(Ερώτημα για ελαιοτριβεία σχετικά με την απόδοση της εισφοράς δακοκτονίας)
Αθήνα, 18.12.2018
Αριθμ. Πρωτ.: 2917 ΕΞ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)
ΣΛΟΤ 2917/2018
ΘΕΜΑ: Ερώτημα για ελαιοτριβεία σχετικά με την απόδοση της εισφοράς δακοκτονίας
ΕΡΩΤΗΜΑ
Θα ήθελα διευκρινίσεις για την παρακάτω περίπτωση:
Η ελεγχόμενη εταιρεία είναι ελαιουργείο και το ζήτημα που προκύπτει είναι ότι οι πελάτες του (αγρότες) υπάγονται σε κανονικό καθεστώς ή σε ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, το οποίο κατά την έκδοση του παραστατικού είναι συγκεκριμένο αλλά δεν είναι σταθερό για όλη την τρέχουσα χρήση. Άρα, μπορεί να εκδοθεί παραστατικό σε ημερομηνία ΧΧ/ΧΧ/2018 σε αγρότη ειδικού καθεστώτος και στο τέλος της χρονιάς ο αγρότης αυτός με βάση τα κριτήρια υπαγωγής να αλλάξει καθεστώς και να πάει στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Σε αυτή την περίπτωση ποιος είναι υπόχρεος απόδοσης της εισφοράς δακοκτονίας; Υπάρχει κάποιος προτεινόμενος τρόπος ορθής αντιμετώπισης του θέματος από τα ελαιουργεία;
Θα ήθελα να αναφέρω την απάντηση του ΣΛΟΤ (Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 36 ΕΞ 20.3.2018 Παραστατικά ελαιοτριβείου σε αγρότες ειδικού και κανονικού καθεστώτος) για αυτό το θέμα. Θεωρώ ότι αν είναι υποχρεωτική η υποβολή της εισφοράς δακοκτονίας από τους αγρότες του κανονικού καθεστώτος , αυτό θα περιπλέξει πολύ την διαχείριση των παραστατικών από πλευράς ελαιουργείων διότι παρατηρείται κάθε χρόνο το φαινόμενο κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο να γίνονται μετατάξεις αγροτών από το ένα καθεστώς στο άλλο με αποτέλεσμα ούτε οι ίδιοι να μην γνωρίζουν να απαντήσουν με ασφάλεια σε ποιο από τα δύο καθεστώτα ανήκουν, για να γνωρίζει το ελαιουργείο αν θα πρέπει να τους παρακρατήσει ή όχι την εισφορά δακοκτονίας στο ΤΠΥ.
Θα ήθελα ενημέρωση για το αν υπάρχει κάποια προτεινόμενη λύση ή τρόπος αντιμετώπισης του παραπάνω θέματος έτσι ώστε να μεταφερθεί στον πελάτη.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Επί του ερωτήματός σας, παρατηρούμε τα εξής:
Σύμφωνα με την παράγραφο 2, της Εγκυκλίου Σ. 4309/159/1-12-1983 Υ.ΟΙΚ. (με την οποία κοινοποιήθηκαν διατάξεις του άρθρου 102 του Ν 1402/1983: «Προσαρμογή της τελωνειακής και δασμολογικής νομοθεσίας στο δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων»), εάν ο πωλητής παραγωγός ελαιόκαρπου είναι αγρότης του κανονικού καθεστώτος, αποδίδει ο ίδιος την εισφορά δακοκτονίας. Αυτό, γιατί το τιμολόγιο εκδίδεται από τον ίδιον τον αγρότη, αφού ανήκει σε κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Το ίδιο ισχύει και για κάθε παραγωγό ελαιόκαρπου, ο οποίος υποχρεώνεται σε έκδοση τιμολογίου.
Υπό την έννοια αυτή δεν μπορεί να προταθεί κάτι διαφορετικό.
Σε σχέση με την μετάταξη των αγροτών από το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ στο κανονικό, και αντιστρόφως, σημειώνονται τα παρακάτω:
(Α) Προαιρετική μετάταξη από το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, στο κανονικό καθεστώς
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6, του άρθρου 41, του Ν 2859/2000 (Κώδικας ΦΠΑ), οι αγρότες που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ των αγροτών, μπορούν να επιλέξουν την προαιρετική μετάταξή τους στο κανονικό καθεστώς με υποβολή δήλωσης μεταβολών στο Τμήμα Μητρώου της ΔΟΥ (Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης) Φορολογίας τους.
2. H ως άνω προαιρετική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς, ισχύει είτε από την έναρξη του φορολογικού έτους και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν την πάροδο τριετίας, είτε από την ημερομηνία υποβολής της ανωτέρω δήλωσης, αν η μετάταξη πραγματοποιείται κατά την διάρκεια του φορολογικού έτους και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν την πάροδο τριετίας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, αρχίζει από την έναρξη του επόμενου από την μετάταξη φορολογικού έτους.
(Β) Υποχρεωτική μετάταξη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ
Ωστόσο, η υποχρεωτική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς, λόγω μη πλήρωσης των κριτηρίων του νόμου (παρ. 1, άρθρο 41, Ν 2859/2000), ισχύει από την έναρξη του φορολογικού έτους, με υποβολή δήλωσης μεταβολών και σε καμία περίπτωση κατά την διάρκεια αυτού. Σημειώνεται ότι ακόμη και αν δεν υποβληθεί δήλωση μεταβολών, δεν επηρεάζεται η υποχρεωτική μετάταξη στο κανονικό καθεστώς.
(Γ) Μετάταξη από το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, στο ειδικό καθεστώς
Μετάταξη από το κανονικό καθεστώς στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από την έναρξη του φορολογικού έτους με υποβολή δήλωσης μεταβολών στο Τμήμα Μητρώου της ΔΟΥ (Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης) Φορολογίας τους, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1, ως άνω και δεν υφίστανται οι περιορισμοί που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄ της παραγράφου 5 (άρθρο 41).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μόνο κατά την προαιρετική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς, μπορεί να έχουμε μεταβολή κατά την διάρκεια του φορολογικού έτους. Υπό την έννοια αυτή, δεν δικαιολογείται ο υπόχρεος αγρότης να μην γνωρίζει αυτό το γεγονός, αφού πρόκειται για συνειδητή επιλογή του.
Τέλος, επισημαίνεται ότι οι μεταβατικές διατάξεις*, μετά τις αλλαγές που έγιναν στο άρθρο 41 του Κώδικα ΦΠΑ, με τον Ν 4467/13-4-2017, αφορούν το φορολογικό έτος 2017 και η ισχύς τους έχει ήδη παρέλθει.
* «Ειδικά, για την πρώτη εφαρμογή, οι δηλώσεις έναρξης ή μεταβολών για την υποχρεωτική ένταξη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ από 1/1/2017, σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος άρθρου, υποβάλλονται έως και 12/5/2017. Εξαιρετικά, όσοι εντάχθηκαν στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ από 1/1/2017, αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μπορούν να προβούν σε δήλωση μεταβολής μετάταξης στο ειδικό καθεστώς των αγροτών έως και 12/5/2017».
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ
ΤΑ ΜΕΛΗ
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών ιστοχώρος και όλα τα κείμενα και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομοθετικών και διοικητικών κειμένων (Νόμοι, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΠΟΛ., Διοικητικές Πράξεις και Λύσεις κ.α.), των νομολογιακών κειμένων (Δικαστικές Αποφάσεις κ.α.), των περιλήψεων αυτών και της τήρησής τους σε βάση δεδομένων, των συσχετίσεων μεταξύ τους και των ειδικών εργαλείων αναζήτησης, αποτελούν αντικείμενο ειδικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας και προστατεύονται από την νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων και δη από τους νόμους 2121/1993, 2557/1997, 2819/2000, τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (ν. 100/1975), τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (ν. 2054/1992) και τις Οδηγίες 91/100/ΕΟΚ, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ, 93/98/ΕΟΚ ΚΑΙ 96/9/ΕΟΚ.
Η ιδιοκτησία επ’ αυτών αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Η αναδημοσίευση και η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, εξ’ ολοκλήρου, τμηματικά ή περιληπτικά, των οιωνδήποτε κειμένων ή δεδομένων περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστοχώρο, χωρίς την έγγραφη άδεια της δικαιούχου εταιρείας.