Στο πρώτο μέρος του άρθρου μας (25/8/2019) παρουσιάσαμε τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει ένας φορολογούμενος όταν αμφισβητεί μια ρητή πράξη, η οποία έχει εκδοθεί εις βάρος του από τη φορολογική διοίκηση, ή όταν επιθυμεί να προσβάλει την παράλειψη έκδοσης πράξης (περίπτωση σιωπηρής άρνησης).
Διοικητική διαδικασία: Εν συντομία, ο φορολογούμενος πρέπει αρχικά να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) του υπ. Οικονομικών, καταθέτοντας ενδικοφανή προσφυγή εντός 30 ημερών. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του αμφισβητούμενου ποσού (κύριος φόρος και πρόστιμα), προκειμένου να ανασταλεί η καταβολή του υπόλοιπου 50% και συνεπώς να μην ξεκινήσει η διαδικασία λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (κατασχέσεις κ.λπ.). Η ΔΕΔ οφείλει να αποφανθεί εντός 120 ημερών, ενώ, αν δεν εκδοθεί απόφαση εντός του εν λόγω διαστήματος, θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί σιωπηρά.
Προσφυγή στη Δικαιοσύνη: Κατά της ρητής ή σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής από τη ΔΕΔ, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου εντός 30 ημερών (90 ημέρες εάν είναι κάτοικος εξωτερικού).
Η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πράξης της διοίκησης. Εφόσον όμως έχει καταβληθεί το 50% του αμφισβητούμενου ποσού κατά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, εξακολουθεί να ισχύει η αναστολή της βεβαίωσης και καταβολής του υπόλοιπου 50%.
Αρμοδιότητα: α) Εάν το ποσό του κύριου φόρου δεν υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, η προσφυγή εκδικάζεται σε πρώτο βαθμό από το διοικητικό πρωτοδικείο. Εν συνεχεία, κατά της απόφασης που θα εκδοθεί μπορεί να ασκηθεί έφεση στο διοικητικό εφετείο.
Ωστόσο, προκειμένου να είναι παραδεκτή η έφεση, ο φορολογούμενος θα πρέπει να καταβάλει (πλέον του 50% που έχει ήδη ενδεχομένως καταβάλει) ποσοστό 20% επί του ποσού που οφείλεται σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση.
β) Στην περίπτωση που το αντικείμενο της διαφοράς (ποσό κύριου φόρου) υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, η υπόθεση εκδικάζεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές εφετείο με την κατάθεση σχετικής προσφυγής από τον φορολογούμενο.
Τέλος, για να είναι παραδεκτή η άσκηση προσφυγής ή έφεσης, θα πρέπει να καταβληθεί αναλογικό παράβολο 1% επί του αντικειμένου της διαφοράς, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ. Ωστόσο, αν το παράβολο υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ, καταβάλλεται αρχικά μόνο το ποσό αυτό, το δε επιπλέον καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου. Eπίσης, για όσο διάστημα εκκρεμεί η υπόθεση ενώπιον των δικαστηρίων εξακολουθούν να «τρέχουν» οι προσαυξήσεις (τόκος) επί του όποιου οφειλόμενου ποσού επιδικασθεί τελικά στον φορολογούμενο.
Αναίρεση στο ΣτΕ: Ο φορολογούμενος (όπως και η φορολογική διοίκηση) μπορεί να προσβάλει την απόφαση του εφετείου με αίτηση αναίρεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), εφόσον το ποσό της διαφοράς (κύριος φόρος) υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ. Ωστόσο, η άσκηση αναίρεσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του εφετείου. Αίτηση αναίρεσης μπορεί να ασκηθεί μόνο για συγκεκριμένους λόγους, που προβλέπονται στον νόμο, όπως η παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου κ.λπ. Επίσης, η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν δεν υπάρχει σχετική νομολογία του ΣτΕ ή υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης απόφασης με νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου κ.λπ. Παρατηρείται συνεπώς το παράδοξο, οι πιο σοβαρές φορολογικές υποθέσεις να εκδικάζονται συχνά μόνο σε ένα βαθμό, δηλαδή μόνο από το εφετείο (όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για άσκηση αναίρεσης). Αντίθετα, μια υπόθεση που αφορά μικρότερη διαφορά φόρου μπορεί να συζητηθεί τουλάχιστον σε δύο βαθμούς, από το πρωτοδικείο και το εφετείο.
* Η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνη του Φορολογικού Τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).