επιλογή της φορολόγησης ακίνητης περιουσίας και η ανθρώπινη αξία», ΔΦΝ 2013, σελ. 1858 – 1859.
Στην περίπτωση της πτώχευσης, ειδικότερα, η αποπληρωμή του ΕΝΦΙΑ ως ομαδικού πιστώματος (ήτοι πριν την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών) εμμέσως καταστρατηγεί την αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης των πιστωτών (καθόσον ικανοποιείται προνομιακά μια απαίτηση που δεν συνδέεται αιτιωδώς με τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών που αποτελεί πρωταρχικό σκοπό της πτώχευσης) και αμέσως παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (καθόσον επιβάλλεται ένας φόρος περιουσίας που είναι δυσανάλογος με την πραγματική αποτίμηση της περιουσίας αυτής κατά το χρόνο επιβολής του φόρου).
Τα ανωτέρω γίνονται ακόμη πιο ευκρινή εάν αναλογιστούμε τη φύση και λειτουργία της πτωχευτικής εκκαθάρισης. Η πτώχευση είναι μια διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών. Αναλυτικότερα το αρ 1 ΠτΚ ορίζει: «Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών» και αυτός είναι ο στόχος της. Βασικός σκοπός της πτώχευσης ως συλλογικού θεσμού είναι η ισότιμη και κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών»4. Τελολογικά, λοιπόν, όλη η διαδικασία στοχεύει στην αποτελεσματική, ταχεία και μη δαπανηρή ικανοποίηση των πιστωτών. Σε κάθε περίπτωση οι διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου τίθενται υπέρ των δανειστών5.
Ο σύνδικος έχει όσα δικαιώματα και όσες υποχρεώσεις καθορίζονται ειδικότερα στον πτωχευτικό νόμο για το σκοπό της εξυπηρέτησης του λειτουργήματός του ή απορρέουν από την ομοιότητα της θέσης του ως εντολοδόχου ή προκύπτουν από την ιδιαιτερότητα του δικηγορικού λειτουργήματος6.
Ο σύνδικος δεν διοικεί ιδία βουλήσει την πτωχευτική περιουσία, καθόσον το Δίκαιο αναγνωρίζει περιορισμένη πτωχευτική αυτοδιοίκηση, τη στιγμή που στο έργο του ο σύνδικος πλαισιώνεται και ελέγχεται για τη δραστηριότητά του από τον Εισηγητή Πτωχεύσεων και το Πτωχευτικό Δικαστήριο. Ο Σύνδικος ενεργεί όχι μόνον για το συμφέρον της ομάδας των πιστωτών, αλλά και για το συμφέρον του πτωχού απολαμβάνοντας ιδιόμορφη ουδέτερη θέση σε σχέση με τους πιστωτές και εκείνον που πτώχευσε7.
Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την περιουσία του οφειλέτη που πτώχευσε κατά τρόπον που αυτή ανήκει σε αυτόν, δηλαδή με τους ίδιους περιορισμούς και επιβαρύνσεις8. Η περιουσία δεν ανήκει ούτε στο σύνδικο ούτε στους πιστωτές, αλλά στον οφειλέτη, ενώ ο σύνδικος λειτουργεί ως δημόσιος λειτουργός, ως φορέας της εξουσίας που ο νόμος του απονέμει και έλκει τη νομιμοποίησή του από το δικαστικό διορισμό του9.
4 βλ. ΟλΑΠ 2/2012 ΝοΒ 2012.2407, ΕφΘεσ 2551/2006 Αρμ 2006.1943.
5 ΑΠ 1781/2001 ΔΕΕ 2002.606.
6 βλ. Ψυχομάνης Σ, Πτωχευτικό Δίκαιο, Β΄ έκδοση 2004, σελ. 135.
7 Βλ. Κοτσίρης Λ. Πτωχευτικό Δίκαιο, 8η έκδοση, 2011, σελ. 13.
8 βλ. Κοτσίρης Λ. ο.π. σελ. 265
9 ΕφΑθ 1077/201 ΕφΑΔ 2011, σελ. 663, ΕφΑθ 5924/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004, σελ. 790, ΕφΑθ 4670/1994 ΕΕ-μπΔ 1995, σελ. 301, ΕφΠειρ 317/1994 ΔΕΕ 1995, σελ. 286, ΠΠρΘες 10250/2003, Αρμ 2003, σελ. 1323 ΠλημΠειρ 394/2003 ΠοινΔνη 2003, σελ. 1068, ΠλημΤρκ 203/1991, Αρμ 1991, σελ. 1133 και Κοτσίρης Λ. ό.π. σελ. 272.
Εξάλλου, το άρθρο 96§1 του ΠτΚ ορίζει ότι παρά τη λύση του νομικού προσώπου, με την κήρυξη του σε πτώχευση τα όργανά του διατηρούνται10. Συνεπώς, ο σύνδικος της πτώχευσης δεν είναι όργανο της εταιρίας και δεν δύναται να ασκήσει οργανικές αρμοδιότητες ή να υπεισέλθει βάσει του πτωχευτικού δικαίου στην οργανική θέση των οργάνων μιας εμπορικής εταιρίας. Αντιθέτως, ενεργεί ως όργανο της πτώχευσης11.
Στο αντίστοιχο πλαίσιο κινούνται οι φορολογικές υποχρεώσεις του συνδίκου. Ο τελευταίος, από τη στιγμή που δεν είναι όργανο της εταιρίας δεν μπορεί να είναι συνυπόχρεο πρόσωπο για την καταβολή των φόρων αυτής. Αντιθέτως, σαφώς είναι πρόσωπο που ενέχεται για την καταβολή των φόρων που δημιουργούνται στο πλαίσιο της πτωχευτικής εκκαθάρισης από τις πράξεις του ίδιου του συνδίκου. Σε μια πτώχευση θα πρέπει να διακρίνουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) την περίπτωση που η συνέλευση των πιστωτών αποφασίζει τη συνέχιση της εμπορικής δραστηριότητας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ορισμένων κλάδων της από τον ίδιο τον σύνδικο (άρθρο 84§1 ΠτΚ)
β) την περίπτωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης κατά την οποία το επικυρωθέν σχέδιο προβλέπει τη σύμπραξη του συνδίκου για συγκεκριμένες πράξεις και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (άρθρο 131 ΠτΚ)
γ) την περίπτωση που το ίδιο το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφασή του που κηρύσσει την πτώχευση ή μεταγενέστερα μέχρι τη λήψη της κατά το άρθρο 84 ΠτΚ απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών επί της έκθεσης του συνδίκου – ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον – επιτρέπει προσωρινά τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον ίδιο το σύνδικο, εάν αποδεικνύεται ότι έτσι εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των πιστωτών και στο αναγκαίο μέτρο για τη διατήρηση της άυλης αξίας της επιχείρησης (άρθρο 78 ΠτΚ)
δ) την περίπτωση που η συνέλευση των πιστωτών αποφασίζει την εκποίηση της επιχείρησης ως σύνολο ή τη ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της χωριστά (άρθρο 84 ΠτΚ).
Σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις ο σύνδικος δεν μετατρέπεται από όργανο της πτώχευσης σε όργανο της εταιρίας, αλλά προφανώς η ευθύνη του έναντι τρίτων (και συνεπώς και του Δημοσίου θα έπρεπε να παραλλάσσει).
Η υφιστάμενη φορολογική νομοθεσία δεν κάνει καμία απολύτως διάκριση ανάλογα με το είδος της εμπλοκής του συνδίκου στην «επιχειρηματική λειτουργία» του οφειλέτη. Αντιθέτως, φαίνεται να διακρίνει ανάλογα με το είδος του φόρου:
α) στην περίπτωση του ΦΠΑ έχει ήδη ορθά κριθεί από το ΝΣΚ (ΓνωμΝΣΚ 438/2007) ότι με τη διάταξη του άρθρου 115 του Ν.2238/1994 και του άρθρου 55 περ. β του ΚΦΠΑ θεσπίστηκε προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των προσώπων που περιοριστικά αναφέρονται στις διατάξεις αυτές και συνεπώς για την καταβολή ΦΠΑ που είχε γεννηθεί πριν την κήρυξη της πτώχευσης του οφειλέτη δεν ευθύνεται ο σύνδικος, αλλά μόνον ο οφειλέτης. Τα παραπάνω γίνονται δεκτά και σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν.4174/2013, όπως ισχύει μετά και το Ν.4223/2013).
