Την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018, ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Καθηγητής Ιωάννης Α. Μουρμούρας, ήταν ο προσκεκλημένος ομιλητής σε γεύμα στρογγυλής τραπέζης στο City του Λονδίνου, το οποίο διοργανώθηκε από το διεθνές πρακτορείο ειδήσεων Market News International (MNI) και στο οποίο συμμετείχαν ανώτερα στελέχη διεθνών επενδυτικών οίκων και τραπεζών, καθώς και οικονομικοί αναλυτές.
Στην ομιλία του με θέμα «Η ελληνική οικονομία μετά τα μνημόνια και οι ευρωπαϊκές εξελίξεις στις κεφαλαιαγορές», ο κ. Υποδιοικητής τόνισε ότι μετά από 10 χρόνια στασιμότητας, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας επιταχύνθηκε κατά 1,4% το 2017 και το β΄ τρίμηνο 2018 ήταν το 6ο συναπτό τρίμηνο κατά το οποίο η ελληνική οικονομία κατέγραψε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης, προβλέποντας ότι θα αναπτυχθεί κατά 2% και 2,5% το 2018 και το 2019 αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι η ανεργία σημείωσε σημαντική πτώση κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία πενταετία, στο 19%. Σχετικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Υποδιοικητής προέβλεψε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί άνω του 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και θα υπερβεί το 4% του ΑΕΠ το 2019, ξεπερνώντας τους δημοσιονομικούς στόχους.
Όσον αφορά την αγορά των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, ο κ. Υποδιοικητής αρχικά αναφέρθηκε τόσο στην επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας ανταλλαγής των ελληνικών κρατικών ομολόγων τον περασμένο Δεκέμβριο με ποσοστό συμμετοχής άνω του 85% όσο και στις νέες εκδόσεις κρατικών ομολόγων ετήσιας και επταετούς διάρκειας την τρέχουσα χρονιά, με στόχο τη δημιουργία μιας κανονικής καμπύλης επιτοκίων (yield curve), η οποία θα αντανακλά την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών και το βελτιωμένο πιστωτικό προφίλ της Ελλάδος μετά και από τις πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Πρόσθεσε δε ότι, μετά και την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών για συναλλαγές στην ημεδαπή, είναι θέμα χρόνου η νέα έκδοση του κρατικού ομολόγου αναφοράς δεκαετούς διάρκειας με λογικό επιτόκιο, το οποίο θα αποτελέσει τον πρόδρομο για την πρόσβαση των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στις χρηματαγορές με εκδόσεις ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης για άντληση ρευστότητας και όχι μόνο.
Όσον αφορά την πρόσφατη μεγάλη άνοδο των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων (περισσότερο από 20%), ο κ. Υποδιοικητής σημείωσε ότι αυτή προκλήθηκε από το αυξημένο πολιτικό ρίσκο στην Ιταλία, ως απόρροια της πρόσφατης διαμάχης με τις Βρυξέλλες του κυβερνητικού συνασπισμού λαϊκιστικών κομμάτων, με σαφή αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό, σχετικά με την πρόταση ενός επεκτατικού προϋπολογισμού για την επόμενη χρονιά, αλλά και του βασικού ερωτήματος που απασχολεί τις διεθνείς χρηματαγορές για το αν υπάρχει πολιτική βούληση για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στη γείτονα. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις των ιταλικών κρατικών ομολόγων κινήθηκαν ανοδικά, συμπαρασύροντας τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Όπως ανέλυσε ο κ. Υποδιοικητής, με βάση τα τελευταία στατιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τεκμηριώνεται μια ισχυρά θετική συσχέτιση μεταξύ των ελληνικών και των ιταλικών κρατικών ομολόγων, η οποία αυξήθηκε σημαντικά πάνω από το 70% κατά το β΄ εξάμηνο του 2018, μετά την ανάληψη καθηκόντων της νέας ιταλικής κυβέρνησης. Ως μέτρο σύγκρισης, κατά το α΄ εξάμηνο του 2018 και πριν από το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης στην Ιταλία, η συσχέτιση μεταξύ των αποδόσεων των δεκαετών ελληνικών και ιταλικών κρατικών ομολόγων ήταν περίπου 50%, ενώ το β΄ εξάμηνο του 2017 ήταν χαμηλότερη του 30%.
Ως εκ τούτου, το πριμ της απόδοσης των επενδυτών για την κατοχή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι των αντίστοιχων γερμανικών κρατικών ομολόγων αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα Ιουνίου, με την απόδοση του δεκαετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου να παραμένει άνω του 4,6%. Επιπλέον, ο κ. Υποδιοικητής ανέφερε ότι στην πτώση των τιμών των ομολόγων της ευρω-περιφέρειας συνέβαλε και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ, όπου οι συνεχείς αυξήσεις του βασικού επιτοκίου από τη Fed δημιουργούν ελκυστικότερες επενδυτικές ευκαιρίες και φυγή κεφαλαίων από τους διεθνείς επενδυτικούς οίκους προς τις αμερικανικές κεφαλαιαγορές.
Τέλος, ο κ. Υποδιοικητής σημείωσε ότι η μεγάλη άνοδος των αποδόσεων των ιταλικών κρατικών ομολόγων οδήγησε και στην πτώση των τραπεζικών μετοχών στη γείτονα χώρα, καθώς έχει προκαλέσει ανησυχίες για την κατάσταση του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, μιας και οι τράπεζές τους κατέχουν στους ισολογισμούς τους ιταλικά κρατικά χρεόγραφα αξίας 387 δισεκ. ευρώ (ήτοι το 15% του ενεργητικού τους), ενώ τα επισφαλή δάνεια αντιστοιχούν στο 15% του συνολικού δανειακού τους χαρτοφυλακίου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διεθνείς επενδυτές έχουν προβεί σε μαζικές πωλήσεις μετοχών και των ελληνικών τραπεζών, παρά την επιτυχημένη ολοκλήρωση των stress tests από τον SSM χωρίς να χρειάζονται πρόσθετες αυξήσεις κεφαλαίου, τη σταθερή επιστροφή των καταθέσεων, καθώς και τις πρόσφατες αναβαθμίσεις του πιστωτικού τους προφίλ από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και την αξιοσημείωτη βελτίωση της ρευστότητάς τους με την απεξάρτησή τους από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA).