Κυκλοφόρησε το 49ο τεύχος (Ιούλιος 2019) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στο 49ο τεύχος δημοσιεύονται οι εξής πέντε μελέτες:
Θεοδώρα Κοσμά, Παύλος Πέτρουλας και Ευαγγελία Βουρβαχάκη: “Ροές απασχόλησης στην Ελλάδα κατά την πρόσφατη περίοδο”
Μετά από μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, που οδήγησε σε σημαντικές απώλειες σε όρους παραγωγής και θέσεων εργασίας, η απασχόληση στην Ελλάδα άρχισε να ανακάμπτει από το 2014, αρκετά πριν από την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Ακολουθώντας τη σχετική βιβλιογραφία και τη μεθοδολογική προσέγγιση που εισήγαγε η πρωτοπόρος μελέτη των Davis και Haltiwanger (1992), η παρούσα μελέτη διερευνά την έκταση της ανακατανομής των θέσεων εργασίας (job reallocation), η οποία υποστήριξε τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα κατά την πρόσφατη περίοδο. Ειδικότερα, εξετάζονται ο ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας (job creation rate) και ο ρυθμός καταστροφής θέσεων εργασίας (job destruction rate), καθώς και πώς οι ρυθμοί αυτοί και η συνακόλουθη αύξηση της απασχόλησης διαφέρουν μεταξύ των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας και ως προς την τάξη μεγέθους της επιχείρησης και ως προς την ηλικιακή ομάδα των εργαζομένων.
Στην ανάλυση χρησιμοποιούνται λεπτομερή στοιχεία για την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα την περίοδο 2015-2017 σε επίπεδο μεγέθους επιχειρήσεων, ηλικίας των εργαζομένων και κλάδου οικονομικής δραστηριότητας. Τα στοιχεία είναι από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, που καλύπτει το σύνολο των μισθωτών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
Τα ευρήματα της μελέτης αναδεικνύουν ότι κατά τα έτη ανάλυσης υπάρχει ταυτόχρονα σημαντική δημιουργία και καταστροφή θέσεων εργασίας, όπως επιβεβαιώνεται από όλες τις συνιστώσες της ανάλυσης. Η μελέτη επίσης δείχνει ότι η ανακατανομή των θέσεων εργασίας είναι μεγαλύτερη όσο αυξάνεται το μέγεθος των επιχειρήσεων, γεγονός που δεν συμβαδίζει με τα ευρήματα ανάλογων μελετών για άλλες χώρες. Ως προς τις ηλικιακές κατηγορίες των εργαζομένων, η πιο ισχυρή δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αφορά τους εργαζόμενους ηλικίας άνω των 44 ετών. Η διερεύνηση της ανακατανομής των θέσεων εργασίας σε επίπεδο διψήφιου κλάδου οικονομικής δραστηριότητας αναδεικνύει τη σημαντική ετερογένεια μεταξύ των κλάδων. Μια πιο διεξοδική διερεύνηση στους σημαντικότερους κλάδους, με βάση τη βαρύτητά τους στη συνολική απασχόληση, δείχνει ότι στον κλάδο της εστίασης πολύ σημαντική συμβολή στην αύξηση της απασχόλησης έχουν οι εργαζόμενοι κάτω των 25 ετών, που κατά κανόνα έχουν μικρότερη εμπειρία και χαμηλότερες απολαβές. Σε αντιδιαστολή, στον πιο εξωστρεφή κλάδο της μεταποίησης μεγάλη συμβολή στην αύξηση της απασχόλησης έχουν οι πιο ώριμοι εργαζόμενοι, που κατά κανόνα έχουν μεγαλύτερη εμπειρία και περισσότερες δεξιότητες.
Η ετερογένεια μεταξύ κλάδων, ως προς τους ρυθμούς δημιουργίας και καταστροφής θέσεων εργασίας, και οι προσδιοριστικοί παράγοντες αυτών εξετάζονται στο πλαίσιο οικονομετρικής ανάλυσης (logistic regression analysis). Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι σε επίπεδο κλάδου οικονομικής δραστηριότητας, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας συσχετίζεται αρνητικά με το ρυθμό μεταβολής των μισθών και θετικά με την ένταση κεφαλαίου και τη μεταβολή του αριθμού των επιχειρήσεων του κλάδου.
