Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών, με τίτλο «I. Κύρωση της Συμφωνίας για την Ασιατική Τράπεζα Υποδομών και Επενδύσεων, II. Εναρμόνιση του Κώδικα Φ.Π.Α. με την Οδηγία (EE) 2016/1065, III. Ενσωμάτωση των σημείων 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 2 και των άρθρων 4, 6, 7 και 8 της Οδηγίας 1164/2016, IV. Τροποποίηση του ν. 2971/2001 και άλλες διατάξεις», εμπεριέχονται σημαντικές τροποποιήσεις στο ν. 2859/2000, στο ν. 4172/2013, στο ν. 4174/2013 καθώς και αλλαγές που αφορούν στην υποβολή των φετινών φορολογικών δηλώσεων (σ.σ. απαλλαγή από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του επιδόματος των ενστόλων που δόθηκε με τα άρθρα 10-15 του ν. 4575/2018, ναυτιλιακά μερίσματα, δείτε κατωτέρω).
Οι αλλαγές ανά φορολογικό αντικείμενο έχουν ως εξής:
Ι. Αλλαγές στον κώδικα ΦΠΑ
Εναρμονίζεται το εσωτερικό μας δίκαιο (ν.2859/2000-Κώδικας Φ.Π.Α.) με διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1065 του Συμβουλίου, αναφορικά με την αντιμετώπιση των κουπονιών, ως μέσο ανταλλάγματος με συναλλαγές, που πραγματοποιούνται, για παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών. Συγκεκριμένα:
Προστίθεται στον Κώδικα ΦΠΑ νέο άρθρο, το οποίο περιλαμβάνει (ΐ) ορισμούς για τα κουπόνια, τα οποία διακρίνονται σε «κουπόνια συγκεκριμένου σκοπού», όταν ο τόπος παράδοσης των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών που αφορά το κουπόνι και ο ΦΠΑ που οφείλεται για τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες είναι γνωστά κατά τον χρόνο έκδοσης του κουπονιού, και σε «κουπόνια πολλαπλών σκοπών», όταν πρόκειται για κουπόνι διαφορετικό από το κουπόνι συγκεκριμένου σκοπού και (ϋ) κανόνες σχετικά με την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών και το απαιτητό του φόρου.
Ορίζεται ρητά η φορολογητέα αξία της παράδοσης αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται έναντι κουπονιών πολλαπλών σκοπών καθώς και η 1η Ιανουάριου 2019 ως ο χρόνος έναρξης ισχύος των εν λόγω ρυθμίσεων.
Α. Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 9
(άρθρο 1 παρ. 1 και 2 και άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας) Προσθήκη άρθρου 12α και παρ. 1α στο άρθρο 19 του Κώδικα Φ.Π.Α.
1. Στον Κώδικα Φ.Π.Α., όπως ισχύει, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α. Προστίθεται άρθρο 12α ως εξής:
«Άρθρο 12α Κουπόνια
1. Ορισμοί.
Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος:
α) ως «κουπόνι» νοείται ένα μέσο για το οποίο υπάρχει υποχρέωση αποδοχής του ως ανταλλάγματος ή μέρους ανταλλάγματος για μια παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και όπου τα αγαθά που θα παραδοθούν ή οι υπηρεσίες που θα παρασχεθούν ή οι ταυτότητες των ενδεχόμενων προμηθευτών αναγράφονται είτε στο ίδιο το μέσο είτε στη σχετική τεκμηρίωση, συμπεριλαμβανομένων των όρων και των προϋποθέσεων χρήσης αυτού του μέσου,
β) ως «κουπόνι συγκεκριμένου σκοπού» νοείται ένα κουπόνι, όταν ο τόπος παράδοσης των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών που αφορά το κουπόνι και ο Φ.Π.Α. που οφείλεται για τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες είναι γνωστά κατά το χρόνο έκδοσης του κουπονιού,
γ) ως «κουπόνι πολλαπλών σκοπών» νοείται ένα κουπόνι διαφορετικό από το κουπόνι συγκεκριμένου σκοπού.