10 ΓνωμΝΣΚ 438/2007 και ΓνωμΝΣΚ 14/2008
11 ΓνωμΝΣΚ 806/1989, 748/1985
Ωστόσο, το άρθρο 55 περ. α του ΚΦΠΑ ορίζει ότι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον υπόχρεο και τα πρόσωπα της παρ. 7 του άρθρου 36 του ΚΦΠΑ. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο τις υποχρεώσεις του υποκειμένου στο ΦΠΑ σε περίπτωση πτώχευσης τις αναλαμβάνει ο σύνδικος. Το ΝΣΚ μάλιστα επισήμανε ότι για την καταβολή του οφειλόμενου από τον οφειλέτη ΦΠΑ που γεννήθηκε μετά την κήρυξη της πτώχευσης ευθύνεται προσωπικά και αλληλέγγυα ο δικαστικά διορισμένος σύνδικος της πτώχευσης είτε η οφειλή γεννήθηκε από πράξεις του συνδίκου κατά την εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας είτε σε περίπτωση συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του πτωχού από το σύνδικο κατ’ άρθρο 78§1 και 84§1 του ΠτΚ. Για την τυχόν προϋπάρχουσα της πτώχευσης οφειλή από ΦΠΑ ο σύνδικος δεν φέρει καμία ευθύνη12.
Αυτό είναι απολύτως λογικό, καθόσον πριν την ανάληψη των καθηκόντων του ο σύνδικος δεν είναι δυνατόν να ευθύνεται αυτός για οποιαδήποτε οφειλή του πτωχού. Εξάλλου, σε αντίθετη περίπτωση είναι δεδομένο ότι κανείς δεν θα αναλάμβανε τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας ως σύνδικος, καθόσον θα ήταν πολύ πιθανή η θεμελίωση προσωπικής του ευθύνης για φορολογικές οφειλές έναντι του Δημοσίου13. Σε κάθε περίπτωση στην περίπτωση του ΦΠΑ έχουμε είσπραξη - έσοδο στην πτωχευτική περιουσία και ρευστά διαθέσιμα που επιτρέπουν στο σύνδικο την άμεση καταβολή τους (σε αντίθεση με τις περιπτώσεις που αναφέρουμε κατωτέρω).
β) οι παραπάνω διατάξεις που αφορούν στις οφειλές του πτωχού από ΦΠΑ δεν απαντώνται στο Ν. 2238/1994. Ειδικότερα, αν και το άρθρο 61§3 περ. α του Ν. 2238/1994 ορίζει το σύνδικο ως υπόχρεο σε υποβολή της δήλωσης φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα που πτωχεύουν δεν θεσπίζει για αυτόν προσωπική, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με τον πτωχό ευθύνη του για την καταβολή των οφειλών του από φόρο εισοδήματος. Ενόψει αυτού, ελλείψει ειδικής αντίστοιχης διάταξης στο Ν. 2238/1994 ο σύνδικος δεν ευθύνεται για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος (παρακρατούμενου και μη) που γεννήθηκε ακόμη και μετά την κήρυξη της εταιρίας σε πτώχευση14.
Σημειωτέον ότι ειδική διάταξη για το σύνδικο δεν προβλέπεται ούτε στο νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013), αλλά ούτε και στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), με συνέπεια την ευθύνη του συνδίκου μόνον για οφειλές της εταιρίας από ΦΠΑ σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 55 περ. β του ΚΦΠΑ.
γ) αντίστοιχη ήταν η ρύθμιση για το φόρο ακίνητης περιουσίας νομικών προσώπων. Ειδικότερα, το άρθρο 33§4 του Ν. 3842/2010 για το φόρο ακίνητης περιουσίας νομικών προσώπων όριζε το σύνδικο ως υπόχρεο σε υποβολή της δήλωσης φόρου ακίνητης περιουσίας για τα πρόσωπα που πτωχεύουν, αλλά δεν θέσπιζε για αυτόν προσωπική, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με τον πτωχό ευθύνη του για την καταβολή των οφειλών του από φόρο εισοδήματος.
12 ΓνωμΝΣΚ 438/2007.
13 βλ. Φινοκαλιώτη Α. Η αστική ευθύνη των διοικούντων ΑΕ & ΕΠΕ για φορολογικές οφειλές, 2014, σελ. 378
14 βλ. Φινοκαλιώτη Α. όπ σελ. 379.
δ) όλως παραδόξως, οι ανωτέρω φορολογικές υποχρεώσεις του συνδίκου που στηρίζονται τόσο στη φύση και στη λειτουργία του ως δημόσιου λειτουργού όσο και στη γενικότερη υποχρέωση να ικανοποιεί κατά προτεραιότητα τα ομαδικά πιστώματα έρχονται πλήρως να ανατραπούν από τη νέα νομοθεσία για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ). Σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. στ. του Ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α΄ 287/2013) ρητά ορίζεται ως υποκείμενο του ΕΝΦΙΑ ο σύνδικος της πτώχευσης. Η ανωτέρω νομοθετική επιλογή μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον άστοχη, καθόσον:
i) παραβιάζει τη γενική αρχή του Πτωχευτικού Δικαίου ότι ο σύνδικος δεν είναι όργανο μιας πτωχής εταιρίας, αλλά όργανο της πτώχευσης και ειδικότερα δημόσιος λειτουργός
ii) παραβιάζει το εμπράγματο δίκαιο, καθόσον ο σύνδικος δεν έχει ούτε αποκτά εμπράγματα δικαιώματα επί της ακίνητης περιουσίας του πτωχού.
Σημειωτέον ότι αντίστοιχες αντιρρήσεις είχε κατά το στάδιο της επεξεργασίας του ανωτέρω νόμου, η Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής των Ελλήνων, η οποία πρότεινε να θεσπιστεί μόνον η υποχρέωση υποβολής της σχετικής δήλωσης από το σύνδικο και όχι τούτος να θεωρείται υποκείμενο του φόρου15.
Σε κάθε περίπτωση, η ανωτέρω διάταξη είναι προδήλως αντισυνταγματική, καθόσον έρχεται σε σαφή αντίθεση με την αρχή της ισότητας και την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας. Η τελευταία εκφράζει με αντικειμενικό τρόπο την οικονομική δυνατότητα των υπόχρεων και προκύπτει από την απόκτηση εισοδήματος16 ή περιουσίας17, από την ανάπτυξη συναλλακτικής δραστηριότητας ή από την πραγματοποίηση δαπανών18.
Στο πλαίσιο του φορολογικού δικαίου, ο καθορισμός της οικονομικής δυνατότητας των φορολογουμένων τελεί σε συνάρτηση προς τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης που συνιστά εκδήλωση της δυνατότητας αυτής19. Ο σύνδικος ως προελέχθη δεν γίνεται ιδιοκτήτης της πτωχευτικής περιουσίας ούτε αποκτά εισόδημα από αυτήν ούτε συναλλάσσεται μέσω αυτής.
Πέραν από αντισυνταγματική η ανωτέρω διάταξη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη γενική αρχή του δικαίου ότι «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα». Ο σύνδικος, όπως προαναφέρθηκε, έχει περιορισμένη «αυτοδιοίκηση» της πτωχευτικής περιουσίας. Δεν έχει πλήρες δικαίωμα διοίκησης και διάθεσης αυτής, καθόσον η μίσθωση πτωχευτικών ακινήτων ουδέποτε εγκρίνεται από τους Εισηγητές Πτωχεύσεων διότι θεωρείται βάρος του ακινήτου που καθιστά δυσχερή την εκποίησή του, ενώ την τιμή εκτίμησης, την τιμή πρώτης προσφοράς και το χρόνο εκποίησης ενός ακινήτου ορίζει το Πτωχευτικό Δικαστήριο και όχι ο Σύνδικος. Συνεπώς, στην πράξη ο τελευταίος (ορθώς για να διασφαλίζεται η αρχή της διαφάνειας και η αρχή της νομιμότητας) βρίσκεται να «διαχειρίζεται» ακίνητα – στο πλαίσιο μιας πτωχευτικής περιουσίας – τα οποία δεν μπορεί με δική του πρωτοβουλία και διαπραγμάτευση να εκποιήσει ή/και να εκμισθώσει. Πώς είναι δυνατόν ο νομοθέτης να τον θεωρεί υποκείμενο του φόρου και να τον απειλεί με αστικές και ποινικές ευθύνες εάν δεν καταβάλει τον ΕΝΦΙΑ; Πώς θα πληρώσει από εισοδήματα που δεν
έχει, ιδίως σήμερα που η απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος για ακίνητα αποτελεί κοινό τόπο;
15 Βλ. την από 19.12.2013 έκθεση επί του νομοσχεδίου «Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων και άλλες διατάξεις» της Β’ Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και προτάσεων νόμων, διαθέσιμο στο http://www.taxheaven.gr/news/news/view/id/16642
16 ΣτΕ (ολομ) 402/1987
17 ΣτΕ (ολομ) 1972/2012 ΔΕΕ 2012, σελ. 868
18 βλ. Φορτσάκης Θ – Σαββαίδου Κ, Φορολογικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 2013.
