Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τη δημιουργία της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας και τα οφέλη της είναι πλέον ορατά. Οι εποπτικές πρακτικές έχουν συγκλίνει και αντί για 19 επιμέρους εθνικά πρότυπα υπάρχει πλέον ένα ενιαίο ευρωπαϊκό. Οι πιο εναρμονισμένοι κανόνες και η αυξημένη διαφάνεια έχουν εξασφαλίσει πιο ισότιμη μεταχείριση για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ.
Πλέον οι εποπτικές αρχές έχουν πληρέστερη εικόνα για το τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες ανά τη ζώνη του ευρώ συγκρίνονται με μεγάλο αριθμό ομοειδών ιδρυμάτων, γεγονός που επιτρέπει την αποτελεσματική συγκριτική ανάλυση ως προς τα επιχειρηματικά μοντέλα λειτουργίας και το προφίλ κινδύνου. Παράλληλα, οι διασυνοριακές διασυνδέσεις και η διάχυση επιδράσεων μπορούν να παρακολουθούνται πιο εύκολα, επιτρέποντάς μας να κατανοούμε όχι μόνο τον κίνδυνο σε επίπεδο επιμέρους τραπεζών, αλλά και τον συστημικό κίνδυνο που πηγάζει από τον τραπεζικό τομέα.
Αυτά τα οφέλη συνέβαλαν καθοριστικά ώστε ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας να καταστεί πιο ανθεκτικός. Οι τράπεζες αύξησαν τους δείκτες κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) από 11,3% στο τέλος του 2014 σε 14,1% το 2018. Έχει πραγματοποιηθεί πρόοδος ως προς τη μείωση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού που παραμένουν στους ισολογισμούς των τραπεζών, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) να υποχωρούν κατά 300 δισεκ. ευρώ περίπου το ίδιο διάστημα. Επίσης, οι δείκτες χρηματοδότησης και ρευστότητας είναι πιο σταθεροί από ό,τι παλαιότερα.
Οι τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ορισμένες σημαντικές προκλήσεις. Η κερδοφορία παρέμεινε χαμηλή το 2018, γεγονός που επηρεάζει τη δυνατότητα των τραπεζών να χορηγούν δάνεια στην οικονομία. Μεταξύ 2016 και 2018 οι τράπεζες που είχαν τις καλύτερες επιδόσεις στη ζώνη του ευρώ αντιστάθμισαν τα χαμηλότερα επιτοκιακά περιθώρια μέσω της πιστωτικής επέκτασης, ενώ τράπεζες με χειρότερες επιδόσεις πραγματοποίησαν απομόχλευση.
Η μείωση του πλεονάζοντος δυναμικού και του υψηλού κόστους βελτιώνει την κερδοφορία. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι απαραίτητο να μειωθεί περαιτέρω το εναπομένον απόθεμα των ΜΕΔ, καθώς και οι κρυφές ζημίες και η αβεβαιότητα ως προς την αποτίμηση ορισμένων σύνθετων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, όπως ενδεικτικά αυτά του επιπέδου 3. Όσον αφορά το προσεχές διάστημα, οι τράπεζες και οι κανονιστικές και εποπτικές αρχές πρέπει να συνεχίσουν να συνεργάζονται για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι τράπεζες τηρούν υψηλά πρότυπα διαχείρισης κινδύνου.
Εξίσου σημαντικό είναι να δημιουργηθεί ένα σταθερό κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο που θα συμβάλει στην ισχυρή ενοποίηση του τομέα σε διασυνοριακό επίπεδο. Ένας πιο ενοποιημένος τραπεζικός τομέας αναμένεται να ενθαρρύνει τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές και να βαθύνει τον επιμερισμό των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα εντός της ζώνης του ευρώ, δημιουργώντας έτσι ένα σταθερότερο μακροοικονομικό περιβάλλον. Οι κανονιστικές και εποπτικές αρχές πρέπει να επιτείνουν τις προσπάθειές τους για τη δημιουργία ενός πιο ενοποιημένου πλαισίου προληπτικής εποπτείας που να αποθαρρύνει την περιχαράκωση των εποπτικών κεφαλαίων και της ρευστότητας.
Οι προσπάθειες αυτές συναρτώνται στενά με την αναγκαία διαδικασία ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης. Η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία πρέπει να υποστηρίζεται από ένα ισχυρό πλαίσιο εξυγίανσης των τραπεζών και ένα αποτελεσματικό σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων, ώστε να διασφαλίζεται ότι η ακεραιότητα της ενιαίας τραπεζικής αγοράς παραμένει αδιαμφισβήτητη.
Αναλάβατε τη θέση του Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ τον Ιανουάριο του 2019. Πώς θα προσεγγίσετε αυτό το σημαντικό καθήκον;
Πρώτα απ’ όλα, η Danièle Nouy, η Sabine Lautenschläger και όλοι οι συνάδελφοι – τόσο εδώ στην ΕΚΤ όσο και στις εθνικές αρμόδιες αρχές – έχουν επιτελέσει σημαντικό έργο χάρη στο οποίο έχει δημιουργηθεί ένας οργανισμός που λειτουργεί εύρυθμα. Συνεπώς, δεν χρειάζεται να ξαναανακαλύψω τον τροχό. Θα πρέπει να διατηρηθούν υψηλά πρότυπα εποπτείας, όπως αυστηρά και απαιτητικά καθορίστηκαν στη φάση της σύστασης του ΕΕΜ.
Η ίδρυση ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού υπήρξε πολύ σημαντικό βήμα, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ακόμη δεν διαθέτουμε μια πραγματικά ενοποιημένη ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά. Για να επιτευχθεί πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση, χρειάζεται να αρθούν τα νομικά εμπόδια, κάτι που βεβαίως δεν αποτελεί δική μας αρμοδιότητα. Ωστόσο, νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να επιτύχουμε πρόοδο προς την τραπεζική ένωση ως ενιαία δικαιοδοσία – δηλαδή, ως ενιαία επικράτεια από την άποψη της κανονιστικής ρύθμισης και της εποπτείας. Αυτό θα θέσει τα θεμέλια για μια πραγματικά εγχώρια αγορά για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Ένα πράγμα δεν πρέπει να ξεχνάμε, για ποιους εργαζόμαστε: για τους Ευρωπαίους πολίτες, τους καταθέτες, τους επενδυτές, τους δανειολήπτες και την οικονομία γενικότερα. Το έργο μας πρέπει να είναι προς όφελος αυτών, φέρουμε ευθύνη απέναντί τους. Αυτό είναι κάτι που λαμβάνω πολύ σοβαρά υπόψη και θεωρώ ότι έχουμε σημαντικούς λόγους να επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια. Πρέπει οι πολίτες να μπορούν να καταλαβαίνουν τι κάνουμε και πώς λειτουργούμε προς όφελός τους. Οι τράπεζες πρέπει να κατανοούν και να προβλέπουν τις πολιτικές και τις ενέργειές μας. Και το ίδιο ισχύει για τους επενδυτές. Ζούμε πλέον στον κόσμο του “bail-in”; της διάσωσης με ίδια μέσα: εάν μια τράπεζα αντιμετωπίσει προβλήματα, οι επενδυτές της καλούνται να αναλάβουν τις ζημίες. Γι’ αυτό και πρέπει να έχουν καλύτερη επίγνωση των κινδύνων που αναλαμβάνουν.
Στην αρχή της θητείας σας χρειάστηκε να χειριστείτε το ζήτημα μιας τράπεζας που αντιμετώπισε προβλήματα. Πώς ήταν η πρώτη σας εμπειρία από το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων;
Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η αφοσίωση του προσωπικού μας. Όλοι εργάστηκαν πολύ σκληρά σε όλο το διάστημα των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Και όλοι γνώριζαν τι διακυβεύεται και πώς μπορούν τα προβλήματα μιας τράπεζας να επηρεάσουν τις ζωές των ανθρώπων. Αυτό είναι το σημαντικότερο σε μια κρίση. Όλες οι διαδικασίες πραγματοποιήθηκαν ομαλά και όλες οι εμπλεκόμενες αρχές συνεργάστηκαν μεταξύ τους αρμονικά.
Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης. Όταν εμείς, ως εποπτικές αρχές, καλούμαστε να διαχειριστούμε μια κρίση, οφείλουμε να κινηθούμε εντός των ορίων που θέτει το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο. Και αυτό το πλαίσιο εξακολουθεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα. Π.χ. η Οδηγία για την Ανάκαμψη και την Εξυγίανση των Τραπεζών (BRRD) δεν έχει μεταφερθεί ομοιόμορφα στην εθνική νομοθεσία. Ομοίως, κάθε χώρα έχει το δικό της πτωχευτικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι τα εργαλεία που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε μια κρίση δεν είναι ίδια σε όλες τις χώρες. Και δεν μπορούμε να είμαστε πάντα σίγουροι ότι μπορεί σε όλες τις περιπτώσεις να διασφαλιστεί μια ομαλή έξοδος από την αγορά. Αυτό αποτελεί πρόβλημα, ιδίως μάλιστα στην περίπτωση διασυνοριακών τραπεζών. Η απουσία διευθετήσεων για τη ρευστότητα κατά την εξυγίανση αποτελεί άλλο ένα ζήτημα που επισημάνθηκε πρόσφατα. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε πολλά ακόμη προκειμένου να προετοιμαστούμε για μελλοντικές κρίσεις.
Την προσεχή περίοδο, η επόμενη μεγάλη αλλαγή που διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτό το θέμα;
Για μένα, το Brexit είναι ένα πολύ λυπηρό γεγονός, άλλωστε σπούδασα στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατόπιν έζησα στο Λονδίνο για 12 χρόνια. Και με βάση αυτή την εμπειρία μου μπορώ να πω ότι η εικόνα που έχουν οι Βρετανοί πολίτες για την ΕΕ συχνά δεν είναι ακριβής. Πολλοί άνθρωποι φαίνεται να υπερεκτιμούν το κόστος – και να υποτιμούν τα οφέλη – της ενωμένης Ευρώπης.
Όσο για τον τραπεζικό τομέα, το Brexit θα επιφέρει πολλές αλλαγές. Σημαντικός αριθμός τραπεζών θα μετεγκατασταθεί στη ζώνη του ευρώ, γεγονός που θα μεταμορφώσει το τραπεζικό τοπίο. Αυτό γεννά πολλά ερωτήματα – ένα απ’ αυτά είναι το πώς θα γίνεται η ρύθμιση και η εποπτεία υποκαταστημάτων τρίτων χωρών ή επενδυτικών επιχειρήσεων. Οι τράπεζες και οι κανονιστικές και εποπτικές αρχές χρειάστηκε να προετοιμαστούν εντατικά για το Brexit και θα έχουμε να κάνουμε πολλά ακόμη μετά το Brexit. Είμαι ωστόσο βέβαιος ότι θα ανταποκριθούμε στην πρόκληση, χάρη και στην αποτελεσματική συνεργασία μας με τις εποπτικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ποιες άλλες προκλήσεις αντιμετωπίζουν οι τράπεζες;
Σίγουρα για τις τράπεζες δεν λείπουν οι προκλήσεις. Πρέπει να εξυγιάνουν περαιτέρω τους ισολογισμούς τους, να επανεξετάσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, να βελτιώσουν τη διακυβέρνησή τους και να διασφαλίσουν τη δυνατότητα εξυγίανσής τους. Και αυτές είναι μόνο οι προκλήσεις του χθες και του σήμερα.
Όσον αφορά το μέλλον, οι τράπεζες πρέπει να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην αγορά. Εδώ και αρκετό καιρό η ρευστότητα είναι άφθονη και φθηνή. Σε συνδυασμό με τα χαμηλά κέρδη, αυτό ώθησε τις τράπεζες να αναλάβουν περισσότερους κινδύνους. Θα πρέπει όμως να είναι προσεκτικές. Οι υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων και τα συμπιεσμένα ασφάλιστρα κινδύνου δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα και μάλιστα η αλλαγή μπορεί να συμβεί πολύ απότομα. Τα ασφάλιστρα κινδύνου και διάρκειας μπορεί να αυξηθούν απότομα και να βλάψουν τις τράπεζες ποικιλοτρόπως, δυνητικά επηρεάζοντας τα κέρδη, τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή τους βάση. Οι κίνδυνοι χρηματοδότησης και αγοράς είναι δυνατόν να αποκτήσουν αυξημένη βαρύτητα κατά την προσεχή περίοδο. Εμείς, ως εποπτικές αρχές, λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας αυτούς τους κινδύνους, το ίδιο λοιπόν θα πρέπει να κάνουν και οι τράπεζες.
Μόλις αναφερθήκατε στη διακυβέρνηση, ως ένα ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει τις τράπεζες. Πόσο σημαντική είναι;
Οι τράπεζες σήμερα διαθέτουν υψηλότερα και καλύτερης ποιότητας κεφάλαια και περισσότερη ρευστότητα, ενώ έχουν επανέλθει σε πιο σταθερές πηγές χρηματοδότησης. Ωστόσο, όλα αυτά δεν έχουν μεγάλη αξία αν μια τράπεζα υποφέρει από κακή διακυβέρνηση, μυωπική ηγεσία και προβληματική κουλτούρα. Οι τραπεζίτες πρέπει να έχουν κατά νου δύο πράγματα. Τα βραχυπρόθεσμα κέρδη δεν μπορούν να αποτελούν την κινητήρια δύναμη των λειτουργιών της τράπεζας. Αυτό που έχει σημασία είναι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα μιας τράπεζας. Η βιωσιμότητα είναι ο ζωτικής σημασίας παράγοντας. Τα βραχυπρόθεσμα κέρδη που δημιουργούνται με τρόπο που αποβαίνει μακροπρόθεσμα εις βάρος της ευημερίας των πελατών, των μετόχων και των φορολογουμένων, πέραν του ότι είναι απαράδεκτα από κοινωνική σκοπιά, δεν είναι προς το συμφέρον των ίδιων των τραπεζών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πρόσφατα σκάνδαλα και οι περιπτώσεις ξεπλύματος χρήματος.
Είναι κοινή η αντίληψη πλέον ότι οι καιροί είναι δύσκολοι για τις τράπεζες. Τι μπορούμε να διδαχθούμε από τις τράπεζες που εξακολουθούν να καταγράφουν θετική πορεία;
Στη ζώνη του ευρώ υπάρχει πράγματι ένας αριθμός τραπεζών που παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με ομοειδή ιδρύματα. Τι κοινό έχουν αυτές οι τράπεζες μεταξύ τους; Εκ πρώτης όψεως, όχι πολλά: καθεμία είναι εντελώς διαφορετική. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει κάποια “χρυσή” στρατηγική για να επιτύχεις κερδοφορία. Αλλά το να έχεις μια στρατηγική είναι ουσιώδους σημασίας. Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό αυτών των επιτυχημένων τραπεζών είναι ότι διακρίνονται στη λεγόμενη “στρατηγική καθοδήγηση”. Είναι σε θέση να διαμορφώσουν μια στρατηγική και να την εφαρμόσουν. Δεν είναι μόνο το τι κάνουν, αλλά και το πώς το κάνουν. Αυτό είναι το δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε.
Οφείλουμε επίσης να αναγνωρίσουμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα διαρθρωτικό πρόβλημα στις ευρωπαϊκές τραπεζικές αγορές: πολλές τράπεζες διασώθηκαν, αλλά στην πράξη λίγες είναι αυτές που αποχώρησαν από την αγορά. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη εξακολουθεί να έχει περισσότερες τράπεζες από όσες χρειάζεται (overbanking), γεγονός που αντανακλάται στην κερδοφορία. Σε άλλους κλάδους, οι συγχωνεύσεις και εξαγορές συνέβαλαν καίρια στην εξάλειψη του υπερβάλλοντος δυναμικού που είχε συσσωρευθεί την περίοδο πριν από την κρίση.
Ως προς το θέμα των αλλαγών στη διάρθρωση της αγοράς – τι γνώμη έχετε για τον ψηφιακό μετασχηματισμό; Αποτελεί πρόκληση, ευκαιρία ή και τα δύο;
Η τεχνολογική πρόοδος είναι πάντα μια σύνθετη διαδικασία που είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Διακρίνω όμως κάποιες ευκαιρίες. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορεί να βοηθήσει τις τράπεζες να γίνουν πιο αποτελεσματικές και να δημιουργήσουν νέες πηγές εσόδων. Διευκολύνει την εφαρμογή απλούστερων και ταχύτερων διαδικασιών και επιτρέπει στις τράπεζες να προσφέρουν στους πελάτες τους καλύτερη εξυπηρέτηση και νέα προϊόντα. Εάν οι τράπεζες καταφέρουν να εκμεταλλευτούν αυτές τις ευκαιρίες, θα ωφεληθούν. Αν αδρανήσουν, θα σπεύσουν άλλοι – είτε μικρές και ευέλικτες νεοφυείς επιχειρήσεις χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (Fintech) είτε εδραιωμένες μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας. Αυτή είναι η πρόκληση για τις τράπεζες.
Βεβαίως δεν είναι αρμοδιότητα των φορέων κανονιστικής ρύθμισης και εποπτικών αρχών να προστατεύσουν τις ήδη λειτουργούσες τράπεζες από τους αποτελεσματικότερους ανταγωνιστές τους. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, θα κληθούμε να διαχειριστούμε νέους κινδύνους – το πιο προφανές παράδειγμα, ο κίνδυνος στον κυβερνοχώρο. Οφείλουμε να παρακολουθούμε στενά αυτούς τους νέους κινδύνους και να αξιολογούμε κατά πόσον απαιτείται προσαρμογή των κανόνων. Ταυτόχρονα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορεί να βοηθήσει τις κανονιστικές και εποπτικές αρχές να γίνουν αποτελεσματικότερες και να μειώσουν το κόστος συμμόρφωσης, ιδίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις με απλούστερη δομή. Με άλλα λόγια, μας ανοίγονται και ευκαιρίες.
Η προσαρμογή των κανόνων αποτελεί μόνιμο θέμα από την κρίση και μετά. Ποια είναι η γνώμη σας για την κανονιστική μεταρρύθμιση – έχει προχωρήσει υπερβολικά, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, ή δεν έχει προχωρήσει αρκετά;
Η μεταρρύθμιση ήταν αναγκαία. Η κρίση ανέδειξε πολλά κενά στο κανονιστικό πλαίσιο, τα οποία χρειάστηκε να καλύψουμε. Πιστεύω ότι η δέσμη μέτρων που αναπτύχθηκε σε επίπεδο G20 είναι ισορροπημένη: ενίσχυσε σημαντικά την ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών, καθώς οι απαιτήσεις έχουν βαθμονομηθεί και ενσωματώνονται σταδιακά, κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν ανεπιθύμητες επιδράσεις στην πιστοδοτική δραστηριότητα και στην πραγματική οικονομική ανάπτυξη. Ορισμένες χώρες θέσπισαν αυστηρότερες απαιτήσεις από αυτές που θέτουν τα διεθνή πρότυπα ως προς μερικά θέματα και τώρα επανεξετάζουν αυτές τις επιλογές. Γενικά, νομίζω ότι πρέπει να αντισταθούμε στις πιέσεις εφαρμογής χαλαρότερων απαιτήσεων σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας. Όπως προανέφερα, οι τράπεζες πρέπει να αντισταθούν στις μυωπικές λογικές – το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις κανονιστικές αρχές. Πρέπει να έχουμε κατά νου τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα του συστήματος και να αποφεύγουμε τις υπερκυκλικές προσεγγίσεις κατά τη θέσπιση κανόνων.
Από την άλλη πλευρά βεβαίως είναι αλήθεια ότι το αναθεωρημένο εγχειρίδιο κανόνων είναι αρκετά πολύπλοκο. Συνεπώς, οφείλουμε να παρακολουθούμε τις επιδράσεις του και να το προσαρμόζουμε, εάν κρίνεται απαραίτητο. Όμως προτεραιότητά μας τώρα πρέπει να είναι η ολοκλήρωση της συνεπούς εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων σε όλο τον κόσμο.
Στην Ευρώπη η δέσμη μέτρων για τις τράπεζες βαίνει προς την ολοκλήρωσή της και θα διαμορφώνει το κανονιστικό περιβάλλον για πολλά χρόνια. Είστε ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα;
Η δέσμη μέτρων για τις τράπεζες είναι ένα πολύ σημαντικό νομοθέτημα, μεταξύ άλλων επειδή ενσωματώνει τα πρότυπα της Βασιλείας στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Ενώ η συνολική αξιολόγηση είναι θετική, υπάρχουν κάποιοι τομείς στους οποίους η προτεινόμενη νομοθεσία αποκλίνει από τα διεθνή πρότυπα. Πρόκειται για ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες αναφορικά με τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης και τους νέους κανόνες για τα χαρτοφυλάκια συναλλαγών των τραπεζών. Συνεπώς, σε παγκόσμιο επίπεδο οι όροι ανταγωνισμού δεν είναι τόσο ισότιμοι όσο θα μπορούσαν.
Αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η γνώμη μου είναι ότι η δέσμη μέτρων για τις τράπεζες θα μπορούσε να είναι πιο φιλόδοξη ως προς τον στόχο για την επίτευξη πραγματικά ενοποιημένου τραπεζικού τομέα, τουλάχιστον εντός της τραπεζικής επικράτειας. Εάν φιλοδοξούμε να δημιουργήσουμε μια ενιαία δικαιοδοσία για τον τραπεζικό κλάδο, πρέπει να ξεπεράσουμε το ένστικτο της περιχαράκωσης (ring-fencing). Οι τραπεζικοί όμιλοι πρέπει να μπορούν να κατανέμουν ελεύθερα τα εποπτικά κεφάλαια και τη ρευστότητά τους εντός της ζώνης του ευρώ. Δυστυχώς, η δέσμη μέτρων για τις τράπεζες εξακολουθεί να έχει στενή εθνική οπτική όσον αφορά τις απαλλαγές από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις ρευστότητας εντός των τραπεζικών ομίλων. Ελπίζω ότι τα νομοθετικά όργανα θα επανεξετάσουν την προσέγγισή τους στο εγγύς μέλλον, καθώς θα γίνονται περαιτέρω βήματα προς την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης.
Τι άλλο πρέπει να γίνει προκειμένου να προσεγγίσουμε έναν πραγματικά ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα;
Είναι σαφές ότι, απουσία ενός γνήσια ευρωπαϊκού πλέγματος ασφαλείας, οι εθνικές αρχές θα παραμείνουν απρόθυμες να επιτρέψουν την ενοποιημένη διαχείριση του κεφαλαίου και της ρευστότητας εντός διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην τραπεζική ένωση. Έχει πραγματοποιηθεί κάποια πρόοδος ως προς τη δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης για το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης, αλλά ο πολιτικός διάλογος για τον Πυλώνα 3 της τραπεζικής ένωσης, δηλαδή το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων, ακόμη συναντά εμπόδια. Πιστεύω ότι είναι παραπλανητική η πόλωση μεταξύ δύο στρατοπέδων, όπου οι μεν υποστηρίζουν τον “περιορισμό των κινδύνων”, δηλ. ότι πρέπει να μειωθούν οι κίνδυνοι προτού οριστούν κοινές εγγυήσεις και οι δε τον “επιμερισμό των κινδύνων”, δηλ. ότι οι συνθήκες πλέον έχουν ωριμάσει για ένα ενιαίο σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Οι δύο στόχοι είναι αλληλένδετοι. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συνεχίσει να κάνει αυτό που γνωρίζει καλά και να προτείνει έναν σαφή οδικό χάρτη. Αυτός ο οδικός χάρτης θα αναγνωρίζει πόσο αλληλένδετα είναι τα εναπομένοντα στοιχεία της μεταρρύθμισης. Αυτό θα μας έδινε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε συγχρονισμένη πρόοδο σε όλα αυτά τα μέτωπα.
1.1 Πιστωτικά ιδρύματα: κυριότεροι κίνδυνοι και γενικές επιδόσεις
Κυριότεροι κίνδυνοι για τον τραπεζικό τομέα
Το 2018 η ευρείας βάσης επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ στήριξε την κερδοφορία και τους ισολογισμούς των τραπεζών
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, σε στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές, διενήργησε την ετήσια άσκηση εντοπισμού και αξιολόγησης των κινδύνων και ενημέρωσε αναλόγως τον χάρτη κινδύνων του ΕΕΜ, ο οποίος απεικονίζει τους κυριότερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ σε ορίζοντα διετίας ή τριετίας. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η ευρείας βάσης επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ στήριξε την κερδοφορία και τους ισολογισμούς των τραπεζών. Η εξέλιξη αυτή βοήθησε να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα της ζώνης του ευρώ και να μετριαστούν ορισμένοι από τους συναφείς κινδύνους, ιδίως εκείνοι που συνδέονται με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) και το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Εντούτοις, το τρέχον συνολικό επίπεδο των ΜΕΔ στη ζώνη του ευρώ παραμένει υπερβολικά υψηλό για τα διεθνή δεδομένα.
Από την άλλη πλευρά, η γεωπολιτική αβεβαιότητα και ο κίνδυνος ανατιμολόγησης των κινδύνων στις χρηματοπιστωτικές αγορές κλιμακώθηκαν σε σχέση με το 2017. Επιπλέον, ο διαρκώς αυξανόμενος ψηφιακός μετασχηματισμός επιτείνει τους κινδύνους που σχετίζονται με τα – συχνά απαρχαιωμένα – πληροφοριακά συστήματα των τραπεζών και με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο (βλ. Διάγραμμα 1).
Διάγραμμα 1
Χάρτης κινδύνων του ΕΕΜ για το 2019
Πηγές: ΕΚΤ και εθνικές εποπτικές αρχές.
Σημειώσεις: Η πιθανότητα και η επίδραση των παραγόντων κινδύνου βασίζονται στο αποτέλεσμα της ποιοτικής αξιολόγησης. Η αξιολόγηση εντοπίζει τις κύριες εξελίξεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ βραχυμεσοπρόθεσμα (σε δύο ως τρία έτη).
Η γεωπολιτική αβεβαιότητα αποτελεί αυξανόμενο κίνδυνο
Κατά την περίοδο αναφοράς η γεωπολιτική αβεβαιότητα κλιμακώθηκε, μεταξύ άλλων σε σχέση με την πολιτική κατάσταση σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ, την αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού και τις δυσμενείς εξελίξεις σε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές συνέπειες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις οικονομικές προοπτικές της ζώνης του ευρώ. Όσον αφορά το Brexit, δεν είναι ακόμη γνωστό αν θα έχει καταρτιστεί κάποια συμφωνία αποχώρησης κατά την ημερομηνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και συνεπώς αν θα εφαρμοστεί μεταβατική περίοδος. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες και οι εποπτικές αρχές πρέπει να είναι προετοιμασμένες για όλα τα πιθανά σενάρια.
Οι τράπεζες μείωσαν σημαντικά τα ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους
Παρά τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τα τελευταία χρόνια, τα υψηλά επίπεδα ΜΕΔ παραμένουν πρόβλημα για σημαντικό αριθμό τραπεζών της ζώνης του ευρώ. Λόγω της συνεχιζόμενης εφαρμογής στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ, αυτές οι τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει σημαντική πρόοδο ως προς τη μείωση του όγκου των ΜΕΔ τους και ο λόγος των ΜΕΔ στα σημαντικά ιδρύματα (ΣΙ) υποχώρησε από 8% το 2014 σε 4,2% το γ΄ τρίμηνο του 2018. Εντούτοις, το τρέχον συνολικό επίπεδό τους παραμένει υψηλό και απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες ώστε το ζήτημα των ΜΕΔ στη ζώνη του ευρώ να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.
Ενδεχόμενη συσσώρευση ΜΕΔ στο μέλλον θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά
Επιπλέον, η συνεχιζόμενη αναζήτηση αποδόσεων από πλευράς των τραπεζών θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες συσσώρευσης ΜΕΔ στο μέλλον. Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018, παρόλο που η εξέλιξη αυτή επιβραδύνθηκε το δ΄ τρίμηνο του 2018.[1] Επίσης, φαίνεται να στρέφονται σε τομείς υψηλότερου κινδύνου και να αποδέχονται χαμηλότερα επίπεδα προστασίας. Η έκδοση μοχλευμένων δανείων στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα το 2017, με τα δάνεια περιορισμένων συμβατικών απαιτήσεων (“covenant-lite”) να αντιπροσωπεύουν για πρώτη φορά τόσο μεγάλο ποσοστό του συνολικού όγκου.
Ο διαρκώς αυξανόμενος ψηφιακός μετασχηματισμός επιτείνει τους κινδύνους που σχετίζονται με τα πληροφοριακά συστήματα και το ηλεκτρονικό έγκλημα
Το ηλεκτρονικό έγκλημα και τα προβλήματα λειτουργίας στα πληροφοριακά συστήματα αποτελούν ολοένα σημαντικότερη πρόκληση για τις τράπεζες εν όψει της τάσης για ψηφιακό μετασχηματισμό. Οι τράπεζες πιέζονται σε αυξανόμενο βαθμό να επενδύσουν σε υποδομές πληροφορικής και εκσυγχρονισμό των βασικών πληροφοριακών συστημάτων τους, προκειμένου να ενισχύσουν την αποδοτικότητα, να βελτιώσουν την προσφερόμενη εξυπηρέτηση στους πελάτες και να ανταγωνιστούν τις εταιρίες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (FinTech) αλλά και τους τεχνολογικούς κολοσσούς. Πέραν αυτού, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν αυξανόμενο αριθμό απειλών στον κυβερνοχώρο.
Ο κίνδυνος ανατιμολόγησης των κινδύνων στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξήθηκε
Η διεθνής αναζήτηση αποδόσεων, η άφθονη ρευστότητα και τα συμπιεσμένα ασφάλιστρα κινδύνου αύξησαν τον κίνδυνο αιφνίδιας ανατιμολόγησης των κινδύνων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ο οποίος επιτείνεται και λόγω του υψηλού επιπέδου γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Κατά μέσο όρο, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους βελτιώθηκε στη ζώνη του ευρώ, βοηθούμενη από τη θετική κυκλική δυναμική. Εντούτοις, οι ανισορροπίες σε όρους μεταβλητού αποθέματος (stock imbalances) παραμένουν αυξημένες σε αρκετές χώρες, καθιστώντας τις ευάλωτες σε ενδεχόμενη ανατιμολόγηση του κινδύνου κρατικού χρέους.
Η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώθηκε αλλά παραμένει αδύναμη
Οι θετικές οικονομικές εξελίξεις στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς στήριξαν την κερδοφορία των τραπεζών, παρόλο που παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Η μακρά περίοδος χαμηλών επιτοκίων, ενώ δρα υποστηρικτικά προς την οικονομία, άσκησε πιέσεις στα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών. Συνολικά, τα ΣΙ προβλέπουν αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους το 2019 και το 2020. Ωστόσο, πολλά εκτιμούν ότι τα κέρδη τους θα παραμείνουν χαμηλά σε όρους αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων τα προσεχή έτη.
Τα ΣΙ της ζώνης του ευρώ ξεκίνησαν την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018 με υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας
Τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018, η οποία συντονίστηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), δείχνουν ότι τα τελευταία δύο έτη οι 33 μεγαλύτερες τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ έχουν γίνει ανθεκτικότερες. Χάρη στις προσπάθειες να αντιμετωπίσουν τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού τους και να ενισχύσουν συστηματικά την κεφαλαιακή τους βάση, οι τράπεζες ξεκίνησαν την άσκηση με πολύ ισχυρότερη μέση κεφαλαιακή βάση, με τον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να ανέρχεται σε 13,7%, από 12,2% πριν από την αντίστοιχη άσκηση του 2016.
Το αυστηρότερο σενάριο και η αυστηρότερη μεθοδολογία οδήγησαν σε υψηλότερη μείωση κεφαλαίου στο σενάριο δυσμενών εξελίξεων
Για τις 33 μεγαλύτερες τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, το σενάριο δυσμενών εξελίξεων οδήγησε σε συνολική μείωση του CET1 κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες σε πλήρη εφαρμογή[2], δηλ. 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας μεγαλύτερη από ό,τι στην άσκηση του 2016. Η υποχώρηση αυτή περιλαμβάνει την επίδραση ύψους 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας λόγω της εφαρμογής για πρώτη φορά του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9), το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2018. Αντικατοπτρίζει επίσης τη χρήση αυστηρότερου μακροοικονομικού σεναρίου, καθώς και την εφαρμογή μιας μεθοδολογίας με μεγαλύτερη ευαισθησία στον κίνδυνο από ό,τι το 2016. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αντισταθμίζουν τις θετικές επιδράσεις από τη βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, μετά την επιτυχή μείωση των ΜΕΔ.
Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δείχνουν ότι οι τράπεζες είναι γενικά πιο ανθεκτικές, αλλά ευπάθειες παραμένουν
Παρά τη μεγαλύτερη μείωση κεφαλαίου, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου (στο τέλος της άσκησης) ήταν υψηλότερος από ό,τι μετά το δυσμενές σενάριο του 2016 και διαμορφώθηκε σε 9,9%, έναντι 8,8%. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι η ανθεκτικότητα των συμμετεχουσών τραπεζών στις μακροοικονομικές διαταραχές βελτιώθηκε. Ωστόσο, η άσκηση αποκάλυψε και ευπάθειες σε μεμονωμένες τράπεζες, τις οποίες οι εποπτικές αρχές θα παρακολουθήσουν το 2019.
Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δείχνει ότι άλλες 54 τράπεζες εκτός του δείγματος της ΕΑΤ εμφανίζουν πλέον καλύτερη κεφαλαιοποίηση
Πέρα από τις 33 τράπεζες που περιλαμβάνονται στο δείγμα της ΕΑΤ, η ΕΚΤ διενέργησε δική της άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε άλλες 54 τράπεζες που εποπτεύει άμεσα η ίδια και οι οποίες δεν είχαν περιληφθεί στο δείγμα της ΕΑΤ. Τα αποτελέσματα της άσκησης δείχνουν ότι και αυτές οι 54 τράπεζες είχαν ενισχύσει την κεφαλαιακή τους βάση, αυξάνοντας την ικανότητά τους να απορροφήσουν χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Χάρη στη συνεχή ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης τα τελευταία χρόνια, ξεκίνησαν την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με υψηλότερο μέσο δείκτη CET1 (16,9%) σε σχέση με το 2016 (14,7%) και την ολοκλήρωσαν με υψηλότερο μέσο τελικό δείκτη CET1 (11,8%) σε σύγκριση με το 2016 (8,5%).[3]
Πλαίσιο 1
Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων 2018
Η συνολική δομή της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων 2018 και η συμμετοχή της ΕΚΤ
Όπως και τα προηγούμενα έτη, η ΕΚΤ συμμετείχε τόσο στην προετοιμασία όσο και στην εκτέλεση της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων 2018, τον συντονισμό της οποίας ανέλαβε η ΕΑΤ. Στο πλαίσιο του προπαρασκευαστικού της έργου, η ΕΚΤ συμμετείχε στον σχεδιασμό της μεθοδολογίας της άσκησης, του βασικού σεναρίου και του δυσμενούς σεναρίου. Το δυσμενές σενάριο διαμορφώθηκε από κοινού με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και την ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Αξιοποιώντας τη γόνιμη συνεργασία με εμπειρογνώμονες της ΕΑΤ και των ΕΑΑ, η ΕΚΤ κατάρτισε και τους επίσημους δείκτες αναφοράς πιστωτικού κινδύνου για την άσκηση. Οι τράπεζες πρέπει να εφαρμόσουν αυτούς τους δείκτες αναφοράς πιστωτικού κινδύνου στα χαρτοφυλάκια για τα οποία δεν διατίθενται κατάλληλα υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου.
Μετά την έναρξη της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στις 31 Ιανουαρίου 2018 η ΕΚΤ, σε συνεργασία με τις ΕΑΑ, εκτέλεσε τη διαδικασία διασφάλισης ποιότητας σε ό,τι αφορά τις τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της. Βασικός στόχος ήταν να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν σωστά την κοινή μεθοδολογία που ανέπτυξε η ΕΑΤ. Από τις 48 τράπεζες που συμμετείχαν στην πανευρωπαϊκή άσκηση, 33 εποπτεύονται άμεσα από την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και αντιπροσωπεύουν το 70% του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα της ζώνης του ευρώ. Η ΕΑΤ δημοσίευσε τα αποτελέσματα για καθεμία από τις 48 συμμετέχουσες τράπεζες, μαζί με αναλυτικά στοιχεία ισολογισμών και στοιχεία ανοιγμάτων στο τέλος του 2017, την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018.[4]
Επιπλέον, η ΕΚΤ διενήργησε τη δική της άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με τη συμμετοχή 54 τραπεζών, οι οποίες τελούν υπό την άμεση εποπτεία της, αλλά δεν περιλαμβάνονταν στο δείγμα της ΕΑΤ. Νωρίτερα το 2018 η ΕΚΤ είχε υποβάλει επίσης σε άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες στις οποίες ασκεί άμεση εποπτεία. Η εν λόγω άσκηση χρησιμοποίησε την ίδια μεθοδολογία, τα ίδια σενάρια και τις ίδιες διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας όπως η αντίστοιχη άσκηση της ΕΑΤ, πραγματοποιήθηκε όμως νωρίτερα ώστε να ολοκληρωθεί πριν από τη λήξη του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για την Ελλάδα.
Σενάρια
Το σενάριο δυσμενών εξελίξεων στην άσκηση του 2018 βασίστηκε σε ένα συνεκτικό σύνολο μακροχρηματοπιστωτικών διαταραχών που θα μπορούσαν να εκδηλωθούν σε μια κρίση, όπως μείωση του ΑΕΠ κατά 2,4%, πτώση των τιμών των ακινήτων κατά 17% και απότομη υποχώρηση των τιμών των μετοχών κατά 31% σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Αντανακλούσε τους βασικούς συστημικούς κινδύνους που προσδιορίστηκαν στην αρχή της άσκησης, δηλαδή (α) απότομη και σημαντική επανατιμολόγηση των ασφαλίστρων κινδύνου στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, (β) αρνητική αλληλεπίδραση μεταξύ χαμηλής κερδοφορίας των τραπεζών και χαμηλού ονομαστικού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, (γ) επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα του χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και (δ) κινδύνους ρευστότητας στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα με δυνητική μετάδοση στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Κύριοι παράγοντες διαμόρφωσης των αποτελεσμάτων της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων 2018
Ένας σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του κεφαλαίου υπό το δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο ήταν οι ζημίες απομείωσης των δανειακών χαρτοφυλακίων, οι οποίες αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι το μακροοικονομικό σενάριο ήταν αυστηρότερο από ό,τι στην άσκηση του 2016, παρόλο που τα αποθέματα των ΜΕΔ διαδραμάτισαν λιγότερο σημαντικό ρόλο σε σχέση με το 2016, λόγω της βελτιωμένης ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού στους ισολογισμούς των τραπεζών. Ο δεύτερος προσδιοριστικός παράγοντας ήταν η υποθετική διαταραχή στη διαφορά μεταξύ κόστους άντλησης ρευστότητας εκ μέρους των τραπεζών και επιτοκίου χορηγήσεων (funding spread), η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από τη θετική επίδραση των υψηλότερων μακροπρόθεσμων επιτοκίων. O τρίτος παράγοντας ήταν η επίδραση των διαταραχών στις τιμές της αγοράς και στη ρευστότητα επί χαρτοφυλακίων αποτιμώμενων σε εύλογη αξία. Η ισχυρότερη επίδραση από την πλήρη αναπροσαρμογή αξίας των εν λόγω χαρτοφυλακίων ήταν ισχυρότερη για παγκοσμίως συστημικώς σημαντικές τράπεζες (G-SIB). Εντούτοις, οι εν λόγω τράπεζες κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να αντισταθμίσουν τις απώλειες με αυξημένα έσοδα για τους πελάτες. Ο αντίκτυπος των υποθετικών πιέσεων του σεναρίου στα αποθέματα ρευστότητας και στην αβεβαιότητα των υποδειγμάτων επηρέασε τις G-SIB περισσότερο από ό,τι άλλα ιδρύματα. Άλλος ένας παράγοντας ήταν η υποθετική σημαντική πίεση στα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες.
Ενσωμάτωση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στο τακτικό εποπτικό έργο
Τόσο τα ποιοτικά (δηλ. η ποιότητα και η εγκαιρότητα των στοιχείων που υπέβαλαν οι τράπεζες) όσο και τα ποσοτικά αποτελέσματα (δηλ. η μείωση κεφαλαίου και η ανθεκτικότητα των τραπεζών στις δυσμενείς συνθήκες της αγοράς) της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων αξιοποιήθηκαν στην ετήσια διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP). Στο πλαίσιο της SREP, τα αποτελέσματα της άσκησης ελήφθησαν υπόψη και για να καθοριστεί η εποπτική κεφαλαιακή απαίτηση (ανά τράπεζα).
Εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ
Οι εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ, οι οποίες ορίζουν τους τομείς όπου θα επικεντρωθεί η εποπτεία σε ένα ορισμένο έτος, συζητούνται και εγκρίνονται από το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Βασίζονται στην αξιολόγηση των κυριότερων κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι εποπτευόμενες τράπεζες, λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πρόσφατες εξελίξεις στο οικονομικό, κανονιστικό και εποπτικό περιβάλλον. Οι προτεραιότητες, οι οποίες επανεξετάζονται σε ετήσια βάση, αποτελούν απαραίτητο εργαλείο συντονισμού των εποπτικών ενεργειών σε όλες τις τράπεζες με κατάλληλα εναρμονισμένο, αναλογικό και αποτελεσματικό τρόπο, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού και ισχυρότερου εποπτικού αποτελέσματος (βλ. Σχήμα 1).
Σχήμα 1
Εποπτικές προτεραιότητες για το 2019
Πηγή: ΕΚΤ.
1 Μη εξυπηρετούμενα δάνεια
2 Στοχευμένη αξιολόγηση εσωτερικών υποδειγμάτων
3 Εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας κεφαλαίων και ρευστότητας
4 Το 2018 πραγματοποιήθηκε η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ.
5 Οι σχεδιαζόμενες δραστηριότητες περιλαμβάνουν μια εκστρατεία επιτόπιων επιθεωρήσεων για τον κίνδυνο αποτίμησης και μια οριζόντια ανάλυση, που περιλαμβάνει μια άσκηση συλλογής δεδομένων, με σκοπό να εξοπλίσει τις ΜΕΟ με αναλυτικότερες πληροφορίες σχετικά με τα σύνθετα περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται στην εύλογη αξία, όπως εκείνα που ταξινομούνται ως επιπέδου 2 και επιπέδου 3.
Γενικές επιδόσεις των σημαντικών τραπεζών το 2018
Αφού βελτιώθηκε το 2017, η κερδοφορία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ παρέμεινε εν πολλοίς αμετάβλητη το 2018
Η κερδοφορία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ διατηρήθηκε λίγο ως πολύ αμετάβλητη το 2018, μετά τη βελτίωση που κατέγραψε το 2017. Η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (ανηγμένη σε ετήσια βάση) για τα ΣΙ μεταβλήθηκε ελαφρά μόνο και διαμορφώθηκε σε 6,9% κατά μέσο όρο, έναντι 7,0% το 2017 και 5,4% το 2016. Εντούτοις, το σταθερό συνολικά επίπεδο κερδοφορίας συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ επιμέρους τραπεζών. Επίσης, για πολλές εισηγμένες στο χρηματιστήριο τράπεζες οι δείκτες τιμής προς λογιστική αξία διαμορφώνονται κάτω του 1, καταδεικνύοντας την ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση, ώστε να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των επενδυτών.
Το 2018 δύο κύριοι παράγοντες επηρέασαν τα συνολικά κέρδη των τραπεζών. Μετά από άνοδο το 2017, τα λειτουργικά κέρδη πριν από προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο υποχώρησαν σημαντικά, κατά 7,1%, τους πρώτους εννέα μήνες του 2018. Η υποχώρηση αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη δραστική μείωση των ζημιών απομείωσης (-31,8% σε σύγκριση με το 2017).