Σε αντίθεση, η καταστροφή θέσεων εργασίας σε επίπεδο κλάδου οικονομικής δραστηριότητας συσχετίζεται αρνητικά με τη μεταβολή του αριθμού των επιχειρήσεων και θετικά με το βαθμό εξωστρέφειας του κλάδου. Το τελευταίο εύρημα, σε συνδυασμό με το ότι η ανακατανομή των θέσεων εργασίας αυξάνεται με το μέγεθος των επιχειρήσεων, ενδεχομένως συνδέεται με μια διαδικασία δημιουργικής καταστροφής, κατά την οποία οι πιο εξωστρεφείς επιχειρήσεις σε έναν κλάδο αναπτύσσονται και διευρύνουν την παραγωγή τους, ενώ οι πιο εσωστρεφείς συρρικνώνονται ή και διακόπτουν τη λειτουργία τους.
Μάριος Παπασπύρου και Αθανάσιος Πετραλιάς: “Το υπόδειγμα εκτίμησης της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας”
Στη μελέτη παρουσιάζεται το υπόδειγμα εκτίμησης της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας, το οποίο αποτελεί ένα συνεκτικό στατιστικό πλαίσιο για την εκτίμηση των στοιχείων του ισοζυγίου πληρωμών που σχετίζονται με τη ναυτιλιακή δραστηριότητα, με βάση διοικητικές πηγές και εμπορικές βάσεις δεδομένων.
Λόγω της πολύπλοκης φύσης του ναυτιλιακού τομέα και των σύνθετων δομών των ομίλων, η εκτίμηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας είναι μία από τις πιο απαιτητικές εργασίες στο πλαίσιο των επίσημων στατιστικών. Έχει, ωστόσο, ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, καθώς ο εμπορικός της στόλος διαδραματίζει στρατηγικό ρόλο στη μεταφορά εμπορευμάτων σε πολλές περιοχές ανά τον κόσμο. Το στατιστικό πλαίσιο που παρουσιάζεται στην παρούσα μελέτη μπορεί να εφαρμοστεί και από άλλες χώρες για τους σκοπούς της κατάρτισης του ισοζυγίου πληρωμών, όπως και από ερευνητές και αναλυτές που επιθυμούν να εκτιμήσουν τα έσοδα και τις δαπάνες που σχετίζονται με τη ναυτιλιακή δραστηριότητα.
Στο υπόδειγμα εκτίμησης της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας ακολουθείται μια αναλυτική προσέγγιση, σε επίπεδο πλοίου. Πρώτον, προσδιορίζεται η δομή του κλάδου, οι κύριοι αντισυμβαλλόμενοι και οι συναλλαγές ισοζυγίου υπό εκτίμηση. Δεύτερον, προσδιορίζεται ο πληθυσμός, που περιλαμβάνει τις πλοιοκτήτριες εταιρίες, τις διαχειρίστριες εταιρίες, καθώς και τα πλοία που θα ληφθούν υπόψη. Τέλος, υπολογίζονται όλες οι συναλλαγές ισοζυγίου πληρωμών σε επίπεδο πλοίου και σε μηνιαία βάση.
Στη μελέτη αναλύεται επίσης η διάρθρωση του ναυτιλιακού κλάδου, ενώ παράλληλα παρέχονται κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό των εταιριών που θεωρούνται κάτοικοι και των αντίστοιχων πλοίων, με βάση την αρχή της οικονομικής ιδιοκτησίας. Τέλος, παρουσιάζεται ένα αναλυτικό στατιστικό πλαίσιο για την εκτίμηση όλων των συναλλαγών που σχετίζονται με τη ναυτιλιακή δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων των πλοίων, των δαπανών για καύσιμα, των λιμενικών εξόδων, των δαπανών για πλήρωμα, των διαχειριστικών εξόδων και άλλων στοιχείων του ισοζυγίου πληρωμών.
