Golden Visa

Οδηγός απόκτησης Golden Visa στην Ελλάδα

Η Golden Visa αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή προγράμματα στην Ελλάδα για την απόκτηση μόνιμης άδειας διαμονής. Στον νόμο την εντοπίζουμε ως άδεια διαμονής για επενδυτικούς λόγους (άδεια διαμονής τύπου «Β»). Το «προνόμιο» αυτό, που αποτελεί ταυτόχρονα μηχανισμό προσέλκυσης ξένων επενδυτών – πολιτών τρίτης χώρας, εξασφαλίζεται με δύο τρόπους: α) μέσω απόκτησης ακίνητης περιουσίας και β) μέσω άσκησης επιχειρηματικής-επενδυτικής δραστηριότητας στη χώρα μας. Προϋπόθεση και στις δύο περιπτώσεις, είναι ο ενδιαφερόμενος, πολίτης εκτός Ε.Ε., να έχει εισέλθει στην Ελλάδα με νόμιμο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί, πριν την είσοδό του στην ελληνική επικράτεια να υποβάλει αίτημα χορήγησης εθνικής θεώρησης εισόδου, με σκοπό την απόκτηση άδειας διαμονής επενδυτή.

Α) Απόκτηση ακίνητης περιουσίας

Τρόπος απόκτησης 

Βασική προϋπόθεση στη συνηθέστερη περίπτωση, που ο πολίτης τρίτης χώρας επιθυμεί να γίνει δικαιούχος άδειας διαμονής, μέσω απόκτησης ακίνητης περιουσίας, είναι η τελευταία να έχει κατά το χρόνο κτήσης μια ελάχιστη αξία, η οποία καθορίζεται από τον νόμο, ενώ παράλληλα υφίσταται υποχρέωση ολοσχερούς καταβολής του τιμήματος πριν την υποβολή του αιτήματος για τη χορήγηση μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή. Η αξία αυτή, τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια της οποίας θα αναλυθούν κατωτέρω, προκύπτει από τη συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης ή από τις νόμιμα μεταγεγραμμένες συμβολαιογραφικές πράξεις εξόφλησης και άρσης της διαλυτικής αίρεσης, σε περίπτωση, που τελεί υπό την αίρεση της καταβολής του πιστούμενου τιμήματος. Το εκάστοτε τίμημα μπορεί να καταβληθεί και από τον σύζυγο ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι β’ βαθμού του αγοραστή: α) με δίγραμμη τραπεζική επιταγή σε λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα, β) με μεταφορά πίστωσης, γ) μέσω POS εγκατεστημένου από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος λειτουργεί στην Ελλάδα, με χρέωση τραπεζικής πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας του αγοραστή, σε λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που τηρείται σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος λειτουργεί στην Ελλάδα. Πολίτης τρίτης χώρας που έχει προσκομίσει συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου, η καταβολή του τιμήματος του οποίου δεν έγινε σύμφωνα με επιτρεπτό τρόπο, μπορεί να μεταβάλλει τον τρόπο καταβολής του τιμήματος, διορθώνοντας το αρχικό συμβόλαιο, άλλως η αίτηση του απορρίπτεται (ΣτΕ 2036/2019 ΤΝΠ Νόμος).

Σημειωτέον ότι, η άδεια μπορεί να αποκτηθεί όχι αποκλειστικά με την καταβολή τιμήματος (αγορά) αλλά και μέσω δωρεάς, κληρονομικής διαδοχής ή γονικής παροχής. Στην τελευταία περίπτωση ορίζεται ρητώς στο νόμο ότι ο πολίτης τρίτης χώρας πρέπει να είναι ενήλικας. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή κρίσιμη είναι η αντικειμενική αξία του ακινήτου.

Περαιτέρω, γίνεται δεκτό (βλ. σχετ. Γνωμ. ΝΣΚ 153/2020) ότι είναι δυνατή η χορήγηση σε πολίτη τρίτης χώρας μόνιμης άδειας διαμονής, αν ο τελευταίος καταβάλει ως υπερθεματιστής σε αναγκαστικό πλειστηριασμό ακινήτου, που βρίσκεται στην Ελλάδα, το συνολικό εκπλειστηρίασμα ακινήτου της συγκεκριμένης κατ’ ελάχιστο ποσό  προβλεπόμενης στο νόμο αξίας, υπό τους απαράβατους όρους ότι: α) η καταβολή του εκπλειστηριάσματος στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο έχει συντελεσθεί με έναν από τους τρόπους, που περιοριστικά αναφέρονται ως άνω, β) έχει γίνει μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης του ακινήτου στα οικεία βιβλία μεταγραφών και γ) ο πλειστηριασμός δεν έχει ακυρωθεί με έναν από τους προβλεπόμενους νόμιμους τρόπους.