Η πτώση των λειτουργικών κερδών πριν από προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο αποδίδεται κυρίως στα χαμηλότερα καθαρά έσοδα από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (-50%),[5] σε σύγκριση με τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2017. Αντίθετα, τα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες συνέχισαν να βελτιώνονται και διαμορφώθηκαν 1,4% υψηλότερα από το επίπεδο που καταγράφηκε τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2017, ενώ την ίδια περίοδο το καθαρό εισόδημα από τόκους παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό (-0,1%).
Διάγραμμα 2
Σταθερή η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων (ανηγμένη σε ετήσια βάση) το 2018: τα χαμηλότερα λειτουργικά κέρδη πριν από προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισταθμίστηκαν από την υποχώρηση των ζημιών απομείωσης
(όλα τα μεγέθη απεικονίζονται ως ποσοστά των ιδίων κεφαλαίων)
Πηγή: ECB Supervisory Banking Statistics.
Σημείωση: Τα στοιχεία για όλα τα έτη παρουσιάζονται ως σωρευτικά μεγέθη β΄ τριμήνου, ανηγμένα σε ετήσια βάση.
Η σταθερή εξέλιξη του καθαρού εισοδήματος από τόκους προέκυψε ως συνισταμένη δύο αντίρροπων τάσεων: της αύξησης του όγκου των δανείων και των χαμηλότερων επιτοκιακών περιθωρίων. Οι όγκοι των δανείων αυξήθηκαν κατά 2,8% μεταξύ γ΄ τριμήνου 2017 και γ΄ τριμήνου 2018 και τη μεγαλύτερη αύξηση σημείωσαν τα δάνεια προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (δάνεια προς πιστωτικά ιδρύματα: +3,7%, δάνεια προς λοιπές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις: +12,1%) και προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (+3,3%). Τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2018 το καθαρό εισόδημα από τόκους βελτιώθηκε σχεδόν για τα μισά ΣΙ και επιδεινώθηκε για τα υπόλοιπα.
Τα λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 2,0% τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2018 σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2017, παρά τα μέτρα αναδιάρθρωσης που έλαβαν πρόσφατα αρκετές τράπεζες της ζώνης του ευρώ.
1.2 Εργασίες για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ)
1.2.1 Η κατάσταση ανά την Ευρώπη
Τα αποθέματα ΜΕΔ μειώθηκαν από το 2015 …
Ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς των ΣΙ διαμορφώθηκε στα 628 δισεκ. ευρώ το γ΄ τρίμηνο του 2018, μειωμένος από 1 τρισεκ. ευρώ στις αρχές του 2015. Μεταξύ γ΄ τριμήνου 2017 και γ΄ τριμήνου 2018 μειώθηκε κατά 131 δισεκ. ευρώ, ενώ ο ακαθάριστος δείκτης των ΜΕΔ υποχώρησε κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε 4,2%. Η μείωση των ΜΕΔ επιταχύνθηκε τα δύο τελευταία έτη και ήταν ιδιαίτερα έντονη σε χώρες που παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες ΜΕΔ.
Εντούτοις, το συνολικό επίπεδο των ΜΕΔ στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα παραμένει υψηλό για τα διεθνή δεδομένα και η εξυγίανση των ισολογισμών θα διαρκέσει αρκετό καιρό ακόμη.
… αλλά το συνολικό επίπεδο παραμένει υψηλό για τα διεθνή δεδομένα
Οι εργασίες για τα ΜΕΔ ήταν μια από τις σημαντικότερες εποπτικές προτεραιότητες της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ το 2018 και θα συνεχίσουν να αποτελούν τομέα υψηλής προτεραιότητας το 2019. Τα έως τώρα επιτεύγματα θα αξιοποιηθούν μέσω της συνεργασίας με τα επηρεαζόμενα ιδρύματα, ώστε να οριστούν οι εποπτικές προσδοκίες ανά τράπεζα εντός ενός εναρμονισμένου πλαισίου. Στόχος είναι να διασφαλιστεί διαρκής πρόοδος ως προς τη μείωση των κινδύνων και να επιτευχθεί συνεπής κάλυψη από προβλέψεις τόσο του αποθέματος ΜΕΔ όσο και των νέων ΜΕΔ μεσοπρόθεσμα.
Όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία για τα ΜΕΔ, η EKT δημοσιεύει εποπτικά τραπεζικά στατιστικά στοιχεία[6] σε τριμηνιαία βάση, τα οποία περιλαμβάνουν και πληροφορίες για την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των ΣΙ. Ο Πίνακας 1 δείχνει τη μείωση των επιπέδων των ΜΕΔ μεταξύ 2017 και 2018.
Πίνακας 1
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προκαταβολές – ποσά και λόγοι ανά περίοδο αναφοράς
(δισεκ. ευρώ, ποσοστά %)
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Ο πίνακας περιλαμβάνει ΣΙ τα οποία υποβάλλουν στοιχεία στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης και για τα οποία είναι διαθέσιμη η κοινή υποβολή στοιχείων για την κεφαλαιακή επάρκεια (COREP) και τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση (FINREP). Συγκεκριμένα, υπήρχαν 114 ΣΙ το γ΄ τρίμηνο του 2017, 111 το δ΄ τρίμηνο του 2017 και 109 το α’, το β΄ και το γ΄ τρίμηνο του 2018. Ο αριθμός των οντοτήτων που υποβάλλουν στοιχεία ανά περίοδο αναφοράς αντικατοπτρίζει μεταβολές λόγω τροποποιήσεων του καταλόγου των ΣΙ μετά τις αξιολογήσεις της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ, οι οποίες διενεργούνται γενικώς σε ετήσια βάση, καθώς και λόγω συγχωνεύσεων και εξαγορών.
1) Τα δάνεια και οι προκαταβολές στους πίνακες για την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού εμφανίζονται ως ακαθάριστη λογιστική αξία. Σύμφωνα με το υπόδειγμα FINREP, (α) εξαιρούνται τα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και (β) περιλαμβάνονται τα υπόλοιπα σε ταμειακά διαθέσιμα στις κεντρικές τράπεζες και άλλες καταθέσεις όψεως. Σύμφωνα με τον ορισμό της ΕΑΤ, τα ΜΕΔ αποτελούνται από δάνεια και προκαταβολές εκτός των ανοιγμάτων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών εφόσον πληρούν ένα τουλάχιστον από τα δύο παρακάτω κριτήρια: (α) ουσιώδη ανοίγματα που παρουσιάζουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, (β) ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης, όπου ο οφειλέτης εκτιμάται ότι δεν είναι πιθανόν να εκπληρώσει στο ακέραιο τις δανειακές του υποχρεώσεις χωρίς τη ρευστοποίηση των συναφών εξασφαλίσεων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ποσού σε καθυστέρηση ή από τον αριθμό των ημερών καθυστέρησης. Το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις είναι ο λόγος μεταξύ των συσσωρευμένων προβλέψεων δανείων και προκαταβολών και του υφιστάμενου αποθέματος των ΜΕΔ.
Οι δείκτες ΜΕΔ ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ
Ο δείκτης των ΜΕΔ εξακολουθεί να διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα της ζώνης του ευρώ, όπως φαίνεται στον Πίνακα 2. Τα ΣΙ της Ελλάδας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας κατέγραψαν τους υψηλότερους δείκτες ΜΕΔ (οι σταθμισμένοι ανά χώρα μέσοι όροι διαμορφώνονται σε 43,4%, 20,7% και 14,5%, αντίστοιχα, το γ΄ τρίμηνο του 2018). Η εξέταση της τάσης δείχνει ότι ο δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε σημαντικά έναντι της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους για τα ΣΙ της Κύπρου (-13,3 ποσοστιαίες μονάδες), της Σλοβενίας (-5,3 ποσοστιαίες μονάδες), της Ιρλανδίας (-3,7 ποσοστιαίες μονάδες), της Πορτογαλίας (-3,6 ποσοστιαίες μονάδες), της Ελλάδος (-3,2 ποσοστιαίες μονάδες) και της Ιταλίας (-2,5 ποσοστιαίες μονάδες). Το γ΄ τρίμηνο του 2018 το μεγαλύτερο απόθεμα ΜΕΔ κατέγραψαν τα ΣΙ της Ιταλίας (153 δισεκ. ευρώ). Ακολουθούν τα ΣΙ της Γαλλίας (130 δισεκ. ευρώ), της Ισπανίας (95 δισεκ. ευρώ) και της Ελλάδος (90 δισεκ. ευρώ).
Πίνακας 2
ΜΕΔ και προκαταβολές – ποσά και δείκτες ανά χώρα (περίοδος αναφοράς: γ΄ τρ. 2018)
(δισεκ. ευρώ, ποσοστά, ποσοστιαίες μονάδες)
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: ΣΙ τα οποία υποβάλλουν στοιχεία στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης και διαθέτουν τα υποδείγματα για την κοινή πληροφόρηση (COREP) και τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση (FINREP).
C: δεν αναφέρεται τιμή για λόγους εμπιστευτικότητας.
1) Τα δάνεια και οι προκαταβολές στους πίνακες για την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού εμφανίζονται ως ακαθάριστη λογιστική αξία. Σύμφωνα με το υπόδειγμα FINREP, (α) εξαιρούνται τα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και (β) περιλαμβάνονται τα υπόλοιπα σε ταμειακά διαθέσιμα στις κεντρικές τράπεζες και άλλες καταθέσεις όψεως.
2) Η αύξηση του λόγου ΜΕΔ στη Λιθουανία αποδίδεται στην αλλαγή της προσέγγισης για την εξυγίανση αναφορικά με ένα ΣΙ.
3) Στη Σλοβακία δεν υπάρχουν ΣΙ τα οποία να υποβάλλουν στοιχεία στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης.
1.2.2 Ο ρόλος της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ στη συνολική στρατηγική για την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ στην ΕΕ
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ανέπτυξε εποπτικό πλαίσιο για τα ΜΕΔ
Η αντιμετώπιση των κινδύνων που σχετίζονται με τα υψηλά αποθέματα ΜΕΔ είναι σημαντική για το σύνολο της οικονομίας, καθώς τα ΜΕΔ επηρεάζουν αρνητικά την κερδοφορία των τραπεζών και απορροφούν πολύτιμους πόρους, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να χορηγήσουν νέα δάνεια. Τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα μπορούν εύκολα να μεταδοθούν σε άλλους τομείς της οικονομίας, εις βάρος των προοπτικών για την απασχόληση και την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτρέπει τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη διαχείριση των αποθεμάτων ΜΕΔ τους, σύμφωνα με την αποστολή της να συμβάλλει στην ασφάλεια και την ευρωστία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ανέπτυξε ένα εποπτικό πλαίσιο για τα ΜΕΔ. Αυτό περιλαμβάνει τρία στρατηγικά στοιχεία, τα οποία είτε αντιμετωπίζουν άμεσα τα ήδη υπάρχοντα ΜΕΔ είτε αποσκοπούν να εμποδίσουν τη συσσώρευση νέων ΜΕΔ στο μέλλον:
- Το Έγγραφο κατευθύνσεων για τα ΜΕΔ προς όλα τα ΣΙ, με περιγραφή των εποπτικών προσδοκιών ποιοτικού χαρακτήρα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση και μείωση των ΜΕΔ,
- Ένα πλαίσιο για τη διαχείριση των αποθεμάτων ΜΕΔ ως μέρος του εποπτικού διαλόγου, το οποίο περιλαμβάνει: (α) αξιολόγηση των στρατηγικών των ίδιων των τραπεζών για τη μείωση των ΜΕΔ και (β) εποπτικές προσδοκίες ανά τράπεζα, προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκής κάλυψη των υφιστάμενων ΜΕΔ από προβλέψεις,
- Το συμπλήρωμα του Εγγράφου κατευθύνσεων για τα ΜΕΔ, το οποίο περιγράφει τις εποπτικές προσδοκίες ποσοτικού χαρακτήρα που θα ενθαρρύνουν την εφαρμογή πρακτικών έγκαιρου σχηματισμού προβλέψεων για τα νέα ΜΕΔ.
Η ομάδα δράσης για τα ΜΕΔ ολοκλήρωσε τις εργασίες της το 2018
Το πλαίσιο αναπτύχθηκε από ειδική ομάδα δράσης, αποτελουμένη από εκπροσώπους των ΕΑΑ και της ΕΚΤ. Στην ομάδα εκπροσωπήθηκε και η ΕΑΤ με την ιδιότητα του παρατηρητή. Οι εργασίες της ομάδας δράσης συντονίστηκαν από μια ομάδα υψηλού επιπέδου για τα ΜΕΔ, με πρόεδρο τη Sharon Donnery, Υποδιοικητή της Central Bank of Ireland (της ΕθνΚΤ της Ιρλανδίας). Από το 2015 έως το 2018 η ομάδα υψηλού επιπέδου συνεδρίασε 16 φορές, για να συζητήσει προτάσεις για την ανάπτυξη και εφαρμογή ενός εποπτικού πλαισίου για τα ΜΕΔ. Η Πρόεδρος ενημέρωσε το Εποπτικό Συμβούλιο 14 φορές και το Διοικητικό Συμβούλιο πέντε φορές. Αφού εκπλήρωσε επιτυχώς την αποστολή της, η ομάδα δράσης διαλύθηκε στα τέλη του 2018 και η ευθύνη εφαρμογής του εποπτικού πλαισίου για τα ΜΕΔ μεταβιβάστηκε με επιτυχία στις αντίστοιχες λειτουργικές μονάδες της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ.
Μια συνολική στρατηγική για την αντιμετώπιση των αποθεμάτων ΜΕΔ απαιτεί δράση από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και των εθνικών δημόσιων αρχών
Ωστόσο, η επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια της εποπτικής δράσης. Οι εθνικές αρχές και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα χρειάζεται να συνεργαστούν για την επίλυση του προβλήματος. Αυτό ήταν και ένα από τα κύρια ευρήματα της έκθεσης της ΕΚΤ που καταγράφει τις εθνικές πρακτικές για τα ΜΕΔ, της οποίας η πιο πρόσφατη έκδοση δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2017. Επιπλέον, αυτό αναγνωρίστηκε και από το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων τον Ιούλιο του 2017, όταν οι υπουργοί οικονομικών συμφώνησαν σε ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη. Το σχέδιο προσδιορίζει τους τομείς όπου χρειάζεται να αναληφθεί δράση: την τραπεζική εποπτεία, τις μεταρρυθμίσεις των πλαισίων αφερεγγυότητας και ανάκτησης χρέους και την ανάπτυξη των δευτερογενών αγορών. Τον Νοέμβριο του 2018 η Επιτροπή δημοσίευσε την τρίτη έκθεση προόδου του σχεδίου δράσης, η οποία διαπιστώνει σημαντική πρόοδο ως προς την εφαρμογή του. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συμμετέχει ενεργά σε πολλές πρωτοβουλίες για τα ΜΕΔ στους τρεις τομείς που προαναφέρθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των πρωτοβουλιών που αποτελούν μέρος του σχεδίου δράσης, συνεργαζόμενη στενά με τους φορείς που είναι υπεύθυνοι για τις εν λόγω πρωτοβουλίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ευθυγραμμίστηκε με τα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όπως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με την ανάγκη διασφάλισης του συμπληρωματικού χαρακτήρα (α) της πρότασης για Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την ελάχιστη κάλυψη ζημιών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και (β) του συμπληρώματος του Εγγράφου κατευθύνσεων της ΕΚΤ προς τις τράπεζες σχετικά με τα ΜΕΔ.
Επιπλέον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρείχε υποστήριξη στην ΕΑΤ ως προς την έκδοση γενικών κατευθύνσεων για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων και των υπό ρύθμιση ανοιγμάτων και κατευθύνσεων για τη δημοσιοποίηση στοιχείων σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα και τα υπό ρύθμιση ανοίγματα. Οι εν λόγω κατευθύνσεις θα εφαρμόζονται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα σε ολόκληρη την ΕΕ. Όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (ΛΣΙ), υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις κατευθύνσεις αναλογικά, όπως ορίζεται σε αυτές. Επιπλέον, η ΕΚΤ, συνεργαζόμενη στενά με την ΕΑΤ και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), επικούρησε τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην προετοιμασία τεχνικού σχεδίου οδηγιών για την ίδρυση εθνικών εταιριών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2018.
Τέλος, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέχισε να συνεργάζεται με την ΕΑΤ για την ενίσχυση των κριτηρίων χορήγησης νέων δανείων. Συμμετείχε επίσης στην ομάδα εργασίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που συνέταξε την έκθεση για τις μακροπροληπτικές προσεγγίσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία εστιάζει στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η μακροπροληπτική πολιτική στην πρόληψη αυξήσεων των ΜΕΔ σε επίπεδο συστήματος.
1.2.3 Βασικά στοιχεία της εποπτικής προσέγγισης της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ για τα ΜΕΔ
Στρατηγικές των τραπεζών για τη μείωση των ΜΕΔ – πρόοδος και αξιολόγηση
Τον Μάρτιο του 2017 η ΕΚΤ δημοσίευσε το Έγγραφο κατευθύνσεων προς τις τράπεζες για τα ΜΕΔ. Σε συνέχεια του Εγγράφου κατευθύνσεων, ζητήθηκε από τα ΣΙ με υψηλότερα επίπεδα ΜΕΔ και περιουσιακών στοιχείων υπό κατάσχεση να υποβάλουν τις στρατηγικές τους για τη μείωση των ΜΕΔ και των περιουσιακών στοιχείων υπό κατάσχεση στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ. Σε αυτό το πλαίσιο, το Έγγραφο κατευθύνσεων για τα ΜΕΔ αποτελεί τη βάση του συνεχιζόμενου εποπτικού διαλόγου με τις επιμέρους τράπεζες. Οι ίδιες οι τράπεζες φέρουν την ευθύνη για την εφαρμογή επαρκών στρατηγικών αντιμετώπισης των ΜΕΔ και τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων ΜΕΔ, αξιοποιώντας ευρύ φάσμα στρατηγικών επιλογών, όπως διαδικασίες διευθέτησης των ΜΕΔ, εξυπηρέτηση του χρέους, πώληση χαρτοφυλακίων κ.λπ.
Οι εν λόγω στρατηγικές για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ πρέπει να περιλαμβάνουν στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ σε επίπεδο χαρτοφυλακίου σε ορίζοντα τριετίας. Οι στόχοι αυτοί τίθενται από τις ίδιες τις τράπεζες και υποβάλλονται στις Μικτές Εποπτικές Ομάδες (ΜΕΟ). Το Κεφάλαιο 2 του εγγράφου κατευθύνσεων για τα ΜΕΔ περιγράφει τις βέλτιστες πρακτικές κατάρτισης στρατηγικών για τη μείωση των ΜΕΔ και παρέχει κατάλογο εργαλείων για την εφαρμογή τους, όπως ρυθμίσεις δανείων, ενεργητική μείωση χαρτοφυλακίου, αλλαγή του είδους ανοίγματος και διάφορες επιλογές νομικής φύσεως. Υπογραμμίζει επίσης ότι οι τράπεζες οφείλουν να διασφαλίσουν ότι οι στρατηγικές τους για τα ΜΕΔ περιλαμβάνουν “όχι μία μόνο στρατηγική επιλογή, αλλά συνδυασμούς στρατηγικών/επιλογών για την επίτευξη των στόχων τους βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα”. Ο ιδανικός συνδυασμός εργαλείων αυτού του είδους εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου κάθε τράπεζας και από την αγορά και το νομικό περιβάλλον εντός των οποίων λειτουργεί. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η διοίκηση κάθε τράπεζας οφείλει να επιλέγει κατά τη διακριτική της ευχέρεια τον συνδυασμό εργαλείων, κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης. Η ΕΚΤ δεν εξέφρασε καμία προτίμηση για συγκεκριμένα εργαλεία μείωσης των ΜΕΔ.
Ο ρόλος των ΜΕΟ είναι να επισκοπούν, να ελέγχουν και να παρακολουθούν την πρόοδο των τραπεζών σε σχέση με τους στόχους μείωσης των ΜΕΔ που έχουν θέσει οι ίδιες. Ο ρόλος αυτός ενσωματώνεται πλήρως στο σύνηθες εποπτικό έργο τους και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της SREP. Η αξιολόγηση των στρατηγικών από τις ΜΕΟ εστιάζει σε τρία γενικά στοιχεία: (α) το επίπεδο φιλοδοξίας, (β) την αξιοπιστία της στρατηγικής και (γ) ζητήματα διακυβέρνησης. Οι αξιολογήσεις βασίζονται σε λεπτομερέστατη εξέταση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών ως προς την αξία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων χωρίς τις προβλέψεις και των περιουσιακών στοιχείων υπό κατάσχεση, τα οποία συνολικά αποκαλούνται “προβληματικά στοιχεία ενεργητικού”.
Οι τράπεζες με υψηλότερα επίπεδα ΜΕΔ υποχρεούνται να υποβάλλουν στις ΜΕΟ συγκεκριμένα στοιχεία για τα ΜΕΔ σε τριμηνιαία βάση, με αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που προκαλούν μείωση στα ΜΕΔ τους. Οι ΜΕΟ χρησιμοποιούν αυτές τις τριμηνιαίες εκθέσεις για να παρακολουθούν την πρόοδο της τράπεζας και να την αντιπαραβάλλουν με τους στόχους μείωσης που έχουν τεθεί βάσει της στρατηγικής της, τόσο συνολικά όσο και σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Επιπλέον, παρακολουθούν την πρόοδο της τράπεζας έναντι των στόχων της (πριν και μετά από προβλέψεις), ώστε να διασφαλίζεται ότι η ανάλυση ακολουθεί μια ολιστική προσέγγιση. Στο πλαίσιο της τακτικής επικοινωνίας τους με τις ΜΕΟ, οι τράπεζες καλούνται να προετοιμάζουν και να υποβάλλουν εκθέσεις εφαρμογής δύο φορές τον χρόνο.
Σκοπός της έκθεσης εφαρμογής είναι να διαπιστωθούν οι επιδόσεις των τραπεζών έναντι των στρατηγικών τους για τα ΜΕΔ, τόσο από ποσοτικής όσο και από ποιοτικής πλευράς. Η πρόοδος σε ποσοτικούς όρους μετρείται με βάση τα τριμηνιαία στοιχεία για τα ΜΕΔ και αναλύεται ώστε να εντοπιστούν συγκεκριμένες πηγές μείωσης των ΜΕΔ, όπως αποπληρωμές, πωλήσεις, διαγραφές κ.λπ. Συνεπώς, οι τράπεζες δεν πρέπει μόνο να εστιάζουν στην ανάλυση της συνολικής μείωσης, αλλά και να καταδεικνύουν τους παράγοντες της μείωσης σε επίπεδο χαρτοφυλακίου, καθώς και τις αιτίες για την υπέρβαση ή την υστέρηση έναντι των στόχων. Το σκεπτικό είναι ότι η πορεία μιας τράπεζας και οι μελλοντικές της δυνατότητες να μειώσει τα επίπεδα ΜΕΔ είναι αλληλένδετες.
Προκειμένου να τεκμηριωθούν οι εν λόγω ποσοτικές πτυχές, συνιστάται στις τράπεζες να διενεργούν στοχευμένη ανάλυση και αξιολόγηση σε συγκεκριμένες κατηγορίες ή σε συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια προβληματικών στοιχείων ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασής τους στο κεφάλαιο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Οι τράπεζες πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι οι στρατηγικές τους για τα ΜΕΔ επικαιροποιούνται, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά εισερχόμενα στοιχεία και τις αναλύσεις ώστε να είναι αξιόπιστες, κατάλληλες για τον σκοπό που εξυπηρετούν και πρακτικά εφαρμόσιμες.
Οι ποιοτικές πτυχές της προόδου που έχει επιτύχει μια τράπεζα είναι επίσης πολύ σημαντικές. Ως εκ τούτου, η στρατηγική μιας τράπεζας για τα ΜΕΔ πρέπει να περιλαμβάνει και ένα σαφώς καθορισμένο επιχειρησιακό σχέδιο, ως βάση για τα ορόσημα, τις ενέργειες και τους στόχους ποιοτικού χαρακτήρα της στρατηγικής. Κατά την αξιολόγηση της προόδου σε όρους ποιότητας, η τράπεζα θα πρέπει εγκαίρως να εντοπίζει τα δυνητικά εμπόδια στην επιτυχή εφαρμογή της στρατηγικής. Εν προκειμένω, οι διάφορες μέθοδοι μείωσης των ΜΕΔ βασίζονται σε διαφορετικές προϋποθέσεις. Επί παραδείγματι, η αποκατάσταση της ομαλής εξυπηρέτησης δανείων προϋποθέτει ένα αξιόπιστο λειτουργικό πλαίσιο, επαρκείς πόρους και ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ρυθμίσεων δανείων, ενώ η πώληση χαρτοφυλακίων προϋποθέτει δεδομένα καλής ποιότητας, εξελιγμένη υποδομή πληροφορικής, έμπειρη διοίκηση και κατάλληλους συμβούλους επί χρηματοοικονομικών θεμάτων. Ανά μεμονωμένη τράπεζα, οι ΜΕΟ αξιολογούν τις ποιοτικές πτυχές των στρατηγικών των τραπεζών και παρέχουν σχόλια για τυχόν αδυναμίες που εντοπίζουν.
Το έγγραφο κατευθύνσεων για τα ΜΕΔ τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν ειδικές υπηρεσιακές μονάδες διαχείρισης ΜΕΔ, σαφείς πολιτικές και διαδικασίες, καθώς και ένα κατάλληλο σύνολο λύσεων ρύθμισης δανείων. Δίνει επίσης έμφαση στην ανάγκη για ενεργό ανάμιξη και συμμετοχή της διοίκησης των τραπεζών στην αντιμετώπιση του ζητήματος των ΜΕΔ. Συνεπώς, οι τράπεζες χρειάζεται να επανεξετάσουν τις εσωτερικές δομές διακυβέρνησης και τις λειτουργικές ρυθμίσεις για τη διαχείριση των ΜΕΔ – π.χ., τα όργανα διαχείρισης πιστωτικών κινδύνων πρέπει να θεωρήσουν το πρόβλημα ως δικό τους.
Η αυξημένη έμφαση στην αποκατάσταση της ομαλής εξυπηρέτησης των δανείων και σε λύσεις ρύθμισης και αναδιάρθρωσης μπορεί να ενισχύσει την εφαρμογή πιο συνετών πρακτικών για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες, με την πάροδο του χρόνου, θα βοηθούσαν τις τράπεζες να εφαρμόζουν καταλληλότερα κριτήρια και διακυβέρνηση με βάση τον κίνδυνο για τις πιστοδοτικές δραστηριότητες.
Τα τελευταία χρόνια, οι τράπεζες πραγματοποίησαν γενικά αξιόλογη πρόοδο σε σχέση με τις στρατηγικές τους για τα ΜΕΔ, όπως δείχνει η σημαντική μείωση των αποθεμάτων ΜΕΔ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και τράπεζες. Εντούτοις, τα αποθέματα ΜΕΔ παραμένουν σε υψηλό επίπεδο. Για τον λόγο αυτό, οι ΜΕΟ εξακολουθούν να συνεργάζονται με τις τράπεζες και να ασκούν κριτική κατά περίπτωση, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι επιτυγχάνεται περαιτέρω πρόοδος. Στην περίπτωση που μεμονωμένες τράπεζες δεν εκπληρώνουν τους στόχους που έχουν θέσει οι ίδιες, καλούνται να εφαρμόσουν εγκαίρως επαρκείς και ενδεδειγμένες διορθωτικές ενέργειες.
Οι τράπεζες χρησιμοποιούν ποικίλες μεθόδους μείωσης των αποθεμάτων ΜΕΔ που διαφέρουν ανά ίδρυμα και από χώρα σε χώρα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι ρυθμίσεις δανείων και οι σχετικές αποπληρωμές, οι πωλήσεις χαρτοφυλακίων, οι διαγραφές και οι ρευστοποιήσεις. Ορισμένες χώρες δείχνουν προτίμηση σε συγκεκριμένες τεχνικές έναντι άλλων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες τους. Ωστόσο, φαίνεται ότι εφαρμόζεται ποικιλία προσεγγίσεων ακόμη και εντός της ίδιας χώρας, αναλόγως με τις ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν κάθε τράπεζα.
Η διαδικασία χάραξης στρατηγικής για τα ΜΕΔ αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος των διαδικασιών που εφαρμόζουν οι τράπεζες με υψηλό επίπεδο ΜΕΔ και των εποπτικών διαδικασιών της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Συνεπώς, οι εργασίες επί της συγκεκριμένης εποπτικής προτεραιότητας θα συνεχιστούν το 2019.
Εποπτικές προσδοκίες ανά τράπεζα ως προς τον σχηματισμό προβλέψεων για τα υπάρχοντα ΜΕΔ
Τα επόμενα μέτρα της εποπτικής προσέγγισης ως προς το απόθεμα των ΜΕΔ δημιουργούν ένα συνεπές πλαίσιο για την αντιμετώπιση του ζητήματος ως μέρος του εποπτικού διαλόγου
Στις 11 Ιουλίου 2018 η ΕΚΤ ανακοίνωσε περαιτέρω μέτρα βάσει της εποπτικής της προσέγγισης για το απόθεμα των ΜΕΔ (δηλ. ανοίγματα που ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα σύμφωνα με τον ορισμό της ΕΑΤ της 31ης Μαρτίου 2018). Η προσέγγιση αυτή δημιουργεί ένα συνεπές πλαίσιο για την αντιμετώπιση του ζητήματος ως μέρος του εποπτικού διαλόγου, μέσω των εποπτικών προσδοκιών ανά τράπεζα, οι οποίες αποσκοπούν στην επίτευξη επαρκούς κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις, συμβάλλοντας έτσι στην ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ ως συνόλου.
Βάσει αυτής της προσέγγισης, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνεργάστηκε περαιτέρω με καθεμία τράπεζα προκειμένου να προσδιορίσει τις εποπτικές της προσδοκίες. Η αξιολόγηση βασίστηκε στα τρέχοντα ποσοστά ΜΕΔ των επιμέρους τραπεζών, τα κύρια χρηματοοικονομικά χαρακτηριστικά τους, τη στρατηγική τους για τη μείωση των ΜΕΔ (εάν ήταν διαθέσιμη) και τη συγκριτική ανάλυση με ομοειδή ιδρύματα, ώστε να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη μεταχείριση. Έλαβε επίσης υπόψη τα πιο πρόσφατα δεδομένα και τη δυνατότητα απορρόφησης πρόσθετων προβλέψεων.
Αξιολογήθηκαν όλα τα ΣΙ υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, με στόχο να οριστούν εποπτικές προσδοκίες για κάθε τράπεζα, ώστε να διασφαλιστεί η συνεχής πρόοδος ως προς τη μείωση των κινδύνων στις επιμέρους τράπεζες και να επιτευχθεί η ίδια κάλυψη από προβλέψεις τόσο για το απόθεμα των ΜΕΔ όσο και για τη ροή νέων ΜΕΔ μεσοπρόθεσμα.
Οριστικοποίηση του συμπληρώματος του εγγράφου κατευθύνσεων για τα ΜΕΔ
Η δημοσίευση του συμπληρώματος ακολούθησε μετά από εκτεταμένο δημόσιο διάλογο με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη
Στις αρχές του 2018 η ΕΚΤ οριστικοποίησε το συμπλήρωμα του εγγράφου κατευθύνσεων της ΕΚΤ προς τις τράπεζες για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Είχε προηγηθεί δημόσια διαβούλευση, η οποία διήρκεσε από τις 4 Οκτωβρίου έως τις 8 Δεκεμβρίου 2017. Στις 15 Μαρτίου 2018 η ΕΚΤ δημοσίευσε το συμπλήρωμα, μαζί με αναλυτικά σχόλια που προέκυψαν από τη διαβούλευση και ένα έγγραφο με τις απαντήσεις της ΕΚΤ στα εν λόγω σχόλια.
Το συμπλήρωμα ενισχύει το έγγραφο κατευθύνσεων για τα ΜΕΔ με στοιχεία ποιοτικού χαρακτήρα, δημοσιεύθηκε στις 20 Μαρτίου 2017 και εξειδικεύει τις εποπτικές προσδοκίες της ΕΚΤ ως προς τα συνετά επίπεδα προβλέψεων για νέα ΜΕΔ. Έχει μη δεσμευτικό χαρακτήρα και χρησιμεύει ως βάση για τον εποπτικό διάλογο μεταξύ των ΣΙ και της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Αντικείμενό του είναι τα δάνεια που ταξινομούνται ως ΜΕΔ μετά την 1η Απριλίου 2018, σύμφωνα με τον ορισμό της ΕΑΤ.
Το σκεπτικό του συμπληρώματος είναι ότι, σύμφωνα με την Οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD IV), οι εποπτικές αρχές χρειάζεται να αξιολογήσουν και να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που αφορούν συγκεκριμένα ιδρύματα και οι οποίοι δεν καλύπτονται ή καλύπτονται ανεπαρκώς από τις υποχρεωτικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του Κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRR) (που αναφέρονται συχνά ως “οι κανόνες του Πυλώνα 1”). Συγκεκριμένα, το υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας καλεί τις εποπτικές αρχές να αξιολογήσουν και να αποφασίσουν κατά πόσον οι προβλέψεις των τραπεζών είναι επαρκείς και έγκαιρες από πλευράς προληπτικής εποπτείας. Το συμπλήρωμα ορίζει τις προσδοκίες της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ σε αυτό το πλαίσιο και ως εκ τούτου αποσαφηνίζει την αφετηρία για τον εποπτικό διάλογο. Όπως και με άλλες εποπτικές προσδοκίες, το συμπλήρωμα χρησιμοποιείται συνοδευτικά προς κάθε δεσμευτική νομοθεσία, όπως την πρόταση για Κανονισμό που τροποποιεί τον CRR όσον αφορά την ελάχιστη κάλυψη ζημιών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Έτσι, για την κατάρτιση του συμπληρώματος, η ΕΚΤ συνεργάστηκε στενά με τα συναφή ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όπως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σχήμα 2
Επισκόπηση των εποπτικών προσδοκιών ποσοτικού χαρακτήρα που περιγράφονται στο συμπλήρωμα του εγγράφου κατευθύνσεων για τα ΜΕΔ
Πηγή: ΕΚΤ.
Οι εποπτικές προσδοκίες που περιγράφονται στο συμπλήρωμα λαμβάνουν υπόψη σε ποιον βαθμό καλύπτονται από εξασφαλίσεις τα ανοίγματα. Για τα πλήρως ανεξασφάλιστα ανοίγματα και τα ανεξασφάλιστα υπόλοιπα των μερικώς εξασφαλισμένων ανοιγμάτων, προσδοκάται κάλυψη από προβλέψεις κατά 100% εντός δύο ετών από την ταξινόμησή τους ως ΜΕΔ. Για τα πλήρως εξασφαλισμένα ανοίγματα και τα εξασφαλισμένα υπόλοιπα των μερικώς εξασφαλισμένων ανοιγμάτων, προσδοκάται σταδιακή κάλυψη από προβλέψεις κατά 100% εντός επτά ετών από την ταξινόμησή τους ως ΜΕΔ. Οι προσδοκίες για τα εξασφαλισμένα ανοίγματα συμμορφώνονται προς την αρχή της προληπτικής εποπτείας που ορίζει ότι η προστασία από πιστωτικό κίνδυνο πρέπει να εφαρμόζεται εγκαίρως.
Το συμπλήρωμα θα εφαρμοστεί μέσω του εποπτικού διαλόγου με την εκάστοτε τράπεζα
Η πρακτική εφαρμογή του συμπληρώματος θα αποτελεί μέρος του εποπτικού διαλόγου, κατά τον οποίο οι ΜΕΟ θα συζητούν με την εκάστοτε τράπεζα τις αποκλίσεις των προβλέψεων σε σχέση με τις αντίστοιχες εποπτικές προσδοκίες, όπως αυτές ορίζονται στο συμπλήρωμα. Κατόπιν, και λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη τράπεζα, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα αποφασίζει, ανά περίπτωση, εάν απαιτείται η λήψη εποπτικών μέτρων και ποιων. Τα αποτελέσματα αυτού του διαλόγου θα ενσωματωθούν, για πρώτη φορά, στη μεθοδολογία SREP 2021. Οι τράπεζες πρέπει να αξιοποιήσουν αυτό το χρονικό διάστημα για να προετοιμαστούν, αλλά και να επανεξετάσουν τις πολιτικές και τα κριτήρια έγκρισης πιστώσεων, προκειμένου να περιορίσουν την εμφάνιση νέων ΜΕΔ, ιδίως όσο διαρκούν οι σημερινές ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες.
1.3 Περαιτέρω εξέλιξη της μεθοδολογίας SREP
1.3.1 Οι διαδικασίες ICAAP/ILAAP θα διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στην εποπτική αξιολόγηση
Αναμένεται ότι στο μέλλον οι ICAAP και ILAAP θα διαδραματίσουν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο στη μεθοδολογία SREP, παρέχοντας στις τράπεζες κίνητρα για τη συνεχή βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών τους
Οι χρηματοπιστωτικές διαταραχές στον τραπεζικό τομέα συχνά ενισχύονται ή ακόμη και προκαλούνται από την ανεπαρκή ποσότητα και ποιότητα του κεφαλαίου και της ρευστότητας των τραπεζών. Δύο βασικές διαδικασίες, η Εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (ICAAP) και η Εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας (ILAAP), είναι θεμελιώδεις για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι απαιτήσεις για τις ICAAP και τις ILAAP ορίζονται στην CRD IV.
Τόσο η ICAAP όσο και η ILAAP έχουν στόχο να ενθαρρύνουν τα ιδρύματα να υπολογίζουν και να διαχειρίζονται μεθοδικά τους κινδύνους κεφαλαίου και ρευστότητας, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες για κάθε ίδρυμα προσεγγίσεις. Δεν αφορούν απλώς την κατάρτιση μιας έκθεσης προς χάριν των εποπτικών αρχών, αλλά αποτελούν ολοκληρωμένες και πολύτιμες εσωτερικές διαδικασίες των τραπεζών για τον προσδιορισμό, την αξιολόγηση και την αποτελεσματική διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων κεφαλαίου και ρευστότητας κάθε στιγμή. Οι τράπεζες είναι υπεύθυνες για την αναλογική εφαρμογή των ICAAP και ILAAP, δηλ. οι διαδικασίες πρέπει να ανταποκρίνονται, μεταξύ άλλων, στο επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας, το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και την επικινδυνότητα του ιδρύματος, καθώς και στις προσδοκίες της αγοράς.
Όπως επισημαίνεται και στις εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ, οι ICAAP και ILAAP αποτελούν βασικά εργαλεία των πιστωτικών ιδρυμάτων για τη διαχείριση της επάρκειας κεφαλαίου και ρευστότητας. Ως εκ τούτου, απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή από πλευράς των εποπτικών αρχών. Στο πλαίσιο της SREP, η ποιότητα και τα αποτελέσματα των ICAAP και ILAAP λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό μέτρων για το κεφάλαιο και τη ρευστότητα, καθώς και μέτρων ποιοτικού χαρακτήρα. Οι ενδεδειγμένες ICAAP και ILAAP περιορίζουν την αβεβαιότητα ως προς τους πραγματικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθεται ένα ίδρυμα, τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τις εποπτικές αρχές. Επιπλέον, παρέχουν διαβεβαίωση σε μεγαλύτερο βαθμό στις εποπτικές αρχές ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι ικανό να διασφαλίσει την επάρκεια κεφαλαίου και ρευστότητας και έτσι να παραμείνει βιώσιμο.
Στο μέλλον, οι ICAAP και ILAAP θα διαδραματίσουν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο στη μεθοδολογία SREP, παρέχοντας στις τράπεζες κίνητρα για τη συνεχή βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών τους. Μεταξύ άλλων, τόσο οι ποιοτικές όσο και οι ποσοτικές πτυχές της ICAAP θα έχουν ενισχυμένο ρόλο στον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων του Πυλώνα 2 ανά επιμέρους κίνδυνο.
1.3.2 Οριστικοποίηση των οδηγών διαχείρισης του κεφαλαίου και της ρευστότητας για τις τράπεζες
Οι τράπεζες ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν τους οδηγούς προκειμένου να καλύπτουν τυχόν κενά και να διορθώνουν τις ελλείψεις ως προς τη διαχείριση του κεφαλαίου και της ρευστότητας το συντομότερο δυνατόν
Στις πρόσφατες αξιολογήσεις βάσει της SREP, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις σε πάνω από τις μισές ICAAP των ΣΙ και σε περισσότερες από το 1/3 των ILAAP, όπως προκύπτει από τις τελικές αξιολογήσεις, οι οποίες τις χαρακτηρίζουν είτε “ανεπαρκείς” είτε “αδύναμες”. Οι εν λόγω ICAAP και ILAAP δεν παρέχουν σταθερή βάση για τη συνετή διαχείριση του κεφαλαίου και της ρευστότητας, αλλά ούτε και για τον καθορισμό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ως εκ τούτου, τα πιστωτικά ιδρύματα χρειάζεται να βελτιώσουν (περαιτέρω) τις ICAAP και ILAAP τους.
Τον Νοέμβριο του 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ δημοσίευσε τους οδηγούς σχετικά με τις ICAAP και τις ILAAP των ιδρυμάτων. Οι εν λόγω οδηγοί θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, καθώς θα διευκολύνουν τις αναγκαίες βελτιώσεις. Αποτελούν σημαντικό ορόσημο στην προσπάθεια της ΕΚΤ να βελτιώσει τις μεθόδους που ακολουθούν οι τράπεζες για τη διαχείριση κεφαλαίου και ρευστότητας, η οποία ξεκίνησε με τη δημοσίευση των εποπτικών της προσδοκιών αναφορικά με τις ICAAP και τις ILAAP τον Ιανουάριο του 2016. Στη συνέχεια, στις αρχές του 2017 ξεκίνησε ένα πολυετές πρόγραμμα εργασιών για τις ICAAP και τις ILAAP, με σκοπό να οριστούν πιο αναλυτικές προσδοκίες και να ενημερωθούν εγκαίρως τα πιστωτικά ιδρύματα για την κατεύθυνση που οφείλουν να ακολουθήσουν. Οι προσδοκίες του 2016 χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τους οδηγούς και υποβλήθηκαν σε τρεις γύρους επεξεργασίας, αφού ελήφθησαν υπόψη περίπου 800 σχόλια που υποβλήθηκαν σε δύο δημόσιες διαβουλεύσεις. Εντούτοις, η γενική κατεύθυνση των προσδοκιών παρέμεινε αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας.
Επισκόπηση των επτά αρχών της ICAAP και της ILAAP
Οι επτά αρχές που διέπουν την εφαρμογή των ICAAP και ILAAP αφορούν τα εξής:
- Διακυβέρνηση: τα όργανα διοίκησης οφείλουν να αναλάβουν πλήρως την ευθύνη για τις ICAAP και ILAAP.
- Ενσωμάτωση: οι ICAAP και ILAAP πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συνολικού πλαισίου διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων. Και οι δύο διαδικασίες πρέπει να είναι συνεκτικές και συνεπείς μεταξύ τους, αλλά και με άλλες στρατηγικές διαδικασίες.
- Ποσοτικό πλαίσιο: η επάρκεια κεφαλαίου και ρευστότητας πρέπει να διασφαλίζονται από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες όσον αφορά τη διαρκή βιωσιμότητα του ιδρύματος – μια “κανονιστική”, η οποία αντικατοπτρίζει τις εξωτερικές απαιτήσεις και τους περιορισμούς και μια “οικονομική”, η οποία πρέπει να αντικατοπτρίζει την πραγματική οικονομική κατάσταση.
- Προσδιορισμό κινδύνων: απαιτείται ο εντοπισμός και η διαχείριση όλων των ουσιωδών κινδύνων.