19 ΣτΕ (ολομ) 2113/1963.
Πέραν τούτου δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η πτωχευτική εκκαθάριση προϋποθέτει συγκεκριμένους κανόνες διανομής της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρα 153 – 161 ΠτΚ). Μπορεί, λοιπόν, ο ΕΝΦΙΑ να αποτελεί ομαδικό πίστωμα και να απολαμβάνει γενικού προνομίου (άρθρο 154 ΠτΚ), αλλά τι θα γίνει σε περίπτωση που το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκεί; Θα είναι ποινικά και αστικά υπόλογος ο σύνδικος που δεν πλήρωσε ένα πίστωμα (εν όλω ή εν μέρει), τη στιγμή που δεν υπάρχουν τα αντίστοιχα ρευστά διαθέσιμα στην πτωχευτική περιουσία; Σημειωτέον ότι όσα αναφέρονται ανωτέρω, ισχύουν αναλογικά και για την περίπτωση του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς, τη στιγμή που και ο τελευταίος δεν διατηρεί εμπράγματο δικαίωμα επί της ακίνητης περιουσίας που διαχειρίζεται, ενώ όλες οι ενέργειες του τελούν υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και του Υπουργείου Οικονομικών, από τα οποία εγκρίνεται κάθε σχετική δαπάνη και ανάληψη από τραπεζικό λογαριασμό της σχολάζουσας κληρονομιάς20.
Η νέα νομοθεσία για τη φορολόγηση της κατοχής ακινήτων, τουλάχιστον στα σημεία που αναπτύσσονται ανωτέρω είναι τελολογικά απαράδεκτη και νομοτεχνικά ανεπαρκής. Έρχεται, ίσως, ως απόρροια της «μεγαθυμίας» που επέδειξε το ανώτατο ακυρωτικό21 κρίνοντας ως συνταγματικούς νόμους22 που «υπαγορεύτηκαν από την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα έκτακτα και κατεπείγοντος χαρακτήρα …», μολονότι η τελευταία αποτελεί ιδιαίτερα επισφαλές και αβέβαιο κριτήριο, ώστε να νομιμοποιεί περαιτέρω περιορισμούς και σε κάθε περίπτωση στερείται ειδικότερης συνταγματικής θεμελίωσης23.
Τέλος, στην περίπτωση της πτώχευσης αποτελεί τροχοπέδη στη γρήγορη, λυσιτελή και ομαλή εκκαθάριση των πτωχευτικών περιουσιών, η οποία θα έπρεπε να αποτελεί ζητούμενο και αναπτυξιακό εργαλείο στο πλαίσιο της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Η διορθωτική παρέμβαση του νομοθέτη αποτελεί αναπόδραστη ανάγκη.
20 Αντίστοιχα ζητήματα δημιουργούνται και στην περίπτωση κληρονομικής διαδοχής με διαθήκη, καθόσον η διάταξη του άρθρου 2§1γ του Ν. 4223/2013 έρχεται σε αντίθεση με τις προβλέψεις του ΑΚ 1710 (βλ. αναλυτικά Μαργώνη Ε. «Υπόχρεοι ΕΝΦΙΑ σε κληρονομική διαδοχή με διαθήκη», ΔΦΝ 2014, σελ. 403 επ).
21 ΣτΕ (Ολομ) 1972/2012
22 Βλ. άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 που προβλέπει την επιβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ)
23 Βλ. Μαντζούφας Π. Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, 2014, σελ. 171