2. Κάθε μεταβίβαση κουπονιού συγκεκριμένου σκοπού που πραγματοποιείται από υποκείμενο στον φόρο ο οποίος ενεργεί εξ ιδίου ονόματος θεωρείται ως παράδοση των αγαθών ή παροχή των υπηρεσιών που αφορά το κουπόνι. Η πραγματική παράδοση των αγαθών ή η πραγματική παροχή των υπηρεσιών έναντι κουπονιού συγκεκριμένου σκοπού, το οποίο γίνεται αποδεκτό από τον προμηθευτή ως αντάλλαγμα ή μέρος ανταλλάγματος δεν θεωρείται ως ανεξάρτητη συναλλαγή.
Όταν μια μεταβίβαση κουπονιού συγκεκριμένου σκοπού διενεργείται από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί εξ ονόματος άλλου υποκειμένου στον φόρο, η μεταβίβαση αυτή θεωρείται ως παράδοση των αγαθών ή παροχή των υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται το κουπόνι, πραγματοποιούμενη από τον άλλο υποκείμενο στον φόρο εξ ονόματος του οποίου ο υποκείμενος στον φόρο ενεργεί.
Αν ο προμηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών δεν είναι ο υποκείμενος στον φόρο που, ενεργώντας εξ ιδίου ονόματος, εξέδωσε το κουπόνι συγκεκριμένου σκοπού, ο εν λόγω προμηθευτής θεωρείται, παρ’ όλα αυτά, ότι έχει προμηθεύσει τα αγαθά ή έχει παράσχει τις υπηρεσίες που αφορά το κουπόνι στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο.
3. Η πραγματική παράδοση των αγαθών ή η πραγματική παροχή των υπηρεσιών έναντι κουπονιού πολλαπλών σκοπών που γίνεται αποδεκτό ως αντάλλαγμα ή μέρος ανταλλάγματος από τον προμηθευτή υπόκειται σε Φ.Π.Α. σύμφωνα με το άρθρο 2, ενώ κάθε προηγούμενη μεταβίβαση του εν λόγω κουπονιού πολλαπλών σκοπών δεν υπόκειται σε Φ.Π.Α.
Όταν ένα κουπόνι πολλαπλών σκοπών μεταβιβάζεται από έναν υποκείμενο στον φόρο διαφορετικό από τον υποκείμενο στον φόρο που διενεργεί τη συναλλαγή που υπόκειται στον Φ.Π.Α. σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, οποιαδήποτε παροχή υπηρεσιών που μπορεί να προσδιορισθεί, όπως υπηρεσίες διανομής ή υπηρεσίες προώθησης, υπόκειται σε Φ.Π.Α.
4. Το παρόν άρθρο και η παρ. 1α του άρθρου 19 εφαρμόζονται μόνο για τα κουπόνια που εκδίδονται μετά την 31η Δεκεμβρίου 2018.».
β. Στο άρθρο 19 προστίθεται παρ. 1α ως εξής:
«1α. Με την επιφύλαξη της παρ. 1, η φορολογητέα αξία της παράδοσης αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται έναντι κουπονιού πολλαπλών σκοπών, όπως ορίζεται στο άρθρο 12α, πρέπει να είναι ίση με το αντάλλαγμα που έχει καταβληθεί για το κουπόνι ή, ελλείψει στοιχείων σχετικά με το εν λόγω αντάλλαγμα, με τη χρηματική αξία που αναγράφεται στο ίδιο το κουπόνι πολλαπλών σκοπών ή στη σχετική τεκμηρίωση, μειωμένη κατά το ποσό του Φ.Π.Α. που αναλογεί στα παραδιδόμενα αγαθά ή τις παρεχόμενες υπηρεσίες.».
2. Η ισχύς της παρ. 1 αρχίζει την 1.1.2019.
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 9
(άρθρο 1 παρ. 1 και 2 και άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας) Προσθήκη άρθρου 12α και παρ. 1α στο άρθρο 19 του Κώδικα Φ.Π.Α.