- Ορισμό εσωτερικού κεφαλαίου/ρευστότητας: από την οικονομική σκοπιά, τα αποθέματα ασφαλείας κεφαλαίου και ρευστότητας πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας και σαφώς προσδιορισμένα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η απορρόφηση των οικονομικών ζημιών, σε περίπτωση που παρουσιαστούν.
- Μεθοδολογίες ποσοτικοποίησης του κινδύνου: οι κίνδυνοι πρέπει να αξιολογούνται και να ποσοτικοποιούνται με μια συντηρητική προσέγγιση, χρησιμοποιώντας εσωτερικές μεθοδολογίες ποσοτικοποίησης κινδύνων που έχουν εγκριθεί επιμελώς.
- Ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων: η ΕΚΤ καλεί τις τράπεζες να εφαρμόζουν αξιόπιστα και ολοκληρωμένα πλαίσια διενέργειας των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τα οποία διασφαλίζουν ότι οι τράπεζες μπορούν να επιβιώσουν μόνες τους σε περίπτωση ευλογοφανούς, αλλά εξαιρετικά σοβαρής και παρατεταμένης περιόδου δυσμενούς συγκυρίας.
Οι προσδοκίες που περιλαμβάνονται στους οδηγούς είναι πλέον πολύ πιο ολοκληρωμένες και η ΕΚΤ άρχισε να τις εφαρμόζει τον Ιανουάριο του 2019. Ωστόσο, οι οδηγοί δεν αποσκοπούν να παρέχουν πλήρη καθοδήγηση για όλες τις παραμέτρους που αφορούν τις ορθές ICAAP και ILAAP. Αντίθετα, ακολουθούν μια προσέγγιση βάσει αρχών που εστιάζει σε επιλεγμένες βασικές παραμέτρους από εποπτική σκοπιά. Έτσι, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι, εν πρώτοις, οι ICAAP και ILAAP είναι εσωτερικές διαδικασίες, οι οποίες πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε ιδρύματος. Συνεπώς, η εφαρμογή μιας ICAAP ή ILAAP η οποία είναι ενδεδειγμένη για τις συγκεκριμένες συνθήκες εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εκάστοτε ιδρύματος. Οι οδηγοί υποστηρίζουν ως προς αυτό το θέμα τις τράπεζες, καθορίζοντας τις προσδοκίες για την ICAAP και την ILAAP υπό μορφή επτά αρχών, αλλά και παρέχοντας μια σειρά ενδεικτικών διαγραμμάτων και παραδειγμάτων.
Στο πλαίσιο της SREP και άλλων δραστηριοτήτων, όπως οι επιτόπιες επιθεωρήσεις, οι εποπτικές αρχές αξιολογούν ανά περίπτωση κατά πόσον τα ιδρύματα εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους και διαχειρίζονται το κεφάλαιο και τη ρευστότητά τους κατά τρόπο ανάλογο με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και το προφίλ κινδύνου του κάθε ιδρύματος και άλλες συναφείς συνθήκες. Αναμένεται ότι τα συμπεράσματα που εξάγονται από τις εν λόγω αξιολογήσεις θα ασκούν ολοένα μεγαλύτερη επίδραση στη SREP και τη συνεπεία αυτής λήψη εποπτικών μέτρων. Εάν οι τράπεζες εφαρμόζουν ορθές και συνετές ICAAP/ILAAP, το γεγονός αυτό θα αξιολογείται θετικά στη SREP.
Δεδομένου ότι οι ορθές, αποτελεσματικές, ολοκληρωμένες και μελλοντικής προοπτικής ICAAP και ILAAP αποτελούν βασικά εργαλεία διασφάλισης της ανθεκτικότητας των ιδρυμάτων, οι τράπεζες ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν τους οδηγούς ώστε να καλύψουν τα κενά και να διορθώσουν τις ελλείψεις της διαχείρισης κεφαλαίου και ρευστότητας το συντομότερο δυνατόν. Δεδομένου ότι η όλη φιλοσοφία και η κατεύθυνση των εποπτικών προσδοκιών της ΕΚΤ δεν έχουν μεταβληθεί από την αρχική δημοσίευσή τους τον Ιανουάριο του 2016, τα ΣΙ καλούνται να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να λάβουν υπόψη τις εν λόγω προσδοκίες το συντομότερο δυνατόν. Η ανάπτυξη των οδηγών ήταν μια πολυετής διαδικασία και η ΕΚΤ τήρησε συνθήκες πλήρους διαφάνειας ως προς τη σταδιακή ενίσχυση των προσδοκιών της. Το γεγονός ότι μεσολάβησε σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ της δημοσίευσης των οδηγών τον Νοέμβριο του 2018 και της έναρξης εφαρμογής τους τον Ιανουάριο του 2019 δεν δικαιολογεί αδράνεια.
1.3.3 Μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του κινδύνου πληροφοριακών συστημάτων
Ο κίνδυνος πληροφοριακών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνοκινδύνου, ήταν ένα θέμα που απασχόλησε από την αρχή την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και αποτέλεσε μία από τις εποπτικές προτεραιότητες για το 2019.
Στο πλαίσιο της διαρκούς εποπτείας για τον λειτουργικό κίνδυνο, οι ΜΕΟ ασκούν εποπτεία ως προς τον κίνδυνο πληροφοριακών συστημάτων. Το 2018 τα μέλη των ΜΕΟ υποβλήθηκαν σε πρόσθετη εκπαίδευση για όλες τις κατηγορίες κινδύνου πληροφοριακών συστημάτων, προκειμένου να ενημερωθούν περαιτέρω και να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους ως προς τις καθημερινές εποπτικές τους δραστηριότητες, καθώς και σε σχέση με την ετήσια SREP. Με βάση τις Κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με την αξιολόγηση κινδύνου ΤΠΕ σύμφωνα με τη SREP, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εφάρμοσε μια κοινή και τυποποιημένη μεθοδολογία για τους κινδύνους πληροφοριακών συστημάτων. Χρησιμοποιώντας ένα ολοκληρωμένο ερωτηματολόγιο αυτοαξιολόγησης για τις τράπεζες, καθώς και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από τις ΜΕΟ των κινδύνων που συνδέονται με τα πληροφοριακά συστήματα, εκτελέστηκε μια σειρά διεξοδικών οριζόντιων αναλύσεων. Προέκυψε πλήθος ευρημάτων, που λήφθηκαν υπόψη στις εποπτικές δραστηριότητες των ΜΕΟ, καθώς και θεματική πληροφόρηση σχετικά με τη γενικότερη κατάσταση της διαχείρισης του κινδύνου πληροφοριακών συστημάτων στα ΣΙ. Γενικά, οι αναλύσεις επιβεβαίωσαν την ανάγκη να δοθεί έμφαση στους τομείς προτεραιότητας, δηλαδή την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων, την εξάρτηση και διαχείριση από τρίτους, καθώς και τις λειτουργίες των πληροφοριακών συστημάτων, όπως τους είχε ήδη αναγνωρίσει η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ.
Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις με αντικείμενο τον κίνδυνο πληροφοριακών συστημάτων συνεχίστηκαν το 2018, συμπληρωματικά προς τη διαρκή εποπτεία από τις ΜΕΟ. Με βάση τη μεθοδολογία για τις επιτόπιες επιθεωρήσεις που ανέπτυξε η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και μετά από αίτημα των ΜΕΟ, οι επιθεωρήσεις διερεύνησαν συγκεκριμένους στόχους για τον κίνδυνο των πληροφοριακών συστημάτων, με σκοπό την ανάλυση και τεκμηρίωση των αξιολογήσεων του κινδύνου των εν λόγω συστημάτων από τις ΜΕΟ, ώστε να καταστεί σαφές πώς διαχειρίζονται τα ΣΙ τους κινδύνους των πληροφοριακών συστημάτων. Το 2019 ορισμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις με αντικείμενο τον κίνδυνο των πληροφοριακών συστημάτων θα ακολουθήσουν μια συλλογική προσέγγιση τύπου “εκστρατείας”, σύμφωνα με την οποία θα ελεγχθεί το ίδιο ζήτημα σε έναν αριθμό ΣΙ σε συγκρίσιμη κλίμακα. Έτσι διευκολύνεται η αποτελεσματικότερη προετοιμασία και εκτέλεση των επιθεωρήσεων, καθώς και η σύγκριση των αποτελεσμάτων.
Όπως και τα προηγούμενα έτη, όλα τα ΣΙ από τις 19 χώρες της ζώνης του ευρώ κλήθηκαν να αναφέρουν τα σημαντικά κυβερνοσυμβάντα αμέσως μόλις αυτά εντοπίζονται. Η υποβολή αναφορών επιτρέπει στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ να αναγνωρίζει και να παρακολουθεί τις τάσεις όσον αφορά κυβερνοσυμβάντα που επηρεάζουν τα ΣΙ. Επιπλέον, της επιτρέπει να αντιδρά άμεσα σε περίπτωση που ένα σοβαρό συμβάν επηρεάζει ένα ή περισσότερα ΣΙ.
Προκειμένου να εξασφαλίσει μια συντονισμένη προσέγγιση ως προς τον κίνδυνο των πληροφοριακών συστημάτων και τον κυβερνοκίνδυνο, αλλά και για να διευκολυνθεί η ανταλλαγή γνώσης και βέλτιστων πρακτικών, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέχισε να έχει επαφές με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (εθνικές αρμόδιες αρχές, ενδιαφερόμενα μέρη εντός της ΕΚΤ, συστήματα πληρωμών και εμπειρογνώμονες σε θέματα υποδομών της χρηματοπιστωτικής αγοράς, άλλες εποπτικές αρχές εντός και εκτός της ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) κ.λπ.) με διμερείς συναντήσεις και τη συμμετοχή της σε διεθνείς ομάδες εργασίας.
1.4 Θεματικοί έλεγχοι
Θεματικός έλεγχος των επιχειρηματικών μοντέλων και των παραγόντων κερδοφορίας
Το 2018 ολοκληρώθηκε ο πολυετής θεματικός έλεγχος των επιχειρηματικών μοντέλων και των παραγόντων κερδοφορίας
Το 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ολοκλήρωσε τον θεματικό έλεγχο των επιχειρηματικών μοντέλων και των παραγόντων κερδοφορίας και δημοσίευσε σχετική έκθεση. Ο θεματικός έλεγχος ξεκίνησε το 2016 με στόχο να αναλύσει εις βάθος ανά τράπεζα την ικανότητα των ΣΙ να περιορίσουν τις αδυναμίες του επιχειρηματικού τους μοντέλου, να παρακολουθήσει τις συνέπειες της αδύναμης κερδοφορίας και να εμπλουτίσει την οριζόντια ανάλυση, ενσωματώνοντας την πληροφόρηση από τις ΜΕΟ με ομοιόμορφο τρόπο για όλες τις τράπεζες. Τα δύο πρώτα χρόνια του ελέγχου αφιερώθηκαν στην ανάπτυξη εργαλείων, τη συλλογή δεδομένων και, για τις ΜΕΟ, τη διεξαγωγή εις βάθος αναλύσεων.
Στην αρχή του 2018 οι ΜΕΟ γνωστοποίησαν στα ΣΙ τα ευρήματα και τα κύρια συμπεράσματα του θεματικού ελέγχου. Στο πλαίσιο του ειδικού εποπτικού διαλόγου, συζήτησαν τυχόν αδυναμίες που εντοπίστηκαν και υπέβαλαν σε έλεγχο τα επιχειρησιακά σχέδια των ΣΙ. Στη συνέχεια απηύθυναν επιστολές στα ΣΙ όπου συνόψισαν τα ευρήματα και διατύπωσαν επίσημα τα αποτελέσματα του εποπτικού διαλόγου. Τα ευρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των επιχειρηματικών μοντέλων για τον ετήσιο κύκλο της SREP του 2018. Τον Σεπτέμβριο του 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ δημοσίευσε τα συνολικά μηνύματα του θεματικού ελέγχου στον δικτυακό της τόπο.
Συνεχίζεται η προσαρμογή των τραπεζών της ζώνης του ευρώ μετά την κρίση, αλλά η κατάσταση ως προς την κερδοφορία διαφέρει σημαντικά μεταξύ των ΣΙ
Ο έλεγχος έδειξε ότι παρόλο που η οικονομική κατάσταση των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ γενικά βελτιώθηκε, εξακολουθούν να υπάρχουν πιέσεις στην κερδοφορία και τα επιχειρηματικά μοντέλα. Πέρα από τις τάσεις σε επίπεδο συνολικών μεγεθών, η κατάσταση ως προς την κερδοφορία διαφέρει σημαντικά μεταξύ των ΣΙ. Κάποια σύγκλιση παρατηρείται προς τον μέσο όρο που προβλέπουν οι τράπεζες, καθώς τα ιδρύματα με τις χειρότερες επιδόσεις περιμένουν σημαντικές βελτιώσεις της κερδοφορίας τους (βλ. Διάγραμμα 3). Οι τράπεζες που τα προηγούμενα έτη κατέγραψαν καλύτερη επίδοση από τα ομοειδή ιδρύματα παρουσιάζουν μεγάλη γεωγραφική διασπορά και διαφορές στο μέγεθος και στα επιχειρηματικά μοντέλα τους.
Διάγραμμα 3
Εξέλιξη της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων σε διάστημα τριών ετών
(ποσοστά %)
Πηγές: FINREP και άσκηση πρόβλεψης κερδοφορίας.
Σημειώσεις: Από τα δείγματα εξαιρούνται θυγατρικές τραπεζών που δεν υπάγονται στον ΕΕΜ. Οι καλύτερες επιδόσεις: 22 ΣΙ με μέσο δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (ROE) άνω του 6% την τελευταία τριετία. Οι χειρότερες επιδόσεις: 22 ΣΙ με αρνητικό μέσο δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (ROE) την τελευταία τριετία.
Οι ικανότητες στρατηγικής καθοδήγησης αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την κερδοφορία
Η αύξηση της ανάληψης κινδύνου από επιμέρους τράπεζες παρακολουθείται στενά από τις αρμόδιες ΜΕΟ
Η ανάλυση επιβεβαίωσε ότι οι ικανότητες στρατηγικής καθοδήγησης των τραπεζών[7] ασκούν σημαντική επίδραση στην κερδοφορία τους. Επίσης, οι ΜΕΟ παρατήρησαν ότι πολλές τράπεζες προσπαθούν να αυξήσουν την κερδοφορία αναλαμβάνοντας δραστηριότητες που μπορεί να ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο (κυρίως πιστωτικό[8] ή λειτουργικό[9]). Δεδομένου ότι μπορεί να υπάρχουν βάσιμοι επιχειρηματικοί λόγοι για τη στροφή προς αυτές τις δραστηριότητες, οι επιμέρους συστάσεις δεν θέτουν αναγκαστικά υπό αμφισβήτηση τη συγκεκριμένη στρατηγική, αλλά επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι η στρατηγική καθοδήγηση και η διαχείριση κινδύνων βελτιώνονται, μέσω της παρακολούθησης και του περιορισμού του κινδύνου. Οι ΜΕΟ συμμετέχουν στον εντοπισμό και την αξιολόγηση των ζητημάτων αυτών και συνεχίζουν να ενεργούν στο πλαίσιο της τακτικής παρακολούθησης των τραπεζών, χρησιμοποιώντας την πλήρη σειρά των εποπτικών εργαλείων τους.
Θεματικός έλεγχος του προτύπου ΔΠΧΠ 9
Ο στόχος του προτύπου ΔΠΧΠ 9 είναι να διασφαλίσει τον πιο επαρκή και έγκαιρο σχηματισμό προβλέψεων
Το νέο λογιστικό πρότυπο για τα χρηματοοικονομικά μέσα (ΔΠΧΠ 9) τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2018. Αξιοποιεί τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, όπως το γεγονός ότι ο σχηματισμός προβλέψεων με βάση υποδείγματα πραγματοποιηθείσας ζημίας οδηγούσε συχνά σε προβλέψεις που χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκείς ή μη έγκαιρες. Το ΔΠΧΠ 9 αντιμετωπίζει αυτή την αδυναμία εισάγοντας ένα υπόδειγμα αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών το οποίο ενσωματώνει προοπτική πληροφόρηση κατά την υπόλοιπη διάρκεια ενός δανείου. Λόγω της φύσης του συνεπώς απαιτεί σημαντική προσπάθεια για την εφαρμογή του, καθώς υπάρχουν δυνητικοί κίνδυνοι από το ότι έως τώρα δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη η αποτελεσματικότητα των υποδειγμάτων αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών.
Τα αποτελέσματα του θεματικού ελέγχου που ξεκίνησε το 2016 για να αξιολογήσει την ετοιμότητα των τραπεζών για το ΔΠΧΠ 9 έδειξαν ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης
Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ αποφάσισε το 2016 να ξεκινήσει έναν θεματικό έλεγχο για το ΔΠΧΠ 9 στο πλαίσιο των εποπτικών της προτεραιοτήτων. Στόχος ήταν να αξιολογηθεί η ετοιμότητα των ιδρυμάτων και να ενισχυθεί η υψηλή ποιότητα και η συνεπής εφαρμογή του νέου προτύπου. Τα ιδρύματα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, με βάση την πρόοδο που είχαν πραγματοποιήσει ως προς την εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9. Τα αποτελέσματα του θεματικού ελέγχου για την πρώτη ομάδα ιδρυμάτων δημοσιεύθηκαν σε σχετική έκθεση στον δικτυακό τόπο της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ το 2017. Τα αποτελέσματα για τη δεύτερη ομάδα ιδρυμάτων δημοσιεύθηκαν σε άρθρο στο Ενημερωτικό Δελτίο Εποπτείας (Supervision Newsletter) το 2018.
Συνολικά, ο θεματικός έλεγχος συνέβαλε σε αυξημένη επίγνωση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες κατά την εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9. Παράλληλα, ανέδειξε το γεγονός ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης.
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρακολουθεί στενά την εφαρμογή των διορθωτικών ενεργειών από τις τράπεζες
Συστήθηκε στα ιδρύματα να καθορίσουν διορθωτικές ενέργειες για να εξαλείψουν τις αδυναμίες που εντόπισε ο θεματικός έλεγχος του 2017 και του 2018. Επί του παρόντος, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρακολουθεί προσεκτικά την πρόοδό τους ως προς την υλοποίηση αυτών των ενεργειών. Μεταξύ άλλων, ο θεματικός έλεγχος αποκάλυψε σημαντική απόκλιση μεταξύ των πρακτικών σχηματισμού προβλέψεων των τραπεζών, οι οποίες παρακολουθούνταν από τις ΜΕΟ σε όλη τη διάρκεια του 2018 και θα συνεχίσουν να ερευνώνται διεξοδικά το 2019. Ένας άλλος τομέας στον οποίο εστίασε το εποπτικό έργο το 2018 ήταν ο αντίκτυπος της εφαρμογής για πρώτη φορά του προτύπου ΔΠΧΠ 9, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την αλλαγή ταξινόμησης των ανοιγμάτων, την κατανομή των προβλέψεων και τη μετάβαση των ανοιγμάτων από στάδιο σε στάδιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ εξετάζει τις λογιστικές πρακτικές των τραπεζών και ειδικότερα τα εποπτικά ίδια κεφάλαια και την υποβολή αναφορών.
Κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων παρακολούθησης της εφαρμογής του ΔΠΧΠ 9, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνεργάζεται με το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και την ΕΑΚΑΑ για λογιστικά θέματα, ώστε να διασφαλίσει την υψηλής ποιότητας και συνεπή εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9 και υψηλό επίπεδο διαφάνειας για τους επενδυτές σε ολόκληρη την ΕΕ.[10]
Μια μεταβατική περίοδος θα αμβλύνει τις δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του προτύπου ΔΠΧΠ 9 στις κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών
Επιπλέον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρακολουθεί με προσοχή πώς χρησιμοποιούν οι τράπεζες τις μεταβατικές ρυθμίσεις για το ΔΠΧΠ 9. Οι μεταβατικές ρυθμίσεις ενσωματώθηκαν στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας από τα συναρμόδια νομοθετικά όργανα της ΕΕ, προκειμένου να μετριάζεται ο αντίκτυπος στο κεφάλαιο CET1 των τραπεζών από τη μετάβαση στις απαιτήσεις απομείωσης βάσει του ΔΠΧΠ 9. Δεδομένου ότι οι κανόνες σταδιακής εφαρμογής μπορεί να έχουν κάποια επίδραση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ορισμένων τραπεζών, η ΕΚΤ παρακολουθεί την ορθή υλοποίηση των κανόνων σταδιακής εφαρμογής.
Θεματικός έλεγχος του Κανονισμού 239 της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS)
Έκθεση σχετικά με τον θεματικό έλεγχο για την αποτελεσματική κατάρτιση συγκεντρωτικών δεδομένων για τους κινδύνους και την αναφορά κινδύνων δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2018
Οι αρχές της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) σχετικά με την αποτελεσματική κατάρτιση συγκεντρωτικών δεδομένων για τους κινδύνους και την αναφορά κινδύνων δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 2013. Στο πλαίσιο αυτό, διενεργήθηκε θεματικός έλεγχος σχετικά με την κατάρτιση συγκεντρωτικών δεδομένων για τους κινδύνους και την αναφορά κινδύνων από τις τράπεζες την περίοδο 2016-2018, ο οποίος καλύπτει δείγμα 25 ΣΙ. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν υπό τη μορφή ειδικής έκθεσης στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ τον Μάιο του 2018. Η έκθεση διαπίστωσε ότι η εφαρμογή των αρχών του Κανονισμού 239 της Επιτροπής Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας (BCBS) από τα εξεταζόμενα ΣΙ δεν ήταν ικανοποιητική. Τα αποτελέσματα του ελέγχου κοινοποιήθηκαν στις τράπεζες και στη συνέχεια με επιστολές ζητήθηκαν διορθωτικές ενέργειες. Ζητήθηκε επίσης από τις τράπεζες να υποβάλουν σαφή, ακριβή και λεπτομερή σχέδια δράσης. Η ομάδα εργασίας σε κεντρικό επίπεδο, υποστηριζόμενη από τις ΜΕΟ, αξιολόγησε τα εν λόγω σχέδια δράσης προκειμένου να διασφαλίσει την οριζόντια ομοιομορφία και παρακολουθεί προσεκτικά την πρόοδο των τραπεζών ως προς την εφαρμογή τους.
Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στον θεματικό έλεγχο θα εμπλουτίσει τη μεθοδολογία εποπτικής αξιολόγησης σχετικά με τη συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά των κινδύνων. Επί του παρόντος, μια ειδική ομάδα σύνταξης προσχεδίων επεξεργάζεται τα κείμενα για την ενσωμάτωση της εν λόγω μεθοδολογίας στη μεθοδολογία SREP, η οποία θα χρησιμοποιείται για όλα τα ΣΙ στο μέλλον.
Ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε με γνώμονα τις αρχές της BCBS για την αποτελεσματική συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά κινδύνων. Η ΕΚΤ παρακολουθεί κατά πόσον βελτιώνονται οι ικανότητες συγκεντρωτικής καταγραφής και αναφοράς κινδύνων των ιδρυμάτων και ενημερώνει τακτικά το αρμόδιο δίκτυο (Risk Data Network) της BCBS.
Θεματικός έλεγχος της εξωτερικής ανάθεσης εργασιών
Τα τελευταία χρόνια, οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν επηρεάσει τους τρόπους προσφοράς τραπεζικών υπηρεσιών παγκοσμίως. Επί παραδείγματι, η εξωτερική ανάθεση εργασιών μπορεί να βοηθήσει τις τράπεζες να γίνουν αποτελεσματικότερες, ωστόσο μπορεί και να δημιουργήσει προκλήσεις ως προς τη διαχείριση κινδύνου και τους τρόπους ελέγχου των εξωτερικά ανατεθειμένων δραστηριοτήτων. Επίσης, οι τράπεζες δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον για την εξωτερική ανάθεση εργασιών σε παρόχους υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Ενώ οι υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους παρουσιάζουν ορισμένα πλεονεκτήματα (π.χ. οικονομίες κλίμακας και αποτελεσματικότητα κόστους), θέτουν επίσης κάποιες προκλήσεις ως προς την προστασία των δεδομένων και την τοποθεσία των δεδομένων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρακολουθεί στενά την εξωτερική ανάθεση εργασιών, η οποία αναγνωρίστηκε ως μία από τις εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ για το 2017. Για τον σκοπό αυτό, ξεκίνησε θεματικός έλεγχος σε στοχευμένο δείγμα ΣΙ, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 2017, ενώ ορισμένες περαιτέρω δράσεις συνεχίστηκαν το 2018, στο πλαίσιο της τακτικής διαρκούς εποπτείας. Ο θεματικός έλεγχος κατέγραψε τις πρακτικές εξωτερικής ανάθεσης εργασιών των τραπεζών, αποκαλύπτοντας σημαντικές διαφορές ως προς τη διακυβέρνηση και τη διαχείρισή τους. Επίσης, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εντόπισε τις βέλτιστες πρακτικές, προκειμένου να προωθήσει περαιτέρω βελτιώσεις. Με βάση τον θεματικό έλεγχο, συνέβαλε στο έργο της ΕΑΤ όσον αφορά (α) τις συστάσεις της ΕΑΤ σχετικά με την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων υπολογιστικού νέφους[11] και (β) τις νέες κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με την εξωτερική ανάθεση εργασιών, που θα αντικαταστήσουν τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS) και τις προαναφερθείσες συστάσεις, όταν θα τεθούν σε ισχύ εντός του 2019.
Στα προαναφερθέντα έγγραφα, η ΕΑΤ εξετάζει μια σειρά σχετικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη διάρκεια του θεματικού ελέγχου της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Συνολικά, οι συστάσεις της ΕΑΤ αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ανάθεσης ουσιαστικών λειτουργιών σε παρόχους υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους, όπως η ασφάλεια των συστημάτων και η τοποθεσία των δεδομένων. Άλλα σχετικά θέματα, όπως π.χ. να προβλέπουν οι γραπτές συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης εργασιών δικαιώματα πρόσβασης και ελέγχου, ζητήματα εμπιστευτικότητας, στρατηγικές εξόδου και περιπτώσεις υπεργολαβίας ή “αλυσιδωτής” εξωτερικής ανάθεσης, καλύπτονται από τις αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές. Επίσης θεσπίστηκε η υποχρέωση τήρησης μητρώου πληροφοριών για όλες τις δραστηριότητες εξωτερικής ανάθεσης, το οποίο θα είναι διαθέσιμο στις εποπτικές αρχές, εφόσον το ζητήσουν.
Με βάση το αναθεωρημένο πλαίσιο της ΕΑΤ, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες αξιοποιούν πλήρως τις καινοτομίες, αλλά παράλληλα διατηρούν ένα ασφαλές περιβάλλον, όπου οι κίνδυνοι παρακολουθούνται και περιορίζονται καταλλήλως. Για τον σκοπό αυτό, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ενσωμάτωσε τις συστάσεις της ΕΑΤ στα εποπτικά της πρότυπα και τις λαμβάνει υπόψη δεόντως στο πλαίσιο της διαρκούς εποπτείας. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έχει επίσης δεσμευθεί να εφαρμόζει τις κατευθυντήριες γραμμές και θα παρακολουθεί τις ενέργειες των τραπεζών ως προς την προσαρμογή των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης εργασιών. Επιπλέον, εξετάζει με τη δέουσα προσοχή τις σχετικές προκλήσεις που ανακύπτουν λόγω του Brexit καθώς και των σχεδίων μετεγκατάστασης των τραπεζών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης εργασιών δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική εποπτεία.
1.5 Διαρκής εποπτεία
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επιδιώκει να εφαρμόζει μια αναλογική προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο για την εποπτεία των ΣΙ και παράλληλα να είναι αυστηρή και συνεπής. Για τον σκοπό αυτό, κάθε χρόνο ορίζεται ένα σύνολο από βασικές συνεχείς εποπτικές δραστηριότητες. Αυτές βασίζονται στις υφιστάμενες εποπτικές απαιτήσεις, στο Εγχειρίδιο εποπτείας του ΕΕΜ και στις εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ. Περιλαμβάνονται στο συνεχιζόμενο πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης (SEP) για κάθε ΣΙ.
Πέραν των εν λόγω βασικών δραστηριοτήτων που ορίζονται κεντρικά, οι ΜΕΟ μπορούν κατά περίπτωση να προσαρμόζουν τις εποπτικές δραστηριότητες στις ιδιαιτερότητες κάθε τράπεζας. Αυτό τους επιτρέπει να αντιμετωπίζουν άμεσα τους εκάστοτε κινδύνους τόσο σε επιμέρους ιδρύματα όσο και σε επίπεδο συστήματος.
Το 2018 οι συνεχείς δραστηριότητες SEP περιλάμβαναν: (α) σχετικές με τον κίνδυνο δραστηριότητες (δηλ. SREP και προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων), (β) άλλες δραστηριότητες που συνδέονται με οργανωτικές, διοικητικές ή νομικές απαιτήσεις (π.χ. η ετήσια αξιολόγηση της σημαντικότητας) και (γ) πρόσθετες δραστηριότητες που σχεδιάζονται από τις ΜΕΟ για την περαιτέρω προσαρμογή του συνεχιζόμενου SEP στις ιδιαιτερότητες του εποπτευόμενου ομίλου ή της εποπτευόμενης οντότητας (π.χ. αναλύσεις ειδικών θεμάτων, όπως επιλεγμένα χαρτοφυλάκια πιστώσεων και κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού).
Αναλογικότητα
Οι εποπτικές δραστηριότητες το 2018 ακολούθησαν την αρχή της αναλογικότητας, προσαρμόζοντας την ένταση του εποπτικού έργου στη συστημική σημασία και το προφίλ κινδύνου των εποπτευόμενων τραπεζών
Το SEP ακολουθεί την αρχή της αναλογικότητας, δηλ. η ένταση του εποπτικού έργου προσαρμόζεται στο μέγεθος, τη συστημική σημασία και την πολυπλοκότητα κάθε ιδρύματος. Αυτοί οι παράγοντες καθορίζουν τον συνολικό αριθμό συνεχιζόμενων δραστηριοτήτων που εκτελούνται για κάθε επιμέρους ίδρυμα (βλ. Διάγραμμα 4).
Διάγραμμα 4
Μέσος αριθμός καθηκόντων ανά ΣΙ το 2018
Πηγή: ΕΚΤ.
Προσέγγιση βασισμένη στους κινδύνους
Το SEP επίσης ακολουθεί μια προσέγγιση βασισμένη στους κινδύνους, με έμφαση στις σημαντικότερες κατηγορίες κινδύνου για κάθε ΣΙ. Ένα παράδειγμα είναι οι τράπεζες με υψηλά επίπεδα ΜΕΔ. Για τις εν λόγω τράπεζες, εκτελέστηκαν ειδικές εργασίες το 2018, όπως αξιολόγηση των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ σε σχέση με τις προσδοκίες της ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, το ποσοστό των καθηκόντων που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο για τις τράπεζες με υψηλά επίπεδα ΜΕΔ ήταν υψηλότερο από ό,τι για τη μέση τράπεζα. Το ίδιο ισχύει και για ιδρύματα με μεγάλα ανοίγματα σε πράξεις στην αγορά και στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους. Αυτές οι τράπεζες αποτέλεσαν το αντικείμενο πιο εντατικής εποπτείας για θέματα σχετιζόμενα με τον κίνδυνο αγοράς (βλ. Διάγραμμα 5).
Διάγραμμα 5
Δραστηριότητες SEP το 2018: έμφαση στον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Περιλαμβάνονται μόνο προγραμματισμένες δραστηριότητες που σχετίζονται με συγκεκριμένες κατηγορίες κινδύνου.
Κύριοι άξονες δράσης της διαρκούς εποπτείας το 2018
Στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου SEP 2018, οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την αξιολόγηση βάσει SREP, τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και τις ενέργειες σε συνέχεια της ανάλυσης ευαισθησίας του IRRBB (κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο – interest rate risk in the banking book) ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για τις ΜΕΟ.
H SREP είναι ένα από τα βασικά καθήκοντα των ΜΕΟ. Οι ΜΕΟ συμμετείχαν στην άσκηση SREP σε όλη τη διάρκεια του 2018, με μερικές απότομες αυξήσεις της δραστηριότητας σε σχέση με κάποια κύρια ορόσημα, όπως η προκαταρκτική αξιολόγηση των δεικτών κεφαλαίου, ρευστότητας και ποιοτικού χαρακτήρα και η κατάρτιση σχεδίων αποφάσεων. Προκειμένου να συμπεριληφθούν τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, η προθεσμία για την κατάρτιση του προσχεδίου της τελικής απόφασης παρατάθηκε έως τον Ιανουάριο του 2019.
Άλλη μια δραστηριότητα που απαιτούσε την ενεργό συμμετοχή των ΜΕΟ ήταν η εποπτική άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Η εν λόγω άσκηση περιλάμβανε την πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων – στα 33 ΣΙ που περιλαμβάνονται στο δείγμα της ΕΑΤ – και την αντίστοιχη άσκηση που διενήργησε η ΕΚΤ για τα 54 ΣΙ που δεν περιλαμβάνονταν στο δείγμα της ΕΑΤ.[12]
Μία ακόμη βασική δραστηριότητα των ΜΕΟ το 2018 ήταν οι ενέργειες σε συνέχεια της ανάλυσης ευαισθησίας του IRRBB που διενεργήθηκε το 2017. Η άσκηση αποκάλυψε δυνητικές ευπάθειες σε ορισμένες τράπεζες, οι οποίες συνέχισαν να παρακολουθούνται από τις ΜΕΟ το α΄ τρίμηνο του 2018. Οι διορθωτικές ενέργειες που εκτελέστηκαν ως ανταπόκριση στα επιμέρους ευρήματα καταγράφονταν σε όλη τη διάρκεια του έτους, στο πλαίσιο του διαρκούς εποπτικού διαλόγου με τις τράπεζες.
Έλεγχοι εις βάθος (deep dives)
Στο πλαίσιο της διαρκούς εποπτείας, οι ΜΕΟ μπορούν κατά τη διακριτική τους ευχέρεια να ασχοληθούν με κινδύνους που αφορούν συγκεκριμένα ιδρύματα. Προς τον σκοπό αυτόν, π.χ. καθορίζουν την έκταση των εις βάθος ελέγχων, που είναι αναλύσεις ιδιοσυγκρασιακών θεμάτων και αποτελούν μέρος των προγραμμάτων SEP. Το 2018 οι ΜΕΟ έδωσαν έμφαση κυρίως στη διακυβέρνηση, τον πιστωτικό κίνδυνο, τα επιχειρηματικά μοντέλα και την κερδοφορία. Οι εν λόγω τομείς αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές στις εποπτικές προτεραιότητες για το 2018 (βλ. Διάγραμμα 6).
Διάγραμμα 6
Έλεγχοι εις βάθος και αναλύσεις ανά κατηγορία κινδύνου το 2018
Πηγή: ΕΚΤ.
Κατάσταση δραστηριοτήτων SEP
Τα SEP 2018 εκτελέστηκαν με επιτυχία, με ποσοστό εφαρμογής 95%
Τα προγράμματα SEP του 2018 εκτελέστηκαν με επιτυχία. Στο τέλος του έτους είχε υλοποιηθεί το 95% του συνόλου των δραστηριοτήτων. Από αυτό το σύνολο, 82% ολοκληρώθηκαν και 13% βρίσκονταν σε εξέλιξη σύμφωνα με το πρόγραμμα (π.χ. η αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης, που ξεκίνησε το 2018 και έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2019). Ποσοστό 3% των δραστηριοτήτων θα ολοκληρωθεί με κάποια καθυστέρηση και λιγότερο από 2% ματαιώθηκε, κυρίως λόγω αλλαγής της δομής της τράπεζας ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας (βλ. Διάγραμμα 7). Πάντως, οι κύριες δραστηριότητες εκτελέστηκαν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, καλύπτοντας τους βασικότερους κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα. Συνολικά, το χαμηλό ποσοστό καθυστερήσεων και ματαιώσεων επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα και τη σταθερότητα του συνεχιζόμενου προγράμματος SEP, καθώς και την ικανότητα των ΜΕΟ να εκτελούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με το πρόγραμμα.
Διάγραμμα 7
Ποσοστό ολοκλήρωσης το 2018
Πηγή: ΕΚΤ.
Εποπτικά ευρήματα
Ένα από τα βασικά αποτελέσματα των τακτικών εποπτικών δραστηριοτήτων είναι τα “εποπτικά ευρήματα”, δηλαδή οι αδυναμίες που πρέπει να διορθώσουν οι τράπεζες. Οι ΜΕΟ είναι αρμόδιες για την παρακολούθηση των ενεργειών που αναλαμβάνουν οι τράπεζες σε συνέχεια αυτών των ευρημάτων. Ο ετήσιος αριθμός καταγεγραμμένων ευρημάτων σταθεροποιήθηκε μετά την άνοδο που κατέγραψε τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ΕΕΜ. Το 2018 η πλειονότητα των ευρημάτων προερχόταν από διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων (εν μέρει λόγω του αυξημένου εποπτικού έργου για την TRIM), επιτόπιες επιθεωρήσεις και θεματικούς ελέγχους (π.χ. ως προς τα επιχειρηματικά μοντέλα και την κερδοφορία, βλ. Διάγραμμα 8).
Διάγραμμα 8
Εποπτικά ευρήματα
Πηγή: ΕΚΤ.
1.6 Εποπτεία μέσω επιτόπιων επιθεωρήσεων
Συνολικά για το έτος 2018 ξεκίνησαν 156 επιτόπιες επιθεωρήσεις
Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις SEP για το 2018 αντιπροσώπευαν τον τέταρτο ετήσιο κύκλο επιτόπιων επιθεωρήσεων από τη δημιουργία του ΕΕΜ. Συνολικά για το 2018 ξεκίνησαν 156 επιτόπιες επιθεωρήσεις σε ΣΙ, όσες και το 2017 (βλ. Διάγραμμα 9). Στις 31 Δεκεμβρίου 2018 οι περισσότερες επιθεωρήσεις είτε είχαν ολοκληρωθεί (δηλ. η τελική έκθεση πορισμάτων είχε κοινοποιηθεί στο επιθεωρούμενο ίδρυμα) είτε βρίσκονταν στα στάδια της σύνταξης της έκθεσης ή της διερεύνησης.
Χάρη στον καλύτερο καθορισμό προτεραιοτήτων για τις αποστολές, η σταθερότητα του προγράμματος επιτόπιων επιθεωρήσεων του SEP βελτιώθηκε το 2018. Συνολικά, 95% του συνόλου των αποστολών ξεκίνησαν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, έναντι 84% το 2017. Εντούτοις, το πρόγραμμα SEP παρέμεινε αρκετά ευέλικτο ώστε να είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν επείγουσες καταστάσεις και απροσδόκητα γεγονότα, με τακτικές αναθεωρήσεις του χρονοδιαγράμματος σε όλη τη διάρκεια του έτους.
Διάγραμμα 9
Αριθμός επιτόπιων επιθεωρήσεων το 2018 και το 2017: ανάλυση κατά είδος κινδύνου
Πηγή: ΕΚΤ.
Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις προγραμματίζονται και επανδρώνονται σε στενή συνεργασία με τις ΕΑΑ, από τις οποίες προέρχεται η πλειονότητα των επικεφαλής και των μελών των αποστολών. Το 2018 το 88% των επιθεωρήσεων διενεργήθηκε από τις ΕΑΑ, με έμφαση κυρίως στους τραπεζικούς ομίλους με έδρα στις αντίστοιχες χώρες. Το υπόλοιπο 12% των επιθεωρήσεων διενεργήθηκε από το Τμήμα Κεντρικής Διαχείρισης Επιτόπιων Επιθεωρήσεων της ΕΚΤ (COI).
Η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία επιδιώκει να αυξήσει τον αριθμό των διασυνοριακών και μικτών κλιμακίων
Το 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ πέτυχε τον στόχο της ως προς την αύξηση του συνολικού αριθμού των διασυνοριακών και μικτών κλιμακίων. Ο στόχος αυτός αποτελεί μέρος της πολυετούς προσπάθειας για σταδιακή αύξηση του ποσοστού των κλιμακίων αυτού του είδους στο σύνολο. Τα κλιμάκια επιθεώρησης θεωρούνται “διασυνοριακά” όταν ο επικεφαλής τους και τουλάχιστον ένα μέλος της ομάδας δεν προέρχονται από την αντίστοιχη ΕΑΑ καταγωγής/υποδοχής. Τα κλιμάκια θεωρούνται “μικτά” όταν ο επικεφαλής της αποστολής προέρχεται από την αντίστοιχη ΕΑΑ καταγωγής/υποδοχής και τουλάχιστον δύο μέλη της ομάδας δεν προέρχονται από την αντίστοιχη ΕΑΑ καταγωγής/υποδοχής. Συνολικά, 44 από τις 156 επιτόπιες επιθεωρήσεις που ξεκίνησαν το 2018 (28%) διενεργήθηκαν από μικτά/διασυνοριακά κλιμάκια, γεγονός που αντιπροσωπεύει σημαντική άνοδο σε σύγκριση με το 2017 (βλ. Πίνακα 3).
Πίνακας 3
Στελέχωση επιτόπιων επιθεωρήσεων: διασυνοριακά και μικτά κλιμάκια
Πηγή: ΕΚΤ.
Περίπου το 1/3 των στελεχών επιτόπιων επιθεωρήσεων του ΕΕΜ συμμετείχαν σε ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα
Το 2018 το 1/3 περίπου των 1.150 επιτόπιων επιθεωρητών του ΕΕΜ συμμετείχαν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τις επιτόπιες επιθεωρήσεις που ανέπτυξε το COI. Προσφέρθηκαν περισσότερα από 25 σεμινάρια για δέκα διαφορετικά θέματα, που κάλυψαν όλες τις σημαντικές κατηγορίες κινδύνου βάσει SREP, καθώς και τις διαδικασίες των επιτόπιων επιθεωρήσεων. Αυτό το πρόγραμμα βασίζεται στη στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ: κάθε σεμινάριο αναπτύχθηκε και πραγματοποιήθηκε από επιτόπιους επιθεωρητές, ενώ το 75% των σεμιναρίων που διενεργήθηκαν το 2018 φιλοξενήθηκαν από ΕΑΑ.
1.6.1 Κυριότερα ευρήματα των επιτόπιων επιθεωρήσεων
Η ανάλυση που ακολουθεί παρουσιάζει συνοπτικά τα πιο κρίσιμα ευρήματα των 154 πορισμάτων επιτόπιας επιθεώρησης που ολοκληρώθηκαν εντός του 2018 και αφορούν το πρόγραμμα του 2017 και του 2018.[13]
Πιστωτικός κίνδυνος
Πάνω από τις μισές επιθεωρήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο είχαν αντικείμενο κυρίως την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και διενεργήθηκαν με εξέταση των φακέλων πιστοδοτήσεων. Οι υπόλοιπες επιθεωρήσεις είχαν αντικείμενο κυρίως ποιοτικά ζητήματα των διαδικασιών διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Το 2018 ξεκίνησαν τρεις συντονισμένες εκστρατείες επιθεώρησης πιστωτικού κινδύνου σε πολλές τράπεζες ταυτόχρονα, με αντικείμενο (α) τα οικιστικά ακίνητα, (β) τα επαγγελματικά ακίνητα και (γ) τις τράπεζες με υψηλά επίπεδα ΜΕΔ. Αναλυτικότερα, τα πιο κρίσιμα ευρήματα ήταν:
- Αδυναμίες στις διαδικασίες χορήγησης πιστώσεων: ανεπαρκής αξιολόγηση κινδύνου πιστούχου, ανεπαρκή επίπεδα αρμοδιότητας για έγκριση, ακατάλληλα κριτήρια έγκρισης πίστωσης και ελλιπείς διαδικασίες έγκρισης εξαιρέσεων.
- Ακατάλληλη κατηγοριοποίηση και παρακολούθηση οφειλετών: αδυναμίες στον ορισμό ή/και την αναγνώριση ανοιγμάτων σε αθέτηση ή μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και ανεπαρκείς διαδικασίες παρακολούθησης των δανειοληπτών υψηλού κινδύνου.