Πέραν τούτου, μόνιμη άδεια διαμονής μπορεί να αποκτηθεί και μέσω σύναψης μακροχρόνιας σύμβασης (δεκαετούς τουλάχιστον διάρκειας) σύνθετου τουριστικού καταλύματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 4002/2011 ή σύμβαση χρονομεριστικής μίσθωσης τουριστικού καταλύματος (ήτοι μίσθωσης κατά την οποία ο εκμισθωτής παραχωρεί τη χρήση τουριστικού καταλύματος και παρέχει στον μισθωτή συναφείς υπηρεσίες για καθορισμένο από τη σύμβαση χρονικό διάστημα), σύμφωνα με τον ν. 1652/1986 (Α` 167). Στην περίπτωση αυτή, η αξία υπολογίζεται με βάση το συνολικό συμβατικό μίσθωμα. Ως σύνθετο τουριστικό κατάλυμα χαρακτηρίζεται το ξενοδοχειακό κατάλυμα, που ανεγείρεται, σε συνδυασμό με τουριστικές επιπλωμένες επαύλεις και κατοικίες και εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής (συνεδριακά κέντρα, γήπεδα γκολφ, χιονοδρομικά κέντρα, θεματικά πάρκα, κέντρα αναζωογόνησης (spa), Κέντρα Προπονητικού Αθλητικού Τουρισμού, ορειβατικά καταφύγια). Ως τουριστικό κατάλυμα δε νοείται κάθε ξενοδοχειακή  μονάδα  και  γενικά  τουριστική  εγκατάσταση, που λειτουργεί με άδεια του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού  (Ε.Ο.Τ.)  και έχει  υπαχθεί  στις  διατάξεις  του  νόμου  με  απόφαση  του  Γενικού Γραμματέα του  Ε.Ο.Τ. .

Δικαιούχοι

Στην περίπτωση, που οι ενδιαφερόμενοι είναι περισσότεροι, πρέπει κάθε ένας από τους συνιδιοκτήτες να λάβει ποσοστό, που αντιστοιχεί στην ελάχιστη απαιτούμενη αξία, που ορίζει σε κάθε περίπτωση ο νόμος για τη χορήγηση άδειας επενδυτή. Μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αυτό, αποτελεί η περίπτωση, που οι συνιδιοκτήτες είναι σύζυγοι ή συμβίοι που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.

Στην περίπτωση δε, που ο πολίτης τρίτης χώρας έχει οικογένεια, τότε άδεια διαμονής μπορεί να χορηγηθεί και στα μέλη της οικογένειας ατομικά. Ως μέλη νοούνται: (α) ο έτερος των συζύγων ή των συντρόφων με τον/την οποίο/α ο/η πολίτης τρίτης χώρας έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα, (β) τα άγαμα κοινά τέκνα των συζύγων ή συντρόφων κάτω των 21 ετών, (γ) τα άγαμα τέκνα του συντηρούντος ή του ετέρου των συζύγων ή συντρόφων, εφόσον η επιμέλεια έχει νομίμως ανατεθεί για τα τέκνα του/της συντηρούντος σε αυτόν/αυτήν για τα δε τέκνα του/της ετέρου των συζύγων ή συντρόφων σε αυτόν/αυτήν κάτω των 21 ετών. Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις, μόλις τα τέκνα αυτά συμπληρώσουν το 21ο έτος της ηλικίας τους, δύναται να χορηγηθεί αυτοτελής άδεια διαμονής για τρία (3) έτη με μόνη την υποχρέωση  προσκόμισης της προηγούμενης άδειας για οικογενειακή επανένωση και (δ) οι απευθείας ανιόντες των συζύγων ή συντρόφων.

Αναφορικά με το ζήτημα της ενηλικότητας, σύμφωνα με τις υπ’ αριθ. 22/2020 και 229/2019 γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους εκφράσθηκε κατά πλειοψηφία η γνώμη ότι ανήλικος πολίτης τρίτης χώρας μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του «επενδυτή», μπορεί δηλαδή να προβεί στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας δια του ασκούντος τη γονική μέριμνα, διότι η προϋπόθεση της ενηλικότητας τίθεται από το νομοθέτη μόνο στην περίπτωση που η απόκτηση ακίνητης περιουσίας γίνεται από κληρονομική διαδοχή ή συνέπεια γονικής παροχής. Κατά ομόφωνη δε άποψη, υποστηρίχτηκε ότι σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση της άδειας διαμονής «επενδυτή» στον γονέα ανήλικου πολίτη τρίτης χώρας, ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, ως φορέα της γονικής του μέριμνας.