Ιωάννα Μπαρδάκα και Χρήστος Παπάζογλου: “Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της προσφοράς εξαγωγής πετρελαίου της Ελλάδος”
Η μελέτη εξετάζει τους προσδιοριστικούς παράγοντες των ελληνικών εξαγωγών πετρελαίου από την πλευρά της προσφοράς. Τα τελευταία 15 χρόνια, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε σημαντικό παραγωγό προϊόντων διυλισμένου πετρελαίου, τα οποία διαθέτει τόσο στην εγχώρια όσο και στην εξωτερική αγορά. Μεταξύ 2001 και 2018, το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές διυλισμένου πετρελαίου έχει αυξηθεί από 0,67% (που σε αξία αντιστοιχούσε σε 1 δισεκ. ευρώ) σε 1,5% (ή 11 δισεκ. ευρώ), με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κατατάσσεται πλέον 19η στην παγκόσμια κατάταξη εξαγωγέων προϊόντων διυλισμένου πετρελαίου επί συνόλου 232 χωρών. Έτσι, ιδιαίτερα μετά το 2012, καταγράφεται σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών διυλισμένου πετρελαίου, η οποία επέφερε τη δραστική μείωση των καθαρών εισαγωγών πετρελαίου και τη συνακόλουθη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας.
Η στροφή του συγκεκριμένου κλάδου προς την εξωτερική αγορά, αν και εν πολλοίς κατέστη αναγκαία λόγω της εγχώριας οικονομικής κρίσης, ήταν σε σημαντικό βαθμό προϊόν συνειδητής στρατηγικής επιλογής. Αυτό προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν στον κλάδο, με αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση των υποδομών και την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής.
Η θεωρητική εξειδίκευση της συνάρτησης προσφοράς εξαγωγών χρησιμοποιεί στοιχεία από εκείνη των Goldstein και Khan (1978), που αφορά το σύνολο των εξαγωγών και βασίζεται στην υπόθεση ατελούς υποκατάστασης μεταξύ εξαγωγών και εγχώριας παραγωγής. Εκτός από το ρόλο των επενδύσεων ως σημαντικού παράγοντα ενίσχυσης της προσφοράς διυλισμένου πετρελαίου στη διεθνή αγορά, η ανάλυση εξετάζει την εμπειρική σπουδαιότητα δύο επιπλέον μεταβλητών: (α) του περιθωρίου διύλισης, το οποίο υπολογίζεται με βάση την τιμή αγοράς του αργού πετρελαίου και την τιμή πώλησης μετά τη διύλιση, όπως διαμορφώνονται στη διεθνή αγορά, δεδομένου ότι ο κλάδος είναι αποδέκτης και των δύο αυτών διεθνών τιμών, και (β) του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας, το οποίο αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την εγχώρια ζήτηση διυλισμένου πετρελαίου.
Η εμπειρική ανάλυση αφορά το χρονικό διάστημα από το α΄ τρίμηνο του 2004 έως το β΄ τρίμηνο του 2018. Σε πρώτο στάδιο εκτιμώνται μακροχρόνιες σχέσεις συνολοκλήρωσης με τη χρήση υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος και στη συνέχεια παράγονται οι βραχυχρόνιες “υπό όρους” ελαστικότητες και ο συντελεστής διόρθωσης σφάλματος. Αποδεικνύεται ότι υπάρχουν στατιστικά σημαντικές μακροχρόνιες σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών των εξισώσεων που εξετάζονται και με τα σωστά πρόσημα. Μάλιστα, επιβεβαιώνεται η μη γραμμικότητα της σχέσης ως προς τις επενδύσεις. Οι επενδύσεις εμφανίζονται ως ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας με θετική αλλά φθίνουσα επίδραση στις εξαγωγές. Αρνητική είναι η επίδραση του πραγματικού ΑΕΠ, καταδεικνύοντας ότι η μείωση της εγχώριας ζήτησης επίσης συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην περαιτέρω στροφή του κλάδου προς τις διεθνείς αγορές. Τέλος, όπως αναμενόταν, οι εξαγωγές αντιδρούν θετικά σε μεταβολές του περιθωρίου διύλισης.