- Λανθασμένος υπολογισμός προβλέψεων: υπερτίμηση των εξασφαλίσεων και των δεικτών εξυγίανσης, ακατάλληλες εκτιμήσεις ταμειακών ροών και αδυναμίες στις περικοπές αποτίμησης των εξασφαλίσεων και στις παραμέτρους σχηματισμού γενικών προβλέψεων.
- Εποπτικοί δείκτες: λανθασμένος υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, παραβάσεις κανονισμών για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα.
Κίνδυνος διακυβέρνησης
Τα ευρήματα ως προς την εσωτερική διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνου εντοπίστηκαν στους επιτόπιους ελέγχους που είχαν αυτό το συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά και σε επιτόπιους ελέγχους που αφορούσαν άλλες κατηγορίες κινδύνου. Κρίσιμης σημασίας ήταν τα ευρήματα κυρίως στους εξής τομείς:
- Εταιρική δομή και οργάνωση: ανεπάρκειες των πλαισίων εσωτερικού ελέγχου, ανεπαρκές ανθρώπινο δυναμικό και έλλειψη συντονισμού εντός του ομίλου.
- Ρόλοι και αρμοδιότητες του οργάνου διοίκησης: ελλείψεις στην εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε άλλα όργανα και αδυναμίες στην εφαρμογή της στρατηγικής και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του ιδρύματος.
- Λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργιών κανονιστικής συμμόρφωσης, διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικής επιθεώρησης: κρίσιμα ευρήματα για το καθεστώς, τους πόρους και το πεδίο δραστηριότητας όλων των υπηρεσιών εσωτερικού ελέγχου.
Λειτουργικός κίνδυνος
Η πλειονότητα των κρίσιμων ευρημάτων σχετίζεται με τη μέτρηση του λειτουργικού κινδύνου (ανεπάρκειες στη συλλογή δεδομένων για τον λειτουργικό κίνδυνο, ανεπαρκή σχέδια δράσης για την αντιμετώπιση λειτουργικών συμβάντων) και το εύρος που καλύπτει η διαχείριση και η αναγνώριση κινδύνων (ανεπαρκής κάλυψη και ορισμός των σημαντικών λειτουργικών κινδύνων, ασυνεπής χρήση μεθόδων μέτρησης μεταξύ των νομικών προσώπων του ίδιου ομίλου).
Κίνδυνος πληροφοριακών συστημάτων
Η πλειονότητα των ευρημάτων μεγάλης σημασίας αφορούσε τη διαχείριση λειτουργιών πληροφοριακών συστημάτων (ανεπαρκείς διαδικασίες διαχείρισης συμβάντων, έλλειψη ολοκληρωμένης και ακριβούς απογραφής στοιχείων), τη διαχείριση δικαιωμάτων πρόσβασης (ελλιπής διαδικασία επαναπιστοποίησης, ανεπαρκής διαχωρισμός καθηκόντων), τη διαχείριση της ποιότητας των δεδομένων (ελλιπείς επιχειρησιακές διαδικασίες για την επαλήθευση στοιχείων που εισάγονται με μη αυτόματο τρόπο) και τη διαχείριση της ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων (καθυστερημένα και ακατάλληλα μέτρα εντοπισμού και αντιμετώπισης).
Κίνδυνος κεφαλαίου
Τα ευρήματα για τα εποπτικά ίδια κεφάλαια (Πυλώνας 1) αφορούσαν κυρίως ανεπάρκειες ως προς την απόδοση ορθών συντελεστών στάθμισης στα ανοίγματα, με αποτέλεσμα να υποεκτιμώνται τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού τους (RWA) (κυρίως σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο, λόγω της λανθασμένης ταξινόμησης σε κατηγορίες ανοιγμάτων και της αποτυχίας εντοπισμού της κερδοσκοπικής χρηματοδότησης ακινήτων).
Τα πιο σοβαρά ζητήματα που εντοπίστηκαν στις αποστολές για την ICAAP σχετίζονται με ανεπαρκώς ανεπτυγμένα πλαίσια για τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (αποτυχία αντιμετώπισης όλων των ουσιωδών κινδύνων και διενέργειας αντίστροφων ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων), τον ποσοτικό προσδιορισμό των αδυναμιών (κυρίως ως προς την υποδειγματοποίηση του πιστωτικού κινδύνου) και ουσιώδεις ανεπάρκειες ως προς την ενσωμάτωση της ICAAP στο πλαίσιο διοίκησης.
Κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο
Τα πολύ σοβαρά ευρήματα σχετικά με τον IRRBB αφορούσαν κυρίως τη μέτρηση και διαχείριση κινδύνων, ιδίως την ανεπαρκή τεκμηρίωση της υποδειγματοποίησης καταθέσεων χωρίς καθορισμένη ημερομηνία λήξης και την απουσία τακτικής επικύρωσης των υποδειγμάτων IRRBB.
Κίνδυνος ρευστότητας
Η πλειονότητα των ευρημάτων για τον κίνδυνο ρευστότητας αφορούσε τη μέτρηση και δοκιμή αντοχής των κινδύνων. Τα συνηθέστερα προβλήματα σχετίζονταν με την ανεπάρκεια της υποδειγματοποίησης κινδύνου, αδυναμίες στην εκτίμηση του προφίλ εκροών (run-off profile) χρηματοοικονομικών προϊόντων, σφάλματα στον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) και τη χρήση σεναρίων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων τα οποία δεν ήταν ανάλογα της πολυπλοκότητας του ιδρύματος.
Επιχειρηματικά μοντέλα και κερδοφορία
Τα πιο κρίσιμα ευρήματα σχετίζονται με την ανάλυση πραγματικής κερδοφορίας (ανεπαρκής ανάλυση των βασικών παραγόντων κερδοφορίας και τομέων επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανεπάρκειες των εργαλείων τιμολόγησης ως προς τη δυνατότητά τους να περιλαμβάνουν όλα τα κόστη και τους κινδύνους) και την ανάλυση χρηματοοικονομικών προβολών (υπεραισιόδοξες χρηματοοικονομικές προβλέψεις και σενάρια και ανεπαρκής ανάλυση και ενσωμάτωση του νέου κανονιστικού, λογιστικού και ανταγωνιστικού τοπίου στην επιχειρηματική στρατηγική με μελλοντική προοπτική).
Κίνδυνος αγοράς
Τα πιο κρίσιμα ευρήματα κάλυπταν ζητήματα μέτρησης του κινδύνου, τόσο από λογιστικής όσο και από εποπτικής πλευράς, ιδίως σε σχέση με την εκτίμηση της εύλογης αξίας. Αφορούσαν την ανεπάρκεια του πλαισίου ταξινόμησης των κεφαλαιακών μέσων στο επίπεδο 2 και 3, με αποτέλεσμα λανθασμένη ταξινόμηση, ανεπαρκή αποθεματικά εύλογης αξίας και ανεπαρκείς πρόσθετες προσαρμογές αποτίμησης (AvA).
1.7 Στοχευμένη αξιολόγηση εσωτερικών υποδειγμάτων (targeted review of internal models – TRIM)
Η TRIM είναι ένα πολυετές έργο που διεξάγεται σε στενή συνεργασία με τις ΕΑΑ. Ξεκίνησε το 2017, μετά από αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2016, με στόχο να μειώσει την ανεπιθύμητη μεταβλητότητα των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (RWA) των ιδρυμάτων και να αξιολογήσει την επάρκεια και καταλληλότητα των εσωτερικών υποδειγμάτων. Γενικά, συμβάλλει στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, καθώς ενισχύει την τήρηση ομοιόμορφων εποπτικών πρακτικών, οι οποίες επικεντρώνονται στην ορθή και συνεπή εφαρμογή των κανονιστικών απαιτήσεων που αφορούν τα εσωτερικά υποδείγματα. Έτσι συμπληρώνει τα μέτρα που προβλέπονται με βάση τη Βασιλεία III.
Η TRIM είναι το μεγαλύτερο έργο που έχει αναλάβει μέχρι τώρα η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ. Αποτελεί εμβληματική πρωτοβουλία, καθώς επιδιώκει την εναρμόνιση της εποπτείας των εσωτερικών υποδειγμάτων. Το 2018, περίπου στο μέσον της φάσης εκτέλεσης, η TRIM είχε ήδη αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα στην πορεία προς την επίτευξη των στόχων της.
Πρώτον και κύριον, η TRIM προσδιόρισε και θέσπισε εναρμονισμένες πρακτικές για την εποπτεία των εσωτερικών υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται από τα ΣΙ. Αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επίτευξη ίσων όρων ανταγωνισμού εντός του ΕΕΜ. Η TRIM ανέπτυξε μια κοινή αντίληψη μεταξύ των ΕΑΑ σχετικά με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για τα εσωτερικά υποδείγματα, όπως αντικατοπτρίζεται στον Οδηγό της ΕΚΤ για τα εσωτερικά υποδείγματα και στο κοινό μεθοδολογικό πλαίσιο που θα εφαρμοστεί για τις επιτόπιες διερευνήσεις για τους σκοπούς της TRIM. Αυτό θα ωφελήσει την εποπτεία των εσωτερικών υποδειγμάτων από τον ΕΕΜ πολύ πέρα από τον πεπερασμένο χρονικό ορίζοντα του έργου.
Σε αυτό το πνεύμα, ο Οδηγός της ΕΚΤ για τα εσωτερικά υποδείγματα θα διατηρηθεί ως ένα ζωντανό έγγραφο, που θα τροποποιείται και θα επικαιροποιείται με την πάροδο του χρόνου. Το 2018 επιτεύχθηκε ένα σημαντικό ορόσημο με τη δημοσίευση μιας αναθεωρημένης έκδοσης[14], μετά από δύο δημόσιες διαβουλεύσεις. Η αναθεωρημένη έκδοση ενσωματώνει επίσης σχόλια από τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο της TRIM, την εμπειρία που αποκτήθηκε στη διάρκεια των επιτόπιων διερευνήσεων για τους σκοπούς της TRIM και τις συνεχιζόμενες κανονιστικές εξελίξεις.
Αποβλέποντας στην εναρμόνιση των εποπτικών πρακτικών, ένα δεύτερο σημαντικό επίτευγμα της TRIM είναι η διαφάνεια που εξασφαλίζει σχετικά με τις συνήθεις ελλείψεις που παρατηρούνται στα εσωτερικά υποδείγματα των ΣΙ. Δεδομένου ότι η επιτόπια φάση της TRIM έχει ήδη ολοκληρωθεί για το 60% των 200 περίπου διερευνήσεων που έχουν προγραμματιστεί για την περίοδο 2017-19, στάθηκε δυνατόν να εκτελεστούν συστηματικές οριζόντιες αναλύσεις και συγκρίσεις ομοειδών ιδρυμάτων, οι οποίες παρουσιάζουν τις πιο ουσιώδεις ή συνηθέστερες ανεπάρκειες που εντοπίζονται στα επιθεωρούμενα ιδρύματα. Έτσι διασφαλίζεται η συνέπεια των εποπτικών αξιολογήσεων μεταξύ των διερευνήσεων.[15]
Στην πραγματικότητα, οι εποπτικές αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν επιτόπιων διερευνήσεων για τους σκοπούς της TRIM αποτελούν το τρίτο σημαντικό επίτευγμα της TRIM, καθώς επιβάλλουν βελτιώσεις των υποδειγμάτων και διόρθωση των ελλείψεων που εντοπίζονται. Αυτό εξασφαλίζεται με τη συστηματική και συνεπή χρήση εποπτικών δεικτών, έτσι ώστε να αντισταθμίζεται ενδεχόμενη υποεκτίμηση του κινδύνου. Με την ειδική επακολουθούσα διαδικασία, η TRIM συμβάλλει στη μείωση της ανεπιθύμητης μεταβλητότητας των RWA στα εσωτερικά υποδείγματα των τραπεζών.
Προκειμένου να επιτευχθούν αυτά τα αποτελέσματα, η TRIM απαιτεί την αξιοποίηση σημαντικού μέρους των εποπτικών πόρων. Για να μη διαταράσσεται η κανονική συντήρηση των υποδειγμάτων των ιδρυμάτων, συνέχισε να γίνεται η επιτόπια αξιολόγηση τόσο των ουσιωδών μεταβολών στα υποδείγματα όσο και των αρχικών εγκρίσεων των υποδειγμάτων, επιπρόσθετα προς τις διερευνήσεις για τους σκοπούς της TRIM ή μερικές φορές από κοινού με αυτές. Στη διάρκεια του 2018, πέραν των 59 επιτόπιων διερευνήσεων που ξεκίνησαν στο πλαίσιο της TRIM, άρχισαν και 85 διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων στα ΣΙ (από τις οποίες οι 55 επιτόπιες)[16]. Συνολικά, το 2018 εκδόθηκαν 121 εποπτικές αποφάσεις επί διερευνήσεων εσωτερικών υποδειγμάτων[17].
Οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν παράλληλα με το έργο για την TRIM, καθώς και ο τακτικός εποπτικός έλεγχος των ουσιωδών μεταβολών στα υποδείγματα ή των αιτημάτων για αρχικές εγκρίσεις υποδειγμάτων, θα συνεχιστούν το 2019. Συγκεκριμένα, η επιτόπια φάση της TRIM αναμένεται να ολοκληρωθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2019, με σκοπό την ολοκλήρωση του έργου για τους σκοπούς της TRIM τους πρώτους μήνες του 2020.
1.8 Έμμεση εποπτεία των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων
Ο Κανονισμός ΕΕΜ[18] δίνει στην ΕΚΤ την εντολή να διασφαλίζει την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΕΜ, γι’ αυτό της αναθέτει καθήκοντα επίβλεψης σε σχέση με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (ΛΣΙ), ενώ οι ΕΑΑ παραμένουν οι κύριες αρμόδιες για την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων. Πρωταρχικός στόχος της εν λόγω λειτουργίας επίβλεψης είναι να εξασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή υψηλού επιπέδου εποπτικών προτύπων σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Για τον σκοπό αυτό, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με τις ΕΑΑ με στόχο την ανάπτυξη ενός λειτουργικού πλαισίου για την επίβλεψη της εποπτείας των ΛΣΙ.
Κοινά εποπτικά πρότυπα (ΚΕΠ) και κοινές πολιτικές
Επί σειρά ετών η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ έχουν συνεργαστεί για τον καθορισμό κοινών εποπτικών προτύπων (ΚΕΠ) για την εποπτεία των ΛΣΙ. Αυτά παραμένουν βασικό εργαλείο για την προώθηση εποπτικών πρακτικών που διασφαλίζουν συνεπή και υψηλής ποιότητας εποπτεία των ΛΣΙ.
Οι εργασίες βελτίωσης της συνέπειας των εποπτικών πρακτικών και διαδικασιών για την εποπτεία των ΛΣΙ συνεχίστηκαν το 2018
Σε όλη τη διάρκεια του έτους γίνονταν βελτιώσεις στα υφιστάμενα ΚΕΠ[19], ενώ νέα ΚΕΠ οριστικοποιήθηκαν. Επιπλέον, αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες για ανταλλαγή των βέλτιστων πρακτικών και την προώθηση της συνεπούς εφαρμογής των προτύπων σε συγκεκριμένους τομείς εποπτικού ενδιαφέροντος. Ειδικότερα, οργανώθηκαν αρκετά εργαστήρια με τις ΕΑΑ, με σκοπό να αναγνωριστούν οι βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζουν οι ΕΑΑ κατά την εποπτεία της εσωτερικής διακυβέρνησης των ΛΣΙ, η εμπειρία τους από την εφαρμογή των νέων κατευθυντήριων γραμμών της ΕΑΤ για την επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και των ορκωτών ελεγκτών και ελεγκτικών εταιριών που διενεργούν τον υποχρεωτικό εξωτερικό έλεγχο των πιστωτικών ιδρυμάτων[20], καθώς και η εμπειρία τους στη διαχείριση κρίσεων. Όσον αφορά τη διαχείριση κρίσεων, οριστικοποιήθηκαν τρία νέα ΚΕΠ.[21]
Μετά από δημόσια διαβούλευση το φθινόπωρο του 2017, τον Μάρτιο του 2018 δημοσιεύθηκε η τελική μορφή του οδηγού σχετικά με την αξιολόγηση των αιτήσεων αδειοδότησης πιστωτικών ιδρυμάτων χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech). Ο οδηγός ήδη εφαρμόζεται στην αξιολόγηση των νέων περιπτώσεων αδειοδότησης που εμπίπτουν στο πεδίο του. Οι εργασίες σχετικά με τις συνέπειες των χρηματοοικονομικών τεχνολογιών για την τραπεζική εποπτεία έχουν προχωρήσει περαιτέρω.
Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των ΚΕΠ για τα ιδρύματα χρηματοδότησης αγοράς αυτοκινήτου (car financing institutions – CFI), αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες ανταλλαγής πληροφοριών και προώθησης συγκρίσεων μεταξύ ομοειδών ιδρυμάτων, με στενότερη συνεργασία ανάμεσα στους αρμοδίους εποπτείας των CFI τόσο από την ΕΚΤ όσο και από τις ΕΑΑ. Επιπλέον, ο διάλογος με τον κλάδο συνεχίστηκε μέσω εργαστηρίων. Το 2018 ο εν λόγω διάλογος εστίασε στα σχέδια ανάκαμψης, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και άλλες διαρθρωτικές τάσεις, οι οποίες επηρεάζουν την αυτοκινητοβιομηχανία και είναι πιθανόν να έχουν κάποιον αντίκτυπο στα CFI με την πάροδο του χρόνου.
Ο θεματικός έλεγχος για το ΔΠΧΠ 9 συνεχίστηκε το 2018 σε στενή συνεργασία με τις ΕΑΑ, με σκοπό να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ εφαρμόζουν το ΔΠΧΠ 9 με συνέπεια. Μεταξύ άλλων, αρκετές πρωτοβουλίες αναπτύχθηκαν για να στηρίξουν τις εποπτικές αρχές κατά την αξιολόγηση του επιπέδου ετοιμότητας των ΛΣΙ για την εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9.
Μετά από την ολοκλήρωση του Προγράμματος Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα του ΔΝΤ (Financial Sector Assessment Program – FSAP)[22] για τη ζώνη του ευρώ, το οποίο επικεντρώθηκε στα ΣΙ, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέβαλε ενεργά στην αξιολόγηση της εποπτείας των ΛΣΙ σε σχέση με τα εθνικά FSAP σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ.[23] Η συμβολή αυτή εστίασε στη λειτουργία επίβλεψης που επιτελεί η ΕΚΤ σε σχέση με την εποπτεία των ΛΣΙ, προκειμένου να εξηγήσει τον ρόλο της ΕΚΤ και τη συνεργασία της με τις ΕΑΑ.
Η μεθοδολογία SREP για τα ΛΣΙ
Το 2018 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο οι ΕΑΑ εφάρμοσαν κοινή, εναρμονισμένη μεθοδολογία κατά τη διενέργεια της SREP για τα ΛΣΙ. Τον Ιανουάριο του 2018 το Εποπτικό Συμβούλιο ενέκρινε την πρώτη έκδοση της μεθοδολογίας SREP για τα ΛΣΙ, που είχε αναπτυχθεί από κοινού από εμπειρογνώμονες των ΕΑΑ και της ΕΚΤ από το 2015. Η εφαρμογή ακολουθεί ένα κλιμακωτό χρονοδιάγραμμα, που επιτρέπει την ομαλή μετάβαση από τις εθνικές μεθοδολογίες στην κοινή μεθοδολογία εντός τριών ετών: οι ΕΑΑ συμφώνησαν να εφαρμόσουν την κοινή μεθοδολογία SREP τουλάχιστον στα ΛΣΙ υψηλής προτεραιότητας το 2018 και να επεκτείνουν την εφαρμογή σε όλα τα ΛΣΙ μέχρι το 2020.
Η μεθοδολογία βασίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη SREP που αναπτύχθηκαν από την ΕΑΤ και στην προσέγγιση της ΕΚΤ για τα ΣΙ και στις υφιστάμενες εθνικές μεθοδολογίες. Η μεθοδολογία SREP είναι ευέλικτη και αναλογική. Έτσι, παρέχει στις ΕΑΑ τη δυνατότητα να προσαρμόζουν την ένταση και τη συχνότητα των εποπτικών δραστηριοτήτων ανάλογα με την επικινδυνότητα της εκάστοτε τράπεζας και τον δυνητικό αντίκτυπο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η αναλογική αυτή προσέγγιση περιλαμβάνει διαφορετική συχνότητα και επίπεδο λεπτομέρειας για την αξιολόγηση των επιπέδων κινδύνου και των ελέγχων κινδύνου μιας τράπεζας, ή για την εξέταση του πώς αξιολογεί η εκάστοτε τράπεζα την κεφαλαιακή επάρκεια και τις ανάγκες ρευστότητας, τόσο υπό ομαλές συνθήκες όσο και σε περιόδους εντάσεων. Επιτρέπεται κάποιος βαθμός ευελιξίας στις ΕΑΑ ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες (π.χ. λογιστικά πρότυπα, κανονισμούς) και να εκτελούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τη SREP. Η μεθοδολογία SREP για τα ΛΣΙ επικαιροποιείται σε τακτική βάση. Ως εκ τούτου, θα συνεχίσει να εξελίσσεται στο μέλλον.
Προκειμένου να ενισχύσει τη διαφάνεια στην αγορά και να γνωστοποιήσει τις εποπτικές της προσδοκίες στις τράπεζες, η ΕΚΤ δημοσίευσε μια σύνοψη της μεθοδολογίας SREP για τα ΛΣΙ στον δικτυακό τόπο της για την τραπεζική εποπτεία. Η σύνοψη εστιάζει σε γενικές πτυχές της μεθοδολογίας και σε εκείνες τις παραμέτρους που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τα ΛΣΙ, όπως η αναλογικότητα. Επίσης, η ΕΚΤ πραγματοποίησε συναντήσεις με ευρωπαϊκές τραπεζικές ενώσεις προκειμένου να ανταλλάξει απόψεις σχετικά με τη μεθοδολογία SREP για τα ΛΣΙ.
Συνεργασία για επιμέρους ΛΣΙ
Η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ είναι θεμελιώδης για τη διασφάλιση συνεπών πρακτικών υψηλής ποιότητας για την εποπτεία των ΛΣΙ. Σε όλη τη διάρκεια του 2018 η συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ ενισχύθηκε σε τρεις βασικούς τομείς: (α) συνεργασία ανώτερων στελεχών και σε τεχνικό επίπεδο, (β) επίβλεψη ΛΣΙ και (γ) τομεακές και θεματικές αναλύσεις.
Συνεργασία ανώτερων στελεχών και σε τεχνικό επίπεδο: Υπάρχει πρόγραμμα τακτικών επαφών (με συναντήσεις και τηλεφωνική επικοινωνία) ανάμεσα σε ανώτερα στελέχη της ΕΚΤ και των ΕΑΑ. Επίσης, έχει ενισχυθεί η συνεργασία σε τεχνικό επίπεδο για επιμέρους ΛΣΙ και εποπτικές αρχές. Στον εν λόγω τομέα, τα εξειδικευμένα γραφεία για κάθε χώρα της ΕΚΤ[24] διαδραμάτισαν θεμελιώδη ρόλο στην προώθηση της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των ΕΑΑ.
Επίβλεψη των ΛΣΙ: Σύμφωνα με την προσέγγιση που είχε υιοθετηθεί τα προηγούμενα χρόνια και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, τα ΛΣΙ παρακολουθούνται δυνάμει ενός πλαισίου ιεράρχησης κατά προτεραιότητα[25]. Η συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εστίασε στην τακτική παρακολούθηση των ΛΣΙ υψηλής προτεραιότητας και των ΛΣΙ με συγκεκριμένα προβλήματα εποπτείας, ιδίως ιδρυμάτων που αντιμετώπισαν επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης. Σε περιπτώσεις όπου οι αποφάσεις εποπτικής έγκρισης (π.χ. χορήγηση άδειας λειτουργίας ή έγκριση της απόκτησης ειδικών συμμετοχών) περιλαμβάνουν συμπληρωματικές διατάξεις[26] οι οποίες απαιτούν την ανάληψη περαιτέρω εποπτικής δράσης, η ΕΚΤ και οι αντίστοιχες ΕΑΑ επίσης συνεργάστηκαν για να διασφαλίσουν την εφαρμογή αυτών των διατάξεων. Επιπλέον, το 2018 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο εφαρμόστηκαν πλήρως οι κατευθύνσεις κοινοποίησης[27]. Η άποψη της ΕΚΤ σχετικά με τις κοινοποιήσεις δημοσιεύθηκε στο γενικότερο πλαίσιο της συνεχιζόμενης συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ, ιδίως σε ό,τι αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με επιμέρους ΛΣΙ και την εποπτική προσέγγιση που έχουν υιοθετήσει οι αντίστοιχες ΕΑΑ.
Τομεακές και θεματικές αναλύσεις: Η υψηλής ποιότητας επίβλεψη της εποπτείας των ΛΣΙ έχει επίσης βελτιωθεί μέσω της διενέργειας τομεακών και θεματικών αναλύσεων. Δεδομένου ότι οι τομείς των συνεταιριστικών τραπεζών είναι εξαιρετικά σημαντικοί σε ορισμένες χώρες, η ΕΚΤ και οι αντίστοιχες ΕΑΑ εξέτασαν από κοινού τους εν λόγω τομείς σε δύο χώρες τα τελευταία δύο έτη. Ιδρύθηκε Ομάδα Συνεργασίας (που αποτελείται από συμμετέχοντες τόσο από την ΕΚΤ όσο και από τις αντίστοιχες ΕΑΑ για κάθε χώρα), προκειμένου να παρακολουθεί τη μεταρρύθμιση του συνεταιριστικού τομέα σε μια χώρα, με στόχο την προώθηση της συνεπούς εφαρμογής. Όσον αφορά τα θεσμικά συστήματα προστασίας (institutional protection schemes – IPS), η ετήσια παρακολούθηση των “υβριδικών” IPS[28] στις αντίστοιχες χώρες εκτελέστηκε για τρίτη φορά. Παρασχέθηκε υποστήριξη στις ΕΑΑ σε χώρες όπου οι τράπεζες υπέβαλαν αίτημα (ή σχεδίαζαν να υποβάλουν αίτημα) αναγνώρισης ενός IPS. Επιπλέον, προκειμένου να συγκριθούν οι προσεγγίσεις διαφορετικών ΕΑΑ σε σχέση με τις απαιτήσεις SREP και να επιτευχθεί ομοιομορφία των εποπτικών αποτελεσμάτων, το 2018 εκτελέστηκε συγκριτική ανάλυση των απαιτήσεων βάσει του Πυλώνα 2 σχετικά με τα ΛΣΙ υψηλής προτεραιότητας. Τέλος, σε σχέση με τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών (FMI), η ΕΚΤ και οι αντίστοιχες ΕΑΑ ξεκίνησαν ετήσια τομεακή ανάλυση των FMI με άδεια λειτουργίας τράπεζας.
1.9 Μακροπροληπτικές αρμοδιότητες
Όσον αφορά τη μακροπροληπτική πολιτική στη ζώνη του ευρώ, η ΕΚΤ εξακολούθησε να συνεργάζεται στενά με τις εθνικές αρχές το 2018, σύμφωνα με τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 5 του Κανονισμού ΕΕΜ. Εντός αυτού του καθορισμένου πλαισίου μακροπροληπτικής πολιτικής, η ΕΚΤ δύναται να εφαρμόζει: (α) απαιτήσεις για τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας υψηλότερες από εκείνες που εφαρμόζουν οι εθνικές αρχές και (β) αυστηρότερα μέτρα για την αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων. Το Φόρουμ Μακροπροληπτικής Πολιτικής χρησιμεύει ως πλατφόρμα συζητήσεων ώστε τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και του Εποπτικού Συμβουλίου να συνδυάζουν μικροπροληπτικές και μακροπροληπτικές απόψεις από όλο το φάσμα του ΕΕΜ.[29] Έτσι διασφαλίζεται ότι οι ενέργειες μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας αλληλοσυμπληρώνονται αποτελεσματικά.
Περισσότερες από 100 κοινοποιήσεις για θέματα μακροπροληπτικής πολιτικής υποβλήθηκαν από τις εθνικές αρχές το 2018
Το 2018 η ΕΚΤ έλαβε περισσότερες από 100 κοινοποιήσεις από τις εθνικές αρχές για θέματα μακροπροληπτικής πολιτικής. Οι περισσότερες κοινοποιήσεις αφορούσαν αποφάσεις για τον ανά τρίμηνο προσδιορισμό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (CCyB), καθώς και αποφάσεις σχετικά με τον προσδιορισμό των παγκοσμίως συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) ή/και των λοιπών συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII) και τον χειρισμό τους από την άποψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Έλαβε επίσης κοινοποιήσεις σχετικά με άλλα μέτρα, π.χ. βάσει του άρθρου 458 του CRR, σχετικά με τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου και αναφορικά με την αμοιβαιότητα μακροπροληπτικών μέτρων που εφαρμόστηκαν σε άλλα κράτη-μέλη.
Εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία της Επιτροπής της Βασιλείας, η ΕΚΤ και οι εθνικές αρχές εντόπισαν οκτώ G-SII[30] που καλούνται να διατηρούν πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας μεταξύ 1,0% και 2,0% το 2020. Η ΕΚΤ έλαβε επίσης κοινοποιήσεις σχετικά με τα ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας για 107 O-SII. Τα εν λόγω ποσοστά ήταν σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζει ένα κατώφλι για τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας των O-SII (floor methodology), την οποία εφαρμόζει η ΕΚΤ από το 2016.[31] Η μεθοδολογία αυτή επικαιροποιείται επί του παρόντος.
Η ΕΚΤ συμμετείχε επίσης στις εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), το οποίο είναι αρμόδιο για τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην ΕΕ. Οι ΜΕΟ αξιοποιούν τις πληροφορίες από το ΕΣΣΚ, σε συνδυασμό με τις μακροπροληπτικές αναλύσεις που παράγει η ΕΚΤ, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι συνυπολογίζονται όλοι οι σχετικοί κίνδυνοι. Αντίστοιχα, το ΕΣΚΤ και άλλες αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που παρέχονται από τις ΜΕΟ προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες για επιμέρους ιδρύματα λαμβάνονται υπόψη στην ανάλυση κινδύνων σε επίπεδο συστήματος και να προσδιορίσουν πιθανά μέτρα περιορισμού του κινδύνου.
2.1 Περιπτώσεις κρίσης το 2018
2.1.1 Κρίθηκε ότι η ABLV Bank τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας
Στις 23 Φεβρουαρίου 2018 κρίθηκε ότι η ABLV Bank AS και η θυγατρική της τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, η ΕΚΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΕ, μπορεί να εκδώσει απόφαση που διαπιστώνει ότι μία τράπεζα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας (ΚΑΕΑ).[32] Στις 23 Φεβρουαρίου 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ αποφάνθηκε ότι η λεττονική τράπεζα SI ABLV Bank AS τελεί σε ΚΑΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 18(4)(γ) του Κανονισμού ΕΜΕ, καθώς ήταν πιθανό ότι, στο εγγύς μέλλον, δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει εμπρόθεσμα τις δανειακές ή άλλες υποχρεώσεις της. Η ΕΚΤ αποφάνθηκε επίσης ότι και η θυγατρική της λεττονικής τράπεζας στο Λουξεμβούργο, η ABLV Bank, S.A., τελεί σε ΚΑΕΑ.
Η πορεία προς την απόφαση περί ΚΑΕΑ
Μετά από εκροές ρευστότητας με αφορμή την έναρξη διαδικασίας κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στις ΗΠΑ, επιβλήθηκε αναστολή πληρωμών
Στις 13 Φεβρουαρίου 2018 το Δίκτυο Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων (FinCEN) του υπουργείου οικονομικών των ΗΠΑ πρότεινε ένα μέτρο που χαρακτήριζε την ABLV Bank ως “ίδρυμα που προκαλεί ανησυχία για πιθανό ξέπλυμα χρήματος” βάσει του άρθρου 311 του Πατριωτικού Νόμου των ΗΠΑ. Επακολούθησαν αιφνίδιες αναλήψεις καταθέσεων και απώλεια πρόσβασης σε χρηματοδότηση σε δολάρια ΗΠΑ, οπότε η τράπεζα δεν ήταν πλέον σε θέση να διενεργεί πληρωμές σε δολάρια ΗΠΑ. Στις 19 Φεβρουαρίου 2018 η Επιτροπή Χρηματοπιστωτικών Αγορών και Κεφαλαιαγορών της Λεττονίας (FCMC) επέβαλε αναστολή πληρωμών (μορατόριουμ)[33] στην ABLV Bank AS, κατόπιν οδηγιών της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Το μορατόριουμ επέβαλε απαγόρευση όλων των πληρωμών των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων της ABLV Bank AS. Κρίθηκε δε αναγκαίο για να δοθεί στην τράπεζα χρόνος ώστε να διευθετήσει την κατάσταση ρευστότητάς της. Την ίδια ημέρα επιβλήθηκε αναστολή πληρωμών στη θυγατρική της στο Λουξεμβούργο.
Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, η διαδικασία διαπίστωσης ΚΑΕΑ ολοκληρώθηκε εντός δύο ημερών
Η ABLV Bank AS και η θυγατρική της ABLV Bank, S.A. δεν διέθεταν επαρκή διαθέσιμα για να αντιμετωπίσουν τις εκροές καταθέσεων που ήταν πιθανόν να σημειωθούν σε περίπτωση άρσης του μορατόριουμ. Στις 22 Φεβρουαρίου 2018 το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε την κίνηση της διαδικασίας διαπίστωσης ΚΑΕΑ και ξεκίνησε επίσημη διαβούλευση με το ΕΣΕ. Κατόπιν το Εποπτικό Συμβούλιο και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ υιοθέτησαν τις αξιολογήσεις ΚΑΕΑ για την ABLV Bank AS και την ABLV Bank, S.A. Στις 23 Φεβρουαρίου οι αξιολογήσεις ΚΑΕΑ διαβιβάστηκαν στο ΕΣΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κανονισμού ΕΜΕ. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επίσης γνωστοποίησε σε όλες τις αρμόδιες αρχές την απόφασή της, σύμφωνα με το άρθρο 81 της Οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών (BRRD) και την Οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD IV).
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με το ΕΣΕ
Η στενή συνεργασία μεταξύ Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ και ΕΣΕ συνέβαλε στην επιτυχία της διαδικασίας διαχείρισης κρίσεων
Αμέσως μόλις πληροφορήθηκε το σχεδιαζόμενο μέτρο του FinCEN, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ενημέρωσε το ΕΣΕ. Η επιδείνωση της κατάστασης ρευστότητας των τραπεζών συζητήθηκε διεξοδικά με εκπροσώπους του ΕΣΕ σε συναντήσεις διαχείρισης κρίσεων που διοργάνωσε η ΕΚΤ. Το ΕΣΕ επίσης κλήθηκε να συμμετάσχει ως παρατηρητής στις σχετικές συνεδριάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Επιπροσθέτως, εκπρόσωπος της ΕΚΤ συμμετείχε σε όλες τις συναφείς με την υπόθεση εκτελεστικές συσκέψεις του ΕΣΕ, συμπεριλαμβανομένης της σύσκεψης κατά την οποία το ΕΣΕ αποφάσισε να μην λάβει μέτρα εξυγίανσης.
Ενέργειες μετά την αξιολόγηση ΚΑΕΑ
Μετά την απόφαση του ΕΣΕ να μην ξεκινήσει διαδικασία εξυγίανσης, η ABLV Bank AS υπέβαλε αίτηση για εκούσια εκκαθάριση
Στις 24 Φεβρουαρίου 2018 το ΕΣΕ αποφάσισε να μην ξεκινήσει διαδικασία εξυγίανσης για την περίπτωση της ABLV Bank AS και της ABLV Bank, S.A. Κατέληξε ότι συνέτρεχαν μεν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18(1)(α) και (β) του Κανονισμού ΕΜΕ, αλλά δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση περί δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 18(1)(γ). Παράλληλα, η FCMC της Λεττονίας και η Επιτροπή Εποπτείας του Χρηματοπιστωτικού Τομέα του Λουξεμβούργου (CSSF), ως εντεταλμένες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2014/49/ΕΕ[34], αποφάνθηκαν ότι οι καλυπτόμενες καταθέσεις της ABLV Bank AS και της ABLV Bank, S.A., αντίστοιχα είχαν καταστεί μη διαθέσιμες.[35] Στη συνέχεια η ABLV Bank AS υπέβαλε αίτηση για εκούσια εκκαθάριση σύμφωνα με τον λεττονικό νόμο για τα πιστωτικά ιδρύματα. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της ABLV Bank AS τον Ιούλιο του 2018, ύστερα από πρόταση της FCMC, η οποία εξακολουθεί να εποπτεύει τη διαδικασία εκούσιας εκκαθάρισης. Όσον αφορά την ABLV Bank, S.A., το αρμόδιο δικαστήριο του Λουξεμβούργου έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έναρξη εθνικής διαδικασίας αφερεγγυότητας. Κατά συνέπεια έθεσε την τράπεζα σε καθεστώς αναστολής πληρωμών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και διόρισε δύο εξωτερικούς εκκαθαριστές ως υπεύθυνους για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας.[36]
Κυριότερα διδάγματα
Η περίπτωση της ABLV φανερώνει ότι η BRRD/ο SRMR και οι εθνικοί νόμοι περί αφερεγγυότητας θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν και ότι οι αρχές καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει να αναπτύξουν στενότερη συνεργασία
Η περίπτωση της ABLV κατέδειξε μια δυνητική απόκλιση ανάμεσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων και στους εθνικούς νόμους περί αφερεγγυότητας. Σύμφωνα με την BRRD/τον SRMR, όχι μόνο η παρούσα έλλειψη ρευστότητας αλλά και η δυνητική έλλειψη ρευστότητας στο εγγύς μέλλον είναι επαρκής λόγος για να κριθεί ότι μια τράπεζα είναι σε ΚΑΕΑ. Αντίθετα, οι νόμοι περί αφερεγγυότητας συνήθως προϋποθέτουν πραγματική έλλειψη ρευστότητας προκειμένου να κινηθούν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας λόγω έλλειψης ρευστότητας. Για τον λόγο αυτό, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ενθάρρυνε και υποστήριξε την τροποποίηση του νομικού πλαισίου της ΕΕ ώστε οι εθνικές διαδικασίες εκκαθάρισης να ξεκινούν αυτόματα όταν μια τράπεζα κηρύσσεται σε ΚΑΕΑ και το ΕΣΕ αποφασίσει ότι δεν πληρούται το κριτήριο για το δημόσιο συμφέρον ως προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασίας εξυγίανσης.
Σε ό,τι αφορά ζητήματα που άπτονται της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η επιβολή της εθνικής νομοθεσίας αποτελεί αρμοδιότητα των αντίστοιχων εθνικών αρχών. Ωστόσο, εντός των ορίων της αρμοδιότητάς του και υπό το φως των διαθέσιμων πληροφοριών, ο ΕΕΜ λαμβάνει υπόψη και θέματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αυτό συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, μέσω της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP), καθώς σοβαρές παραβάσεις των απαιτήσεων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μπορούν τελικά να απειλήσουν τη βιωσιμότητα μιας τράπεζας. Από αυτή την άποψη, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών έχει κεντρικό ρόλο (βλ. Πλαίσιο 2).
2.1.2 Επικοινωνία σχετικά με περιπτώσεις ΚΑΕΑ
Η επικοινωνία αποτελεί απαραίτητο συστατικό στη διαχείριση μιας κρίσης. Όταν γίνεται σαφές ότι οι αρμόδιες αρχές διαχειρίζονται μια κρίση, οι αντιδράσεις της αγοράς μπορεί να γίνουν πιο ήπιες και έτσι να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης. Όταν μια τράπεζα βρίσκεται σε ΚΑΕΑ, αυτό που είναι ζωτικής σημασίας δεν είναι μόνο να βρεθεί μια λύση στην κρίση, αλλά και να ενημερωθεί το κοινό γι’ αυτή τη λύση με αποτελεσματικό τρόπο.
Ο συντονισμός ανάμεσα στους ποικίλους εμπλεκόμενους φορείς είναι ιδιαίτερα σημαντικός προκειμένου να μεταδίδεται ένα σαφές και πλήρες μήνυμα στο κοινό.
Στην περίπτωση της ABLV Bank, η ΕΚΤ, το ΕΣΕ και η FCMC της Λεττονίας συντόνισαν στενά τις επικοινωνιακές τους δράσεις. Αρχικά, την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ανακοίνωσε την επιβολή μορατόριουμ.[37] Έξι ημέρες αργότερα, το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου, μετά την απόφαση της ΕΚΤ ότι η ABLV Bank AS και η ABLV Bank S.A. τελούν σε ΚΑΕΑ, το ΕΣΕ ανακοίνωσε την απόφασή του ότι η εξυγίανση δεν ήταν προς το δημόσιο συμφέρον.[38] Αμέσως μετά ακολούθησαν συντονισμένες ανακοινώσεις από την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ[39] και την FCMC αναφορικά με τον χαρακτηρισμό της τράπεζας ως ιδρύματος σε ΚΑΕΑ από την ΕΚΤ. Η FCMC της Λεττονίας και η CSSF του Λουξεμβούργου επίσης δημοσιοποίησαν τις αντίστοιχες αποφάσεις τους που διαπίστωναν τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων.[40]
Μετά τον χαρακτηρισμό της ABLV ως ιδρύματος σε ΚΑΕΑ, η ΕΚΤ δέχθηκε ερωτήματα από ένα μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και από τον Πρόεδρο του γερμανικού Κοινοβουλίου σχετικά με την υπόθεση. Η ΕΚΤ απάντησε σε αυτά τα ερωτήματα σύμφωνα με τους κανόνες εμπιστευτικότητας και δημοσίευσε τις απαντήσεις στον δικτυακό της τόπο για την τραπεζική εποπτεία.[41]
Δημοσίευση της μη εμπιστευτικής μορφής των αξιολογήσεων ΚΑΕΑ
Οι αξιολογήσεις ΚΑΕΑ υπόκεινται στις υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου και στους κανόνες εμπιστευτικότητας που ισχύουν για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνει η ΕΚΤ υπό την ιδιότητά της ως εποπτικής αρχής.
Για λόγους διαφάνειας και λογοδοσίας, και δεδομένου του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, η ΕΚΤ δημοσίευσε σε μη εμπιστευτική μορφή τις δύο αξιολογήσεις ΚΑΕΑ για την ABLV Bank AS και την ABLV Bank, S.A. στον δικτυακό της τόπο για την τραπεζική εποπτεία, σύμφωνα και με την προσέγγιση που είχε ακολουθήσει σε προηγούμενες περιπτώσεις. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες δεν δημοσιοποιήθηκαν, έτσι ώστε να τηρηθεί το επαγγελματικό απόρρητο. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ δημοσίευσε αυτές τις αξιολογήσεις λίγο μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων εξυγίανσης από το ΕΣΕ στη μη εμπιστευτική τους μορφή. Η δημοσίευση των αποφάσεων σε μη εμπιστευτική μορφή αποτελεί εξαίρεση από τη γενική επικοινωνιακή πολιτική της ΕΚΤ, η οποία, όπως και οι νομικές διατάξεις, δεν προβλέπει τη δημοσίευση επιμέρους εποπτικών αποφάσεων ή αξιολογήσεων που προστατεύονται από τους κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου.