Δεδομένου ότι οι διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ για τον ΦΠΑ ενσωματώνονται στο εσωτερικό μας δίκαιο με τον Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), με τις προτεινόμενες διατάξεις τροποποιείται αντίστοιχα ο Κώδικας ΦΠΑ, ως ακολούθως:
Με την περίπτ. α) της παρ. 1 του άρθρου 9 ορίζεται ότι στον Κώδικα ΦΠΑ προστίθεται νέο άρθρο 12α με τον τίτλο «Κουπόνια», το οποίο περιλαμβάνει ορισμούς για τα κουπόνια, καθώς και κανόνες σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών και το απαιτητό του φόρου.
Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, ως «κουπόνι» νοείται ένα μέσο για το οποίο υπάρχει υποχρέωση αποδοχής του ως ανταλλάγματος ή μέρους ανταλλάγματος για μια παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και όπου τα αγαθά που θα παραδοθούν ή οι υπηρεσίες που θα παρασχεθούν ή οι ταυτότητες των ενδεχόμενων προμηθευτών αναγράφονται είτε στο ίδιο το μέσο είτε στη σχετική τεκμηρίωση, συμπεριλαμβανομένων των όρων και των προϋποθέσεων χρήσης αυτού του μέσου. Το κουπόνι μπορεί να έχει ηλεκτρονική ή υλική μορφή (όπως π.χ. αγορά κωδικού για τηλεφόρτωση παιχνιδιών από το διαδίκτυο, οι προπληρωμένες κάρτες τηλεφωνίας, οι δωροκάρτες κά). και διαφέρει ουσιωδώς από την έννοια των μέσων πληρωμής.
Τα κουπόνια διακρίνονται σε «κουπόνια συγκεκριμένου σκοπού, όταν ο τόπος παράδοσης των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών που αφορά το κουπόνι και ο ΦΠΑ που οφείλεται για τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες είναι γνωστά κατά τον χρόνο έκδοσης του κουπονιού και σε «κουπόνια πολλαπλών σκοπών, όταν πρόκειται για κουπόνι διαφορετικό από το κουπόνι συγκεκριμένου σκοπού. Η ανωτέρω διάκριση εξαρτάται από το κατά πόσον οι πληροφορίες για τη φορολόγηση είναι διαθέσιμες κατά την έκδοση του κουπονιού. Η ουσιώδης διαφορά στη φορολογική μεταχείριση μεταξύ των δύο ανωτέρω ειδών κουπονιών έγκειται στο ότι κάθε μεταβίβαση κουπονιού συγκεκριμένου σκοπού θεωρείται ως παράδοση των αγαθών ή παροχή των υπηρεσιών που αφορά το κουπόνι και ως εκ τούτου υπάγεται στον φόρο, ενώ στην περίπτωση διανομής κουπονιού πολλαπλών σκοπών υπάγεται στον ΦΠΑ μόνο η πραγματική παράδοση των αγαθών ή η πραγματική παροχή των υπηρεσιών που αντιπροσωπεύει το κουπόνι κατά τον χρόνο εξαργύρωσης αυτού.
Με την περίπτ. β) της παρ. 1 του άρθρου 9 προστίθεται νέα παράγραφος 1α στο άρθρο 19 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) με την οποία ορίζεται ρητά η φορολογητέα αξία στην περίπτωση εξαργύρωσης κουπονιών πολλαπλών σκοπών, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο σωστός υπολογισμός του ποσού ΦΠΑ που καταβάλλεται για τα κουπόνια αυτά. Τέλος, με την παρ. 3 του άρθρου 9 ορίζεται η 1η Ιανουαρίου 2019 ως ο χρόνος έναρξης ισχύος των προτεινόμενων διατάξεων.
B. Επικαιροποιούνται χωρίς να μεταβάλλεται ουσιαστικά το περιεχόμενο διατάξεων του ν.2859/2000 σχετικά με τη φορολογική αντιμετώπιση, από πλευράς ΦΠΑ, της πώλησης καρτών τηλεπικοινωνίας και εισιτηρίων μεταφοράς προσώπων, που ακυρώνονται σε ειδικά μηχανήματα,
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 10
Τροποποίηση του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α.
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Ειδικά στην πώληση καρτών τηλεπικοινωνίας και εισιτηρίων μεταφοράς προσώπων των οποίων προβλέπεται η ακύρωση σε ειδικά μηχανήματα, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η τιμή λιανικής πώλησής τους χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας.».
2. Η ισχύς της παρ. 1 αρχίζει την 1.1.2019.
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 10
Τροποποίηση του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α.
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του παρόντος, αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000), η οποία ορίζει τη φορολογική αντιμετώπιση από πλευράς ΦΠΑ της παράδοσης των καρτών τηλεπικοινωνίας, των εισιτηρίων μεταφοράς προσώπων που ακυρώνονται σε ειδικά μηχανήματα και κάθε άλλης παρόμοιας περίπτωσης. Εξαιτίας των δοθέντων με τις διατάξεις της Οδηγίας (EE) 2016/1065 του Συμβουλίου ορισμών των κουπονιών και της ορισθείσας φορολογικής αντιμετώπισης από πλευράς ΦΠΑ της διανομής τους, που υποχρεωτικά ενσωματώνονται στην εθνική μας νομοθεσία περί ΦΠΑ από 01.01.2019, οι υφιστάμενες διατάξεις της παραγράφου 9 τροποποιούνται κατά τρόπο που να καλύπτουν μόνο τις περιπτώσεις που ρητά αναφέρονται στις διατάξεις αυτές και όχι γενικά και κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση, προς αποφυγήν αλληλοεπικαλύψεων με τις νέες ειδικές διατάξεις περί κουπονιών.
Με την παράγραφο 2 του άρθρου 10 του παρόντος ορίζεται η 1η Ιανουαρίου 2019 ως ο χρόνος έναρξης ισχύος των προτεινόμενων διατάξεων.
Γ. Ορίζεται ο τόπος παροχής υπηρεσιών του υποκείμενου στον Φ.Π.Α. προσώπου, σε περίπτωση βραχυχρόνιας μίσθωσης επαγγελματικών πλοίων αναψυχής (δεν οφείλεται Φ.Π.Α. στη χώρα μας κατά το μέρος που τα πλοία αυτά χρησιμοποιούνται εκτός της Ένωσης).
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 49
Τροποποίηση του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α.
1. Η περίπτ β’ της παρ. 15 του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α., όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «β) Ο τόπος παροχής θεωρείται ότι είναι εκτός της Ένωσης: αα) για τις υπηρεσίες μεταφοράς αγαθών σε υποκειμένους στο φόρο, για τις οποίες ο τόπος παροχής είναι, σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 2, το εσωτερικό της χώρας, αν οι υπηρεσίες αυτές εκτελούνται υλικά εξ ολοκλήρου εκτός της Ένωσης, ββ) για τις υπηρεσίες βραχυχρόνιας μίσθωσης επαγγελματικών πλοίων αναψυχής, για τις οποίες ο τόπος παροχής είναι, σύμφωνα με την υποπερίπτωση α) της περίπτωσης i της παραγράφου 12, το εσωτερικό της χώρας, κατά το μέρος που τα μισθωμένα πλοία χρησιμοποιούνται εκτός της Ένωσης.».
2. Μετά την περίπτ. β) της παρ. 15 του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α., όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του τυχόν συναρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), εξειδικεύονται περαιτέρω τα κριτήρια χρήσης και εκμετάλλευσης, που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο και ορίζεται ο τρόπος απόδειξης της πλήρωσης των κριτηρίων αυτών.».
3. Η παρ. 16 του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α., όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«16. Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ρυθμίζεται η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.».
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 49
Τροποποίηση του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α.
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 τροποποιούνται οι διατάξεις της περίπτ. β) της παραγράφου 15 του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000) και προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις βραχυχρόνιας (κάτω των 90 ημερών) μίσθωσης επαγγελματικών πλοίων αναψυχής, τα οποία τίθενται στη διάθεση του πελάτη (υποκειμένου ή μη στον ΦΠΑ) εντός της χώρας μας, δεν οφείλεται ΦΠΑ στην Ελλάδα κατά το μέρος που τα πλοία αυτά χρησιμοποιούνται εκτός της Ένωσης, και δη στα διεθνή ύδατα ή στα χωρικά ύδατα τρίτων χωρών. Πρόκειται για τροποποίηση που σχετίζεται με την υπ’ αριθ. 2017/2143 παράβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε βάρος της χώρας μας, σύμφωνα με την οποία αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ περί ΦΠΑ το υφιστάμενο κατ’ αποκοπή καθεστώς επιβολής ΦΠΑ στις ναυλώσεις επαγγελματικών πλοίων αναψυχής, βάσει του οποίου δεν επιβαρύνεται με ΦΠΑ το συνολικό αντίτιμο που εισπράττεται για τις εν λόγω ναυλώσεις, αλλά ένα μέρος αυτού ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει το πλοίο (σχετ. εγκύκλιος ΠΟΑ. 1156/1997).