Τέλος, η απόκτηση ακίνητης περιουσίας μπορεί να γίνει και στο όνομα εταιρείας με έδρα είτε στην Ελλάδα, είτε σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., με την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος (και δικαιούχος της άδειας διαμονής) έχει συγκεντρωμένες στο πρόσωπό του όλες τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια.

Ελάχιστη αξία 

Η ελάχιστη αξία που απαιτείται να έχει το ακίνητο προσδιορίζεται νομοθετικά. Οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διαμονής, κυρίως, ως προς την ελάχιστη απαιτούμενη αξία, μεταβάλλονται διαρκώς ως αποτέλεσμα μιας συνεχιζόμενης διαδικασίας προσαρμογής στις ανάγκες και τις συνθήκες της εποχής, που στόχο έχει να επιτυγχάνεται η βέλτιστη ισορροπία μεταξύ της εθνικής οικονομίας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Αναλυτικότερα, με το άρθρο 20Β του ν. 4251/2014, η ελάχιστη αξία οριζόταν στο ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (250.000€).

Σημειωτέον ότι πολίτες τρίτης χώρας οι οποίοι είχαν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, την οποία αγόρασαν πριν την έναρξη ισχύος του 4146/2013, εφόσον το τίμημα που είχαν καταβάλει κατά την αγορά ανερχόταν σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (250.000€) ή η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας κατά την έναρξη ισχύος του νέου τότε νόμου ανερχόταν σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (250.000€), είναι δικαιούχοι άδειας διαμονής.

Ωστόσο, με το άρθρο 91 του ν. 5007/2022, το ως άνω άρθρο 20Β του νόμου 4251/2014 τροποποιήθηκε και από 23 Δεκεμβρίου 2022 ορίστηκε ότι: 1) Για τις Περιφερειακές Ενότητες Βόρειου, Κεντρικού και Νότιου Τομέα Αθηνών και τον Δήμο Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης της Περιφέρειας Αττικής, τον Δήμο Θεσσαλονίκης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και τις Περιφερειακές Ενότητες Μυκόνου και Σαντορίνης της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου η ελάχιστη αξία της ακίνητης περιουσίας κατά το χρόνο κτήσης της ορίζεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000€). 2) Για τις λοιπές περιοχές της χώρας, η ελάχιστη αξία της ακίνητης περιουσίας κατά το χρόνο κτήσης της ορίζεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (250.000€). Στην τελευταία περίπτωση της επένδυσης μέσω αγοράς ακίνητης περιουσίας, αυτή μπορεί να πραγματοποιείται σε ένα ή και περισσότερα ακίνητα.