Πλαίσιο 2
Ο ρόλος της ΕΚΤ στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος
Κατά τη δημιουργία του πλαισίου του ΕΕΜ, οι νομοθέτες της ΕΕ επέλεξαν να παραμείνει σε εθνικό επίπεδο η αρμοδιότητα για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΞΧ/ΧΤ) είναι επίσης αρμόδιες για τη διερεύνηση τυχόν παραβάσεων των συναφών κανονισμών από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Ωστόσο η ΕΚΤ, κατά την εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων βάσει του άρθρου 127(6) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Κανονισμού ΕΕΜ[42], είναι σημαντικό να εξετάζει τα αποτελέσματα της εποπτείας της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος ΞΧ/ΧΤ είναι ζήτημα που ενδιαφέρει την προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ με σκοπό την αξιολόγηση περιπτώσεων απόκτησης ειδικών συμμετοχών σε εποπτευόμενες οντότητες (συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας χορήγησης άδειας λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα), την αξιολόγηση της καταλληλότητας για υφιστάμενα ή υποψήφια διευθυντικά στελέχη εποπτευόμενων οντοτήτων και την καθημερινή εποπτεία. Σοβαρές παραβάσεις του πλαισίου ΞΧ/ΧΤ αποτελούν ένδειξη αδυναμιών στη διακυβέρνηση και τους εσωτερικούς ελέγχους. Μπορούν να βλάψουν τη φήμη του πιστωτικού ιδρύματος και επίσης να οδηγήσουν στην επιβολή σημαντικών διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων στις εποπτευόμενες οντότητες και το προσωπικό τους. Έτσι αποτελούν κίνδυνο για τη βιωσιμότητα των εποπτευόμενων οντοτήτων. Τους τελευταίους μήνες έχουν αναληφθεί αρκετές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο την επεξεργασία προτάσεων για την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στις αρχές καταπολέμησης του ΞΧ/ΧΤ και στις αρχές προληπτικής εποπτείας και να ενταχθούν πιο αποτελεσματικά τα θέματα ΞΧ/ΧΤ στην προληπτική εποπτεία.
Η πέμπτη Οδηγία για το ξέπλυμα χρήματος και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας[43], ειδικότερα το άρθρο 57α(2), εισάγει δύο σημαντικά νέα στοιχεία αναφορικά με τον ρόλο της ΕΚΤ στην καταπολέμηση του ΞΧ/ΧΤ. Πρώτον, τροποποιώντας το άρθρο 56 της CRD IV, επιτρέπει στην ΕΚΤ να ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες με τις εθνικές αρχές που εποπτεύουν θέματα ΞΧ/ΧΤ. Δεύτερον, υποχρεώνει την ΕΚΤ να συνάψει συμφωνία, με τη στήριξη των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ), σχετικά με πρακτικούς τρόπους διευκόλυνσης της ομαλής ανταλλαγής πληροφοριών με όλες τις αρμόδιες για θέματα ΞΧ/ΧΤ αρχές που εποπτεύουν πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα. Η ΕΚΤ εργάστηκε για την κατάρτιση μιας τέτοιας συμφωνίας, με τη βοήθεια της Μικτής Επιτροπής Καταπολέμησης του Ξεπλύματος Χρήματος των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, υπό τον συντονισμό της ΕΑΤ. Η συμφωνία υπογράφηκε από την ΕΚΤ στις 10 Ιανουαρίου 2019.
Η ενισχυμένη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΚΤ και των εποπτικών αρχών για θέματα ΞΧ/ΧΤ στην ΕΕ αναμένεται να επηρεάσει ευνοϊκά την άσκηση τόσο της εποπτείας για θέματα ΞΧ/ΧΤ όσο και της προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο ΕΕ. Ως αρχή τραπεζικής εποπτείας η ΕΚΤ δεν έχει άμεση εποπτική αρμοδιότητα για θέματα ΞΧ/ΧΤ, αλλά θα αξιοποιεί την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών με τις αρμόδιες εθνικές αρχές.
Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την κατανομή αρμοδιοτήτων στον τομέα της καταπολέμησης του ΞΧ/ΧΤ με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ δημιουργεί μια αρμόδια συντονιστική λειτουργία, η οποία θα αναλάβει τρεις κύριους ρόλους. Πρώτον, θα λειτουργεί ως το μοναδικό σημείο εισόδου για την άμεση ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών μεταξύ της ΕΚΤ, ως αρχής αρμόδιας για την προληπτική εποπτεία, και των εθνικών αρχών με αρμοδιότητα σε θέματα ΞΧ/ΧΤ. Δεύτερον, θα δημιουργήσει και θα είναι επικεφαλής σε ένα δίκτυο καταπολέμησης του ΞΧ/ΧΤ μεταξύ των ΜΕΟ των τραπεζών των οποίων το επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας είναι επιρρεπές σε κίνδυνο ΞΧ/ΧΤ. Σκοπός αυτού του δικτύου θα είναι να εντάξει πιο αποτελεσματικά τα θέματα ΞΧ/ΧΤ στη προληπτική εποπτεία. Τρίτον, θα ενεργεί ως κέντρο εμπειρογνωμοσύνης σε θέματα ΞΧ/ΧΤ που είναι συναφή με τον ΕΕΜ. Σε αυτή τη βάση, η νέα λειτουργία θα συμβάλλει στη διαμόρφωση των θέσεων της ΕΚΤ όσον αφορά την πολιτική της για την καταπολέμηση του ΞΧ/ΧΤ. Η νέα λειτουργία θα συνεργάζεται με την Ομάδα Δράσης της ΕΚΤ κατά του ΞΧ/ΧΤ, στην οποία συμμετέχουν όλες οι συναφείς υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ.
2.2 Το πλαίσιο της ΕΚΤ για τη διαχείριση κρίσεων
Το πλαίσιο της ΕΚΤ για τη διαχείριση κρίσεων αναπτύχθηκε περαιτέρω το 2018, αφού λήφθηκαν υπόψη οι συστάσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου
Η ΕΚΤ θέσπισε ένα πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, το Σχέδιο Επείγουσας Δράσης του ΕΕΜ, με στόχο την έγκαιρη και αποτελεσματική αντίδραση σε καταστάσεις κρίσης, μέσω της επαρκούς ροής πληροφοριών και ορθής λήψης αποφάσεων. Καλύπτει τρία στάδια κλιμάκωσης, ανάλογα με την ειδικότερη κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, και συγκεκριμένα: (α) ενισχυμένη παρακολούθηση του ιδρύματος, (β) προετοιμασία για έγκαιρη παρέμβαση και (γ) προετοιμασία για δυνητική αξιολόγηση ΚΑΕΑ. Το πλαίσιο επιτρέπει στην ΕΚΤ να προβαίνει σε ενέργειες προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης προκειμένου να αντιμετωπίζει την επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση ενός ιδρύματος, ακολουθώντας μια διαδικασία κλιμάκωσης σε τρία στάδια (βλ. παρακάτω).
Στη διάρκεια του 2018 το πλαίσιο της ΕΚΤ για τη διαχείριση κρίσεων βελτιώθηκε περαιτέρω, σε συνέχεια των συστάσεων του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η διαδικασία κλιμάκωσης εντός του πλαισίου εξειδικεύθηκε με τη μορφή ενός εκτεταμένου συνόλου ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών που καθορίζουν τη μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο. Οι δείκτες ευθυγραμμίζονται με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ για την έγκαιρη παρέμβαση και την ΚΑΕΑ και ως εκ τούτου αφορούν το κεφάλαιο και τη ρευστότητα, καθώς και σημαντικά γεγονότα. Όσον αφορά τους ποσοτικούς δείκτες, έχουν καθοριστεί σαφή όρια βάσει των οποίων αξιολογείται η δυνητική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος. Αυτοί οι δείκτες παρακολουθούνται κεντρικά από το Τμήμα Διαχείρισης Κρίσεων της ΕΚΤ. Το πλαίσιο προβλέπει επίσης τη δυνατότητα να εξετάζονται δείκτες και όρια που εξειδικεύονται ανά τράπεζα, όπως π.χ. καθορίζονται στο σχέδιο ανάκαμψης κάθε τράπεζας. Ανεξάρτητα από τους δείκτες, η κλιμάκωση μπορεί επίσης να βασίζεται στην τεχνοκρατική κρίση των ΜΕΟ και του Τμήματος Διαχείρισης Κρίσεων της ΕΚΤ.
Τα τρία στάδια της διαδικασίας κλιμάκωσης
Σε κάθε στάδιο της διαδικασίας κλιμάκωσης αναλαμβάνονται συγκεκριμένες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλίζεται η κατάλληλη αντίδραση. Πιο συγκεκριμένα, παρακολουθείται προσεκτικά η κατάσταση ρευστότητας των ιδρυμάτων, π.χ. με συχνές αξιολογήσεις της ικανότητας αντιστάθμισης κινδύνου ρευστότητας και των ροών ρευστότητας. Για να εξασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα είναι προετοιμασμένα για μια πιθανή κρίση, τον Σεπτέμβριο του 2018 η ΕΚΤ διενήργησε, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, μια άσκηση ετοιμότητας (dry run), δηλ. δοκιμή υποβολής στοιχείων με τη χρήση ειδικού υποδείγματος παρακολούθησης της ρευστότητας. Εντός της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ, το Τμήμα Διαχείρισης Κρίσεων καταρτίζει τακτικές εκθέσεις για τα ιδρύματα που καλύπτονται από το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, τις οποίες υποβάλλει στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, στα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου και στο ΕΣΕ.
Το πρώτο στάδιο (ενισχυμένη παρακολούθηση) ξεκινά αν επιδεινωθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση ενός πιστωτικού ιδρύματος. Η ΜΕΟ καθορίζει την κατάλληλη εποπτική δράση και ενισχύει την παρακολούθηση του ιδρύματος (π.χ. διεξάγει περαιτέρω εις βάθος αναλύσεις, δίνει εντολή για επιτόπιες επιθεωρήσεις ή/και εντείνει την παρακολούθηση της ρευστότητας). Ταυτόχρονα, εντατικοποιείται η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΜΕΟ και Τμήματος Διαχείρισης Κρίσεων, καθώς και μεταξύ ΕΚΤ, ΕΑΑ και ΕΣΕ. Το υπόδειγμα παρακολούθησης της ρευστότητας χρησιμοποιείται προκειμένου να συγκεντρωθεί ο κατά περίπτωση ελάχιστος όγκος πληροφοριών.
Σε περίπτωση που συνεχίζεται η επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης, θα πρέπει να συνταχθεί αξιολόγηση σχετικά με τη σκοπιμότητα λήψης μέτρων έγκαιρης παρέμβασης (σύμφωνα με το άρθρο 27 της BRRD) (δεύτερο στάδιο). Η ΜΕΟ και το Τμήμα Διαχείρισης Κρίσεων συνεργάζονται στενά προκειμένου να αξιολογήσουν την κατάσταση και να προτείνουν μέτρα σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο τα άρθρα 27, 28 ή 29 της BRRD. Εάν το εν λόγω ίδρυμα διαθέτει παρουσία σε κράτος-μέλος εκτός της ζώνης του ευρώ ή σε τρίτες χώρες, συγκροτούνται σώματα εποπτών μέσω των οποίων πραγματοποιείται η επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων εποπτικών αρχών. Το Τμήμα Διαχείρισης Κρίσεων ενημερώνει επίσης τη λειτουργία νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, σε συμμόρφωση με την αρχή του διαχωρισμού των λειτουργιών και σύμφωνα με την απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής για την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στη λειτουργία νομισματικής πολιτικής και την εποπτική λειτουργία της ΕΚΤ.
Αν η χρηματοοικονομική κατάσταση επιδεινωθεί έτι περαιτέρω (τρίτο στάδιο), δημιουργείται ομάδα διαχείρισης της κρίσης για το συγκεκριμένο ίδρυμα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης ευθυγράμμιση των εποπτικών αρχών, των αρχών εξυγίανσης και των λειτουργιών κεντρικής τράπεζας σε περίπτωση κρίσης. Η ομάδα αποτελείται από ανώτερα στελέχη της ΕΚΤ, μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου της αντίστοιχης ΕΑΑ, τον Πρόεδρο του ΕΣΕ και άλλα ειδικώς διοριζόμενα μέλη. Λειτουργεί ως κεντρικό συντονιστικό όργανο για τις αναγκαίες εποπτικές δράσεις, το σχεδιασμό μέτρων εκτάκτου ανάγκης και την παρακολούθηση της προόδου, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της διαχείρισης κρίσης. Στις αρμοδιότητές της μπορεί να περιλαμβάνεται και η προετοιμασία αξιολόγησης ΚΑΕΑ ως μέρος του συνεχούς σχεδιασμού μέτρων εκτάκτου ανάγκης. Σε περίπτωση που το ίδρυμα χαρακτηριστεί σε ΚΑΕΑ, θα πρέπει να ενημερωθεί το ΕΣΕ και, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές της χώρας προέλευσης και αρχές εξυγίανσης, αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες και ταμεία εγγύησης καταθέσεων, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο.
Σε περίπτωση συστημικής κρίσης, μπορεί να συγκροτηθεί ομάδα υψηλού επιπέδου, η οποία αναλαμβάνει την παρακολούθηση και αναγνώριση δυνητικών δυσχερειών σε θέματα ρευστότητας και φερεγγυότητας που ενδέχεται να ανακύψουν ταυτόχρονα τόσο για τα ΣΙ όσο και για τα ΛΣΙ.
Σε όλα τα στάδια του Σχεδίου Επείγουσας Δράσης στο πλαίσιο διαχείρισης μιας κρίσης η ΕΚΤ συνεργάζεται με το ΕΣΕ, κατά τα προβλεπόμενα στους ισχύοντες νόμους και τις διοργανικές συμφωνίες, όπως είναι το Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ ΕΚΤ και ΕΣΕ. Παραδείγματος χάριν, το Τμήμα Διαχείρισης Κρίσεων συνεργάζεται με τη ΜΕΟ και ενημερώνει το ΕΣΕ για την ουσιώδη επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της αντίστοιχης εποπτευόμενης οντότητας/ομίλου και ανταλλάσσει απόψεις και γνώσεις με το ΕΣΕ. Επιπλέον, το ΕΣΕ έχει άμεση πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα της ΕΚΤ όσον αφορά τα συναφή στοιχεία για τη συγκεκριμένη τράπεζα.
Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα κριθεί σε ΚΑΕΑ, η ομάδα διαχείρισης κρίσεων της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ συντονίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΕΕΜ και ΕΣΕ/εθνικών αρχών εξυγίανσης (ΕΑΕ), καθώς και την προετοιμασία όλων των αναγκαίων περαιτέρω ενεργειών, π.χ. τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα (bridge bank) και την ανάκληση της άδειας της παλιάς τράπεζας. Σε περίπτωση εξυγίανσης (ύστερα από την αξιολόγηση ΚΑΕΑ) οι αποφάσεις λαμβάνονται κυρίως από τις αρχές εξυγίανσης, δηλ. το ΕΣΕ και τις ΕΑΕ. Σε αυτό το στάδιο ο ρόλος της ΕΚΤ είναι συμβουλευτικός.
2.3 Σχέσεις με το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και το ΕΣΕ διατήρησαν τη στενή τους συνεργασία το 2018
Το 2018, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και το ΕΣΕ συνέχισαν τη στενή τους συνεργασία σε όλα τα επίπεδα. Στη διάρκεια του έτους, εκπρόσωπος της ΕΚΤ συμμετείχε στις εκτελεστικές συνεδριάσεις και τις συνόδους της ολομέλειας του ΕΣΕ. Επιπλέον, το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προσκαλούσε την Πρόεδρο του ΕΣΕ να συμμετέχει σε σχετικές συνεδριάσεις το 2018, με σκοπό να ενισχυθεί η συνεργασία και ο διάλογος σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και το ΕΣΕ επίσης συνεργάστηκαν στενά σε τομείς πολιτικής που είναι συναφείς με την εποπτεία και την εξυγίανση.
Υπήρξε εξαιρετική και ενισχυμένη συνεργασία σε τεχνικό επίπεδο στο πλαίσιο των αντίστοιχων επιτροπών και μεταξύ των συναφών οριζόντιων λειτουργιών της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ και του ΕΣΕ. Οι ΜΕΟ και οι Εσωτερικές Ομάδες Εξυγίανσης (ΕΟΕ) που είναι υπεύθυνες για μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα ανέπτυξαν στενότερη συνεργασία σε διάφορα θέματα που αφορούν σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης. Σύμφωνα με το Μνημόνιο Συνεργασίας, οι ΜΕΟ και οι ΕΟΕ επίσης βελτίωσαν τη μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών για συγκεκριμένες τράπεζες. Τέλος διεξήγαγαν κοινά εργαστήρια και συναντήσεις με ΣΙ, όποτε κρινόταν σκόπιμο.
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρείχε συμβουλές στο ΕΣΕ επί σχεδίων ανάκαμψης
Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρείχε συμβουλές στο ΕΣΕ επί των σχεδίων ανάκαμψης που υπέβαλαν ΣΙ που εμπίπτουν στην ενοποιημένη εποπτεία της ΕΚΤ. Κατόπιν η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έλαβε σχόλια από το ΕΣΕ και τα αξιοποίησε κατά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης και την προετοιμασία των δικών της σχολίων προς τις τράπεζες.
Ζητήθηκε η γνώμη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ επί σχεδίων εξυγίανσης
Επίσης το 2018 ζητήθηκε η γνώμη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ για τα σχέδια εξυγίανσης του ΕΣΕ, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) και των αξιολογήσεων της δυνατότητας εξυγίανσης ΣΙ. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ αξιολόγησε τα σχέδια εξυγίανσης και παρείχε σχόλια στο ΕΣΕ από τη σκοπιά της εποπτικής αρχής. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εξέτασε ειδικότερα πώς τα σχέδια εξυγίανσης (συμπεριλαμβανομένων των MREL και των αξιολογήσεων της δυνατότητας εξυγίανσης) μπορεί να επηρεάσουν τα ΣΙ αφενός από τη σκοπιά της δυνατότητας του ιδρύματος να συνεχίσει τη δραστηριότητά του και αφετέρου από την εποπτική σκοπιά.
Όπως και τα προηγούμενα έτη, το ΕΣΕ ζήτησε επίσης τη γνώμη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εξέτασε τον υπολογισμό για να αξιολογήσει πιθανό αντίκτυπο στα ΣΙ από τη σκοπιά της δυνατότητάς τους να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους.
Το 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και το ΕΣΕ οριστικοποίησαν την αναθεώρηση του διμερούς Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ τους. Το Μνημόνιο, που υπογράφηκε για πρώτη φορά το 2015, καθορίζει τον τρόπο συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ ΕΣΕ και Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΜΕ. Η ΕΚΤ και το ΕΣΕ ξεκίνησαν το 2017 την εξέταση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο του μεταξύ τους Μνημονίου Συνεργασίας. Αξιολόγησαν την εμπειρία των δύο πρώτων ετών εφαρμογής του Μνημονίου και τις πρακτικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ενίσχυση της συνεργασίας, εστίασαν κυρίως στην ανταλλαγή πληροφοριών. Για να διασφαλιστεί η διαφάνεια απέναντι στον τραπεζικό κλάδο και το ευρύ κοινό, το ΕΣΕ και η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ δημοσίευσαν στους δικτυακούς τους τόπους το Μνημόνιο, μαζί με το Παράρτημα που αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών.[44]
2.4 Εργασίες για τον σχεδιασμό προγραμμάτων ανάκαμψης
Οι τράπεζες καταρτίζουν σχέδια ανάκαμψης προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι είναι ανθεκτικές σε περιόδους σοβαρής χρηματοπιστωτικής πίεσης. Κατά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης, η ΕΚΤ εστιάζει κυρίως στο να είναι λειτουργικά και να μπορούν να εφαρμοστούν από τα ιδρύματα με αποτελεσματικό και έγκαιρο τρόπο. Τα αξιόπιστα σχέδια ανάκαμψης είναι ζωτικής σημασίας στοιχείο για την αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού πλαισίου διαχείρισης κρίσεων.
Το 2018 οι εργασίες στον τομέα των σχεδίων εξυγίανσης επιδίωξαν να συγκροτήσουν μια εικόνα ολόκληρου του συστήματος, έτσι ώστε να βοηθήσουν τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ να βελτιώσουν τα δικά τους σχέδια ανάκαμψης. Ύστερα από την αξιολόγηση τριών ετήσιων κύκλων σχεδίων ανάκαμψης από το 2015 μέχρι το 2017, στις 3 Ιουλίου 2018 η ΕΚΤ κοινοποίησε στον τραπεζικό κλάδο έκθεση επί των σχεδίων ανάκαμψης, στην οποία αποτύπωνε τις βέλτιστες πρακτικές σε πέντε κεντρικούς τομείς: (α) επιλογές ανάκαμψης, (β) συνολική ικανότητα ανάκαμψης, (γ) δείκτες ανάκαμψης, (δ) οδηγούς εφαρμογής σχεδίων ανάκαμψης (playbooks) και (ε) ασκήσεις ετοιμότητας (dry runs).
Αν και οι περισσότερες τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης, εξακολουθεί να υπάρχει περιθώριο βελτίωσης. Αυτό ισχύει ιδίως σε σχέση με τον καθορισμό εφικτών και αξιόπιστων επιλογών ανάκαμψης και την ανάπτυξη ενός πλαισίου δεικτών που θα καλύπτει τους σημαντικότερους κινδύνους και ευπάθειες των τραπεζών.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διαθέτουν οι αρχές εποπτείας μια επαρκή εκτίμηση της συνολικής ικανότητας ανάκαμψης (ORC). Αυτή τους επιτρέπει να αξιολογούν κατά πόσον μια τράπεζα μπορεί να ανακάμψει από μια κατάσταση κρίσης εφαρμόζοντας τις επιλογές που έχει προσδιορίσει στο σχέδιο ανάκαμψής της. Επίσης οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να την χρησιμοποιήσουν στα σχέδια ανάκαμψης και στον ορισμό των στόχων MREL. Ωστόσο, η εμπειρία από προηγούμενους κύκλους αξιολόγησης έχει δείξει ότι οι τράπεζες τείνουν να υπερεκτιμούν την ORC τους. Η έκθεση της ΕΚΤ δείχνει στις τράπεζες πώς να παρουσιάζουν την ORC τους (π.χ. λαμβάνοντας υπόψη επιλογές που αλληλοαποκλείονται ή αλληλεξαρτώνται, τη δυνατότητα εφαρμογής υπό διαφορετικά είδη πιέσεων και λειτουργικούς περιορισμούς στην ταυτόχρονη εφαρμογή πολλαπλών επιλογών). Κατά τους επόμενους κύκλους, κύριο μέλημα της ΕΚΤ θα είναι να λάβει αξιόπιστες εκτιμήσεις ORC από τις τράπεζες και να ενθαρρύνει όσες τράπεζες διαθέτουν περιορισμένες επιλογές ανάκαμψης να ενισχύσουν την ικανότητα ανάκαμψής τους.
Ένα άλλο κεντρικό ζήτημα είναι αν οι τράπεζες μπορούν να εφαρμόσουν τα σχέδια ανάκαμψής τους έγκαιρα και αποτελεσματικά σε καταστάσεις σοβαρών πιέσεων. Η ΕΚΤ προσδιόρισε δύο βέλτιστες πρακτικές που βοηθούν τις τράπεζες να επιτύχουν αυτό τον στόχο: τα playbooks και τα dry runs. Τα playbooks είναι συνοπτικοί οδηγοί εφαρμογής που επιτρέπουν στις τράπεζες να εφαρμόσουν γρήγορα τα σχέδια ανάκαμψής τους στη διάρκεια κρίσεων. Τα dry runs είναι ασκήσεις προσομοίωσης πραγματικών συνθηκών λειτουργίας που βοηθούν τις τράπεζες να δοκιμάσουν βασικά σημεία των σχεδίων ανάκαμψής τους, να εκπαιδεύσουν το προσωπικό ως προς τους τρόπους αντίδρασης σε περιπτώσεις κρίσης και να καθορίσουν τους τομείς που επιδέχονται βελτίωση.
2.5 Διαχείριση κρίσεων για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα
Η διαχείριση μιας κρίσης που αφορά ένα ΛΣΙ απαιτεί εκτεταμένη ανταλλαγή πληροφοριών και στενό συντονισμό μεταξύ της οικείας ΕΑΑ, ως αρχής άμεσης εποπτείας του ΛΣΙ, και της ΕΚΤ, στο πλαίσιο της λειτουργίας της ως φορέα επίβλεψης και με την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για αποφάσεις επί των κοινών διαδικασιών. Ανάγκη για στενότερη συνεργασία ανακύπτει όταν ένα ΛΣΙ προσεγγίζει το σημείο της μη βιωσιμότητας. Τότε η ΕΚΤ και η ΕΑΑ πρέπει να εξετάσουν από κοινού το ενδεχόμενο εκκαθάρισης ή εξυγίανσης της τράπεζας και να συνεργαστούν για θέματα όπως είναι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, η αξιολόγηση της απόκτησης ή οι αυξήσεις ειδικών συμμετοχών και η χορήγηση νέων αδειών λειτουργίας (π.χ. για μεταβατικό ίδρυμα).
Μια τέτοια συνεργασία στη διαχείριση κρίσεων σκοπό έχει να στηρίξει τόσο τις ΕΑΑ όσο και την ΕΚΤ στα αντίστοιχα καθήκοντά τους και να εξασφαλίσει ότι οι απαραίτητες πληροφορίες είναι διαθέσιμες όταν θα πρέπει να ληφθούν επείγουσες αποφάσεις. Η ανταλλαγή πληροφοριών, οι ενέργειες που αναλαμβάνονται και η συνεργασία μεταξύ ΕΚΤ και ΕΑΑ είναι ανάλογες προς τους κινδύνους που θέτει το ΛΣΙ, λαμβάνοντας επίσης υπόψη λύσεις του ιδιωτικού τομέα που έχουν ήδη διαπιστωθεί από την ΕΑΑ. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018 η συνεργασία μεταξύ των ΕΑΑ και της ΕΚΤ σε αρκετές περιπτώσεις κρίσης σε ΛΣΙ χαρακτηρίστηκε από τακτικό και γόνιμο διάλογο που επέτρεψε την ταχεία λήψη αποφάσεων.
Το 2018 οριστικοποιήθηκαν τρία Κοινά Εποπτικά Πρότυπα, τα οποία είναι πλέον λειτουργικά.
- Κοινό Εποπτικό Πρότυπο για τις εποπτικές πρακτικές των ΕΑΑ για τη διαχείριση κρίσεων σε ΛΣΙ και τη συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης: εξασφαλίζει ότι οι πρακτικές διαχείρισης κρίσεων εφαρμόζονται με συνέπεια σε εθνικό επίπεδο.
- Κοινό Εποπτικό Πρότυπο για τις εποπτικές διαδικασίες των ΕΑΑ για την παράβαση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων από ΛΣΙ: προωθεί την κοινή κατανόηση των διοικητικών πρακτικών που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ΛΣΙ.
- Κοινό Εποπτικό Πρότυπο για τον προσδιορισμό ΛΣΙ σε ΚΑΕΑ: προωθεί την κοινή κατανόηση του χαρακτηρισμού ενός ΛΣΙ σε ΚΑΕΑ με έμφαση στην εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας κατά τη διατύπωση τεχνοκρατικής κρίσης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι το προτεινόμενο μέτρο είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η αρχή εποπτείας.
Και τα τρία προαναφερόμενα Κοινά Εποπτικά Πρότυπα, σε συνδυασμό με τα Κοινά Εποπτικά Πρότυπα για το πλαίσιο συνεργασίας για τη διαχείριση κρίσεων σε ΛΣΙ που εφαρμόζεται ήδη από το 2017, θα συμβάλουν στη διαμόρφωση κοινών εποπτικών προσεγγίσεων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας.
3.1 Χορηγήσεις αδειών
3.1.1 Εξέλιξη του αριθμού των σημαντικών ιδρυμάτων
Η ετήσια αξιολόγηση, σύμφωνα με τον Κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια τράπεζα ή ένας τραπεζικός όμιλος πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια χαρακτηρισμού τους ως σημαντικού[45], διενεργήθηκε τον Νοέμβριο του 2018. Συμπληρώθηκε από στοχευμένες αξιολογήσεις σημαντικότητας κατόπιν μεταβολών στη διάρθρωση ομίλων και άλλων εξελίξεων σε τραπεζικούς ομίλους. Συνολικά, 119 ιδρύματα[46] ταξινομήθηκαν ως σημαντικά στις 14 Δεκεμβρίου 2018, δηλ. ο ίδιος αριθμός ΣΙ όπως και στην προηγούμενη ετήσια αξιολόγηση της σημαντικότητας, στις 5 Δεκεμβρίου 2017. Οι μεταβολές στη σύνθεση των ΣΙ ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες περιγράφονται αναλυτικά στη συνέχεια.
Το 2018 δύο νέα ιδρύματα συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο των ΣΙ λόγω του Brexit. Η Barclays Bank Ireland PLC και η Bank of America Merrill Lynch International DAC ταξινομήθηκαν ως σημαντικά ιδρύματα και εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ από την 1η Ιανουαρίου 2019. Η εξέλιξη αυτή προέκυψε ως αποτέλεσμα αιτήματος της Central Bank of Ireland (ΕθνΚΤ της Ιρλανδίας) εν όψει της αναμενόμενης επέκτασης των δραστηριοτήτων αυτών των δύο τραπεζικών ομίλων στη ζώνη του ευρώ.
Κατόπιν της ετήσιας αξιολόγησης της σημαντικότητας, η Permanent tsb Group Holdings plc ταξινομήθηκε ως λιγότερο σημαντικό ίδρυμα, δεδομένου ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια χαρακτηρισμού της ως σημαντικής επί τρία συνεχή ημερολογιακά έτη. Η Central Bank of Ireland άρχισε να εποπτεύει την εν λόγω τράπεζα την 1η Ιανουαρίου 2019.
Η τροποποίηση του καταλόγου των τραπεζών που εποπτεύονται από την ΕΚΤ στη διάρκεια του έτους οφείλεται σε αναδιοργανώσεις ομίλων, συγχωνεύσεις και εξαγορές, στη χορήγηση νέων αδειών και σε ανακλήσεις αδειών λειτουργίας.
Το 2018 πέντε τράπεζες διαγράφηκαν από τον κατάλογο των εποπτευόμενων από την ΕΚΤ τραπεζών:
- η Banco Mare Nostrum, S.A. συγχωνεύθηκε με την Bankia S.A.,
- η Nordea Bank AB (publ), Suomen sivuliike, φινλανδικό υποκατάστημα της Nordea, έπαψε να υφίσταται ως ανεξάρτητη οντότητα όταν η μητρική εταιρία Nordea Bank AB (publ) συγχωνεύθηκε με την Nordea Bank Abp,
- η Danske Bank Plc, φινλανδική θυγατρική της Danske Bank A/S, μετέφερε τις εργασίες της στο μητρικό ίδρυμα και έπαψε να υφίσταται,
- η VTB Bank (Austria) AG έπαψε να υφίσταται μετά τη μεταφορά των εργασιών της στην VTB Bank (Europe) S.E. στη Γερμανία, η οποία εποπτεύεται ως λιγότερο σημαντικό ίδρυμα,
- η άδεια λειτουργίας της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ ανακλήθηκε από την ΕΚΤ.
Άλλες τέσσερις τράπεζες συμπεριλήφθηκαν πρόσφατα στον κατάλογο των τραπεζών που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ:
- η δημιουργία του ομίλου Luminor οδήγησε στην προσθήκη της Luminor Bank AS της Εσθονίας και της Luminor Bank AS της Λεττονίας στον κατάλογο των ΣΙ,
- η Banque Internationale à Luxembοurg S.A. άρχισε να υπόκειται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ μετά τον διαχωρισμό της από την Precision Capital S.A.,
- η Nordea Bank Abp in Finland ταξινομήθηκε ως σημαντικό ίδρυμα, καθώς μετέφερε την έδρα της από τη Σουηδία στη Φινλανδία, όπου και της χορηγήθηκε νέα άδεια λειτουργίας.
Το υποκατάστημα της Ολλανδίας της HSBC Bank Plc συνεχίζει να ταξινομείται ως λιγότερο σημαντικό ίδρυμα. Παρότι κάλυψε το κριτήριο σημαντικότητας του μεγέθους, ιδιαίτερες συνθήκες[47] που σχετίζονται με την αναδιοργάνωση του ομίλου HSBC εμπόδισαν την ταξινόμησή του ως ΣΙ.
Ο κατάλογος των εποπτευόμενων οντοτήτων επικαιροποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η τελευταία έκδοση του καταλόγου δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία.
Πίνακας 4
Σημαντικοί και λιγότερο σημαντικοί τραπεζικοί όμιλοι ή μεμονωμένες τράπεζες στον ΕΕΜ μετά την ετήσια αξιολόγηση του 2018
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Σύνολο ενεργητικού των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των εποπτευόμενων οντοτήτων, όπως δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 (με ημερομηνία αναφοράς για τη διάρθρωση των ομίλων την 1η Νοεμβρίου 2018 και για τις αποφάσεις περί χαρακτηρισμού τους ως σημαντικών την 14η Δεκεμβρίου 2018). Η ημερομηνία αναφοράς του συνόλου του ενεργητικού είναι η 31η Δεκεμβρίου 2017 (ή η πιο πρόσφατη διαθέσιμη).
Συνολική αξιολόγηση 2018
Το 2018 η ΕΚΤ δημοσίευσε αναθεωρημένη έκδοση της μεθοδολογίας ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού που εφαρμόζει κατά τις συνολικές αξιολογήσεις. Η αναθεώρηση πραγματοποιήθηκε προκειμένου να αντικατοπτρίζει τις μεταβολές των λογιστικών κανόνων (θέσπιση του ΔΠΧΠ 9) και να αποτυπώνει ακριβέστερα το προφίλ κινδύνου των τραπεζών με επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται κυρίως στις επενδυτικές υπηρεσίες (αυτό αφορά κυρίως τις τράπεζες που μετέφεραν την έδρα τους λόγω του Brexit σε χώρες που συμμετέχουν στον ΕΕΜ).
Επιπλέον, η συνολική αξιολόγηση του Ομίλου Nordea ξεκίνησε το δεύτερο εξάμηνο του 2018 μετά την απόφαση της τράπεζας να μεταφέρει την έδρα της και τη μητρική εταιρία από τη Σουηδία στη Φινλανδία, με αποτέλεσμα να υπαχθεί στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Η αξιολόγηση αναμένεται να ολοκληρωθεί το β΄ τρίμηνο του 2019.
3.1.2 Διαδικασίες χορήγησης αδειών
Αριθμός διαδικασιών
Το 2018 οι ΕΑΑ κοινοποίησαν συνολικά 2.696 διαδικασίες χορήγησης αδειών στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ. Οι εν λόγω κοινοποιήσεις περιλάμβαναν 43 αιτήματα χορήγησης αδειών, 26 ανακλήσεις αδειών λειτουργίας, 82 λήξεις άδειας[48], 100 περιπτώσεις απόκτησης ειδικών συμμετοχών, 419 διαδικασίες ενιαίου διαβατηρίου και 2.026 διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας (επιμέρους αξιολογήσεις διοικητικών στελεχών και μελών εποπτικών οργάνων, προσώπων που είναι επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών και διευθυντών υποκαταστημάτων τρίτων χωρών[49]).
Πίνακας 5
Διαδικασίες χορήγησης αδειών που κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ
Πηγή: ΕΚΤ.
Το 2018 ολοκληρώθηκαν 2.013 διαδικασίες χορήγησης αδειών. Ο αριθμός αυτός ανταποκρίνεται στις 1.168 αποφάσεις,[50] από τις οποίες 526 εγκρίθηκαν από το Εποπτικό Συμβούλιο και το Διοικητικό Συμβούλιο και 642 από ανώτερα διοικητικά στελέχη με βάση το πλαίσιο εκχώρησης αρμοδιοτήτων[51]. Αυτές οι 1.168 αποφάσεις περί αδειών αντιστοιχούν στο 61% περίπου του συνόλου των επιμέρους εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ.
Σε σύγκριση με το 2017, οι διαδικασίες χορήγησης αδειών παρουσίασαν αποκλίνουσες τάσεις: ο αριθμός των διαδικασιών χορήγησης άδειας λειτουργίας και λήξης άδειας λειτουργίας αυξήθηκε, ενώ μειώθηκε ο αριθμός των διαδικασιών για την απόκτηση ειδικής συμμετοχής και την ανάκληση άδειας λειτουργίας, καθώς και των διαδικασιών ενιαίου διαβατηρίου μειώθηκε. Ο αριθμός των διαδικασιών αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας υποχώρησε κατά 10% σε σχέση με το 2017.
Εξελίξεις στις κοινές διαδικασίες
Η πλειονότητα των διαδικασιών χορήγησης αδειών λειτουργίας (περίπου το 81%) αφορούσε την ίδρυση νέων ΛΣΙ. Όπως και το 2017, οι δύο κύριοι παράγοντες που οδήγησαν σε αιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ήταν η αυξανόμενη χρήση των ψηφιακών καινοτομιών για την παροχή υπηρεσιών σε πελάτες της ΕΕ (επιχειρηματικά μοντέλα χρηματοοικονομικής τεχνολογίας – fintech) και η επικείμενη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, που προκάλεσε άνοδο των αιτήσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας τραπεζών στη ζώνη του ευρώ. Το 2019 αναμένεται να διατηρηθούν αυτές οι τάσεις: ο τομέας fintech θα επεκταθεί και θα πραγματοποιηθεί αναδιοργάνωση σε πολλούς τομείς λόγω του Brexit. Το υπόλοιπο 19% των διαδικασιών χορήγησης άδειας λειτουργίας αφορούσε ΣΙ και κυρίως την επέκταση αδειών ώστε να καλύπτεται και η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Μία διαδικασία ΣΙ αφορούσε την ίδρυση νέας θυγατρικής για τη μεταφορά της έδρας μιας παγκοσμίως συστημικώς σημαντικής τράπεζας στη ζώνη του ευρώ.
Όσον αφορά τις πολιτικές χορήγησης άδειας λειτουργίας, τον Μάρτιο του 2018 η ΕΚΤ, μετά από δημόσια διαβούλευση, δημοσίευσε έναν Οδηγό σχετικά με την αξιολόγηση αιτήσεων αδειοδότησης και έναν Οδηγό σχετικά με την αξιολόγηση αιτήσεων αδειοδότησης πιστωτικών ιδρυμάτων χρηματοοικονομικής τεχνολογίας. Σκοπός των οδηγών είναι να συμβάλουν σε κοινές εποπτικές πρακτικές και να αυξήσουν τη διαφάνεια των πολιτικών. Μετά από νέα δημόσια διαβούλευση τον Οκτώβριο του 2018 αναφορικά με το 2ο μέρος του οδηγού σχετικά με την αξιολόγηση αιτήσεων αδειοδότησης, δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2019 μια ενοποιημένη έκδοση.
Οι διαδικασίες ανάκλησης αφορούν κυρίως τράπεζες που διακόπτουν οικειοθελώς την επιχειρηματική τους δραστηριότητα ή που υπόκεινται σε συγχώνευση ή άλλο είδος αναδιάρθρωσης. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν ιδίως την παραίτηση από άδεια λειτουργίας ΣΙ και αναλογούν στο 50% περίπου όλων των διαδικασιών ανάκλησης. Ωστόσο, σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας οφείλεται στην αδυναμία του ιδρύματος να εκπληρώσει τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, όπως καθορίζονται από κοινού από την αντίστοιχη ΕΑΑ και την ΕΚΤ, ή στη μη συμμόρφωση προς τις εθνικές διατάξεις περί πρόληψης και καταστολής του ξεπλύματος χρήματος.
Τα 2/3 των διαδικασιών ειδικών συμμετοχών αφορούσαν ΛΣΙ και το 1/3 σχετιζόταν με ΣΙ. Το 2018 παρατηρήθηκαν μόνο περιορισμένης έκτασης διασυνοριακές δραστηριότητες συγχωνεύσεων και εξαγορών του τραπεζικού τομέα μεταξύ ΣΙ. Αρκετές διαδικασίες σχετίζονταν με την απόκτηση πλειοψηφικού μεριδίου σε ΣΙ από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Η αξιολόγηση αυτών των συναλλαγών απαιτεί εξονυχιστικό έλεγχο, δεδομένης της πολύπλοκης δομής των συναλλαγών, του βραχυπρόθεσμου επενδυτικού ορίζοντα και της χρήσης ενίοτε μοχλευμένης χρηματοδότησης. Εντούτοις, ως προς τον αριθμό, η πλειονότητα των διαδικασιών ειδικών συμμετοχών που κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ το 2018 αφορούσε περιπτώσεις εσωτερικής αναδιοργάνωσης της μετοχικής σύνθεσης των εποπτευόμενων ιδρυμάτων. Η αναδιοργάνωση αυτού του είδους επιδιώκει κυρίως την απλοποίηση της διάρθρωσης του ομίλου ή/και τη μείωση του κόστους, ωστόσο μπορεί επίσης να αποφασίζεται και για λόγους κανονιστικού αρμπιτράζ.
Το ζήτημα του Brexit απαίτησε σημαντικές προσπάθειες από πλευράς εποπτείας το 2018, σε σχέση με την αξιολόγηση των τραπεζών που επιθυμούν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους από οντότητες με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο σε οντότητες με έδρα στη ζώνη του ευρώ. Προς αποτροπή της δημιουργίας εικονικών εταιριών (empty shells), η ΕΚΤ συνεργάστηκε στενά με τις εν λόγω τράπεζες, με αποτέλεσμα να γίνουν σημαντικές προσαρμογές στα σχέδιά τους. Οι προσαρμογές αυτές αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την εσωτερική διακυβέρνηση, τη στελέχωση και την οργάνωση, τις διαδικασίες έγκρισης δανείων και άλλων προϊόντων, τη στρατηγική συγκεντρωτικής διαχείρισης και αντιστάθμισης των κινδύνων και ενδοομιλικές συμφωνίες.
Εξελίξεις στις διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας
Το 2018 η ΕΚΤ χειρίστηκε λιγότερες διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας από ό,τι το 2017. Αυτό εξηγείται από (α) τη μεγαλύτερη σταθερότητα στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών (λιγότερα νέα μέλη συνολικά το 2018) και (β) τη μονιμότερη επίδραση τροποποιήσεων της γαλλικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τις οποίες δεν απαιτούνται πλέον αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας για τον επαναδιορισμό μελών του οργάνου εποπτείας.
Τα 2/3 περίπου των διαδικασιών αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας αφορούσαν μέλη των οργάνων εποπτείας. Το υπόλοιπο 1/3 αφορούσε μέλη των διοικητικών συμβουλίων, πρόσωπα που είναι επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών και διευθυντές υποκαταστημάτων τρίτων χωρών. Για το 1/3 περίπου των διαδικασιών αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας που ολοκληρώθηκαν το 2018 απαιτήθηκε λεπτομερέστερη αξιολόγηση. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, η ΕΚΤ επέβαλε όρους, υποχρεώσεις ή συστάσεις στα αντίστοιχα ΣΙ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένα ζητήματα, π.χ. όσον αφορά την εμπειρία και την αφιέρωση επαρκούς χρόνου από πλευράς ορισμένων μελών της διοίκησης. Οι περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις αφορούσαν μέλη του οργάνου εποπτείας.
Τον Μάιο του 2018 δημοσιεύθηκε επικαιροποιημένη έκδοση του Οδηγού της ΕΚΤ για τις αξιολογήσεις καταλληλότητας, προκειμένου να ευθυγραμιστεί με τις κοινές Κατευθυντήριες γραμμές για την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου και των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις της ΕΑΤ και της ΕΑΚΑΑ.
Το 2018 η ΕΚΤ εντατικοποίησε τον διάλογο με τις τράπεζες που υποβάλλουν τον μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων για αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας και δημοσίευσε ένα επεξηγηματικό βίντεο σχετικά με τις διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας της ΕΚΤ. Στόχος ήταν να ενισχυθεί περαιτέρω η διαφάνεια και η επικοινωνία σχετικά με τις αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας και να υποστηριχθούν οι τράπεζες για την υποβολή ολοκληρωμένων και συνεπών αιτήσεων.