Γενικά, οι ναυλώσεις αυτές αντιμετωπίζονται για σκοπούς ΦΠΑ είτε ως υπηρεσίες μεταφοράς προσώπων, στην περίπτωση που το πλοίο διατίθεται με πλήρωμα, είτε ως υπηρεσίες μίσθωσης πλοίου, στην περίπτωση που διατίθεται μόνο το πλοίο. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ, οι υπηρεσίες μεταφοράς προσώπων υπάγονται σε ΦΠΑ στην Ελλάδα για το διανυόμενο στην Ελλάδα μέρος της διαδρομής (παρ. 5), ενώ οι υπηρεσίες βραχυχρόνιας μίσθωσης μεταφορικών μέσων φορολογούνται στο σύνολό τους στην Ελλάδα, εφόσον το μεταφορικό μέσο τίθεται στη διάθεση του πελάτη στο εσωτερικό της χώρας, ανεξαρτήτως του τόπου πλεύσης του πλοίου. Με αφορμή την παράβαση σε βάρος της χώρας μας, για τον εξορθολογισμό της φορολογικής αντιμετώπισης των ναυλώσεων πλοίων αναψυχής και την ομοιόμορφη φορολογική μεταχείρισή τους, είτε συνιστούν υπηρεσίες μεταφοράς προσώπων, είτε υπηρεσίες μίσθωσης μεταφορικού μέσου, υιοθετείται το κριτήριο της χρήσης και εκμετάλλευσης στις βραχυχρόνιες μισθώσεις πλοίων αναψυχής, ώστε να υπάγονται σε ΦΠΑ στην Ελλάδα κατά το μέρος που χρησιμοποιούνται στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Η υιοθέτηση του εν λόγω κριτηρίου στις επίμαχες υπηρεσίες προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α’ του άρθρου 59α της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ για το ΦΠΑ.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 ορίζεται ότι τα κριτήρια της χρήσης και εκμετάλλευσης που θέτει ο νόμος και ο τρόπος απόδειξης της πλήρωσης αυτών εξειδικεύονται περαιτέρω με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του τυχόν συναρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), λόγω της ενδεχόμενης επίπτωσης στα έσοδα που μπορεί να έχουν οι εν λόγω κανονιστικές πράξεις αναλόγως του βαθμού αυστηρότητάς τους, ενώ οι διαδικασίες και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του τόπου παροχής των υπηρεσιών ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε..
ΙΙ. Αλλαγές στον ΚΦΕ
A. Εναρμονίζεται το εθνικό μας δίκαιο με διατάξεις της Οδηγίας 1164/2016/ΕΕ, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συγκεκριμένα:
Καθορίζεται:
σε έως τριάντα τοις εκατό (30%) επί των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) του φορολογούμενου, το υπερβαίνον κόστος δανεισμού που δύναται να εκπέσει κατά το φορολογικό έτος στο οποίο προκύπτει,
ο τρόπος υπολογισμού των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων καθώς και το ανώτατο ύψος του ποσού (3.000.000) μέχρι του οποίου δύναται να αναγνωρισθεί στο φορολογούμενο το δικαίωμα έκπτωσης του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού,
οι εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω ρυθμίσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται (ΐ) το υπερβαίνον κόστος δανεισμού που προκύπτει από δάνεια τρίτων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων δημόσιων έργων υποδομής, όταν ο φορέας εκμετάλλευσης του έργου, το κόστος δανεισμού, τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα βρίσκονται όλα στην Ένωση και (Η) οι αναφερόμενες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 11 (άρθρο 4 της Οδηγίας 1164/2016/ΕΕ)
Τροποποιήσεις του άρθρου 49 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
Το άρθρο 49 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 49 Κανόνας περιορισμού των τόκων
1. Το υπερβαίνον κόστος δανεισμού εκπίπτει κατά το φορολογικό έτος στο οποίο προκύπτει και μόνο έως ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) του φορολογουμένου.