Τα ως άνω δε ελάχιστα όρια διατηρήθηκαν με το άρθρο 100 του ν.5038/2023, με έναρξη ισχύος την 01η Ιανουαρίου 2024. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 64 του ν. 5100/2024, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 31 Μαρτίου 2024 και δυνάμει του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 100 του ν. 5038/2023 ορίστηκε ότι: 1) Για την Περιφέρεια Αττικής, την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, τις Περιφερειακές Ενότητες Μυκόνου και Θήρας της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και για τα νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, πάνω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, η ελάχιστη αξία κτήσης της ακίνητης περιουσίας κατά το χρόνο απόκτησής της ορίζεται στο ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων ευρώ (800.000€). 2) Για τις λοιπές περιοχές της χώρας, η ελάχιστη αξία ορίζεται στο ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων ευρώ (400.000€). Μάλιστα, και στις δυο ως άνω περιπτώσεις προβλέφθηκε ότι εάν πρόκειται για δομημένη ακίνητη περιουσία ή ακίνητο για το οποίο έχει εκδοθεί οικοδομική άδεια, απαιτείται ελάχιστη επιφάνεια κύριων χώρων εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικών μέτρων. Ειδικώς, α) στις περιπτώσεις επένδυσης μέσω αγοράς σε ακίνητη περιουσία και εφόσον οι κύριοι χώροι ακινήτου (κατάστημα ή βιομηχανικό κτίριο ή τμήμα βιομηχανικού κτιρίου ή κτίριο εντός της οποίας ευρίσκεται βιομηχανικό κτίριο, αποκλειστικά εφόσον τα τελευταία τουλάχιστον πέντε (5) έτη, δεν βρισκόταν σε αυτό εγκατεστημένη και σε λειτουργία βιομηχανία χώρων) αλλάζουν σε κατοικία η ελάχιστη αξία ορίζεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (250.000€). Στην περίπτωση αυτή, η αλλαγή χρήσης, η οποία μπορεί να γίνει και από τον πωλητή, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν από την υποβολή του αιτήματος για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή. Δεν επιτρέπεται όμως να χρησιμοποιούνται ως έδρα ή υποκατάστημα επιχείρησης, διάταξη που σε περίπτωση παραβίασής της επισύρει πρόστιμο ύψους πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000€) και ταυτόχρονη ανάκληση της άδειας, β) στις περιπτώσεις επένδυσης μέσω αγοράς ακίνητης περιουσίας που αποτελείται από προς αποκατάσταση ή ανακατασκευή διατηρητέο κτίριο ή τμήμα διατηρητέου κτιρίου ή εντός της οποίας ευρίσκεται διατηρητέο κτίριο, η ελάχιστη απαιτούμε αξία ορίζεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (250.000€). Αν όμως η μεταβίβαση πραγματοποιηθεί πριν ολοκληρωθεί η πλήρης αποκατάσταση ή η ολική ανακατασκευή, αυτή είναι άκυρη, επισύρει δε πρόστιμο ύψους εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000€) στον κύριο ή και κάτοχο του ακινήτου και η άδεια ανακαλείται. Επιπλέον, προκειμένου να ανανεωθεί η πρώτη άδεια διαμονής απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η αποκατάσταση ή η ανακατασκευή, άλλως επισύρεται πρόστιμο ύψους εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000€). Σε όλες δε τις ως άνω περιπτώσεις η ελάχιστη αξία υπολογίζεται σε ένα μόνο ακίνητο και όχι αθροιστικά.

Όλα τα ως άνω στοιχεία (στοιχεία μερών, στοιχεία καταβολής, τρόπος καταβολής τιμήματος κλπ.) βεβαιώνονται με σχετική πράξη του συμβολαιογράφου, ενώ απαιτείται και η προσκόμιση βεβαίωσης από την αρμόδια υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, σχετικά με το αν το συγκεκριμένο ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί για την έκδοση μόνιμης άδειας επενδυτή. Από τη στιγμή που όλα τα στοιχεία υποβληθούν στην εκδούσα αρχή, η άδεια διαμονής χορηγείται εντός 2 μηνών από την περιέλευσή τους.

Από τις ως άνω τροποποιήσεις του νόμου, καθίσταται σαφής η προσπάθεια του νομοθέτη να αυστηροποιήσει τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διαμονής αυξάνοντας τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια απόκτησης ακίνητης περιουσίας σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει το έντονο φαινόμενο στεγαστικής κρίσης, που έχει παρουσιαστεί στη χώρα μας.

Εκμίσθωση ακινήτου 

Το ακίνητο που αποκτά ένας πολίτης τρίτης χώρας κατά την ως άνω διαδικασία και τις σχετικές προϋποθέσεις ανέκαθεν ήταν δυνατόν να εκμισθωθεί, χωρίς η εκμίσθωση να επηρεάζει τη χορήγηση ή ανανέωση της άδειας διαμονής του.

Ωστόσο, πρόσφατα με τον ν.5100/2024, προβλέφθηκε για πρώτη φορά ότι απαγορεύεται η βραχυχρόνια εκμίσθωση και υπεκμίσθωση των ακινήτων που αποκτά ο πολίτης τρίτης χώρας δίνοντας πλέον δυνατότητα μόνο στη μακροχρόνια μίσθωση. Πρόκειται για μία πρόβλεψη του νέου νόμου, εναρμονισμένη με τις συνθήκες της εθνικής αγοράς και οικονομίας, η οποία σε περίπτωση παραβίασης της επισύρει πρόστιμο ύψους πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000€) στον κύριο ή και κάτοχο του ακινήτου και την ταυτόχρονη ανάκληση της άδειας.

Διάρκεια ισχύος 

Η διάρκεια ισχύος της άδειας διαμονής ορίζεται σε πέντε (5) έτη με δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης.