Ο ρόλος που διαδραματίζουν οι αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας στη βελτίωση της διακυβέρνησης των τραπεζών υπογραμμίστηκε επίσης στο δεύτερο συνέδριο για την τραπεζική εποπτεία με τίτλο “Οι προσδοκίες διακυβέρνησης για τις τράπεζες σε ένα μεταβαλλόμενο χρηματοοικονομικό περιβάλλον” (Governance expectations for banks in a changing financial environment), το οποίο διοργανώθηκε στις 22 Μαρτίου 2018.
3.2 Αναφορά παραβάσεων και διαδικασίες επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων
Επιβολή συμμόρφωσης και κυρώσεων
Σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕΜ και τον Κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ, ο καταμερισμός των εξουσιών επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εξαρτάται (α) από τη φύση της παράβασης, (β) τα πρόσωπα που ευθύνονται και (γ) τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν (βλ. Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα 2014).
Το 2018 η ΕΚΤ διαχειρίστηκε 51 διαδικασίες, δηλ. 13% περισσότερες από ό,τι το 2017. Οι εν λόγω διαδικασίες οδήγησαν στην έκδοση 16 αποφάσεων της ΕΚΤ, δηλ. 60% αύξηση έναντι του 2017
Το 2018 η ΕΚΤ ενίσχυσε τις διαδικασίες επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων, προκειμένου να προωθήσει μια αποδοτικότερη και συνεπέστερη προσέγγιση. Παράλληλα, χρησιμοποίησε συχνότερα τις διαδικασίες επιβολής κυρώσεων.
Συνολικά, η ΕΚΤ κίνησε 27 διαδικασίες επιβολής κυρώσεων το 2018. Συνυπολογιζομένων των 24 διαδικασιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη στο τέλος του 2017, η ΕΚΤ διαχειρίστηκε 51 διαδικασίες επιβολής κυρώσεων το 2018 (βλ. Πίνακα 6), δηλ. 13% περισσότερες σε σχέση με τις 45 διαδικασίες που διαχειρίστηκε το 2017. Οι 51 διαδικασίες το 2018 οδήγησαν στην έκδοση 16 αποφάσεων της ΕΚΤ, δηλ. αύξηση 60% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Πίνακας 6
Δραστηριότητα επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων της ΕΚΤ το 2018
Πηγή: ΕΚΤ.
1) Αρκετές αποφάσεις της ΕΚΤ αφορούσαν περισσότερες από μία διαδικασίες.
Το 2018 η ΕΚΤ επέβαλε κυρώσεις σε τρεις περιπτώσεις, ύψους 4,8 εκατ. ευρώ
Από τις 51 διαδικασίες επιβολής κυρώσεων που διεξήχθησαν το 2018, οι 22 σχετίζονταν με πιθανολογούμενες παραβάσεις διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχει ευθεία εφαρμογή (συμπεριλαμβανομένων κανονισμών και αποφάσεων της ΕΚΤ) και διαπράχθηκαν από 13 σημαντικά ιδρύματα. Οι παραβάσεις αυτές, επί των οποίων η ΕΚΤ έχει άμεση αρμοδιότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, καταγράφηκαν στους τομείς των ιδίων κεφαλαίων, των κεφαλαιακών απαιτήσεων, της υποβολής αναφορών, της δημοσιοποίησης και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων. Το 2018 η ΕΚΤ εξέδωσε τρεις αποφάσεις επιβολής κυρώσεων συνολικού ύψους 4,8 εκατ. ευρώ. Οι κυρώσεις επιβλήθηκαν σε τρεις εποπτευόμενες οντότητες για παραβάσεις των κανόνων περί ιδίων κεφαλαίων. Οκτώ από τις 22 διαδικασίες που σχετίζονταν με παραβάσεις διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχει ευθεία εφαρμογή τέθηκαν στο αρχείο στη διάρκεια του 2018, κυρίως διότι κρίθηκε ότι οι πιθανολογούμενες παραβάσεις δεν ήταν ουσιώδεις ή λόγω του ότι δεν υπήρχε νομική βάση για την επιβολή κυρώσεων στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Τρεις από τις εν λόγω οκτώ διαδικασίες τέθηκαν στο αρχείο με απόφαση της ΕΚΤ. Αποφασίστηκε να μη συνεχιστεί η εξέταση των υπόλοιπων πέντε πριν από τη φάση των ακροάσεων. Άλλες 11 διαδικασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη στο τέλος του έτους.
Μετά από αιτήματα της ΕΚΤ να κινηθούν διαδικασίες και αφού αξιολόγησαν τις περιπτώσεις αυτές σύμφωνα με το αντίστοιχο εθνικό δίκαιο, το 2018 οι ΕΑΑ επέβαλαν κυρώσεις συνολικού ύψους 1,33 εκατ. ευρώ
Οι υπόλοιπες 29 από τις 51 διαδικασίες επιβολής κυρώσεων που εξετάστηκαν το 2018, σε σχέση με τις οποίες η ΕΚΤ δεν είχε απευθείας εξουσία επιβολής κυρώσεων και μπορούσε μόνο να υποβάλει αίτημα στις αντίστοιχες ΕΑΑ προκειμένου να κινηθούν διαδικασίες, αφορούσαν (α) πιθανολογούμενες παραβάσεις, εκ μέρους ΣΙ ή φυσικών προσώπων, της εθνικής νομοθεσίας που ενσωματώνει τις διατάξεις της CRD IV και (β) πιθανολογούμενες παραβάσεις, εκ μέρους φυσικών προσώπων, διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχει ευθεία εφαρμογή. Οι διαδικασίες αυτές σχετίζονταν κυρίως με πιθανολογούμενες παραβάσεις των απαιτήσεων διακυβέρνησης. Το 2018 η ΕΚΤ απηύθυνε δέκα αιτήματα προς τις ΕΑΑ προκειμένου να κινήσουν διαδικασίες επιβολής κυρώσεων στο πλαίσιο των εθνικών αρμοδιοτήτων τους. Τρεις από τις 29 διαδικασίες τέθηκαν στο αρχείο το 2018. Μετά από αιτήματα της ΕΚΤ και αφού αξιολόγησαν τις περιπτώσεις αυτές σύμφωνα με το αντίστοιχο εθνικό δίκαιο, το 2018 οι ΕΑΑ επέβαλαν κυρώσεις συνολικού ύψους 1,33 εκατ. ευρώ.
Λεπτομερέστερη ανάλυση ανά θέμα των πιθανολογούμενων παραβάσεων που υπόκεινται σε διαδικασίες επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων οι οποίες διεξήχθησαν το 2018 από την ΕΚΤ παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 10.
Διάγραμμα 10
Οι πιθανολογούμενες παραβάσεις που υπόκεινται σε διαδικασίες επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων σχετίζονται κυρίως με τις απαιτήσεις διακυβέρνησης
Πηγή: ΕΚΤ.
Εάν η ΕΚΤ έχει εύλογες υπόνοιες ότι πιθανώς έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα, ζητά από την αρμόδια ΕΑΑ να παραπέμψει το ζήτημα στις αρμόδιες αρχές για διερεύνηση και ενδεχόμενη ποινική δίωξη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Το 2018 υποβλήθηκε ένα τέτοιο αίτημα στην αρμόδια ΕΑΑ.
Η εμπειρία από την αναφορά παραβάσεων βάσει του άρθρου 23 του Κανονισμού ΕΕΜ
Η ΕΚΤ έχει καθήκον να διασφαλίζει ότι υπάρχουν αποτελεσματικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο να καταγγείλει παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ (πρόκειται για τις λεγόμενες “διαδικασίες καταγγελίας – whistle-blowing”). Έτσι η ΕΚΤ δημιούργησε έναν μηχανισμό αναφοράς παραβάσεων (BRM), ο οποίος περιλαμβάνει μια προδιαμορφωμένη διαδικτυακή πλατφόρμα που είναι προσβάσιμη μέσω του δικτυακού τόπου της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ.
Οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω του μηχανισμού αναφοράς παραβάσεων (BRM) εξετάζονται δεόντως (π.χ. υπολογίζοντας την επίδραση στο προφίλ κινδύνου της τράπεζας) και παρακολουθούνται περαιτέρω (π.χ. ζητώντας περαιτέρω πληροφορίες, διενεργώντας επιτόπιες επιθεωρήσεις ή υιοθετώντας εποπτικά μέτρα).
Το 2018 η ΕΚΤ έλαβε 124 αναφορές παραβάσεων, δηλ. αύξηση 39% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος
Το 2018 η ΕΚΤ έλαβε 124 αναφορές παραβάσεων, αυξημένες κατά 39% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Από αυτές, 93 αφορούσαν πιθανολογούμενες παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ, 75 από τις οποίες κρίθηκε ότι εμπίπτουν στις εποπτικές αρμοδιότητες της ΕΚΤ και 18 στην αρμοδιότητα των ΕΑΑ. Οι υπόλοιπες παραβάσεις αφορούσαν κυρίως ζητήματα σε εθνικό επίπεδο, τα οποία δεν σχετίζονταν με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας (π.χ. προστασία καταναλωτών) και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του BRM.
Οι συνηθέστερες περιπτώσεις αναφορών παραβάσεων αφορούσαν ζητήματα διακυβέρνησης (80%) και ανεπαρκούς υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων (8%). Πλήρης ανάλυση παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 11. Τα ζητήματα διακυβέρνησης αφορούσαν κυρίως τη διαχείριση κινδύνων και τους εσωτερικούς ελέγχους, τις απαιτήσεις καταλληλότητας και επάρκειας των διοικητικών στελεχών και την οργανωτική δομή.[52]
Διάγραμμα 11
Οι πιθανολογούμενες παραβάσεις που αναφέρθηκαν μέσω του μηχανισμού αναφοράς παραβάσεων αφορούσαν κυρίως ζητήματα διακυβέρνησης
Πηγή: ΕΚΤ.
Οι κύριες διερευνητικές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν το 2018 σε σχέση με τις αναφορές παραβάσεων που υποβλήθηκαν ήταν:
- εσωτερική αξιολόγηση με βάση τα υπάρχοντα έγγραφα (45% των περιπτώσεων),
- αιτήματα προς την εποπτευόμενη οντότητα για εσωτερική έρευνα/επιθεώρηση ή υποβολή εγγράφων/εξηγήσεων (40% των περιπτώσεων),
- επιτόπιες επιθεωρήσεις (15% των περιπτώσεων).
Τέλος, το 2018 η ΕΚΤ βελτιστοποίησε την αξιολόγηση και τον χειρισμό των εισερχόμενων αναφορών παραβάσεων, εξασφαλίζοντας τη δέουσα ανταπόκριση με αποτελεσματικό και έγκαιρο τρόπο παρά τον μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων.
4.1 Ευρωπαϊκή και διεθνής συνεργασία
Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ διαθέτουν υποκαταστήματα και θυγατρικές σε 104 χώρες εκτός ΕΕ (στοιχεία 31ης Δεκεμβρίου 2017)
Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν παρουσία σε περισσότερες από 100 χώρες εκτός ΕΕ και ο ΕΕΜ συνεργάζεται εκτενώς με εποπτικές αρχές εντός και εκτός της ΕΕ. Η ΕΚΤ δεσμεύεται να διευκολύνει αυτή τη συνεργασία συμμετέχοντας στα σώματα εποπτών και αναπτύσσοντας συναφή εργαλεία, όπως Μνημόνια Συνεργασίας και ειδικές συμφωνίες ανά περίπτωση. Μέχρι στιγμής, διαπραγματεύσεις Μνημονίων Συνεργασίας έχουν γίνει μεταξύ άλλων με εποπτικές αρχές χωρών της ΕΕ εκτός της ζώνης του ευρώ, εποπτικές αρχές τρίτων χωρών και εθνικές αρχές εποπτείας της αγοράς.
4.1.1 Συνεργασία με άλλες εποπτικές αρχές
Συνεργασία με εποπτικές αρχές εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου
Η ΕΚΤ συνεργάζεται συχνά με τις ΕΑΑ κρατών-μελών της ΕΕ που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις της CRD IV όσον αφορά τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών στην ΕΕ.
Επίσης η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έχει συνάψει μέχρι στιγμής τρία Μνημόνια Συνεργασίας με εθνικές αρχές εποπτείας της αγοράς χωρών της ζώνης του ευρώ. Τα εν λόγω μνημόνια βασίζονται σε ένα υπόδειγμα που έχουν διαμορφώσει από κοινού η ΕΚΤ και η ΕΑΚΑΑ.
Συνεργασία με εποπτικές αρχές τρίτων χωρών
Σταδιακά, υποχωρεί η εξάρτηση από τα υφιστάμενα Μνημόνια Συνεργασίας μεταξύ ΕΑΑ της ζώνης του ευρώ και εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, καθώς υπογράφονται Μνημόνια Συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και εποπτικών αρχών τρίτων χωρών
Η ΕΚΤ επιδιώκει να αναπτύσσει εποικοδομητική συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών και να διευκολύνει τη συνεχή διασυνοριακή εποπτεία. Όπου ήταν εφικτό, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ προσχώρησε σε υπάρχοντα μνημόνια που είχαν συνάψει ΕΑΑ της ζώνης του ευρώ με εποπτικές αρχές τρίτων χωρών πριν από την ίδρυση του ΕΕΜ. Σε ορισμένες περιπτώσεις η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ χρειάστηκε να αναπτύξει προσαρμοσμένες λύσεις συνεργασίας. Το 2015 η ΕΚΤ άρχισε να συνάπτει δικά της Μνημόνια Συνεργασίας με εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, έτσι ώστε να μη βασίζεται στα υπάρχοντα μνημόνια μεταξύ των ΕΑΑ της ζώνης του ευρώ και των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών.
Μέχρι στιγμής, τα καθεστώτα απορρήτου 40 εποπτικών αρχών από τρίτες χώρες έχουν αξιολογηθεί ως ισοδύναμα
Προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέπεια σε επίπεδο ΕΕ, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με το Δίκτυο της ΕΑΤ το οποίο αξιολογεί την ισοδυναμία των καθεστώτων απορρήτου των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών. Μνημόνιο εποπτικής συνεργασίας μπορεί να συναφθεί μόνο αφού διαπιστωθεί η απαιτούμενη ισοδυναμία επαγγελματικού απορρήτου.
Συνεργασία με τις εποπτικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το Brexit
Θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι θα συνεχιστεί η εποπτική συνεργασία με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το Brexit
Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί σημαντικό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο και οι τράπεζές του λειτουργούν τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στη ζώνη του ευρώ. Εν όψει της σχεδιαζόμενης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με τις βρετανικές αρχές προκειμένου να σχεδιάσουν ένα πλαίσιο συνεργασίας που θα επιτρέψει τη συνεχιζόμενη και ομαλή εποπτική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών (για περισσότερες πληροφορίες για το Brexit βλ. Πλαίσιο 3).
Πλαίσιο 3
Προετοιμασία για το Brexit
Οι συναφείς με το Brexit εργασίες της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ επικεντρώθηκαν το 2018 σε δύο αντικείμενα: (α) στην αξιολόγηση των σχεδίων των διεθνών τραπεζών που επιθυμούν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους από το Ηνωμένο Βασίλειο στη ζώνη του ευρώ και (β) στον ενδελεχή έλεγχο της ετοιμότητας των τραπεζών που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ και λειτουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στη διάρκεια του έτους, η ΕΚΤ ενημέρωσε με σαφήνεια τις τράπεζες ότι θα πρέπει να είναι έτοιμες για παν ενδεχόμενο, συμπεριλαμβανομένου ενός σεναρίου αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς τη σύναψη συμφωνίας και χωρίς μεταβατική περίοδο (hard Brexit). Από τις τράπεζες που επιθυμούν να μετεγκατασταθούν στη ζώνη του ευρώ ζητήθηκε να υποβάλουν εγκαίρως αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και άλλων συναφών αδειών από την ΕΚΤ, το αργότερο μέχρι το τέλος του β΄ τριμήνου του 2018.
Ως εκ τούτου ο αριθμός των διαδικασιών χορήγησης αδειών που αξιολόγησαν η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ αυξήθηκαν σημαντικά το 2018. Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ επίσης αξιολόγησαν τα σχέδια των τραπεζών που, λόγω του Brexit, επιθυμούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητες των ήδη υφιστάμενων οντοτήτων τους στη ζώνη του ευρώ. Σε όλες τις περιπτώσεις δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην ύπαρξη επαρκούς διαχείρισης κινδύνων και των συναφών δυνατοτήτων προκειμένου να αποφευχθεί η ίδρυση εικονικών εταιριών (empty shells) στη ζώνη του ευρώ. Οι εποπτικές αρχές δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην εσωτερική οργάνωση και στη διακυβέρνηση των τραπεζών, τις δυνατότητες διαχείρισης των κινδύνων σε τοπικό επίπεδο και τις προτεινόμενες πρακτικές συγκεντρωτικής διαχείρισης των κινδύνων.[53]
Μέχρι το τέλος του 2018 οι περισσότερες τράπεζες που μετεγκαθίστανται στη ζώνη του ευρώ είχαν σημειώσει εύλογη πρόοδο στις προετοιμασίες τους – ωθούμενες από τις εποπτικές προσδοκίες που είχαν αναπτυχθεί από κοινού με τις εθνικές αρχές. Συνολικά τα βασικότερα εποπτικά ζητήματα που είχε διαπιστώσει η ΕΚΤ αφορούν τις πρακτικές συγκεντρωτικής διαχείρισης των κινδύνων και τα επιχειρηματικά μοντέλα λειτουργίας. Οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν τον διάλογό τους με τις τράπεζες το 2019 προκειμένου να αντιμετωπίσουν τυχόν εναπομένοντα ζητήματα και να παρακολουθήσουν την εφαρμογή των σχεδίων μετεγκατάστασης.
Όσον αφορά τις τράπεζες που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ και έχουν δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ΕΚΤ, ως άμεση αρχή εποπτείας, τους ζήτησε να καταρτίσουν εγκαίρως και να παρουσιάσουν σχετικά σχέδια που να ανταποκρίνονται στις εποπτικές προσδοκίες της. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον επιμελή σχεδιασμό μέτρων έκτακτης ανάγκης που να καλύπτουν όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, και στις επαρκείς προετοιμασίες και σχέδια για τα υποκαταστήματα που λειτουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Επίσης η ΕΚΤ εξακολούθησε να γνωστοποιεί τις εποπτικές της προσδοκίες μέσω επικαιροποίησης των Συχνών Ερωτήσεων στον δικτυακό τόπο της τραπεζικής εποπτείας και σε διμερείς συζητήσεις με εποπτευόμενα ιδρύματα. Επιπλέον, διοργανώθηκαν εργαστήρια με τον τραπεζικό κλάδο προκειμένου να συζητηθούν ζητήματα σχετικά με τις πρακτικές συγκεντρωτικής διαχείρισης των κινδύνων και τη διαχείριση κινδύνου. Η ΕΚΤ επίσης δημοσίευσε στο Ενημερωτικό Δελτίο του ΕΕΜ κεντρικά μηνύματα και δηλώσεις για το Brexit και σκοπεύει να δημοσιεύσει κι άλλα σχετικά άρθρα στη διάρκεια του 2019.
Επόμενα βήματα
Καθώς πλησιάζει η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, το 2019 θα είναι κρίσιμο έτος όσον αφορά τις εργασίες της ΕΚΤ για το Brexit. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρακολουθεί την εφαρμογή των σχεδίων και τις προετοιμασίες των τραπεζών, καθώς και τη συμμόρφωσή τους με τις εποπτικές προσδοκίες του ΕΕΜ. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ άρχισε επίσης να αναλαμβάνει την άμεση εποπτεία ιδρυμάτων που, εξαιτίας της μεταφοράς δραστηριοτήτων λόγω του Brexit, πλέον χαρακτηρίζονται ως σημαντικά. Στη διάρκεια του 2019 θα υπαχθούν στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ κι άλλα σημαντικά ιδρύματα. Γενικά, το εποπτικό έργο που συνδέεται με το Brexit το 2019 θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία των πολιτικών διαπραγματεύσεων και από το αν θα εγκριθεί τελικά συμφωνία αποχώρησης που θα προβλέπει μεταβατική περίοδο. Η ΕΚΤ θα παρακολουθεί στενά τις πολιτικές εξελίξεις και θα κρίνει αν πρέπει να τροποποιηθούν οι εποπτικές της προσδοκίες.
4.1.2 Σώματα εποπτών
Τα σώματα εποπτών αποτελούν τη βάση για την από κοινού αξιολόγηση των κινδύνων και τη λήψη αποφάσεων για τις απαιτήσεις κεφαλαίου και ρευστότητας των διασυνοριακών διεθνών τραπεζών
Τα σώματα εποπτών (colleges of supervisors) είναι μόνιμες αλλά ευέλικτες δομές συντονισμού και αποτελούνται από τις αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων. Τα σώματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ με παρουσία σε χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ.
Στο τέλος του 2018 η ΕΚΤ συμμετείχε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε 29 σώματα εποπτών της ΕΕ, στις οποίες προήδρευσαν οι αντίστοιχες ΜΕΟ. Ο αριθμός μειώθηκε κατά ένα σώμα εποπτών σε σχέση με το 2017, επειδή δύο τράπεζες βρίσκονται σε διαδικασία αναδιοργάνωσης, ενώ ιδρύθηκε ένα νέο σώμα για τη Nordea, αφού μετέφερε την έδρα της σε κράτος-μέλος της ζώνης του ευρώ.
Επίσης λόγω της μετεγκατάστασης της Nordea στη ζώνη του ευρώ, ο αριθμός των διασυνοριακών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτη-μέλη της ΕΕ εκτός της ζώνης του ευρώ και λειτουργούν μέσω ΣΙ στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε από επτά το 2017 σε έξι. Η ΕΚΤ συμμετέχει στα σώματα που ασχολούνται με αυτές τις τράπεζες ως ενεργό μέλος, εκπροσωπούμενη από τη ΜΕΟ που εποπτεύει την αντίστοιχη θυγατρική ή υποκατάστημα. Με αυτό τον τρόπο η ΕΚΤ συνεισφέρει στην ενοποιημένη εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων.
Τέσσερα ΣΙ έχουν ουσιώδεις διασυνοριακές δραστηριότητες εκτός ΕΕ. Η ΕΚΤ ίδρυσε σώματα εποπτών γι’ αυτές τις τράπεζες και μεριμνά για τη λειτουργία τους, προκειμένου να διευκολύνει τον συντονισμό και την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις εμπλεκόμενες εποπτικές αρχές.
Τέλος, έξι τράπεζες που εδρεύουν εκτός ΕΕ έχουν σημαντικές θυγατρικές στη ζώνη του ευρώ. Η ΕΚΤ συμμετέχει στα αντίστοιχα σώματα ως αρχή της επικράτειας υποδοχής. Με αυτόν της τον ρόλο, συμβάλλει εποικοδομητικά στους σκοπούς του σώματος εποπτών και της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, στο πλαίσιο διεθνών προτύπων και συμβάσεων.
Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ το 2019 αναμένεται να αλλάξει σημαντικά το τοπίο όσον αφορά τα σώματα εποπτών. Από τη μία πλευρά οι θυγατρικές και τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ στο Ηνωμένο Βασίλειο θα γίνουν οντότητες τρίτης χώρας. Οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θα γίνουν παρατηρητές από τρίτη χώρα στα σώματα των οποίων ηγείται η ΕΚΤ. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου θα γίνουν ιδρύματα τρίτης χώρας και τα υπάρχοντα σώματα που δημιουργήθηκαν βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αναμένεται να μετατραπούν σε σώματα εκτός ΕΕ. Τέλος, αρκετά ιδρύματα σχεδιάζουν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους από το Ηνωμένο Βασίλειο στη ζώνη του ευρώ. Η ΕΚΤ, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενδέχεται να χρειαστεί να ιδρύσει πολλά νέα σώματα εποπτών και να αναλάβει τη λειτουργία τους. Παρομοίως η ΕΚΤ μπορεί να γίνει εποπτική αρχή υποδοχής στα σώματα εποπτών των τρίτων χωρών.
4.1.3 Η τρέχουσα κατάσταση ως προς τη στενή συνεργασία
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν έχουν ως νόμισμά τους το ευρώ μπορούν να συμμετάσχουν στον ΕΕΜ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας. Οι βασικοί όροι που διέπουν τη στενή συνεργασία καθορίζονται στο άρθρο 7 του Κανονισμού ΕΕΜ και οι διαδικαστικές πτυχές προβλέπονται στην Απόφαση ΕΚΤ/2014/5.
Τον Ιούλιο του 2018 η Βουλγαρία υπέβαλε επίσημο αίτημα για στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της κεντρικής τράπεζας της Βουλγαρίας και έτσι έγινε το πρώτο κράτος-μέλος εκτός της ζώνης του ευρώ που προέβη σε επίσημες ενέργειες για τη συμμετοχή του στην τραπεζική ένωση.
Η ΕΚΤ θα αποφανθεί επί του θέματος μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του βουλγαρικού αιτήματος. Προς τον σκοπό αυτό η ΕΚΤ θα διεξαγάγει συνολική αξιολόγηση έξι πιστωτικών ιδρυμάτων της Βουλγαρίας, καθώς και αξιολόγηση της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη και την πρακτική εφαρμογή της. Παράλληλα, η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με την Българска народна банка (κεντρική τράπεζα της Βουλγαρίας), την αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να στηρίξει την ομαλή ενσωμάτωσή της στον ΕΕΜ.
4.1.4 Επιτροπή Επανεξέτασης της ΕΑΤ
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εξακολούθησε να συνεισφέρει ενεργά στην Επιτροπή Επανεξέτασης της ΕΑΤ. Η εν λόγω επιτροπή διοργανώνει και διεξάγει σε τακτά χρονικά διαστήματα αλληλοαξιολογήσεις των δραστηριοτήτων των ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας με σκοπό τη μεγαλύτερη συνέπεια των εποπτικών αποτελεσμάτων. Οι αξιολογήσεις εξετάζουν τον βαθμό σύγκλισης κατά την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας όσον αφορά τις βέλτιστες πρακτικές που έχουν αναπτύξει οι σχετικές αρχές.
Το 2018 η Επιτροπή Επανεξέτασης της ΕΑΤ διεξήγαγε αλληλοαξιολόγηση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις κοινοποιήσεις διαδικασιών ενιαίου διαβατηρίου σύμφωνα με τα άρθρα 35, 36 και 39 της CRD IV. Σκοπός ήταν να αξιολογηθεί το επίπεδο λεπτομέρειας και η εγκαιρότητα των σχετικών πληροφοριών που παρέχουν οι τράπεζες στις εθνικές αρχές και στις αρχές των χωρών υποδοχής. Επίσης αξιολόγησε αν οι εθνικές αρχές ήταν ικανοποιημένες από τις πληροφορίες που έλαβαν και αν οι αρχές των χωρών υποδοχής έλαβαν τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να μπορούν να προετοιμαστούν για την εποπτεία.
Στη ζώνη του ευρώ η ΕΚΤ έχει την τελική ευθύνη για τις διαδικασίες έκδοσης ενιαίου διαβατηρίου σχετικά με τα ΣΙ εντός και εκτός του ΕΕΜ. Η ΕΚΤ παρακολουθεί αυτές τις διαδικασίες, τμήματα των οποίων διεξάγονται με την αρωγή των ΕΑΑ (όπως η συλλογή των κοινοποιήσεων από τα ΣΙ και η διεξαγωγή αρχικών αξιολογήσεων ως προς την πληρότητά τους).
Η αλληλοαξιολόγηση συμπέρανε ότι η ΕΚΤ έχει πλήρως ολοκληρωμένες διαδικασίες. Ωστόσο, η αξιολόγηση βοήθησε να εντοπιστούν οι τομείς που επιδέχονται βελτίωση ή απλούστευση των διαδικασιών – θέματα πάνω στα οποία εργάζονται ήδη η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ.
4.1.5 Προγράμματα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα του ΔΝΤ
Τα Προγράμματα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα του ΔΝΤ (Financial Sector Assessment Programs – FSAP) αποτελούν συνολικές, εις βάθος αξιολογήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα μιας χώρας. Περιλαμβάνουν (α) τον εντοπισμό σημαντικών αδυναμιών και την αξιολόγηση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, (β) την αξιολόγηση του πλαισίου πολιτικής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα μιας χώρας, του εποπτικού πλαισίου και των συναφών πρακτικών και (γ) την αξιολόγηση του χρηματοοικονομικού πλέγματος ασφαλείας και της ικανότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος να διαχειριστεί και να επιλύσει μια χρηματοπιστωτική κρίση.
Το FSAP του ΔΝΤ για τη ζώνη του ευρώ ολοκληρώθηκε το 2018
Τον Ιανουάριο του 2017 ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΕΕ ζήτησε από το ΔΝΤ να διενεργήσει το πρώτο FSAP για την ΕΕ/ζώνη του ευρώ, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη η νέα αρχιτεκτονική για την εποπτεία και την εξυγίανση των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ. Το πρόγραμμα ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2017 και τα συμπεράσματά του δημοσιοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 2018. Επικεντρώθηκε, μεταξύ άλλων, στην τραπεζική εποπτεία και τη διαχείριση κρίσεων των ΣΙ. Προς τον σκοπό αυτό, το ΔΝΤ διεξήγαγε (α) λεπτομερή αξιολόγηση των βασικών αρχών αποτελεσματικής τραπεζικής εποπτείας της Επιτροπής της Βασιλείας[54] και βαθμολόγησε τη συμμόρφωση και (β) ανάλυση των διευθετήσεων για την εξυγίανση τραπεζών και τη διαχείριση κρίσεων στη ζώνη του ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη τα Βασικά Χαρακτηριστικά για Αποτελεσματικά Καθεστώτα Εξυγίανσης των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Επιπλέον, το ΔΝΤ αξιολόγησε τη φερεγγυότητα του τραπεζικού τομέα στο πλαίσιο της αξιολόγησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για τους σκοπούς του FSAP. Το 2018 τα πορίσματα αυτού του FSAP λήφθηκαν υπόψη στις διαβουλεύσεις του ΔΝΤ με τις χώρες της ζώνης του ευρώ σύμφωνα με το Άρθρο IV.
Συστάσεις βάσει του FSAP προς την ΕΚΤ και τους νομοθέτες
Η ΕΚΤ χαιρέτισε το αποτέλεσμα του FSAP που διενήργησε το ΔΝΤ για τη ζώνη του ευρώ. Ορισμένες από τις σχετικές συστάσεις απαιτούν ενέργειες από πλευράς ΕΚΤ προκειμένου να προσαρμοστούν οι εσωτερικές δομές ή/και διαδικασίες της. Σε ό,τι αφορά την τραπεζική εποπτεία, συνιστάται στην ΕΚΤ: (α) να συνεχίσει τις προσπάθειές της για εξορθολογισμό των εσωτερικών διεργασιών και διαδικασιών λήψης αποφάσεων, καθώς έχουν ήδη οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική χρήση των πόρων και πιο έγκαιρες αντιδράσεις σε ανακύπτοντα ζητήματα εποπτείας, (β) να εξασφαλίσει το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για τις εργασίες των ΜΕΟ και των επιτόπιων επιθεωρήσεων μέσω σχετικών διευθετήσεων με τις ΕΑΑ και (γ) να βελτιώσει ορισμένες πτυχές της εποπτικής της προσέγγισης, όπως τις εποπτικές προσδοκίες της, όπου θα πρέπει να αυξηθεί η διαφάνεια, και την εποπτεία του κινδύνου ρευστότητας. Πολλές άλλες συστάσεις αφορούν την τροποποίηση του κοινοτικού δικαίου από τους συννομοθέτες της ΕΕ. Μία από αυτές είναι η σύσταση για περαιτέρω εναρμόνιση των ευρωπαϊκών κανονιστικών απαιτήσεων προκειμένου να αποφεύγεται ο κατακερματισμός σε εθνικό επίπεδο, καθώς και η σύσταση να χορηγηθεί στην ΕΚΤ εποπτική εξουσία επί όλων των σημαντικών μορφών πιστωτικής διαμεσολάβησης στη ζώνη του ευρώ. Αυτό σχετίζεται με την εποπτεία υποκαταστημάτων τρίτων χωρών και, κυρίως, διασυνοριακών επενδυτικών εταιριών. Μια άλλη συναφής σύσταση αφορά την περαιτέρω ευθυγράμμιση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας με τα πρότυπα της Βασιλείας. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έχει καταρτίσει ένα σχέδιο δράσης προκειμένου να ανταποκριθεί στις συστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο της εποπτικής αρμοδιότητας της ΕΚΤ. Το σχέδιο έχει εγκριθεί από το Εποπτικό Συμβούλιο.
Στα εθνικά FSAP που θα εκπονήσει στο μέλλον, το ΔΝΤ θα εξακολουθήσει να υιοθετεί μια ολιστική θεώρηση του επισκοπούμενου τραπεζικού συστήματος, αποφεύγοντας επικαλύψεις με τα FSAP της ζώνης του ευρώ. Κατ’ αναλογία με τον χειρισμό της νομισματικής πολιτικής στις εθνικές εκθέσεις του ΔΝΤ βάσει του Άρθρου IV, τα εθνικά FSAP δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου της ΕΚΤ/του ΕΕΜ. Αυτή η γενική προσέγγιση θα επιτρέψει στο ΔΝΤ να ευθυγραμμίσει το πεδίο εφαρμογής των εθνικών FSAP και των FSAP για τη ζώνη του ευρώ με τη νέα αρχιτεκτονική για την τραπεζική εποπτεία και εξυγίανση στην ΕΕ. Θα βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι η εποπτεία που ασκεί το ΔΝΤ και οι συμβουλές που παρέχει παραμένουν αποτελεσματικές και χρήσιμες για όλες τις εμπλεκόμενες αρχές. Το 2018 το ΔΝΤ ολοκλήρωσε το εθνικό FSAP για το Βέλγιο[55] και ξεκίνησε FSAP για τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Μάλτα. Εθνικό FSAP για την Αυστρία έχει προγραμματιστεί για το 2019.
4.2 Συμβολή στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού και διεθνούς κανονιστικού πλαισίου
4.2.1 Συμβολή στη διαδικασία της Βασιλείας
Το 2018 η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) επικεντρώθηκε στην ολοκλήρωση πρωτοβουλιών πολιτικής που ήταν σε εξέλιξη, την αξιολόγηση του αντικτύπου των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν μετά την κρίση και την προώθηση ισχυρής εποπτείας. Η ΕΚΤ, η οποία συμμετέχει ενεργά στο έργο της BCBS, συνέβαλε συμμετέχοντας σε συζητήσεις πολιτικής, παρέχοντας τεχνογνωσία στο πλαίσιο διαφόρων ομάδων της BCBS (π.χ. στο θέμα του κανονιστικού αρμπιτράζ), συμπράττοντας με μέλη της BCBS στην ΕΕ και σε όλο τον κόσμο και συμβάλλοντας στις σχετικές αναλύσεις επιπτώσεων. Η ΕΚΤ συμμετείχε κυρίως στο έργο επί της δέσμης μεταρρυθμίσεων του πλαισίου Βασιλεία ΙΙΙ.
Καθώς το ενδιαφέρον στρέφεται στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν, η ΕΚΤ υποστηρίζει τα νομοθετικά όργανα και την BCBS ώστε να εξασφαλίσει ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι αποτελεσματικές
Το 2018 η BCBS συνέχισε το έργο της για τη διασφάλιση πλήρους, έγκαιρης και συνεπούς εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙΙ και, γενικότερα, για την προώθηση ισχυρής τραπεζικής εποπτείας. Το έργο αυτό θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.
Η BCBS επίσης εγκαινίασε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εργασίας για την αξιολόγηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοστεί μετά την κρίση. Το πρόγραμμα θα αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των επιμέρους προτύπων, την αλληλεπίδραση μεταξύ των προτύπων, τη συνοχή τους και τον κίνδυνο κανονιστικού αρμπιτράζ, καθώς και τις ευρύτερες μακροοικονομικές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων μετά την περίοδο της κρίσης. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να συμβάλλει ενεργά στις προγραμματισμένες εργασίες της BCBS.
4.2.2 Η ευρωπαϊκή νομοθετική ατζέντα
Η ΕΚΤ συνεισέφερε στις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ και το 2018. Όσον αφορά την αναθεώρηση της κοινοτικής τραπεζικής νομοθεσίας (CRR/CRD IV, BRRD και SRMR), η ΕΚΤ χαιρέτισε το αποτέλεσμα των πολιτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Δεκέμβριο του 2018, που προετοίμασε το έδαφος για την τελική υιοθέτηση της νομοθεσίας πριν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019. Η εν λόγω νομοθεσία αποτελεί σημαντικό ορόσημο στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα μέσω της εφαρμογής διεθνών προτύπων και στην περαιτέρω μείωση των κινδύνων. Έτσι θα επιτευχθεί περαιτέρω πρόοδος προς την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, συμπεριλαμβανομένου ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ συνέχισε να συνεισφέρει στις εργασίες της ειδικής ομάδας εργασίας για την ενίσχυση της τραπεζικής ένωσης.
Το 2018 η ΕΚΤ επίσης συμμετείχε σε άλλα νομοθετικά θέματα και συγκεκριμένα στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη ρύθμιση των επενδυτικών εταιριών, τις καλυμμένες ομολογίες, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της ΕΑΤ όσον αφορά την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΕΚΤ εξέδωσε γνώμες όπου καταγράφονταν οι συμβουλές της προς τους συννομοθέτες.[56]
4.2.3 Συμβολή στο έργο της ΕΑΤ
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και η ΕΑΤ συνεργάζονται στενά σε διάφορους τομείς – απόδειξη ο μεγάλος αριθμός στελεχών της ΕΚΤ που συμμετέχει σε επιτροπές και ομάδες εργασίας της ΕΑΤ
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ είχε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ προς επίτευξη των κοινών στόχων τους, που είναι η ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και η προώθηση συνεπούς εποπτείας σε όλο τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα.
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέβαλε ενεργά στο έργο της ΕΑΤ σε όλα τα επίπεδα. Το 2018 στελέχη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ συμμετείχαν σε 50 συνολικά ομάδες εργασίας της ΕΑΤ, στις τέσσερις από τις οποίες ως προεδρεύοντες ή συμπροεδρεύοντες. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συμμετείχε στο Συμβούλιο Εποπτών της ΕΑΤ ως μέλος χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Μεταξύ των αντικειμένων συνεργασίας είναι η εφαρμογή της δέσμης μέτρων για την οριστικοποιημένη δέσμη για τη Βασιλεία ΙΙΙ, οι προετοιμασίες για το Brexit, η επικύρωση υποδειγμάτων, οι αξιολογήσεις καταλληλότητας, η εξωτερική ανάθεση εργασιών, η υποδομή EUCLID και η μείωση των ΜΕΔ
Η συνεργασία μεταξύ ΕΑΤ και Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ κάλυψε σειρά θεμάτων. Η ΕΚΤ συνέβαλε, για παράδειγμα, στην απάντηση της ΕΑΤ ύστερα από την έκκληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συμβουλές σχετικά με την εφαρμογή της οριστικοποιημένης δέσμης για τη Βασιλεία ΙΙΙ. Εξάλλου, η ΕΚΤ συνεισέφερε στη Γνώμη της ΕΑΤ σχετικά με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ[57] (βλ. Πλαίσιο 4) και τα τεχνικά πρότυπα και κατευθυντήριες γραμμές για τα εσωτερικά υποδείγματα και την επικύρωση υποδειγμάτων της ΕΑΤ.[58]
Μια άλλη πτυχή που έχει κεντρική σημασία για την εποπτεία είναι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των διευθετήσεων διακυβέρνησης των τραπεζών και της καταλληλότητας των μελών των διοικητικών συμβουλίων. Ο αναθεωρημένος Οδηγός για τις αξιολογήσεις της καταλληλότητας, που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2018, ακολουθεί την ορολογία που χρησιμοποιείται στην CRD IV, τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΚΑΑ και της ΕΑΤ για την καταλληλότητα και τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με την εσωτερική διακυβέρνηση. Αυτό αντανακλά τις εργασίες για την αναθεώρηση των κατευθυντηρίων γραμμών για τις διευθετήσεις για τις εξωτερικές αναθέσεις εργασιών, που αποτέλεσαν αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης της ΕΑΤ το 2018 (βλ. Ενότητα 1.4).
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επίσης συνέβαλε στην πρόοδο του ευρωπαϊκού σχεδίου δράσης για τα ΜΕΑ (βλ. Ενότητα 1.2). Τον Οκτώβριο του 2018 η ΕΑΤ οριστικοποίησε τις κατευθύνσεις για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων και υπό ρύθμιση ανοιγμάτων, που ευθυγραμμίζονται με τις κατευθύνσεις της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ για τα ΜΕΔ. Όσον αφορά τη συγκέντρωση και τη χαρτογράφηση εποπτικών πληροφοριών για τον τραπεζικό κλάδο στην Ευρώπη, η ΕΑΤ και η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ αναπτύσσουν την ευρωπαϊκή κεντροποιημένη υποδομή για τα εποπτικά στοιχεία (EUCLID). Το 2018 η ομάδα δράσης ΕΑΤ/ΕΚΤ για την εφαρμογή της υποδομής EUCLID επέβλεψε τις κοινές προσπάθειες και διεξήγαγε τεχνικά εργαστήρια για να διασφαλίσει την ευθυγράμμιση των υποδειγμάτων, την κατηγοριοποίηση των οντοτήτων και τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας συμμόρφωσης ή αιτιολόγησης της ΕΑΤ, η ΕΚΤ απηύθυνε γνωστοποιήσεις για επτά κατευθυντήριες γραμμές, μία κατευθυντήρια γραμμή κοινής επιτροπής και τρεις συστάσεις
Η ΕΑΤ ακολουθεί μια διαδικασία συμμόρφωσης ή αιτιολόγησης προκειμένου να ενισχύσει την κανονιστική εναρμόνιση στην ΕΕ.[59] Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία, η ΕΚΤ, ως αρμόδια αρχή για την άμεση εποπτεία των ΣΙ, οφείλει να γνωστοποιεί στην ΕΑΤ αν συμμορφώνεται ή σκοπεύει να συμμορφωθεί με τις εκάστοτε νέες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδει. Το 2018 η ΕΚΤ απηύθυνε στην ΕΑΤ γνωστοποιήσεις για επτά κατευθυντήριες γραμμές, μία κατευθυντήρια γραμμή κοινής επιτροπής και τρεις συστάσεις, όπως καταγράφεται και στον δικτυακό τόπο της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ.[60] Σε όλες τις μέχρι στιγμής περιπτώσεις, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έχει ενημερώσει την ΕΑΤ για το ότι συμμορφώνεται ή σκοπεύει να συμμορφωθεί με τις σχετικές Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΑΤ.
4.2.4 Συμβολή στο έργο του ΣΧΣ
Το 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέβαλε ενεργά στο έργο του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ), ιδίως στους τομείς της εποπτικής και κανονιστικής συνεργασίας, της εφαρμογής των προτύπων και της εξυγίανσης. Επίσης, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συμμετείχε στις συνεδριάσεις της περιφερειακής ομάδας διαβούλευσης για την Ευρώπη του ΣΧΣ.
Επί του παρόντος το ΣΧΣ δίνει έμφαση στην παρακολούθηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο παγκοσμίως και στην αξιολόγηση των επιπτώσεών τους. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συμμετέχει ενεργά στις σχετικές πρωτοβουλίες του ΣΧΣ, που αποβλέπουν στην αξιολόγηση των επιδράσεων των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων σε συγκεκριμένες μορφές δανεισμού, με σκοπό παράλληλα να τονίσει πώς η σταθερότητα και η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού κλάδου ωφελούν τη διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να συμβάλλει στο έργο του ΣΧΣ επί σειράς σημαντικών θεμάτων πολιτικής, όπως το πρόβλημα των ιδρυμάτων που είναι πολύ μεγάλα για να αφεθούν να καταρρεύσουν (too big to fail), η εξυγίανση των τραπεζών, η διαχείριση κρίσεων και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τη χρήση νέων τεχνολογιών στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
5.1 Εκπλήρωση των υποχρεώσεων λογοδοσίας
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέχισε να συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ
Η παρούσα Ετήσια Έκθεση συνιστά έναν από τους κύριους διαύλους λογοδοσίας της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ, όπως ορίζεται στον Κανονισμό ΕΕΜ. Ο Κανονισμός ορίζει ότι τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ θα πρέπει να υπόκεινται στις δέουσες υποχρεώσεις διαφάνειας και λογοδοσίας. Η ΕΚΤ αποδίδει μεγάλη σημασία στη διατήρηση και πλήρη εφαρμογή του πλαισίου λογοδοσίας, το οποίο προσδιορίζεται λεπτομερώς στη Διοργανική Συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ΕΚΤ και στο Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ του Συμβουλίου της ΕΕ και της ΕΚΤ.