2. Ο όρος «υπερβαίνον κόστος δανεισμού» σημαίνει το ποσό κατά το οποίο το εκπεστέο κόστος δανεισμού ενός φορολογουμένου υπερβαίνει τα φορολογητέα έσοδα από τόκους και άλλα οικονομικώς ισοδύναμα φορολογητέα έσοδα τα οποία λαμβάνει ο φορολογούμενος σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.
Ο όρος «κόστος δανεισμού» περιλαμβάνει δαπάνες για τόκους κάθε μορφής χρέους, άλλες δαπάνες οικονομικά ισοδύναμες με τόκους και έξοδα που προκύπτουν από την άντληση χρηματοδότησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ελληνικό δίκαιο, περιλαμβανομένων ενδεικτικά των πληρωμών στο πλαίσιο δανείων με συμμετοχή στο κέρδος, των τεκμαρτών τόκων επί προϊόντων όπως τα μετατρέψιμα ομόλογα και τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, των χορηγήσεων στο πλαίσιο εναλλακτικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, όπως η Ισλαμική χρηματοδότηση, του στοιχείου του χρηματοοικονομικού κόστους από χρηματοδοτικά μισθώματα, των κεφαλαιοποιημένων τόκων που καταχωρίζονται ως αξία στον ισολογισμό του αντίστοιχου περιουσιακού στοιχείου ή της απόσβεσης των κεφαλαιοποιημένων τόκων, των χορηγήσεων που υπολογίζονται με βάση την επιστροφή κεφαλαίων στο πλαίσιο των κανόνων για τις ενδοομιλικές συναλλαγές κατά περίπτωση, των πλασματικών τόκων βάσει παραγώγων ή συμφωνιών αντιστάθμισης κινδύνου σχετικά με τον δανεισμό μιας οντότητας, ορισμένων συναλλαγματικών κερδών και ζημιών επί δανείων και προϊόντων που συνδέονται με την άντληση χρηματοδότησης, των εγγυήσεων για χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, των τελών διακανονισμού και συναφών δαπανών που σχετίζονται με τον δανεισμό κεφαλαίων.
3. Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) υπολογίζονται προσθέτοντας στο φορολογητέο εισόδημα τα ποσά που αντιστοιχούν στο υπερβαίνον κόστος δανεισμού και τις φορολογικές αποσβέσεις, όπως αυτά προκύπτουν μετά τις φορολογικές αναπροσαρμογές που προβλέπονται στον Κ.Φ.Ε. Το απαλλασσόμενο από φόρους εισόδημα δεν συνυπολογίζεται στα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) του φορολογουμένου.
4. Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, αναγνωρίζεται στο φορολογούμενο το δικαίωμα έκπτωσης του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού μέχρι του ποσού των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ.
5. Από το πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 εξαιρείται το υπερβαίνον κόστος δανεισμού που προκύπτει από δάνεια τρίτων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων δημόσιων έργων υποδομής, όταν ο φορέας εκμετάλλευσης του έργου, το κόστος δανεισμού, τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα βρίσκονται όλα στην Ένωση. Ως μακροπρόθεσμο δημόσιο έργο υποδομής νοείται το έργο που παρέχει, αναβαθμίζει, εκμεταλλεύεται και/ή συντηρεί περιουσιακό στοιχείο μεγάλης κλίμακας και το οποίο αποτελεί αντικείμενο σύμβασης παραχώρησης κατά την έννοια των διατάξεων των ν. 4412/2016 (Α’ 147) και ν. 4413/2016 (Α’ 148) ή αποτελεί αντικείμενο σύμβασης Σύμπραξης Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3389/2005.
6. Το υπερβαίνον κόστος δανεισμού που δεν μπορεί να εκπέσει κατά το τρέχον φορολογικό έτος με βάση τις παρ. 1 έως 5 μεταφέρεται χωρίς χρονικό περιορισμό.
7. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Ο όρος «χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις» περιλαμβάνει τις εξής περιπτώσεις:
α) πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στην παρ. 27 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018 (Α’ 14), ή επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στην περίπτ. α) της παρ. 1 του ιδίου άρθρου και νόμου, ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), όπως ορίζεται στην υποπερίπτ. αα) της περίπτ. β) της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (Α’ 253), ή επιχείρηση διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζεται στο στοιχείο β) του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α’ 250) ή όπως ορίζεται στο στοιχείο β της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 235).
β) ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στην παρ.1 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016 (Α’ 13),
γ) αντασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στην παρ.4 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016,
δ) ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, εκτός αν στο εν λόγω ίδρυμα δεν εφαρμόζεται εν όλω ή εν μέρει η εν λόγω Οδηγία, σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτής, ή ο εκπρόσωπος ενός ιδρύματος επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 19 της εν λόγω Οδηγίας,
ε) συνταξιοδοτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά προγράμματα τα οποία θεωρούνται συστήματα κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτοντα στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 (L 166) και στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (L 284), καθώς και κάθε νομική οντότητα που συστάθηκε με σκοπό τις επενδύσεις τέτοιων προγραμμάτων,
στ) οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) τη διαχείριση του οποίου έχει ΔΟΕΕ, όπως ορίζεται στην υποπερίπτ. αα) της περίπτ. β) της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 ή ΟΕΕ που εποπτεύεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,
ζ) ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4099/2012,
η) κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στο σημείο 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 (L 201), θ) κεντρικό αποθετήριο αξιών, όπως ορίζεται στο σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 (L 257).».
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 11
(άρθρο 4 της Οδηγίας 1164/2016/ΕΕ) Τροποποιήσεις του άρθρου 49 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
Με τις προτεινόμενες διατάξεις αναδιατυπώνονται οι διατάξεις του άρθρου 49 του ν.4172/2013, προς τον σκοπό της εναρμόνισης με το άρθρο 4 της Οδηγίας 1164/2016/ΕΕ, λαμβανομένου υπόψη του διορθωτικού της Οδηγίας, όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος L 39/11.2.2019 της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 καθορίζεται το όριο μέχρι το οποίο εκπίπτει το υπερβαίνον κόστος δανεισμού ενός μεμονωμένου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, το οποίο προκύπτει με την εφαρμογή ενός σταθερού συντελεστή (30%) επί των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) του ιδίου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, ανεξαρτήτως του εάν ανήκει ή όχι σε όμιλο επιχειρήσεων. . Άλλωστε, με βάση την εσωτερική μας νομοθεσία δεν προβλέπεται η φορολογική μεταχείριση ομίλων και για τον λόγο αυτό δεν κρίνεται σκόπιμη η ενσωμάτωση ενός σταθερού συντελεστή (fixed ratio) με βάση το EBITDA σε επίπεδο ομίλου (group ratio), αλλά η εφαρμογή ενός σταθερού συντελεστή σε επίπεδο ανεξάρτητων νομικών προσώπων/οντοτήτων είτε αυτά ανήκουν σε όμιλο (περ. β’), είτε όχι (standalone entities, κλπ).
Περαιτέρω, δίδεται ο ορισμός του «κόστους δανεισμού», με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 2 της Οδηγίας, καθώς επίσης και του «υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού», για τον υπολογισμό του οποίου ορίζεται ρητά ότι θα χρησιμοποιηθούν τα φορολογητέα ποσά εσόδων και δαπανών τόκων, όπως αυτά προκύπτουν με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι όπου στις διατάξεις γίνεται αναφορά σε «ενδοομιλικές συναλλαγές», νοείται ο όρος «μεταβιβαστική τιμολόγηση» που χρησιμοποιείται στις διατάξεις της Οδηγίας για τον ορισμό του κόστους δανεισμού. Επίσης, ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού του EBITDA, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα φορολογητέα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων, χωρίς να συνυπολογίζονται τα απαλλασσόμενα έσοδα, καθόσον, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προοίμιο της Οδηγίας (περ. 6), τα έσοδα αυτά δε θα πρέπει να συμψηφίζονται με το εκπιπτόμενο κόστος δανεισμού.