Από πλευράς προτάσεων πολιτικής, η εμπειρία του κλάδου διύλισης πετρελαίου δείχνει το δρόμο για τη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης της χώρας και την ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας. Συμπερασματικά, η επέκταση στις αγορές του εξωτερικού, αν και επιβλήθηκε από τη μείωση της εγχώριας ζήτησης, κατέστη δυνατή χάρη στην εντυπωσιακή άνοδο των επενδύσεων, που συνέβαλαν στη βελτίωση της υφιστάμενης υποδομής των επιχειρήσεων και στην εισαγωγή νέας τεχνολογίας, η οποία με τη σειρά της αναβάθμισε την ποιότητα του προϊόντος.
Ευαγγελία Κασιμάτη και Νικόλαος Βεράρος: “Άντληση κεφαλαίων μέσω έκδοσης κοινών μετοχών από ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες στις αγορές κεφαλαίων των ΗΠΑ”
Η μελέτη εξετάζει τη δραστηριότητα άντλησης ιδίων κεφαλαίων από ναυτιλιακές εταιρίες με προσφορά μετοχών στις κεφαλαιαγορές των ΗΠΑ την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Οκτώβριο του 2018, με ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχή των εταιριών ελληνικών συμφερόντων.
Κατά την υπό εξέταση περίοδο, οι ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακές εταιρίες άντλησαν 13,5 δισεκ. δολάρια σε ίδια κεφάλαια, ποσό που αντιστοιχεί στο 44% των αντίστοιχων κεφαλαίων που άντλησε το σύνολο των ναυτιλιακών εταιριών παγκοσμίως στις κεφαλαιαγορές των ΗΠΑ.
Από την εξέταση των σχετικών στοιχείων διαχρονικά και ανά κατηγορία πλοίου, διαπιστώνεται μια σαφής συσχέτιση μεταξύ του ύψους των αντληθέντων κεφαλαίων και του επιπέδου της ναυλαγοράς. Οι εταιρίες φαίνεται ότι πιο εύκολα συγκεντρώνουν περισσότερα ίδια κεφάλαια όταν η ναυλαγορά βρίσκεται στην υψηλή φάση του κύκλου της. Ευνοείται έτσι η επένδυση κεφαλαίων όταν οι αξίες των πλοίων είναι υπερβολικά υψηλές, ενώ αντίθετα δημιουργείται ο κίνδυνος της υπερβολικής κεφαλαιακής μόχλευσης όταν οι αξίες των πλοίων υποχωρούν, κατά την είσοδο στη χαμηλή φάση του ναυτιλιακού κύκλου.
Το μέσο μέγεθος των υπό εξέταση προσφορών ήταν 133 εκατ. δολάρια, ενώ το 31% των αντληθέντων κεφαλαίων αφορούσε αρχικές δημόσιες προσφορές για την εισαγωγή των εταιριών στο χρηματιστήριο. Το 81% των περιπτώσεων αφορά την έκδοση νέων μετοχών, δηλαδή την εισροή νέων κεφαλαίων στις εταιρίες προς χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους. Όσον αφορά τους όρους των δημόσιων προσφορών, το 56% των εκδόσεων τιμολογήθηκε εντός του ενδεικτικού εύρους τιμών που είχαν γνωστοποιήσει στο επενδυτικό κοινό οι ανάδοχες τράπεζες. Σε σχεδόν όλες τις εκδόσεις, η περίοδος υποχρεωτικής διακράτησης μετοχών για τους βασικούς μετόχους (lock-up provision) είχε συνήθως διάρκεια 90 ημέρες. Η απόδοση ένα μήνα μετά την έκδοση των μετοχών ήταν κατά μέσο όρο θετική στο 3,1%.