Ανανέωση της GOLDEN VISA 

Εφόσον συνεχίζουν να πληρούνται οι όροι του νόμου, οι κάτοχοι άδειας διαμονής επενδυτή μπορούν να ανανεώνουν την άδεια τους. Η τυχόν αποχώρησή τους από τη χώρα δεν τους στερεί τη δυνατότητα να ανανεώσουν την άδεια τους.

Ανάκληση της GOLDEN VISA 

Η εν λόγω άδεια διαμονής, η οποία σημειωτέον ότι δεν παρέχει ταυτόχρονα δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε μορφή εργασίας ανακαλείται:

1.Σε περίπτωση μη τήρησης των προϋποθέσεων του νόμου

2.Σε περίπτωση μεταπώλησης της ακίνητης περιουσίας σε έτερο πολίτη τρίτης χώρας

Μεταβατική περίοδος 

Εν όψει των ως άνω τροποποιήσεων, σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί ότι οι άδειες διαμονής, που χορηγήθηκαν πριν τη δημοσίευση του νέου νόμου, ήτοι πριν τις 31 Μαρτίου 2024, παραμένουν σε ισχύ και ανανεώνονται, εφόσον συνεχίζουν να πληρούνται οι όροι που ίσχυαν κατά τη χορήγησή τους.

Στο ευνοϊκότερο παλαιότερο καθεστώς είτε του ν.4251/2014 είτε του ν.5038/2023 μπορούν να ενταχθούν και οι πολίτες τρίτων χωρών, που θα ολοκληρώσουν την επένδυσή τους μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2024, με την προϋπόθεση α) ότι θα προκαταβάλουν το 10% επί του τιμήματος ή συνολικού συμβατικού μισθώματος είτε β) ότι θα εξοφλήσουν το τίμημα ή μίσθωμα είτε γ) ότι θα υπογράψουν συμβολαιογραφικό προσύμφωνο ή ιδιωτικό συμφωνητικό βεβαίας χρονολογίας και σχετικής απόδειξης πίστωσης της τράπεζας του αγοραστή ως προς την αποστολή του ποσού της προκαταβολής στο λογαριασμό του πωλητή μέχρι την 31η Αυγούστου 2024. Η επένδυση, που ξεκίνησε, κατά τα ανωτέρω υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, δύναται  να ολοκληρωθεί σε έτερο ακίνητο όχι, όμως, μετά τις 30 Απριλίου 2025.

Αντίστοιχη διάταξη προβλεπόταν και πριν τη δημοσίευση του ν.5100/2024, σύμφωνα με την οποία πολίτες τρίτων χωρών μπορούσαν να ολοκληρώσουν την επένδυση τους με το παλαιότερο καθεστώς του ν. 4251/2014 μέχρι τις 30 Απριλίου του 2024, εφόσον προχωρούσαν σε εξόφληση του τιμήματος, προκαταβολή 10% ή υπογραφή προσυμφώνου μέχρι την 31η Ιουλίου 2023, επένδυση η οποία μπορούσε να ολοκληρωθεί σε έτερο ακίνητο όχι όμως μετά τις 30 Απριλίου 2024.

 

Β) Άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας 

Πρώτη κατηγορία στην περίπτωση αυτή είναι η χορήγηση άδειας διαμονής για πραγματοποίηση στρατηγικών επενδύσεων. Ως «Στρατηγικές Επενδύσεις» νοούνται σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 4864/2024  οι επενδύσεις, οι οποίες, λόγω της στρατηγικής τους βαρύτητας για την εθνική ή την τοπική οικονομία, δύνανται να ενισχύσουν την απασχόληση, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της χώρας, σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικά δίκαιης, δίχως αποκλεισμούς, ισόρροπης και αειφόρου ανάπτυξης, με κύρια χαρακτηριστικά την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, την εξωστρέφεια και εξαγωγική δραστηριότητα, την καινοτομία, την ανταγωνιστικότητα, τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό, την εξοικονόμηση φυσικών πόρων στην προοπτική της κυκλικής οικονομίας και την υψηλή προστιθέμενη αξία, ιδίως σε τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων ή υπηρεσιών.