Όσον αφορά τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το 2018 η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου (α) παρουσίασε ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων την Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα 2017 (26 Μαρτίου), ενώ επίσης συμμετείχε (β) σε δύο τακτικές δημόσιες ακροάσεις (19 Ιουνίου και 20 Νοεμβρίου) και (γ) σε τέσσερις έκτακτες ανταλλαγές απόψεων (26 Μαρτίου, 19 Ιουνίου και 9 Σεπτεμβρίου) στο πλαίσιο της ίδιας επιτροπής. Μεταξύ των σημαντικότερων ζητημάτων που συζητήθηκαν ήταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο ρόλος της ΕΚΤ στην πρόληψη και καταστολή του ξεπλύματος χρήματος και η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018 από την ΕΑΤ. Στη διάρκεια του 2018 η ΕΚΤ δημοσίευσε 35 απαντήσεις σε γραπτές ερωτήσεις μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί θεμάτων τραπεζικής εποπτείας. Οι ερωτήσεις αφορούσαν μια σειρά θεμάτων, όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα και η καταλληλότητα και επάρκεια των στελεχών των τραπεζών.
Επιπλέον, η ΕΚΤ διαβίβαζε τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως προβλέπει η Διοργανική Συμφωνία.
Όσον αφορά το Συμβούλιο της ΕΕ, η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου παρέστη σε τρεις συνεδριάσεις του Eurogroup, η πρώτη από τις οποίες πραγματοποιήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου. Στις 27 Απριλίου η Πρόεδρος παρουσίασε την Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα 2017. Στις 5 Νοεμβρίου η Πρόεδρος συμμετείχε σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ.
Το 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εξακολούθησε να εκπληρώνει την υποχρέωση υποβολής εκθέσεων προς τα εθνικά κοινοβούλια, όπως ορίζεται στον Κανονισμό ΕΕΜ. Δημοσίευσε έξι απαντήσεις σε γραπτές ερωτήσεις μελών των εθνικών κοινοβουλίων.
Επίσης, το 2018 η ΕΚΤ συνέβαλε στους ελέγχους που διενήργησε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και την ΕΑΤ ως προς το έργο τους για τις πανευρωπαϊκές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Συνεισφέροντας συναφή αποδεικτικά στοιχεία, η ΕΚΤ συνέβαλε στη διευκόλυνση του έργου του ΕΕΣ όσον αφορά τη διερεύνηση αυτών των θεμάτων και την αξιολόγηση των σχετικών διαδικασιών συνεργασίας.
Παράλληλα, η ΕΚΤ εργάστηκε και για την εφαρμογή των συστάσεων που περιλαμβάνονταν στις δύο εκθέσεις του ΕΕΣ σχετικά με την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, οι οποίες δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 2018 και τον Νοέμβριο του 2016 και εξέτασαν ειδικότερα τη διαχείριση κρίσεων και τη λειτουργία του ΕΕΜ γενικότερα.
Η ΕΚΤ αποδίδει μεγάλη σημασία στους ελέγχους που διενεργεί το ΕΕΣ. Δεσμεύεται να συνεργάζεται στενά με το ΕΕΣ και να του παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την αρμοδιότητα του ΕΕΣ να ελέγχει την ΕΚΤ, το 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη σύναψη Διοργανικής Συμφωνίας μεταξύ ΕΚΤ και ΕΕΣ προκειμένου να “προσδιοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της ανταλλαγής πληροφοριών”. Οι συζητήσεις μεταξύ της ΕΚΤ και του ΕΕΣ επί του θέματος βρίσκονται σε εξέλιξη.
Πλαίσιο 4
Διάθεση ανάληψης κινδύνου στον ΕΕΜ
Τον Μάρτιο του 2018 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ δημοσίευσε το Εγχειρίδιο εποπτείας, το οποίο περιγράφει τη λειτουργία και τις βασικές διαδικασίες της προσέγγισης που έχει υιοθετήσει η ΕΚΤ ως προς την τραπεζική εποπτεία στη ζώνη του ευρώ. Σε συνέχεια αυτού, η ΕΚΤ δημοσίευσε δήλωση σχετικά με τη διάθεση ανάληψης κινδύνου στον ΕΕΜ. Η δήλωση επιδιώκει να επιτρέψει σε εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη να κατανοήσουν καλύτερα τον σκοπό της ΕΚΤ και τη γενική προσέγγισή της. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συμβάλλει στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος προάγοντας έναν ανθεκτικό τραπεζικό τομέα που λειτουργεί εύρυθμα και είναι σε θέση να παρέχει υπηρεσίες στην οικονομία. Προς τον σκοπό αυτό, η ΕΚΤ ασκεί εποπτεία με προοπτική προς το μέλλον και βασισμένη στους κινδύνους. Ωστόσο, στόχος της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ δεν είναι να αποτρέψει τις πτωχεύσεις τραπεζών καθαυτές. Μια πολιτική μηδενικών πτωχεύσεων δεν είναι εφικτή ούτε και επιθυμητή.
5.2 Διαφάνεια και επικοινωνία
Προκειμένου να ανταποκριθεί στη δέσμευσή της για διαφάνεια, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέχισε να εξηγεί τις δραστηριότητές της μέσω διάφορων διαύλων επικοινωνίας. Το 2018 η Πρόεδρος και η Αντιπρόεδρος εκφώνησαν 32 ομιλίες και οι δύο εκπρόσωποι της ΕΚΤ στο Εποπτικό Συμβούλιο 11 ομιλίες, ενώ όλα τα εν λόγω πρόσωπα συνολικά έδωσαν 20 συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ δημοσίευσε 31 δελτία τύπου και 4 επιστολές προς τις άμεσα εποπτευόμενες τράπεζες. Το Ενημερωτικό Δελτίο Εποπτείας, που δημοσιεύεται σε ηλεκτρονική μορφή, συμπλήρωσε δύο χρόνια έκδοσής του τον Νοέμβριο, έχοντας περισσότερους από 5.000 συνδρομητές. Η ΕΚΤ χρησιμοποίησε την παρουσία της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προβάλει τις νέες πληροφορίες και να εξασφαλίσει ευρύτερη διάδοση περιεχομένου που κρίθηκε ως ιδιαίτερα σημαντικό.
Επιπλέον, η Πρόεδρος και η Αντιπρόεδρος παραχώρησαν συνέντευξη τύπου στις αρχές του έτους προκειμένου να περιγράψουν τις προτεραιότητες της τραπεζικής εποπτείας. Συμμετείχαν επίσης σε εκδηλώσεις που διοργάνωσε η ΕΚΤ και απευθύνονταν σε ένα νεότερης ηλικίας κοινό. Κατά τον πρώτο Διάλογο με τους Νέους της ΕΚΤ, ο οποίος διοργανώθηκε στην Banco de España στη Μαδρίτη, η Πρόεδρος αντάλλαξε απόψεις με ομάδα 40 νέων επαγγελματιών από τον χρηματοοικονομικό κλάδο, ενώ κατά τον δεύτερο διάλογο η Πρόεδρος και η Αντιπρόεδρος συμμετείχαν από κοινού σε συζήτηση με περισσότερους από 260 φοιτητές και αποφοίτους του Frankfurt School of Finance and Management. Επίσης, το 2018 η ΕΚΤ απάντησε σε πάνω από 1.600 ερωτήσεις του κοινού σε θέματα τραπεζικής εποπτείας και φιλοξένησε 31 ειδικές διαλέξεις για θέματα σχετικά με τις εποπτικές αρμοδιότητες της ΕΚΤ, τις οποίες παρακολούθησαν περίπου 1.000 ενδιαφερόμενοι.
5.3 Λήψη αποφάσεων
5.3.1 Εποπτικό Συμβούλιο και Διευθύνουσα Επιτροπή
Το 2018 το Εποπτικό Συμβούλιο συνεδρίασε 20 φορές. Εξ αυτών, οι 14 συνεδριάσεις πραγματοποιήθηκαν στη Φραγκφούρτη και οι πέντε μέσω τηλεδιάσκεψης. Μία συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη, μετά από πρόσκληση της Banco de España. Οι περισσότερες αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου λήφθηκαν με γραπτή διαδικασία.[61] Από τους 119 τραπεζικούς ομίλους που εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ, οι 35 ζήτησαν να λάβουν τις επίσημες αποφάσεις της ΕΚΤ μεταφρασμένες σε άλλη επίσημη γλώσσα της ΕΕ.
Σχήμα 3
Αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου το 2018
Σημειώσεις:
1) Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τις γραπτές διαδικασίες τόσο επί εποπτικών αποφάσεων για επιμέρους ιδρύματα όσο και επί άλλων θεμάτων, όπως οι κοινές μεθοδολογίες και οι διαβουλεύσεις του Εποπτικού Συμβουλίου. Μία γραπτή διαδικασία μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες της μίας εποπτικές αποφάσεις.
2) Ο αριθμός αφορά τις εποπτικές αποφάσεις που απευθύνονται σε επιμέρους οντότητες ή στους δυνητικούς αγοραστές τους, καθώς και οδηγίες προς τις εθνικές αρμόδιες αρχές για τα σημαντικά ιδρύματα ή τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Μια απόφαση μπορεί να περιέχει περισσότερες εποπτικές εγκρίσεις. Με την εφαρμογή του πλαισίου εκχώρησης αρμοδιοτήτων, κάποιες από τις εποπτικές αποφάσεις που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν τον αριθμό δεν ελήφθησαν με τη διαδικασία έγκρισης από το Εποπτικό Συμβούλιο και υιοθέτησης από το Διοικητικό Συμβούλιο. Επιπλέον, το Εποπτικό Συμβούλιο έλαβε και άλλες αποφάσεις για μια σειρά οριζόντια ζητήματα (π.χ. κοινές μεθοδολογίες) και θεσμικά θέματα.
3) Οι 1.006 αποφάσεις για τις αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας καλύπτουν 2.026 μεμονωμένες διαδικασίες (βλ. Ενότητα 3.1.2).
Πέραν των τελικών σχεδίων αποφάσεων που αφορούσαν συγκεκριμένες τράπεζες και υποβλήθηκαν στο Διοικητικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντίρρησης, το Εποπτικό Συμβούλιο έλαβε αποφάσεις για διάφορα οριζόντια ζητήματα, κυρίως την εφαρμογή κοινής μεθοδολογίας και κοινών πλαισίων σε ειδικούς τομείς εποπτείας. Ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις καταρτίστηκαν από προσωρινές δομές που δημιουργήθηκαν κατ’ εντολή του Εποπτικού Συμβουλίου, οι οποίες απαρτίζονταν από ανώτερα διευθυντικά στελέχη της ΕΚΤ και των ΕΑΑ. Αυτές οι δομές διεξήγαγαν προπαρασκευαστικές εργασίες για διάφορα θέματα, όπως η μεθοδολογία SREP, η εποπτική προσέγγιση ως προς τα εποπτευόμενα ιδρύματα με υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και η απλοποίηση των διαδικασιών του ΕΕΜ.
Εποπτικό Συμβούλιο
Εμπρός (από τα αριστερά): Fabio Panetta, Denis Beau, Liga Kleinberga (αναπληρώτρια του Pēters Putniņš), Tom Dechaene, Andrea Enria, Catherine Galea, Margarita Delgado, Vita Pilsuma (αναπληρώτρια της Zoja Razmusa), Στέλιος Γεωργάκης (αναπληρωτής του Γιάννου Δημητρίου).
Μεσαία σειρά (από τα αριστερά): Frank Elderson, Renata Bagdonienė (αναπληρώτρια του Vytautas Valvonis), Vladimír Dvořáček, Elisa Ferreira, Ignazio Angeloni, Anneli Tuominen, Helmut Ettl, Felix Hufeld, Andreas Ittner.
Πίσω (από τα αριστερά): Ed Sibley, Claude Wampach, Primož Dolenc, Joachim Wuermeling, Andres Kurgpõld (αναπληρωτής του Kilvar Kessler), Pentti Hakkarainen, Eric Cadilhac, Oliver Bonello, Ηλίας Πλασκοβίτης.
Η Διευθύνουσα Επιτροπή συνεδρίασε 12 φορές το 2018. Από αυτές, οι δέκα συνεδριάσεις πραγματοποιήθηκαν στη Φραγκφούρτη, μία μέσω τηλεδιάσκεψης και μία στη Μαδρίτη μετά από πρόσκληση της Banco de España. Τον Απρίλιο πραγματοποιήθηκε η συνήθης αντικατάσταση των πέντε μελών που προέρχονται από τις ΕΑΑ, καθώς η θητεία τους είναι ετήσια.
5.3.2 Απλοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων
Το 2018 η Ομάδα εργασίας για την απλοποίηση του ΕΕΜ (βλ. Ενότητα 5.4) πρότεινε και εφάρμοσε σειρά μέτρων για τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας του Εποπτικού Συμβουλίου, τόσο με την απλοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων όσο και με τη βελτίωση της πρόσβασης των μελών σε πληροφορίες. Τρία μέτρα είχαν κεντρική σημασία σ’ αυτή την προσπάθεια: (α) η μείωση του αριθμού των συνεδριάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου, καθώς και του αριθμού των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης που αφορούν γραπτές διαδικασίες και παροχή πληροφοριών, έτσι ώστε τα μέλη να εστιάζουν στα σημαντικότερα εποπτικά θέματα, (β) η βελτιστοποίηση και απλοποίηση των συνεδριάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου με στόχο τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα και (γ) ο εξορθολογισμός και η περαιτέρω βελτίωση της ροής πληροφοριών προς το Εποπτικό Συμβούλιο.
Ένα από τα μέτρα με τον σημαντικότερο αντίκτυπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ήταν η επέκταση του πλαισίου εκχώρησης αρμοδιοτήτων και σε άλλα είδη εποπτικών αποφάσεων ρουτίνας της ΕΚΤ. Τον Μάρτιο του 2018 το πλαίσιο εκχώρησης αρμοδιοτήτων επεκτάθηκε και σε αποφάσεις για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων, την κατηγοριοποίηση κεφαλαιακών μέσων CET 1 και, όπου αυτό απαιτείται από την εθνική νομοθεσία, την κατηγοριοποίηση των επιπρόσθετων κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 1/κατηγορίας 2.
5.3.3 Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης (ABoR)[62] είναι όργανο της ΕΚΤ, του οποίου τα μέλη είναι ατομικώς και συλλογικώς ανεξάρτητα από την ΕΚΤ και έχουν αναλάβει το καθήκον να επανεξετάζουν τις αποφάσεις που υιοθετήθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο επί θεμάτων εποπτείας, κατόπιν παραδεκτής αίτησης επανεξέτασης. Η επανεξέταση από το ABoR εστιάζει στη “διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση” της προσβαλλόμενης απόφασης προς τον Κανονισμό ΕΕΜ, πάντοτε με σεβασμό προς το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας της ΕΚΤ. Στην πράξη, η επανεξέταση από το ABoR διαπιστώνει κατά πόσον τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, κατά πόσον η απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και σύννομη, αν η αξιολόγηση πάσχει από πρόδηλο σφάλμα ή προδήλως παραβαίνει την αρχή της αναλογικότητας, ή αν η ΕΚΤ έχει προβεί σε εσφαλμένη χρήση εξουσίας. Η επανεξέταση καταλήγει σε μια μη δεσμευτική γνώμη η οποία απευθύνεται στο Εποπτικό Συμβούλιο και προτείνει είτε κατάργηση της αρχικής απόφασης είτε αντικατάστασή της από νέα απόφαση, με ταυτόσημο ή τροποποιημένο περιεχόμενο, που υποβάλλεται στο Διοικητικό Συμβούλιο για τελική έγκριση σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντίρρησης.
Το 2018 υποβλήθηκαν στο ABoR πέντε νέα αιτήματα διοικητικής επανεξέτασης εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ. Το ABoR εξέδωσε τέσσερις γνώμες, καθώς ένα αίτημα επανεξέτασης αποσύρθηκε, αφού η ΕΚΤ κατάρτισε διορθωτικό κείμενο για μια εποπτική απόφαση (βλ. Πίνακα 7). Για όλες τις περιπτώσεις που επανεξετάστηκαν το 2018, το ABoR διεξήγαγε ακροαματική διαδικασία, κατά το στάδιο της διερεύνησης, όπου οι αιτούντες και η ΕΚΤ είχαν μια ευκαιρία να σχολιάσουν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Πίνακας 7
Αριθμός υποθέσεων που επανεξετάστηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης
Πηγή: ΕΚΤ.
Ζητήματα που εξετάστηκαν και συναφή θέματα
Οι περιπτώσεις που επανεξετάστηκαν από το ABoR αφορούσαν διάφορα είδη εποπτικών αποφάσεων: συμμόρφωση με τις εποπτικές απαιτήσεις, ανάκληση άδειας λειτουργίας, απόκτηση ειδικών συμμετοχών και διοικητικές κυρώσεις.
Η επανεξέταση αποφάσεων της ΕΚΤ το 2018 αφορούσε κυρίως ζητήματα τήρησης των διαδικαστικών κανόνων (π.χ. την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών, την κατάλληλη νομική βάση, την επαρκή αιτιολόγηση στο σκεπτικό της απόφασης και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας), καθώς και θέματα συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ για την κατάρτιση των αποφάσεων της ΕΚΤ.
Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την ΕΚΤ
Το 2018 επιδόθηκαν στην ΕΚΤ 19 αγωγές στρεφόμενες ευθέως κατ’ αυτής και ασκήθηκαν προσφυγές στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Γενικό Δικαστήριο”) για δύο υποθέσεις που αφορούσαν την ΕΚΤ. Το 2018 εκδόθηκαν αποφάσεις για δύο ομάδες υποθέσεων που σχετίζονται με την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ – στις 24 Απριλίου 2018 το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις αποφάσεις της ΕΚΤ που αφορούν τις Caisse régionale de crédit agricole mutuel Alpes Provence, (Υπόθεση T‑133/16), Caisse régionale de crédit agricole mutuel Nord Midi-Pyrénées (Υπόθεση T‑134/16), Caisse régionale de crédit agricole mutuel Charente-Maritime Deux-Sèvres (Υπόθεση T‑135/16) και Caisse régionale de crédit agricole mutuel Brie Picardie (Υπόθεση T‑136/16). Στις εν λόγω τέσσερις αποφάσεις, τις οποίες είχε λάβει η ΕΚΤ στις 7 Οκτωβρίου 2015, η ΕΚΤ είχε εγκρίνει τον διορισμό συγκεκριμένων ατόμων στις θέσεις των προέδρων των διοικητικών συμβουλίων καθεμίας από τις αιτούσες τράπεζες, αλλά εναντιώθηκε στο να λειτουργούν παράλληλα τα ίδια αυτά πρόσωπα ως πρόσωπα τα οποία στην πράξη διευθύνουν τις εν λόγω τράπεζες. Στις 13 Ιουλίου 2018 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις της ΕΚΤ που αφορούσαν τις La Banque Postale (Υπόθεση T-733/16), BNP Paribas (Υπόθεση T-768/16), Crédit Agricole SA (Υπόθεση T-758/16), Société générale (Υπόθεση T-757/16), Confédération nationale du Crédit mutuel (Υπόθεση T-751/16) και BPCE (Υπόθεση T-745/16). Στις εν λόγω έξι αποφάσεις, η ΕΚΤ είχε απορρίψει τις αιτήσεις των τραπεζών με τις οποίες ζητούσαν να τους επιτραπεί να εξαιρέσουν από τον υπολογισμό των δεικτών μόχλευσης ορισμένα ανοίγματα προς την Caisse des Dépôts et Consignations (CDC), τα οποία συνδέονταν με συγκεκριμένα αποταμιευτικά προϊόντα, δηλ. αποταμιευτικούς λογαριασμούς livret A, livret de développement durable et solidaire και livret d’épargne populaire.
5.4 Βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του ΕΕΜ
5.4.1 Τμήμα Διασφάλισης Ποιότητας του Εποπτικού Έργου της ΕΚΤ: επισκόπηση των εργασιών που έλαβαν χώρα από την ίδρυσή του
Προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοπιστία της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ και να εξασφαλιστεί η διατήρηση συνεπούς εποπτείας υψηλής ποιότητας σε ολόκληρο τον ΕΕΜ, η ΕΚΤ έχει δημιουργήσει το τμήμα Διασφάλισης Ποιότητας του Εποπτικού Έργου (SQA). Το εν λόγω τμήμα λειτουργεί σε στενή συνεργασία με ένα δίκτυο μονάδων διασφάλισης ποιότητας των ΕΑΑ που ανταλλάσσει απόψεις και παρέχει πληροφορίες ως προς παραδοτέα του τμήματος SQA που αφορούν τις ΕΑΑ.
Με στόχο τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας, το τμήμα χρησιμοποιεί μια σειρά διασυνδεδεμένων εργαλείων, ειδικότερα ex post αξιολογήσεις ποιότητας. Στόχος είναι να ενισχυθεί η ποιότητα και η συνέπεια και να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Επιπλέον, το τμήμα SQA λειτουργεί ως κόμβος ανταλλαγής γνώσης για τις βέλτιστες πρακτικές.
Ο τρόπος λειτουργίας του τμήματος SQA βασίζεται στην ανοικτή συνεργασία και την αμοιβαία κατανόηση με τις εμπλεκόμενες λειτουργικές μονάδες και ΕΑΑ και αντικατοπτρίζει τις πραγματικές εποπτικές πρακτικές, τους κινδύνους, τις αδυναμίες και τις ανάγκες για εφικτές βελτιώσεις. Ως εκ τούτου, το τμήμα SQA επιδιώκει να παρέχει εποικοδομητικές λύσεις με προοπτική προς το μέλλον και βασισμένες στους κινδύνους, όσον αφορά τα παραδοτέα, τις μεθοδολογίες, τις διαδικασίες και τα εργαλεία του ΕΕΜ.
Μετά από κάθε έλεγχο ποιότητας, το τμήμα SQA επιδιώκει να διαμορφώσει, σε συμφωνία με τις αντίστοιχες υπηρεσιακές μονάδες, προτάσεις βελτίωσης, προσδιορίζοντας επίσης και τους αποδέκτες και τα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής τους. Αυτό σημαίνει ότι οι αποδέκτες των προτάσεων διατηρούν την κυριότητα της διαδικασίας: αυτοί είναι εκείνοι που πρωτίστως ενδιαφέροντα για την ανάληψη ενεργειών και την εφαρμογή των προτάσεων που σχεδιάζονται σε συνεργασία με το τμήμα SQA. Από την ίδρυσή του, το τμήμα SQA έχει διενεργήσει συνολικά 24 ελέγχους, οι οποίοι οδήγησαν σε πάνω από 300 προτάσεις βελτίωσης. Πέραν των αξιολογήσεων ποιότητας, το τμήμα SQA παρέχει πληροφόρηση στις λειτουργικές μονάδες, π.χ. μέσω εργαστηρίων, σεμιναρίων και επισκέψεων στις ΕΑΑ.
Εκτός από τη διενέργεια ελέγχων ποιότητας, το τμήμα SQA επίσης προάγει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα εντός του ΕΕΜ. Προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί μια σειρά από συμπληρωματικά εργαλεία, όπως το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του ΕΕΜ, το οποίο αποσκοπεί στη διατήρηση υψηλού επιπέδου ικανοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό του ΕΕΜ και στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών. Επιπλέον, το τμήμα SQA υποστηρίζει τις υπηρεσιακές μονάδες κατά τη συνεργασία τους με εσωτερικούς και εξωτερικούς επιθεωρητές (π.χ. Διεύθυνση Εσωτερικής Επιθεώρησης, Επιτροπή Εσωτερικών Επιθεωρητών, Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο). Παρέχει επίσης υποστήριξη στην ομάδα του ΕΕΜ που αποτελείται από υψηλόβαθμους ειδικούς επί θεμάτων διαχείρισης του λειτουργικού κινδύνου ΕΕΜ και είναι αρμόδια για την παρακολούθηση της διαχείρισης των λειτουργικών κινδύνων. Αντίστοιχα, το τμήμα SQA λειτουργεί ως κόμβος για την προσπάθεια απλοποίησης του ΕΕΜ, υποστηριζόμενο από το δίκτυο διασφάλισης ποιότητας της ΕΚΤ και των ΕΑΑ. Στηρίζει τις υπηρεσιακές μονάδες και τις ΕΑΑ κατά την εφαρμογή μέτρων απλοποίησης, στο πλαίσιο της προσπάθειας να προαχθεί η απλότητα ως βασική αξία στον ΕΕΜ.
5.4.2 Συμπεράσματα της Ομάδας εργασίας για την απλοποίηση του ΕΕΜ
Με την πάροδο του χρόνου, διάφορες δομές και διαδικασίες του ΕΕΜ είχαν γίνει πολυπλοκότερες, γεγονός που δημιούργησε την ανάγκη απλοποίησης. Δεδομένου ότι ο ΕΕΜ έχει εισέλθει σε πιο ώριμη φάση, συγκροτήθηκε μια Ομάδα εργασίας για την απλοποίηση του ΕΕΜ (SSG), αποτελούμενη από εκπροσώπους της ΕΚΤ και των ΕΑΑ. Η Ομάδα εργασίας για την απλοποίηση αξιολόγησε τις εποπτικές διαδικασίες με στόχο να περιορίσει την περιττή πολυπλοκότητα και τη διπλή εκτέλεση εργασιών, βελτιστοποιώντας έτσι τη χρήση των πόρων του ΕΕΜ και προάγοντας την άσκηση εποπτείας με βάση τους κινδύνους.
Με στόχο την ευαισθητοποίηση των εποπτικών αρχών, στο Εγχειρίδιο εποπτείας η απλοποίηση θα οριστεί ως μια γενική αρχή λειτουργίας του ΕΕΜ.
Για την απλοποίηση των δομών και των διαδικασιών εντός του ΕΕΜ, η Ομάδα απλοποίησης πρότεινε μια προσέγγιση σε τρεις άξονες. Πρώτον, οι υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ και των ΕΑΑ, συμπεριλαμβανομένων των ΜΕΟ και των οριζόντιων λειτουργιών, πρέπει να διαδραματίζουν διαρκή και ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση προτάσεων απλοποίησης των διαδικασιών. Δεύτερον, θα πρέπει να υπάρχει μια οριζόντια προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕΜ, όσον αφορά την ενθάρρυνση των βέλτιστων πρακτικών. Τρίτον, το Εποπτικό Συμβούλιο θα πρέπει να πρωτοστατεί στην απλοποίηση, να δίνει τον τόνο και να προάγει απλοποιημένες διαδικασίες για τη στήριξη των στόχων του ΕΕΜ.
Πιο συγκεκριμένα, η Ομάδα πρότεινε νέα μέτρα απλοποίησης, τα οποία λειτούργησαν ως καταλύτης για πρωτοβουλίες που είχαν ήδη δρομολογηθεί. Μια τέτοια πρόταση ήταν να περιοριστεί ο αριθμός των επιπέδων έγκρισης και οι προτάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου. Άλλη πρόταση αφορούσε την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ μέσω του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών του ΕΕΜ, του IMAS. Επίσης, η Ομάδα απλοποίησης πρότεινε διάφορα μέτρα για την απλοποίηση των υποχρεώσεων υποβολής πληροφοριών για εποπτικούς σκοπούς, καθώς και για την επεξεργασία και αποθήκευση των δεδομένων που λαμβάνονται μέσω αιτημάτων υποβολής πληροφοριών.
Η Ομάδα υπέβαλε επίσης προτάσεις για τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας του Εποπτικού Συμβουλίου, με στόχο την απλοποίηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και της πρόσβασης των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου σε πληροφορίες.
Ως αποτέλεσμα αυτών των πρωτοβουλιών, ο αριθμός των διαδικασιών που υποβλήθηκαν στο Διοικητικό Συμβούλιο και το Εποπτικό Συμβούλιο μειώθηκε, ειδικότερα χάρη στο πλαίσιο εκχώρησης αρμοδιοτήτων (βλ. Ενότητα 5.3.2). Επιπλέον, ο εξορθολογισμός, η αυτοματοποίηση και η βελτιωμένη ποιότητα της ροής πληροφοριών προς το Εποπτικό Συμβούλιο, καθώς και τα ενισχυμένα εργαλεία παρακολούθησης της πορείας των θεμάτων, βοήθησαν στην απλοποίηση και βελτιστοποίηση των συνεδριάσεών του. Τέλος, μειώθηκε η συχνότητα των συνεδριάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου, χάρη σε ένα αποτελεσματικότερο πρόγραμμα συνεδριάσεων και στη βελτιστοποίηση της διακίνησης εγγράφων στο πλαίσιο των γραπτών διαδικασιών και των πληροφοριών.
Άλλες προτάσεις που υπέβαλε η Ομάδα απλοποίησης περιλαμβάνουν: βελτίωση της ομαδικής εργασίας εντός των ΜΕΟ, υιοθέτηση ολιστικής προσέγγισης ως προς την απλοποίηση του προγραμματισμού των εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων και μη και την εσωτερική οργάνωση των καθηκόντων, ψηφιοποίηση των διαδικασιών και βελτιστοποίηση της υφιστάμενης υποδομής πληροφοριακών συστημάτων.
Σχήμα 4
Επιδράσεις της απλοποίησης
Πηγή: ΓΔ Γραμματείας του Εποπτικού Συμβουλίου/Τμήμα λήψης αποφάσεων.
5.5 Στελέχωση της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ
Εσωτερική αναδιοργάνωση της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ
Οι οργανωτικές αλλαγές της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ περιλάμβαναν τη μεταφορά τριών τμημάτων από τη Γενική Διεύθυνση Μικροπροληπτικής Εποπτείας IV (DG/MS IV) στη Διεύθυνση Γραμματείας.
Το Τμήμα Εποπτικής Έγκρισης, το Τμήμα Επιβολής Συμμόρφωσης και Κυρώσεων, καθώς και το Τμήμα Διασφάλισης Ποιότητας Εποπτικού Έργου μεταφέρθηκαν στη Διεύθυνση Γραμματείας τον Φεβρουάριο του 2018. Μετά τη μεταφορά, η Διεύθυνση αναβαθμίστηκε σε Γενική Διεύθυνση (DG/SSB). Εντός της Γενικής Διεύθυνσης δημιουργήθηκε το Τμήμα Λήψης Αποφάσεων του ΕΕΜ το οποίο περιλαμβάνει δύο τομείς της πρώην Διεύθυνσης Γραμματείας. Η μεταφορά αυτή μεταβάλλει το σχετικό μέγεθος των υπηρεσιακών μονάδων της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ, βελτιώνει την εταιρική διακυβέρνηση και προωθεί τον σαφέστερο καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ της DG/MS IV και της DG/SSB.
Αύξηση της δύναμης προσωπικού
Το 2018 ο συνολικός αριθμός εγκεκριμένων ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) για τις πέντε κύριες υπηρεσιακές μονάδες της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ ήταν 1.099, από 1.028,5 το 2017. Η άνοδος το 2018 οφείλεται κυρίως στην προετοιμασία για το Brexit όσον αφορά ορισμένες δραστηριότητες όπως η στελέχωση των ΜΕΟ και οι συνολικές αξιολογήσεις. Επιπλέον, για τις κοινές υπηρεσίες αναφορικά με τα καθήκοντα που σχετίζονται με τον ΕΕΜ ως προς τις κοινές υπηρεσίες[63], εγκρίθηκαν 30,5 ΙΠΑ, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός ΙΠΑ να διαμορφωθεί σε 453.
Όπως και το 2018, η αύξηση της δύναμης προσωπικού το 2019 αποδίδεται κυρίως στο Brexit
Για το 2019 το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε αύξηση της δύναμης προσωπικού κατά 90 ΙΠΑ για τις κύριες υπηρεσιακές μονάδες της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ και 18 ΙΠΑ για τις υπηρεσιακές μονάδες που παρέχουν κοινές υπηρεσίες για καθήκοντα που σχετίζονται με τον ΕΕΜ. Ως προς το πρώτο, περίπου κατά το ήμισυ η αύξηση αφορά ανάγκες στελέχωσης που σχετίζονται με το Brexit για το προσεχές έτος και κατά το υπόλοιπο, σχετίζεται πρωτίστως με τη χρήση εσωτερικών της πόρων για τις δραστηριότητες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων αντί εξωτερικών συμβούλων. Όσον αφορά μελλοντικούς πόρους που συνδέονται απευθείας με το Brexit, αναμένεται πλέον ότι η ανάγκη αύξησης της δύναμης προσωπικού θα είναι μικρότερη από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί, καθώς η αύξηση των ΙΠΑ εκτείνεται μέχρι το 2022.
Ως προς την ισότιμη εκπροσώπηση των φύλων, το ποσοστό των γυναικών παρέμεινε σταθερό στο 40% των μόνιμων και με σύμβαση ορισμένου χρόνου υπαλλήλων στις κύριες υπηρεσιακές μονάδες της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ το 2018. Το ποσοστό των γυναικών σε θέσεις ευθύνης μειώθηκε ελαφρά σε σχέση με το προηγούμενο έτος (31%). Σε άλλες θέσεις εκτός των θέσεων ευθύνης, το ποσοστό των γυναικών παρέμεινε αμετάβλητο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (42%).
Ενίσχυση διασυνοριακών επιτόπιων αποστολών: αυξημένη προσφυγή σε βραχυχρόνιες αποσπάσεις από τις ΕΑΑ στην ΕΚΤ
Η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία έχει αναλάβει μια πολυετή προσπάθεια αύξησης του ποσοστού των διασυνοριακών και μικτών κλιμακίων στις επιτόπιες αποστολές.[64] Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας είναι να προάγει την ισότιμη συμμετοχή και να εναρμονίσει την εφαρμογή της μεθοδολογίας για τη διεξαγωγή επιτόπιων επιθεωρήσεων στις τράπεζες. Επιδιώκει επίσης να ενισχύσει το ομαδικό πνεύμα μεταξύ των στελεχών στις επιτόπιες επιθεωρήσεις και να δημιουργήσει μια κοινή κουλτούρα ως προς τις επιτόπιες επιθεωρήσεις. Εκτός αυτού, επιτρέπει μια ευρύτερη θεώρηση της κατάστασης μιας τράπεζας, από την οπτική γωνία και στελεχών που δεν προέρχονται από την ΕΑΑ της αντίστοιχης χώρας.
Προκειμένου να ενισχυθούν οι διασυνοριακές και μικτές αποστολές, διατίθενται διάφορες επιλογές στους επιθεωρητές των ΕΑΑ. Συγκεκριμένα, μπορεί να επιλέξουν να αποσπαστούν στην ΕΚΤ για όσο διάστημα διαρκούν οι διασυνοριακές ή μικτές αποστολές, συνάπτοντας σύμβαση ΕΣΚΤ/ΔΟ[65] με την ΕΚΤ, σύμφωνα με την οποία ο μισθός και οι δαπάνες μετακίνησης και διαμονής καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της ΕΚΤ (αντί να παραμείνουν υπό το τρέχον εργασιακό καθεστώς της οικείας ΕΑΑ). Αυτή η δυνατότητα άρχισε να εφαρμόζεται το 2018 και έκτοτε χρησιμοποιείται ευρέως: συνολικά, 128 συμβάσεις ΕΣΚΤ/ΔΟ έχουν συναφθεί με επιθεωρητές από ΕΑΑ για διασυνοριακές και μικτές αποστολές, ενισχύοντας την ανταλλαγή στελεχών εντός της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας. Τα εν λόγω μέλη των κλιμακίων επιθεώρησης με συμβάσεις ΕΣΚΤ/ΔΟ εργάζονται υπό ισοδύναμους όρους απασχόλησης. Αυτό διευκολύνει την προώθηση πνεύματος συνεργασίας χωρίς αποκλεισμούς και τη δημιουργία κοινής κουλτούρας ως προς τις επιτόπιες επιθεωρήσεις. Βελτιώνει επίσης τη δυνατότητα αμοιβαίας αντικατάστασης των επιτόπιων επιθεωρητών σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Εάν παρατηρηθεί έλλειψη συγκεκριμένης εμπειρογνωμοσύνης σε ορισμένο τομέα, το κενό μπορούν να καλύψουν εμπειρογνώμονες από άλλη εποπτική αρχή.
Διοργανώθηκαν η πρώτη εκδήλωση “Supervisors Connect” (σύνδεση στελεχών εποπτείας) και η εκδήλωση “Inspectors’ Day” (ημέρα των επιθεωρητών) για στελέχη των ΕΑΑ και της ΕΚΤ
Με σκοπό να ενισχυθεί περαιτέρω η διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής κουλτούρας, το 2018 διοργανώθηκαν στη Φραγκφούρτη δύο εκδηλώσεις σε επίπεδο ΕΕΜ.
280 άτομα συμμετείχαν στην εκδήλωση “Supervisors Connect”, εκ των οποίων τα 200 προέρχονταν από ΕΑΑ και ΕθνΚΤ
Η εκδήλωση “Supervisors Connect” πραγματοποιήθηκε στις 17-19 Απριλίου. Πρωτίστως απευθυνόταν σε όλους τους συντονιστές και υποσυντονιστές των ΜΕΟ, αλλά και σε ανώτερα στελέχη αρμόδια για την εποπτεία ΛΣΙ, καθώς και στους πιο υψηλόβαθμους εκπροσώπους των οριζόντιων δικτύων του ΕΕΜ. Η εκδήλωση “Inspectors’ Day” πραγματοποιήθηκε στις 29-30 Οκτωβρίου και απευθυνόταν σε επιτόπιους επιθεωρητές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασχολούνται με διερευνήσεις και προγραμματισμό υποδειγμάτων.
Στην εκδήλωση “Supervisors Connect” συμμετείχαν 280 στελέχη εποπτείας, από τα οποία τα 200 προέρχονταν από ΕθνΚΤ. Επί 2,5 ημέρες οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν αρκετές ανοικτές συζητήσεις και κλειστές συνεδρίες που κάλυψαν θέματα όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός και ο κυβερνοκίνδυνος, η κερδοφορία και το Brexit. Τα στελέχη εποπτείας από τις ΕΑΑ συμμετείχαν ενεργά στις συζητήσεις: από τους 38 ομιλητές, οι 30 προέρχονταν από ΕΑΑ. Επιπλέον, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν σεμινάρια σχετικά με την ανάπτυξη μη τεχνικών δεξιοτήτων, όπως ηγετικές ικανότητες, διαχείριση συγκρούσεων και επικοινωνία. Εξάλλου, η εκδήλωση προσέφερε στους συμμετέχοντες ευκαιρίες δικτύωσης, όπως μεταξύ άλλων με την εκδήλωση “Information Fair”, όπου διάφορες υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ παρουσίασαν το έργο τους. Έτσι, οι συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με συναδέλφους τους, να διδαχθούν ο ένας από τον άλλο και να αλληλοενημερωθούν για τις βέλτιστες πρακτικές.
400 στελέχη εποπτείας συμμετείχαν στην εκδήλωση “Inspectors’ Day”
Η εκδήλωση “Inspectors’ Day” ακολούθησε σε γενικές γραμμές τη δομή της εκδήλωσης “Supervisors Connect”, συνδυάζοντας συνεδριάσεις της ολομέλειας, κλειστές συνεδρίες (συνολικά 28) επί τεχνικών θεμάτων (εξέταση φακέλων πιστοδοτήσεων και στατιστική δειγματοληψία, ΔΠΧΠ 9, TRIM) και ανταλλαγή εμπειριών. Στην εκδήλωση συμμετείχαν περίπου 400 στελέχη επιτόπιων επιθεωρήσεων από ολόκληρο τον ΕΕΜ.
Οι εκδηλώσεις “Supervisors Connect” και “Inspectors’ Day” είναι οι πρώτες αυτού του είδους και κλίμακας που οργανώνονται από τον ΕΕΜ από την ίδρυσή του. Θα διεξάγονται κάθε δύο χρόνια και – κυρίως για λόγους κόστους – θα φιλοξενούνται από την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ στη Φραγκφούρτη.
5.6 Εφαρμογή του Κώδικα Συμπεριφοράς
Σύμφωνα με το άρθρο 19(3) του Κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ απαιτείται να διαθέτει Κώδικα Συμπεριφοράς για το προσωπικό και τα διοικητικά στελέχη της που εμπλέκονται στην τραπεζική εποπτεία, με ιδιαίτερη αναφορά σε ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων. Οι συναφείς διατάξεις περιέχονται στο Πλαίσιο Δεοντολογίας της ΕΚΤ, για την εφαρμογή του οποίου είναι υπεύθυνο το Γραφείο Συμμόρφωσης και Διακυβέρνησης (ΓΣΔ). Το ΓΣΔ παρέχει συμβουλές στο προσωπικό της ΕΚΤ σε θέματα δεοντολογίας.
Στη διάρκεια του 2018 το ΓΣΔ συνέχισε τις προσπάθειες να διαμορφώσει μια ισχυρή κουλτούρα ηθικής συμπεριφοράς σε ολόκληρο το ΕΣΚΤ και τον ΕΕΜ. Η Εκτελεστική Επιτροπή και το Εποπτικό Συμβούλιο στήριξαν πλήρως αυτές τις προσπάθειες. Προς τον σκοπό αυτό, όλα τα νέα στελέχη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ παρακολούθησαν ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης εξ αποστάσεως και ενημερώθηκαν αναλυτικότερα για ζητήματα δεοντολογίας μέσω ειδικών εργαστηρίων. Επιπλέον, το ΓΣΔ ανταποκρίθηκε σε περίπου 1.850 αιτήματα για ευρύ φάσμα θεμάτων, από τα οποία το 1/3 υποβλήθηκαν από στελέχη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Περίπου το ήμισυ των αιτημάτων αφορούσε ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές και ακολουθούσαν αιτήματα σχετικά με περιορισμούς μετά τη λήξη της απασχόλησης και σύγκρουση συμφερόντων (βλ. Διάγραμμα 12).
Στο πλαίσιο της τακτικής άσκησης παρακολούθησης της συμμόρφωσης, το ΓΣΔ διαπίστωσε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, εκ των οποίων το 40% αφορούσε υπαλλήλους και διοικητικά στελέχη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν αφορούσε εκ προθέσεως παράπτωμα ή άλλη σοβαρή περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Διάγραμμα 12
Κατηγορίες αιτημάτων προς το ΓΣΔ που υποβλήθηκαν το 2018 από στελέχη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ
Πηγή: ΕΚΤ.
Από τους υπαλλήλους και τα διοικητικά στελέχη του τομέα της τραπεζικής εποπτείας που παραιτήθηκαν στη διάρκεια του 2018, σε τρεις περιπτώσεις απαιτήθηκε μεταβατική περίοδος σύμφωνα με το Πλαίσιο Δεοντολογίας. Όλες αυτές οι περιπτώσεις αφορούσαν διοικητικά στελέχη του ΕΕΜ που μετακινήθηκαν σε χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες όμως δεν υπάγονταν στην εποπτεία τους προηγουμένως.