Η μεγάλης κλίμακας άντληση ιδίων κεφαλαίων στις κεφαλαιαγορές των ΗΠΑ κρίνεται ότι συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του ελληνόκτητου στόλου κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, καθώς και στην εδραίωση της πρωτεύουσας θέσης της ελληνικής ναυτιλίας διεθνώς.
Μαρία Αλμπάνη, Σοφία Ανυφαντάκη και Σοφία Λαζαρέτου: “Πώς μπορούν οι ψηφιακές τεχνολογίες να αποτελέσουν αναπτυξιακό μοχλό για την ελληνική οικονομία; Ευκαιρίες και προκλήσεις”
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός προσφέρει ευκαιρίες δυναμικής ανάπτυξης μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας, της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της αξιοποίησης των δυνατοτήτων του ηλεκτρονικού εμπορίου. Η ψηφιακή επανάσταση αφορά μια διαδικασία συνεχών αλλαγών στο επιχειρείν, στο εμπόριο και στην καταναλωτική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα η προσκόλληση στα παραδοσιακά πρότυπα παραγωγής να έχει φθίνουσα χρησιμότητα. Με εργαλείο τις τεράστιες βάσεις δεδομένων προτιμήσεων και αναγκών, σηματοδοτεί την εμφάνιση ενός “έξυπνου” κόσμου που συγχωνεύει το φυσικό και το βιολογικό με τον ψηφιακό κόσμο και επιτρέπει τη μαζική παραγωγή εξατομικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών από αποκεντρωμένα, αυτόνομα και συνδεδεμένα συστήματα παραγωγής και έλεγχου. Το ανθρώπινο κεφάλαιο, συμπυκνώνοντας τη γνώση, τις ικανότητες και τις δεξιότητες, καθίσταται ο βασικός παραγωγικός συντελεστής. Η Ελλάδα, αξιοποιώντας κατάλληλα το πλούσιο ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτει, μπορεί να μειώσει το χάσμα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ-28 και να αποκομίσει σημαντικά οφέλη από τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας της, όπως είναι η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω της γνώσης, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η ενίσχυση της εξωστρέφειας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η επίτευξη διατηρήσιμου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης.
Η μελέτη παρουσιάζει την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό της και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η διείσδυση των ψηφιακών τεχνολογιών μπορεί να αποτελέσει βασικό αναπτυξιακό μοχλό. Συγκεκριμένα, αναλύει τις θετικές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και στην εξωστρέφεια. Έμφαση δίνεται στις αλλαγές στην αγορά εργασίας και στη σύνθεση της απασχόλησης και τονίζεται η ανάγκη απόκτησης κατάλληλων δεξιοτήτων, καθώς και η σημασία της διά βίου μάθησης και της επαγγελματικής κατάρτισης. Οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν πολλές ευκαιρίες απασχόλησης υπό την προϋπόθεση της ταχείας προσαρμογής της εργασίας σε ένα ανθρωποκεντρικό περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχούν η γνώση, οι δεξιότητες, η ατομική πρωτοβουλία, η κινητικότητα, η ευελιξία και η συνεργασία. Καθώς η υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών μεταβάλλει το χρηματοπιστωτικό τοπίο, αναλύονται επίσης οι επιπτώσεις τους στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. Δεδομένων των πολύ χαμηλών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, που υποδηλώνουν αργοπορία ή ενδεχομένως αδυναμία ψηφιακού μετασχηματισμού του παραγωγικού υποδείγματος, η δυνατότητα αποφυγής του κινδύνου τεχνολογικής στασιμότητας έχει ιδιαίτερη σημασία. Για το λόγο αυτό, προτείνονται συγκεκριμένες παρεμβάσεις πολιτικής που καλύπτουν πέντε κρίσιμους τομείς και οι οποίες κρίνονται αναγκαίες για την επιτάχυνση της διαδικασίας ψηφιοποίησης της ελληνικής οικονομίας και τη διάχυση των ωφελειών στην κοινωνία.
* * *
Στο 49ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των “Δοκιμίων Εργασίας” τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) το Τμήμα Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2019.
Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα και σε ηλεκτρονική μορφή εδώ.