Σύμφωνα με το ν. 5038/2023, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, η άδεια διαμονής για στρατηγικές επενδύσεις προβλέφθηκε ότι μπορεί να χορηγηθεί σε έως πέντε (5) πολίτες τρίτων χωρών, μέλη της διοίκησης ή και μετόχους αλλοδαπού νομικού προσώπου, φορείς της στρατηγικής επένδυσης, ενώ παλιότερα με το ν. 4251/2014 η ως άνω άδεια μπορούσε να χορηγηθεί σε έως δέκα (10) πολίτες τρίτων χωρών. Μια σημαντική, επίσης, διαφοροποίηση, που παρατηρείται είναι ότι, ενώ, στο ν. 4251/2014 αναφερόταν ότι η άδεια διαμονής για στρατηγικές επενδύσεις είχε δεκαετή (10ετή) διάρκεια, στο νέο νόμο δεν γίνεται καμία αναφορά στη διάρκεια ισχύος με αποτέλεσμα να συνάγεται ότι και σε αυτή την περίπτωση η άδεια χορηγείται για πέντε (5) έτη.

Δεύτερη κατηγορία στην περίπτωση αυτή είναι η χορήγηση άδειας διαμονής για τη σύσταση και λειτουργία επιχείρησης. Η σύσταση και η λειτουργία της επιχείρησης αυτής, με έδρα την Ελλάδα θα πρέπει να έχει σκοπό την πραγματοποίηση επένδυσης τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000€) η οποία θα έχει θετικές επιπτώσεις στην εθνική ανάπτυξη και οικονομία. Για την υλοποίηση δε και τη λειτουργία της επένδυσης μπορεί να δοθεί άδεια διαμονής αναλόγως του ποσού της επένδυσης μέχρι και σε δέκα (10) πολίτες τρίτης χώρας, στελέχη των φορέων επένδυσης.

Αν η επένδυση πρόκειται να πραγματοποιηθεί από αλλοδαπό νομικό πρόσωπο μπορεί αναλόγως και του ποσού της επένδυσης να χορηγηθεί άδεια διαμονής μέχρι σε τρεις (3) πολίτες τρίτων χωρών μέλη του ΔΣ, ή που μετέχουν στο κεφάλαιο του ημεδαπού νομικού προσώπου με ποσοστό τουλάχιστον 33% ή στον διαχειριστή ή στον νόμιμο εκπρόσωπο, χωρίς καταβολή αποζημίωσης.

Τα ίδια με τα ως άνω προβλέπονταν και στο παλαιότερο νομοθετικό καθεστώς και συγκεκριμένα στο άρθρο 16Α του ν.4251/2014, με τη διαφορά ότι δεν γινόταν λόγος για σύσταση και λειτουργία επιχείρησης για πραγματοποίηση επένδυσης στην Ελλάδα, αλλά για επένδυση, ύψους τουλάχιστον 250.000 ευρώ που θα έχει θετικές επιπτώσεις στην εθνική ανάπτυξη και οικονομία.

Zήτημα, επίσης, έχει προκύψει αναφορικά με το εάν είναι δυνατή η χορήγηση άδειας διαμονής για τη δραστηριοποίηση πολίτη τρίτης χώρας στην εκμίσθωση θαλασσίων μέσων αναψυχής, δεδομένου ότι για την εκμίσθωση αυτή από Έλληνες πολίτες ή πολίτες των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ.), απαιτείται άδεια από την Λιμενική Αρχή, η οποία ασκώντας αστυνομική δραστηριότητα χορηγεί άδεια εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής. Ενόψει αυτού, γεννήθηκε ο προβληματισμός του αν και σε ποιο στάδιο η Λιμενική Αρχή μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά από την αρμόδια, για την έκδοση άδειας διαμονής και σε κάθε περίπτωση σε ποιο στάδιο της συνολικής διαδικασίας χορήγησης άδειας διαμονής εξετάζεται από τη Λιμενική Αρχή η αίτηση χορήγησης άδειας εκμίσθωσης θαλασσίων μέσων αναψυχής. Στο ως άνω ζήτημα, το Δ’ τμήμα του ΝΣΚ με την υπ’ αριθ. 131/2018 γνωμοδότηση, πήρε τη θέση ότι η άδεια διαμονής, που χορηγήθηκε σε πολίτη τρίτης χώρας από την αρμόδια, κατά το νόμο, υπηρεσία για συγκεκριμένη επενδυτική δραστηριότητα, που περιλαμβάνει την εκμίσθωση θαλασσίων μέσων αναψυχής, παρέχει στον αδειούχο δικαίωμα πρόσβασης στη δραστηριότητα αυτή και αποτελεί προϋπόθεση για να επιληφθεί, περαιτέρω, η αρμόδια λιμενική αρχή προκειμένου να ελέγξει, κατά τον λόγο της δικής της αρμοδιότητας, αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις χορήγησης της σχετικής άδειας. Η λιμενική αρχή δεν μπορεί να κρίνει διαφορετικά και να αρνηθεί να χορηγήσει την άδεια με μόνη αιτιολογία ότι ο αιτών δεν είναι Έλληνας πολίτης ή πολίτης της Ε.Ε. ή της Ε.Ζ.Ε.Σ. .

Τρίτη κατηγορία αποτελεί η περίπτωση χορήγησης άδειας διαμονής σε στελέχη ελληνικών εταιρειών, ή σε στελέχη θυγατρικών αλλοδαπών εταιρειών εγκατεστημένων στην Ελλάδα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα. Πιο αναλυτικά, δύναται να χορηγηθεί άδεια διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών που:

α) είτε μετέχουν με ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%) στο κεφάλαιο ημεδαπής εταιρείας με ποσό καταβληθέν από τους ίδιους σε μετρητά τουλάχιστον πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000€) και οι αντίστοιχοι τίτλοι που κατέχουν είναι ονομαστικοί,

β) είτε μετέχουν σε ημεδαπή εταιρεία, της οποίας οι μετοχές αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές ή πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης που λειτουργούν στην Ελλάδα και η ονομαστική αξία των τίτλων (μετοχών) που κατέχουν ανέρχεται σε πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000€),

γ) είναι μέλη διοικητικών συμβουλίων, νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές στους οποίους δεν καταβάλλεται αμοιβή, ημεδαπών εταιρειών, καθώς και νόμιμοι εκπρόσωποι υποκαταστημάτων αλλοδαπών εταιρειών, που ασκούν νόμιμα εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα και έχουν ενεργητικό ή κύκλο εργασιών της τελευταίας κλεισμένης διαχειριστικής περιόδου τουλάχιστον τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ (4.000.000,00€).

Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση αποτελεί η προσκόμιση σχετικής βεβαίωσης που αποδεικνύει τη θέση και την ιδιότητα που απαιτείται ανά περίπτωση.

Τέταρτη κατηγορία αποτελεί η χορήγηση άδειας διαμονής για χρηματοοικονομικές επενδύσεις. Ο νόμος, στην περίπτωση αυτή, διακρίνει ορισμένες κατηγορίες επενδύσεων και συγκεκριμένα:

α. εισφορά κεφαλαίου ποσού πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000€), τουλάχιστον, σε εταιρεία, η οποία έχει έδρα ή εγκατάσταση στην Ελλάδα, για την απόκτηση μετοχών σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ή ομολόγων κατά την έκδοση ομολογιακού δανείου, τα οποία εισάγονται για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές ή πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα.

β. εισφορά κεφαλαίου, ποσού πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000€) τουλάχιστον, σε Ανώνυμη Εταιρεία Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (Α.Ε.Ε.Α.Π.) του άρθρου 21 του ν. 2778/1999 (Α’ 295), που έχει ως σκοπό να επενδύει αποκλειστικά στην Ελλάδα, για την απόκτηση μετοχών σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

γ. εισφορά κεφαλαίου, ποσού πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ τουλάχιστον, σε Εταιρεία Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) του άρθρου 5 του ν. 2367/1995 (Α’ 261) για απόκτηση μετοχών ή σε Αμοιβαίο Κεφάλαιο Επιχειρηματικών Συμμετοχών (ΑΚΕΣ) του άρθρου 7 του ν.2992/2002 (Α’ 54) για απόκτηση μεριδίων, εφόσον οι παραπάνω Οργανισμοί Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ) έχουν ως σκοπό να επενδύουν αποκλειστικά σε επιχειρήσεις με έδρα ή και εγκατάσταση στην Ελλάδα.

δ. αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, με αξία κτήσης πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ τουλάχιστον, και υπολειπόμενη διάρκεια, κατά τον χρόνο αγοράς, τρία (3) τουλάχιστον έτη, μέσω πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ελλάδα, το οποίο αποτελεί και τον θεματοφύλακά τους.

ε. προθεσμιακή κατάθεση ύψους πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ τουλάχιστον, σε ημεδαπό πιστωτικό ίδρυμα, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας, με πάγια εντολή ανανέωσης.

στ. αγορά μετοχών, εταιρικών ομόλογων ή και ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, τα οποία εισάγονται για διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές ή πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα, αξίας κτήσης οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) ευρώ τουλάχιστον.