Η ΕΚΤ εξέτασε τα μέτρα που έλαβαν οι ΕΑΑ ώστε να συμμορφωθούν προς την Κατευθυντήρια Γραμμή της ΕΚΤ αναφορικά με τις κοινές αρχές ενός πλαισίου δεοντολογίας τόσο για την ΕΚΤ όσο και για τις ΕΑΑ και συμπέρανε ότι η κατευθυντήρια γραμμή έχει πλήρως τεθεί σε εφαρμογή σε ολόκληρο τον ΕΕΜ. Η Ομάδα Δράσης Δεοντολογίας και Συμμόρφωσης διευκόλυνε αυτή την άσκηση και συνεχίζει να στηρίζει το Διοικητικό Συμβούλιο στην περαιτέρω ευθυγράμμιση των προτύπων δεοντολογίας μεσοπρόθεσμα.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας της ΕΚΤ παρέχει συμβουλές επί ζητημάτων δεοντολογίας σε μέλη των ανώτερων οργάνων της ΕΚΤ. Το 2018 εξέδωσε 11 γνώμες σχετικά με υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΚΤ που εμπλέκονται στην τραπεζική εποπτεία. Η πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων αφορούσε τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη της θητείας τους.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας συνέβαλε αποφασιστικά στην εκπόνηση ενός νέου, κοινού και ολοκληρωμένου σύγχρονου πλαισίου δεοντολογίας για όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου. Το νέο πλαίσιο εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2018 και τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2019. Αντικατοπτρίζει τις βασικές αρχές και αξίες της ΕΚΤ, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ιδιάζουσα φύση της ΕΚΤ ως κεντρικής τράπεζας, αρχής τραπεζικής εποπτείας και θεσμικού οργάνου της ΕΕ. Επιπλέον, ανταποκρίνεται στα αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις συστάσεις του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή.
5.7 Εφαρμογή της αρχής του διαχωρισμού μεταξύ καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων
Το 2018 η αρχή του διαχωρισμού μεταξύ καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων εφαρμόστηκε κυρίως σε σχέση με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφορετικών τομέων πολιτικής.[66]
Σύμφωνα με την Απόφαση ΕΚΤ/2014/39 σχετικά με την εφαρμογή του διαχωρισμού μεταξύ της λειτουργίας νομισματικής πολιτικής και της εποπτικής λειτουργίας της ΕΚΤ, αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιήθηκε με βάση την αρχή του αναγκαίου: κάθε τομέας πολιτικής κλήθηκε να αποδείξει ότι οι ζητούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων πολιτικής του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες δόθηκε απευθείας από τη λειτουργία πολιτικής της ΕΚΤ που κατείχε τις πληροφορίες. Αυτό έγινε με βάση την Απόφαση ΕΚΤ/2014/39, η οποία επιτρέπει τη χορήγηση πρόσβασης σε πληροφορίες που αφορούν ανωνυμοποιημένα στοιχεία ή πληροφορίες που δεν είναι ευαίσθητες από την άποψη της χάραξης πολιτικής απευθείας από τις λειτουργίες πολιτικής. Η παρέμβαση της Εκτελεστικής Επιτροπής για την επίλυση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων δεν κατέστη αναγκαία. Ωστόσο, σύμφωνα με την Απόφαση ΕΚΤ/2014/39, η παρέμβαση της Εκτελεστικής Επιτροπής απαιτήθηκε σε λίγες περιπτώσεις προκειμένου να επιτραπεί η ανταλλαγή μη ανωνυμοποιημένων πληροφοριών που αφορούσαν επιμέρους τράπεζες (π.χ. επιμέρους υποδειγμάτων υποβολής αναφορών FINREP και COREP[67] ή άλλων πρωτογενών δεδομένων) ή αξιολογήσεων που είναι ευαίσθητες από την άποψη της χάραξης πολιτικής. Πρόσβαση στα δεδομένα δόθηκε μόνο σε όσους ήταν απαραίτητη μετά από αξιολόγηση κάθε επιμέρους περίπτωσης και για περιορισμένο χρόνο, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής ότι οι πληροφορίες παρέχονται μόνο σε όσους εκάστοτε είναι απαραίτητο να τις γνωρίζουν.
Ο διαχωρισμός σε επίπεδο λήψης αποφάσεων δεν δημιούργησε ανησυχία και δεν απαιτήθηκε η παρέμβαση της Επιτροπής Μεσολάβησης.
5.8 Πλαίσιο υποβολής πληροφοριών και διαχείριση πληροφοριών
5.8.1 Εξελίξεις στο πλαίσιο υποβολής πληροφοριών
Σύμφωνα με τον Κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ, η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την οργάνωση της συλλογής και της αξιολόγησης της ποιότητας των εποπτικών δεδομένων που υποβάλλουν οι εποπτευόμενες οντότητες.[68] Βασικός σκοπός είναι να εξασφαλίζεται ότι οι εποπτικές αρχές χρησιμοποιούν αξιόπιστες και έγκαιρες πληροφορίες.
Ακολουθώντας μια διαδοχική προσέγγιση στην οποία συμμετέχουν οι ΕΑΑ, οι εποπτικές πληροφορίες συλλέγονται και γνωστοποιούνται στα ενδιαφερόμενα μέρη
Η ροή δεδομένων ακολουθεί μια διαδοχική προσέγγιση υποβολής στοιχείων[69], σύμφωνα με την οποία η ΕΚΤ διατηρεί στενή συνεργασία με τις ΕΑΑ, που πρώτες παραλαμβάνουν τις πληροφορίες που υποβάλλουν οι εποπτευόμενες οντότητες για εποπτικούς σκοπούς και προβαίνουν σε έναν πρώτο έλεγχο ποιότητας. Αφού παραληφθούν από την ΕΚΤ, τα στοιχεία διατίθενται στους τελικούς χρήστες, όπως οι ΜΕΟ ή οι οριζόντιες λειτουργίες εντός της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Αυτό γίνεται μέσω του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών του ΕΕΜ (IMAS). Επιλεγμένα στοιχεία από ένα υποσύνολο ιδρυμάτων (κυρίως σημαντικών) προωθούνται επίσης αυτόματα στην ΕΑΤ και στο ΕΣΕ άμα τη παραλαβή τους. Πέραν των εποπτικών δεδομένων, η ΕΚΤ συλλέγει επίσης κύρια δεδομένα σχετικά με τις ίδιες τις οντότητες που τα υποβάλλουν (master data), π.χ. χώρα έδρας και σχέση με τις υπόλοιπες οντότητες τραπεζικών ομίλων. Από την 1η Δεκεμβρίου 2018 οι ΕΑΑ/ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ διαβιβάζουν όλα τα κύρια δεδομένα και τις σχετικές επικαιροποιήσεις απευθείας μέσω της Βάσης Δεδομένων Μητρώου Ιδρυμάτων και Θυγατρικών (RIAD).[70]
Σε συμφωνία με το πλαίσιο υποβολής εκθέσεων 2.7 της ΕΑΤ, το οποίο εφαρμόζεται ως προς την υποβολή δεδομένων από 31 Μαρτίου 2018, η σειρά εποπτικών δεδομένων καλύπτει πλέον δεδομένα για ανοίγματα σε κρατικούς τίτλους, λεπτομερή στοιχεία ζημιών λόγω λειτουργικού κινδύνου και πρόσθετους δείκτες για την παρακολούθηση της ρευστότητας. Επίσης, αντανακλά τις τροποποιήσεις λόγω εφαρμογής του προτύπου ΔΠΧΠ 9. Τα δεδομένα από 31ης Δεκεμβρίου 2018 και εξής ακολουθούν το πλαίσιο υποβολής εκθέσεων 2.8 της ΕΑΤ, το οποίο εισάγει νέες απαιτήσεις πληροφόρησης σε σχέση με τη συνετή αποτίμηση (COREP) και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα ως προς την υποβολή στοιχείων για την κατάρτιση και εφαρμογή σχεδίων εξυγίανσης.
Η ποιότητα των εποπτικών δεδομένων αξιολογείται τακτικά
Η ΕΚΤ αξιολογεί την ποιότητα των εποπτικών δεδομένων που διαβιβάζονται σύμφωνα με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα της ΕΑΤ, τις έκτακτες ασκήσεις βραχυπρόθεσμου ορίζοντα (STE) και την τριμηνιαία υποβολή στοιχείων για τα ΜΕΔ. Έχει θεσπιστεί μια διαδικασία κλιμάκωσης της ποιότητας των δεδομένων εντός του πλαισίου της ΕΚΤ για την παρακολούθηση των δεδομένων και τις αξιολογήσεις ποιότητας. Το βασικό σκεπτικό είναι να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της υποβολής εποπτικών πληροφοριών των ιδρυμάτων προς τις απαιτήσεις ποιότητας των δεδομένων. Η διαδικασία έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αναλογική, δίκαιη και αποτρεπτική ανταπόκριση της ΕΚΤ (συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών μέτρων) σε τυχόν προβλήματα ποιότητας των δεδομένων. Επιπλέον, η ΕΚΤ καταρτίζει έναν πίνακα (dashboard), ο οποίος παρουσιάζει την αξιολόγηση της ποιότητας των δεδομένων που υποβάλλονται από κάθε ίδρυμα και επιτρέπει στις εποπτικές αρχές να συγκρίνουν με τα αποτελέσματα ομοειδών ιδρυμάτων.
Συγκεντρωτικά εποπτικά δεδομένα και επιλεγμένα δημοσιοποιούμενα στοιχεία βάσει του Πυλώνα 3 δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία
Εκτός από τους εν λόγω πίνακες, η ΕΚΤ παράγει σε περιοδική βάση εποπτικές σειρές δεδομένων, βασικούς δείκτες κινδύνου και αναφορές για τις εποπτικές αρχές. Επιπλέον, συγκεντρωτικά τραπεζικά στοιχεία που καλύπτουν τα σημαντικά ιδρύματα στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ κάθε τρίμηνο. Μετά την εισαγωγή του πιο πρόσφατου πλαισίου υποβολής εκθέσεων της ΕΑΤ και τη μεταστροφή της προσοχής των αναλυτών της αγοράς και των συμμετεχόντων στην αγορά, η δημοσίευση εμπλουτίστηκε εκτενώς το 2018, ώστε να συμπεριλάβει και νέους δείκτες, π.χ. στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1, 2 και 3, συνολικά ανοίγματα προς τη γενική κυβέρνηση και παραμέτρους πιστωτικού κινδύνου βάσει της προσέγγισης εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB). Επίσης, κάθε χρόνο η ΕΚΤ δημοσιεύει δείκτες φερεγγυότητας και μόχλευσης ανά τράπεζα, όπως δημοσιοποιούνται από τις τράπεζες σε συμφωνία με τις απαιτήσεις βάσει του Πυλώνα 3. Το 2018 η δημοσίευση αυτή εμπλουτίστηκε με πληροφορίες ανά τράπεζα σχετικά με τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού ανά είδος κινδύνου και μέθοδο υπολογισμού για τα εποπτευόμενα από την ΕΚΤ παγκοσμίως συστημικώς σημαντικά και λοιπά συστημικώς σημαντικά ιδρύματα. Το νέο αυτό επίπεδο διαφάνειας επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέρη να πραγματοποιούν ουσιαστικές συγκρίσεις μεταξύ δεικτών προληπτικής εποπτείας.
5.8.2 Στατιστικά στοιχεία διαθέσιμα για τους σκοπούς της εποπτείας
Στατιστικά στοιχεία σε επίπεδο επιμέρους χρηματοοικονομικών μέσων είναι διαθέσιμα για τους σκοπούς της εποπτείας
Πέραν των πληροφοριών που υποβάλλονται στις εποπτικές αρχές, είναι δυνατόν να διατεθούν εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες[71] και για τους σκοπούς της εποπτείας. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν, επί παραδείγματι, τις σειρές δεδομένων ανά χρηματοοικονομικό μέσο AnaCredit[72] και την παροχή στατιστικών στοιχείων χρηματαγορών (MMSR)[73], οι οποίες συμπληρώνουν την κάλυψη των χρηματοοικονομικών μέσων που διακρατούνται από ιδρύματα εποπτευόμενα από την ΕΚΤ.
Το 2018 τέθηκε σε λειτουργία η σειρά δεδομένων AnaCredit, η οποία συλλέγει δεδομένα σε επίπεδο μεμονωμένων δανείων στη ζώνη του ευρώ
Η σειρά δεδομένων AnaCredit συλλέγει εναρμονισμένα στοιχεία σε επίπεδο μεμονωμένων δανείων που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Τέθηκε σε λειτουργία το δ΄ τρίμηνο του 2018, αρχικά με δεδομένα από ορισμένες μόνο χώρες, ενώ αναμένεται ότι στοιχεία που θα καλύπτουν όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ θα γίνουν διαθέσιμα μέχρι το τέλος του α΄ τριμήνου του 2019. Όσον αφορά τους οφειλέτες, τα στοιχεία καλύπτουν τις πιστώσεις που χορηγούνται σε νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, δημόσιοι φορείς και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα στοιχεία καλύπτουν τις καταθέσεις (εκτός των συμφωνιών επαναπώλησης), τις υπεραναλήψεις, το χρέος μέσω πιστωτικών καρτών, τις ανακυκλούμενες πιστώσεις (πέραν των υπεραναλήψεων και του χρέους μέσω πιστωτικών καρτών), τις πιστωτικές γραμμές (εξαιρουμένων των ανακυκλούμενων πιστώσεων), τις συμφωνίες επαναπώλησης, τις εμπορικές απαιτήσεις, τη χρηματοδοτική μίσθωση και τα λοιπά δάνεια. Πέραν της παροχής πληροφοριών σχετικά με τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και την κατάσταση αθέτησης, τα στοιχεία της σειράς AnaCredit αναμένεται να δώσουν στις εποπτικές αρχές τη δυνατότητα να εντοπίζουν κινδύνους σε περιπτώσεις σημαντικών συγκεντρώσεων πιστούχων, να παρακολουθούν και να αξιολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο στις εποπτευόμενες οντότητες και να εκτελούν λεπτομερείς αναλύσεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ή της επάρκειας των εξασφαλίσεων. Παρόλο που η χρήση της σειράς δεδομένων AnaCredit παρουσιάζει σαφή πλεονεκτήματα για τις εποπτικές αρχές όσον αφορά την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, το υπάρχον πλαίσιο υπόκειται και σε μια σειρά περιορισμών, οι οποίοι ενδεχομένως δεν επιτρέπουν την εκτεταμένη χρήση της από τις εποπτικές αρχές. Συγκεκριμένα, μεταξύ των μειονεκτημάτων περιλαμβάνονται το επίπεδο ενοποίησης (οι πληροφορίες παρέχονται μόνο σε επίπεδο επιμέρους οντότητας), η κάλυψη των αντισυμβαλλομένων και των χρηματοδοτικών μέσων (π.χ. δεν παρέχονται πληροφορίες για τα νοικοκυριά ή τα παράγωγα/τα στοιχεία εκτός ισολογισμού) και τα όρια βάσει των οποίων εκτιμάται το ουσιώδες της καθυστέρησης (π.χ. μικρές αποκλίσεις μεταξύ AnaCredit και εποπτικών στατιστικών στοιχείων). Οι τρόποι παράκαμψης αυτών των περιορισμών θα διερευνηθούν κατά την προετοιμασία των μελλοντικών σταδίων της σειράς AnaCredit.
Η παροχή στατιστικών στοιχείων χρηματαγορών (MMSR) περιλαμβάνει πληροφορίες σε επίπεδο επιμέρους συναλλαγών
Η σειρά δεδομένων MMSR τέθηκε σε λειτουργία την 1η Ιουλίου 2016. Παρέχει στοιχεία σε επίπεδο επιμέρους συναλλαγών για διαφορετικά τμήματα της αγοράς χρήματος: συναλλαγές με ή χωρίς εξασφαλίσεις, πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων και συμφωνίες ανταλλαγής επί του δείκτη μίας ημέρας σε ευρώ (OIS). Συνολικά, 50 πιστωτικά ιδρύματα στη ζώνη του ευρώ (με έδρα σε δέκα χώρες της ζώνης του ευρώ) υποβάλλουν σχετικά στοιχεία. Η υποβολή στοιχείων καλύπτει συναλλαγές ανάμεσα στους φορείς που υποβάλλουν στοιχεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (π.χ. κεντρικές τράπεζες, λοιπούς φορείς χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, ασφαλιστικές επιχειρήσεις και ταμεία συντάξεων), γενικές κυβερνήσεις και μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη χονδρική αγορά χρήματος σύμφωνα με το πλαίσιο για τους δείκτες κάλυψης ρευστότητας (LCR) της Βασιλείας ΙΙΙ. Τα στοιχεία της σειράς MMSR συμπληρώνουν τα εποπτικά δεδομένα τόσο για τα εξασφαλισμένα όσο και για τα ανεξασφάλιστα χρηματοδοτικά ανοίγματα. Επίσης, η σειρά MMSR παρέχει πληροφορίες για συμφωνίες ανταλλαγής επί του δείκτη μίας ημέρας και πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων (FX swaps).
5.8.3 Διαχείριση πληροφοριών εντός του ΕΕΜ – IMAS
Το Σύστημα Διαχείρισης Πληροφοριών του ΕΕΜ (IMAS) υπέστη σημαντικές αλλαγές το 2018. Οι αλλαγές αυτές περιλαμβάνουν νέες ενότητες για τη μεθοδολογία SREP, καθώς και για την ανίχνευση και την παρακολούθηση των εποπτικών ευρημάτων και των μέτρων που καθορίζονται στις αποφάσεις και τις επιχειρησιακές πράξεις της ΕΚΤ. Οι αλλαγές περιλαμβάνουν επίσης μια νέα βάση δεδομένων για τα εσωτερικά υποδείγματα, καθώς και νέες ροές εργασιών στο IMAS για τη συνεχή παρακολούθηση των υποδειγμάτων και για την παραπομπή για επιβολή κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς δυνητικών παραβάσεων.
Πέραν των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον ΕΕΜ, το IMAS υποστηρίζει πλέον και το ΕΣΕ και τις εθνικές αρχές εξυγίανσης (ΕΑΕ) στις δραστηριότητες εξυγίανσης – είναι η πλατφόρμα που χρησιμοποιείται τόσο από τον ΕΕΜ όσο και από τον ΕΜΕ για την ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπει το αντίστοιχο μνημόνιο.
Σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΕΜ, η ΕΚΤ πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αφιερώνει επαρκείς πόρους για την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων. Αυτοί οι πόροι χρηματοδοτούνται μέσω της επιβολής εποπτικού τέλους στις οντότητες που υπόκεινται στην εποπτεία της ΕΚΤ.
Οι δαπάνες για την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων προσδιορίζονται χωριστά εντός του προϋπολογισμού της ΕΚΤ.[74] Η αρμοδιότητα για θέματα προϋπολογισμού έχει ανατεθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Αυτό εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της ΕΚΤ κατόπιν πρότασης της Εκτελεστικής Επιτροπής και σε διαβούλευση με τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου για θέματα που συνδέονται με την τραπεζική εποπτεία. Το Διοικητικό Συμβούλιο επικουρείται από την Επιτροπή Προϋπολογισμού (BUCOM), η οποία αποτελείται από μέλη που προέρχονται από όλες τις ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος και την ΕΚΤ. Η BUCOM επικουρεί το Διοικητικό Συμβούλιο παρέχοντάς του αξιολογήσεις των εκθέσεων κατάρτισης και παρακολούθησης του προϋπολογισμού της ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ αναμένει να συνεχιστεί η αύξηση των δαπανών το 2019 κυρίως για την άμεση εποπτεία των σημαντικών ιδρυμάτων. Οι προϋπολογισθείσες δαπάνες για τα τακτικά καθήκοντα έχουν σταθεροποιηθεί. Ωστόσο, υπάρχουν εξωτερικοί παράγοντες, κυρίως η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που καθιστούν αναγκαία την αύξηση των πόρων για το επόμενο έτος. Για πληροφορίες σχετικά με την εγκεκριμένη αύξηση του προσωπικού της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ μπορείτε να ανατρέξετε στην Ενότητα 5.5 της παρούσας έκθεσης.
6.1 Δαπάνες για το 2018
Οι δαπάνες που βαρύνουν την ΕΚΤ σε σχέση με την εκτέλεση καθηκόντων που συνδέονται με την εποπτεία αφορούν κυρίως τις άμεσες δαπάνες των Γενικών Διευθύνσεων Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Η εποπτική λειτουργία βασίζεται επίσης σε κοινές υπηρεσίες που παρέχονται από υπάρχουσες υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ.[75]
Οι δαπάνες το 2018 ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνες με τις εκτιμήσεις
Τον Απρίλιο του 2018 το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε την απόφαση της ΕΚΤ σχετικά με το ποσό που θα ανακτηθεί μέσω των εποπτικών τελών το 2018. Σύμφωνα με την απόφαση, οι ετήσιες δαπάνες που συνδέονται με την τραπεζική εποπτεία εκτιμήθηκαν σε 502,5 εκατ. ευρώ.[76] Στο τέλος του 2018 οι δαπάνες της ΕΚΤ σε σχέση με τα εποπτικά της καθήκοντα ήταν 517,8 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό ήταν μόλις 3% περισσότερο από ό,τι είχε εκτιμηθεί τον Απρίλιο του 2018, αλλά πιο κοντά στον προϋπολογισμό από ό,τι το 2017. Σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΚΤ σχετικά με τα εποπτικά τέλη (“Κανονισμός για τα Εποπτικά Τέλη”), το έλλειμμα των 15,3 εκατ. ευρώ που προκύπτει θα εισπραχθεί με το συνολικό ποσό των τελών που θα επιβληθούν το 2019.[77]
Πίνακας 8
Κόστος των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ανά λειτουργία (2018-2016)
(εκατ. ευρώ)
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα μερικά σύνολα στον πίνακα ενδέχεται να μην αθροίζονται στο ακέραιο του γενικού συνόλου λόγω στρογγυλοποιήσεων.
Η ΕΚΤ ομαδοποιεί τις δαπάνες της χρησιμοποιώντας ταξινόμηση βάσει λειτουργιών. Για τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ, οι κύριες κατηγορίες με βάση τις δραστηριότητες είναι οι εξής:
- άμεση εποπτεία σημαντικών τραπεζών ή τραπεζικών ομίλων,
- επίβλεψη της εποπτείας λιγότερο σημαντικών τραπεζών ή τραπεζικών ομίλων (έμμεση εποπτεία),
- εκτέλεση οριζόντιων καθηκόντων και εξειδικευμένες υπηρεσίες.
Η ταξινόμηση γίνεται με βάση το κόστος που βαρύνει τις υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ που είναι αρμόδιες για τα αντίστοιχα εποπτικά καθήκοντα. Για κάθε κατηγορία, τα μεγέθη κόστους που αναφέρονται περιλαμβάνουν το αναλογούν τμήμα των κοινών υπηρεσιών που παρέχουν οι υποστηρικτικές υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί αυτές τις ταξινομήσεις και για να καθορίσει τον επιμερισμό του ετήσιου κόστους που θα ανακτηθεί από τα ετήσια εποπτικά τέλη που θα καταβάλουν οι εποπτευόμενες οντότητες με βάση το αν χαρακτηρίζονται σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές για εποπτικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία επιμερισμού των ετήσιων εποπτικών τελών που προβλέπεται στο άρθρο 8 του Κανονισμού σχετικά με τα Εποπτικά Τέλη, το κόστος που συνδέεται με οριζόντια καθήκοντα και εξειδικευμένες υπηρεσίες επιμερίζεται αναλογικά με βάση το πλήρες κόστος της εποπτείας των σημαντικών εποπτευόμενων τραπεζών και το κόστος επίβλεψης της εποπτείας των λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων τραπεζών αντίστοιχα.
Η κατηγορία κόστους “άμεση εποπτεία σημαντικών τραπεζών ή τραπεζικών ομίλων” περιλαμβάνει κυρίως το κόστος της συμμετοχής της ΕΚΤ στις ΜΕΟ και τις επιτόπιες επιθεωρήσεις. Περιλαμβάνει επίσης το κόστος που συνδέεται με το πολυετές έργο TRIM και τις μικροπροληπτικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την εποπτική άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τα σημαντικά ιδρύματα του 2018, η οποία διεξάγεται ανά διετία. Η επίβλεψη της εποπτείας των λιγότερο σημαντικών τραπεζών ή τραπεζικών ομίλων καλύπτει δραστηριότητες επίβλεψης και καθήκοντα αδειοδότησης. Τα οριζόντια καθήκοντα και οι εξειδικευμένες υπηρεσίες περιλαμβάνουν δραστηριότητες όπως το έργο της Γραμματείας του Εποπτικού Συμβουλίου, μακροπροληπτικά καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που συνδέονται με τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, στατιστικές υπηρεσίες και ειδικές νομικές υπηρεσίες.
Πίνακας 9
Κόστος της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ ανά κατηγορία δαπανών (2018-2016)
(εκατ. ευρώ)
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα γενικά και μερικά σύνολα στον πίνακα ενδέχεται να μην αθροίζονται στο ακέραιο λόγω στρογγυλοποιήσεων.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους των εποπτικών δραστηριοτήτων αφορά μισθούς και επιδόματα, μαζί με το συναφές κόστος για μισθώματα και συντήρηση κτιρίων και άλλες δαπάνες προσωπικού, π.χ. για υπηρεσιακά ταξίδια και επιμόρφωση.
Η ΕΚΤ υιοθέτησε συντηρητική προσέγγιση για την εκτίμηση του ύψους της δαπάνης για την άσκηση καθηκόντων τραπεζικής εποπτείας που θα ανακτηθεί μέσω των εποπτικών τελών το 2018. Η μικρή υπέρβαση δαπανών κατά 3% οφείλεται ως επί το πλείστον στην καταγραφείσα υψηλότερη αύξηση της εγκεκριμένης δύναμης προσωπικού της ΕΚΤ που οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση του κόστους κτιρίων και δραστηριοτήτων όπως υπηρεσιακά ταξίδια και συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Πέραν των εσωτερικών πόρων, είναι απαραίτητο η ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει εξωτερικούς συμβούλους για να υποστηρίξουν την εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων. Αυτοί παρέχουν εξειδικευμένη γνώση ή ολοκληρωμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες υπό την καθοδήγηση εξειδικευμένων στελεχών της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση προσωρινών ελλείψεων σε ανθρώπινους πόρους. Συνολικά, το 2018 η ΕΚΤ δαπάνησε 75,8 εκατ. ευρώ σε συμβουλευτικές υπηρεσίες σε σχέση με τα εποπτικά της καθήκοντα. Η μεγαλύτερη μεμονωμένη δραστηριότητα για την οποία χρειάστηκε συμβουλευτική υποστήριξη το 2018 ήταν η TRIM και το κόστος εξωτερικής υποστήριξης ανήλθε σε 45,7 εκατ. ευρώ για το 2018. Το 2018 δαπανήθηκαν επίσης 9,2 εκατ. ευρώ σε εξωτερικούς πόρους για την ανά διετία εποπτική άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, προς συμπλήρωση των ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης που έχουν αποσπαστεί από τις ΕΑΑ και του προσωπικού της ΕΚΤ. Όπως εξηγείται στην Ενότητα 5.5 της παρούσας Έκθεσης, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τη δύναμη προσωπικού της ΕΚΤ από το 2019 ώστε οι δραστηριότητες διενέργειας άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων να ανατίθεται εσωτερικά αντί της προσφυγής σε εξωτερικούς συμβούλους που εφαρμοζόταν στο παρελθόν. Οι υπόλοιπες δαπάνες για συμβουλευτικές υπηρεσίες διατέθηκαν κυρίως για την εκτέλεση “τακτικών” καθηκόντων επιτόπιας εποπτείας, όπως διασυνοριακές αποστολές, αξιολόγηση της ετοιμότητας των τραπεζών για την επίδραση των αλλαγών του ΔΠΧΠ 9, συνολικές αξιολογήσεις και συνεχιζόμενες προπαρασκευαστικές εργασίες που συνδέονται με το Brexit.
6.2 Πλαίσιο εποπτικών τελών για το 2018
Ο Κανονισμός ΕΕΜ και ο Κανονισμός σχετικά με τα Εποπτικά Τέλη συναποτελούν το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου η ΕΚΤ επιβάλλει ετήσιο εποπτικό τέλος για τις δαπάνες που πραγματοποιεί για την εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων. Ο Κανονισμός σχετικά με τα Εποπτικά Τέλη θεσπίζει τις μεθόδους για: (α) τον καθορισμό του συνολικού ποσού του ετήσιου εποπτικού τέλους, (β) τον υπολογισμό του ποσού που πρέπει να καταβάλει κάθε εποπτευόμενη τράπεζα και (γ) την είσπραξη του ετήσιου εποπτικού τέλους.
Οι εξελίξεις στην αναθεώρηση του πλαισίου εποπτικών τελών της ΕΚΤ
Το αποτέλεσμα της αναθεώρησης του πλαισίου εποπτικών τελών της ΕΚΤ που βρίσκεται σε εξέλιξη πρόκειται να δημοσιευθεί τον Απρίλιο του 2019. Η εν λόγω δημοσίευση θα εξηγήσει τις τροποποιήσεις στον Κανονισμό για τα εποπτικά τέλη τις οποίες προτείνει η ΕΚΤ και θα σημάνει την έναρξη δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με αυτές τις τροποποιήσεις. Ανταποκρινόμενες στα σχόλια που έλαβε η ΕΚΤ στο πλαίσιο της σχετικής δημόσιας διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε το 2017, οι τροποποιήσεις περιλαμβάνουν περαιτέρω μέτρα αναλογικότητας για τις μικρότερες, λιγότερο σημαντικές τράπεζες, βελτιώσεις ως προς τις διαδικασίες, όπως πιο εξορθολογισμένη διαδικασία συλλογής στατιστικών στοιχείων (παραγόντων υπολογισμού του τέλους) και διευκρινίσεις για ορισμένα στοιχεία του πλαισίου. Ο τροποποιημένος Κανονισμός αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή πριν από τον υπολογισμό των ετήσιων εποπτικών τελών για το 2020.
Συνολικό χρεωθέν ποσό
Η ΕΚΤ επέβαλε τέλη ύψους 474,8 εκατ. ευρώ για την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων
Τον Απρίλιο του 2018 η ΕΚΤ αποφάσισε να καθορίσει σε 474,8 εκατ. ευρώ το συνολικό ύψος των εποπτικών τελών για τις δαπάνες που αναμένεται να πραγματοποιηθούν σε σχέση με τα εποπτικά της καθήκοντα. Το ποσό αυτό βασίζεται σε αναμενόμενες δαπάνες για το σύνολο του 2018 ύψους 502,5 εκατ. ευρώ ύστερα από προσαρμογή για: (α) το πλεόνασμα ύψους 27,9 εκατ. ευρώ που μεταφέρθηκε από το 2017 και (β) 0,2 εκατ. ευρώ (καθαρά) που επιστράφηκαν σε μεμονωμένες τράπεζες για προηγούμενες περιόδους επιβολής τελών.
Το ποσό που θα ανακτηθεί μέσω των ετήσιων εποπτικών τελών διακρίνεται σε δύο μέρη. Η διάκριση αφορά το καθεστώς των εποπτευόμενων οντοτήτων, αν δηλαδή πρόκειται για σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό ίδρυμα, κάτι που αντανακλά τους διαφορετικούς βαθμούς σχολαστικότητας που απαιτείται από την ΕΚΤ.
Πίνακας 10
Συνολικά έσοδα από καθήκοντα τραπεζικής εποπτείας
(εκατ. ευρώ)
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα γενικά σύνολα στον πίνακα ενδέχεται να μην αθροίζονται στο ακέραιο των γενικών συνόλων λόγω στρογγυλοποιήσεων.
Όπως εξηγείται στην Ενότητα 6.1, υπάρχει έλλειμμα 15,3 εκατ. ευρώ μεταξύ των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για τα καθήκοντα τραπεζικής εποπτείας το 2018 και του ποσού που εκτιμήθηκε κατά το ίδιο έτος. Αυτό το έλλειμμα θα ληφθεί υπόψη στο συνολικό ποσό των τελών που θα επιβληθούν στις εποπτευόμενες οντότητες το 2019. Θα κατανεμηθεί στις κατηγορίες των σημαντικών και των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων κατ’ αναλογία του μεριδίου τους στις πραγματοποιηθείσες δαπάνες που κατανεμήθηκαν στις αντίστοιχες λειτουργίες του 2018, ήτοι 91% για τα σημαντικά ιδρύματα και 9% για τα λιγότερο σημαντικά.
Το συνολικό ποσό που είχε επιβληθεί σε προηγούμενους κύκλους εποπτικών τελών επηρεάστηκε ευνοϊκά από τη μεταφορά αχρησιμοποίητων ποσών που είχαν εισπραχθεί το προηγούμενο έτος, με αποτέλεσμα τη μείωση της επίδρασης από την ετήσια αύξηση των δαπανών. Καθώς το συνολικό ποσό που θα επιβληθεί το 2019 αφορά είσπραξη ελλείμματος (το οποίο αυξάνει το προς είσπραξη ποσό) και όχι πλεόνασμα (το οποίο θα μείωνε το ποσό), αναμένεται ότι το τελικό ποσό που θα επιβληθεί το επόμενο έτος θα αυξηθεί κατά ποσοστό που θα υπερβαίνει κατά πολύ την ετήσια αύξηση των δαπανών.
Εποπτικά τέλη ανά τράπεζα
Σε επίπεδο επιμέρους τραπεζών, τα τέλη υπολογίζονται ανάλογα με τη σπουδαιότητα και το προφίλ κινδύνου της τράπεζας, με βάση ετήσια στοιχεία που παρέχουν όλες οι εποπτευόμενες τράπεζες με ημερομηνία αναφοράς την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το εποπτικό τέλος που υπολογίζεται ανά τράπεζα, κατόπιν χρεώνεται μέσω ετήσιων πληρωμών καταβλητέων το τελευταίο τρίμηνο κάθε οικονομικού έτους.
Σχήμα 5
Η μεταβλητή συνιστώσα του εποπτικού τέλους καθορίζεται με βάση τη σπουδαιότητα και το προφίλ κινδύνου της τράπεζας
Το εποπτικό τέλος υπολογίζεται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης εντός των κρατών‑μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ. Αποτελείται από μία μεταβλητή συνιστώσα και ένα ελάχιστο ποσό, με βάση ένα ποσοστό ίσο για όλες τις τράπεζες που αντιστοιχεί στο 10% του συνολικού ποσού προς ανάκτηση.[78]
Το άρθρο 7 του Κανονισμού σχετικά με τα εποπτικά τέλη προβλέπει ότι απαιτείται τροποποίηση του αντίστοιχου εποπτικού τέλους όταν επέρχονται μεταβολές στην κατάσταση μιας τράπεζας: (α) μεταβολή του εποπτικού χαρακτηρισμού της εποπτευόμενης οντότητας από σημαντική σε λιγότερο σημαντική ή το αντίστροφο, (β) νέα εποπτευόμενη οντότητα λαμβάνει άδεια λειτουργίας ή (γ) ανακαλείται υπάρχουσα άδεια λειτουργίας. Οι μεταβολές που αφορούν προηγούμενες περιόδους επιβολής τελών και οδήγησαν σε νέες αποφάσεις της ΕΚΤ για τα εποπτικά τέλη το 2018 αντιστοιχούσαν συνολικά σε 0,3 εκατ. ευρώ.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα εποπτικά τέλη μπορείτε να ανατρέξετε στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ σχετικά με την τραπεζική εποπτεία. Οι σχετικές ιστοσελίδες ενημερώνονται τακτικά και δημοσιεύονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ.
6.3 Άλλα έσοδα που συνδέονται με καθήκοντα τραπεζικής εποπτείας
Η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις στις εποπτευόμενες οντότητες για μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τους βάσει του κανονιστικού πλαισίου προληπτικής τραπεζικής εποπτείας (συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ). Τα σχετικά έσοδα δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των ετήσιων εποπτικών τελών. Από τον Κανονισμό της ΕΚΤ για τα εποπτικά τέλη προκύπτει ότι ούτε οι αποζημιώσεις προς τρίτους ούτε τα διοικητικά πρόστιμα (κυρώσεις) που πρέπει να καταβάλουν οι εποπτευόμενες οντότητες στην ΕΚΤ επηρεάζουν το εποπτικό τέλος. Οι διοικητικές κυρώσεις στις εποπτευόμενες οντότητες καταγράφονται ως έσοδα στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης της ΕΚΤ. Τα έσοδα από κυρώσεις σε εποπτευόμενες οντότητες το 2018 ανήλθαν σε 6,0 εκατ. ευρώ.
Στη συνέχεια παρατίθενται οι νομικές πράξεις σχετικά με την τραπεζική εποπτεία που υιοθετήθηκαν το 2018 από την ΕΚΤ και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και τον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ. Περιλαμβάνονται νομικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1024/2013 και άλλες συναφείς νομικές πράξεις.
7.1 Κανονισμοί της ΕΚΤ
EKT/2018/26
Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1845 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 21ης Νοεμβρίου 2018 σχετικά με το όριο βάσει του οποίου εκτιμάται το ουσιώδες της καθυστερημένης πιστωτικής υποχρέωσης στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 178 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (EKT/2018/26) (ΕΕ L 299, 26.11.2018, σελ. 55)
7.2 Άλλες νομικές πράξεις της ΕΚΤ εκτός των κανονισμών
ΕΚΤ/2017/44
Σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 28ης Δεκεμβρίου 2017 σχετικά με τις πολιτικές διανομής μερισμάτων (ΕΕ C 8, 11.1.2018, σελ. 1)
ΕΚΤ/2018/6
Απόφαση (ΕΕ) 2018/228 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 13ης Φεβρουαρίου 2018 που τροποποιεί την απόφαση (ΕΕ) 2017/936 με την ανάθεση της έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεων αξιολόγησης της καταλληλότητας σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων (ΕΕ L 43, 16.2.2018, σελ. 18)
EKT/2018/10
Απόφαση (ΕΕ) 2018/546 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 15ης Μαρτίου 2018 σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων που αφορούν ίδια κεφάλαια (ΕΕ L 90, 1.6.2017, σελ. 105)
ΕΚΤ/2018/11
Απόφαση (ΕΕ) 2018/547 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 27ης Μαρτίου 2018 σχετικά με την ανάθεση της κατ’ εξουσιοδότηση έκδοσης αποφάσεων που αφορούν ίδια κεφάλαια σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων (ΕΕ L 90, 6.4.2018, σελ. 110)
EKT/2018/12
Απόφαση (ΕΕ) 2018/667 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 19ης Απριλίου 2018 σχετικά με το συνολικό ποσό των ετήσιων εποπτικών τελών για το 2018 (EE L 111, 2.5.2018, σελ. 3)
Τα εποπτικά στατιστικά στοιχεία ενισχύθηκαν σημαντικά το 2018
Από τον Δεκέμβριο του 2016 η ΕΚΤ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ στατιστικά στοιχεία για τη σύνθεση των ισολογισμών, την κερδοφορία, τη φερεγγυότητα και τον πιστωτικό κίνδυνο των σημαντικών ιδρυμάτων. Μετά την εισαγωγή του πιο πρόσφατου πλαισίου υποβολής εκθέσεων της ΕΑΤ και τη μεταστροφή της προσοχής των αναλυτών της αγοράς και των συμμετεχόντων στην αγορά, η δημοσίευση συμπληρώθηκε εκτενώς το 2018 ώστε να συμπεριλάβει και νέους δείκτες, π.χ. στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1, 2 και 3, συνολικά ανοίγματα προς τη γενική κυβέρνηση και παραμέτρους πιστωτικού κινδύνου βάσει της προσέγγισης εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB). Αυτές οι τραπεζικές στατιστικές για εποπτικούς σκοπούς δημοσιεύονται σε τριμηνιαία βάση και περιλαμβάνουν ανάλυση κατά γεωγραφική περιοχή και κατά κατηγορία τράπεζας.
Ορισμένα σημαντικά στατιστικά στοιχεία που αφορούν την εξεταζόμενη περίοδο παρατίθενται στη συνέχεια. Επισημαίνεται ότι το δείγμα των τραπεζών που χρησιμοποιείται διαφέρει ανά περίοδο αναφοράς, δεδομένου ότι ο κατάλογος των σημαντικών ιδρυμάτων τροποποιείται στη διάρκεια του έτους.
Κατά τις πιο πρόσφατες περιόδους αναφοράς, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ήταν σταθεροί κατά μέσο όρο
Κατά τις πιο πρόσφατες περιόδους αναφοράς, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ήταν σταθεροί κατά μέσο όρο (βλ. Πίνακα 11). Ο δείκτης συνολικών κεφαλαίων υποχώρησε ελαφρά σε 17,83% το γ΄ τρίμηνο του 2018, από 17,97% ένα έτος νωρίτερα. Παρόμοια εξέλιξη σημειώνει ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 (CET1), ενώ ο δείκτης βασικών κεφαλαίων (Tier 1) αυξήθηκε από 15,32% το γ΄ τρίμηνο του 2017 σε 15,40% το γ΄ τρίμηνο του 2018. Ο δείκτης μόχλευσης μειώθηκε οριακά, με βάση είτε τον μεταβατικό ορισμό είτε τον ορισμό πλήρους εφαρμογής. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας αυξήθηκε σε 140,93% το γ΄ τρίμηνο του 2018, από 140,34% την αντίστοιχη περίοδο του 2016.
Πίνακας 11
Συνολικός δείκτης κεφαλαίων και συνιστώσες του, δείκτης μόχλευσης και δείκτης κάλυψης ρευστότητας, ανά περίοδο αναφοράς
(ποσοστά)
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Σημαντικά ιδρύματα στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης για τα οποία είναι διαθέσιμη κοινή πληροφόρηση περί της κεφαλαιακής επάρκειας (COREP) και χρηματοοικονομική πληροφόρηση (FINREP). Συγκεκριμένα, υπήρχαν 114 τράπεζες το β΄ και το γ’ τρίμηνο του 2017, 111 το δ΄ τρίμηνο του 2017, 111 το α΄ τρίμηνο του 2017 και 109 το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018. Ο αριθμός των οντοτήτων ανά περίοδο αναφοράς αντανακλά μεταβολές λόγω τροποποιήσεων του καταλόγου των σημαντικών ιδρυμάτων μετά τις αξιολογήσεις της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ, οι οποίες διενεργούνται γενικώς σε ετήσια βάση, καθώς και λόγω συγχωνεύσεων και εξαγορών.
Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω στη διάρκεια του 2018
Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών επίσης βελτιώθηκε, καθώς ο συνολικός δείκτης ΜΕΔ βαίνει σταθερά μειούμενος, από 5,15% το γ΄ τρίμηνο του 2017 σε 4,17% το γ΄ τρίμηνο του 2018 (βλ. Διάγραμμα 13).
Διάγραμμα 13
Ποιότητα στοιχείων ενεργητικού: μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προκαταβολές ανά περίοδο αναφοράς
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Το δείγμα είναι το ίδιο με του Πίνακα 11.
Το συνολικό ενεργητικό και παθητικό των τραπεζών (βλ. Διάγραμμα 14 και Διάγραμμα 15) αντανακλά δεδομένα για το (μεταβαλλόμενο) δείγμα οντοτήτων σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, τα βασικά δεδομένα του ισολογισμού παραμένουν σταθερά διαχρονικά, αν και η σύνθεση του ενεργητικού δείχνει ανοδική τάση στην κατηγορία “δάνεια και προκαταβολές” και καθοδική τάση στις κατηγορίες “μετοχικοί τίτλοι” και “παράγωγα”. Επιπλέον, η σύνθεση του παθητικού δείχνει πτωτική πορεία στην κατηγορία “παράγωγα” και ελαφρά άνοδο στις “καταθέσεις”.
Διάγραμμα 14
Σύνθεση ενεργητικού ανά περίοδο αναφοράς
(δισεκ. ευρώ)
Διάγραμμα 15
Σύνθεση παθητικού και μετοχικού κεφαλαίου ανά περίοδο αναφοράς
(δισεκ. ευρώ)
© Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2019
Διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Γερμανία
Τηλέφωνο +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος www.bankingsupervision.europa.eu
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή.
Τελευταία ημερομηνία για τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση: 31 Δεκεμβρίου 2018.
Για θέματα ορολογίας ανατρέξτε στο Γλωσσάριο για τον ΕΕΜ.
HTML ISBN 978-92-899-3589-0, ISSN 2443-583X, doi:10.2866/74513, QB-BU-19-001-EL-Q