ζ. αγορά μεριδίων αξίας κτήσης τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000) ευρώ τουλάχιστον, σε αμοιβαίο κεφάλαιο, το οποίο έχει συσταθεί στην Ελλάδα ή άλλη χώρα και έχει ως σκοπό να επενδύει αποκλειστικά σε μετοχές, εταιρικά ομόλογα ή ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία εισάγονται για διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές ή πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα, εφόσον: (i) το ύψος του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ανέρχεται στο ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ τουλάχιστον και (ii) το αμοιβαίο κεφάλαιο και ο διαχειριστής του είναι αδειοδοτημένοι από την αρχή που εποπτεύει την κεφαλαιαγορά της χώρας στην οποία εδρεύει, η οποία για χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτείται να είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (IOSCO) και να έχει συνάψει διμερή συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών με την Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

η. αγορά μεριδίων ή μετοχών αξίας κτήσης τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000) ευρώ τουλάχιστον σε Οργανισμό Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), ο οποίος έχει συσταθεί στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως σκοπό να επενδύει αποκλειστικά στην Ελλάδα, εφόσον: (i) το ύψος του ενεργητικού του ΟΕΕ ανέρχεται στο ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ τουλάχιστον και (ii) ο ΟΕΕ και ο διαχειριστής του είναι αδειοδοτημένοι ή καταχωρισμένοι από την αρχή που εποπτεύει την κεφαλαιαγορά της χώρας στην οποία εδρεύει.

Σημειωτέον ότι τα ως άνω προβλέπονταν και με τον ν. 4251/2014 με τη διαφορά ότι στις περιπτώσεις α-ε’ το ελάχιστο ποσό οριζόταν στις τετρακόσιες χιλιάδες ευρώ (400.000€) (αντί των 500.000€) και στην περίπτωση ζ’ το ελάχιστο ποσό μεριδίων ανερχόταν στις τετρακόσιες χιλιάδες ευρώ (αντί των 350.000€).

Στην περίπτωση που η πραγματοποίηση επένδυσης των περ. α-στ’ γίνεται από νομικό πρόσωπο, μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής σε πολίτη τρίτης χώρας εφόσον α) κατέχει το σύνολο των εταιρικών μεριδίων του ημεδαπού νομικού προσώπου που πραγματοποιεί την επένδυση ή β) κατέχει ποσοστό τουλάχιστον 33% του κεφαλαίου του αλλοδαπού νομικού προσώπου που πραγματοποιεί την επένδυση. Στην περίπτωση, μάλιστα, αυτή η άδεια διαμονής μπορεί να δοθεί αναλόγως του ύψους της επένδυσης σε μέχρι τρεις (3) πολίτες τρίτων χωρών. Το ποσοστό 33% της δεν προβλεπόταν στον ν. 4251/2014, στο οποίο αρκούσε ο πολίτης τρίτης χώρας να είναι μέτοχος ή στέλεχος του αλλοδαπού νομικού προσώπου.

Διευκρινίζεται, επίσης, ότι ο πολίτης τρίτης χώρας, κάτοχος άδειας διαμονής για πραγματοποίηση επένδυσης σε μία από τις ως άνω κατηγορίες μπορεί να ρευστοποιήσει την επένδυση, προκειμένου να επενδύσει εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των δύο (2) μηνών σε ίδια ή άλλη κατηγορία ή και σε ακίνητη περιουσία. Επίσης, είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει επένδυση σε περισσότερες κατηγορίες και έως τρεις (3) διακριτές επενδύσεις συνολικά, οπότε στην περίπτωση αυτή το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό της συνολικής επένδυσης καθορίζεται βάσει της κατηγορίας με το υψηλότερο απαιτούμενο ύψος επένδυσης.

Σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις για τα μέλη της οικογένειας ισχύουν όσα αναφέρθηκαν και ανωτέρω.

 

Οι συνεχείς τροποποιήσεις του νόμου, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, με τις πιο πρόσφατες να θέτουν ως κύριο στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και της διασφάλισης προσιτής στέγασης στους Έλληνες πολίτες, έχει προκαλέσει ισχυρούς προβληματισμούς για το εάν το πρόγραμμα της Golden Visa, το οποίο μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει στην εισροή σημαντικών ξένων κεφαλαίων, θα παραμείνει ως ένα από τα πιο ελκυστικά προγράμματα στην Ευρώπη. Το αν δε η ως άνω αναμόρφωση στη διαδικασία χορήγησης άδειας διαμονής θα ανταποκριθεί πράγματι στις σύγχρονες ανάγκες αναμένεται να σημειωθεί.