Παράλληλα, καθορίζεται ως όριο της πλήρους έκπτωσης τόκων το ποσό των 3.000.000 ευρώ, το οποίο εφαρμόζεται σε επίπεδο μεμονωμένης οντότητας, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλαγών της με εταιρίες του ίδιου ομίλου. Συγκεκριμένα, όταν το υπερβαίνον κόστος δανεισμού αντιστοιχεί σε ποσό μεγαλύτερο του προαναφερόμενου ορίου, εκπίπτει το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ του ορίου και του 30% του EBITDA, ενώ στις περιπτώσεις που το υπερβαίνον κόστος δανεισμού είναι μέχρι 3.000.000 ευρώ, αυτό εκπίπτει στο σύνολο του. Πέραν των ανωτέρω, προβλέπεται η δυνατότητα μεταφοράς προς έκπτωση στα επόμενα φορολογικά έτη και χωρίς χρονικό περιορισμό του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού που δεν μπορεί να εκπέσει κατά το τρέχον φορολογικό έτος μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1-5 του προτεινόμενου άρθρου (επιλογή της περίπτ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 6 της Οδηγίας). Εξυπακούεται ότι το προς μεταφορά ποσό εκπίπτει στο πρώτο φορολογικό έτος στο οποίο το υπερβαίνον κόστος δανεισμού του υπόψη νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας υπολείπεται του οριζόμενου ποσοστού επί του EBITDA και μέχρι το ποσό αυτού (του 30% του EBITDA), ενώ τυχόν υπόλοιπα συνεχίζουν να μεταφέρονται σε επόμενα έτη με τον ίδιο τρόπο μέχρι την πλήρη απόσβεσή τους. Τέλος, ορίζονται οι εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού, στις οποίες περιλαμβάνονται οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 της Οδηγίας, αλλά και το υπερβαίνον κόστος δανεισμού που προκύπτει από δάνεια τρίτων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων δημόσιων έργων υποδομής, όταν ο φορέας εκμετάλλευσης του έργου, το κόστος δανεισμού, τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα βρίσκονται όλα στην Ένωση.
Β. Επανακαθορίζονται οι κανόνες για τη φορολόγηση των Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιρειών (ΕΑΕ). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων:
Ορίζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά προκειμένου ένα αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή μια αλλοδαπή νομική οντότητα ή μια μόνιμη εγκατάσταση στην αλλοδαπή, τα κέρδη της οποίας δεν φορολογούνται ή απαλλάσσονται του φόρου στην ημεδαπή, να νοείται ως ΕΑΕ.
Αναφέρονται οι κατηγορίες εισοδήματος που λαμβάνονται υπόψη στη διαμόρφωση του μη διανεμηθέντος εισοδήματος της ΕΑΕ, προκειμένου αυτό να συμπεριληφθεί στο φορολογητέο εισόδημα του φορολογούμενου.
Προβλέπεται ότι, ο φόρος αλλοδαπής που έχει καταβληθεί από τα οριζόμενα νομικά πρόσωπα μειώνει τη φορολογική υποχρέωση του φορολογούμενου. Η μείωση αυτή δε δύναται να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα.
Εξαιρούνται από τις εν λόγω ρυθμίσεις οι ΕΑΕ που ασκούν ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα που υποστηρίζεται από προσωπικό, εξοπλισμό, περιουσιακά στοιχεία και εγκαταστάσεις, όπως αποδεικνύεται από συναφή πραγματικά στοιχεία και περιστάσεις.
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 12
(άρθρα 7 και 8 της Οδηγίας 2016/1164/ΕΕ) Τροποποιήσεις του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
Το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 66
Κανόνες για τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες
1. Ως Ελεγχόμενη Αλλοδαπή Εταιρεία νοείται το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή η αλλοδαπή νομική οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση στην αλλοδαπή τα κέρδη της οποίας δεν φορολογούνται ή απαλλάσσονται του φόρου στην ημεδαπή, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
(α) στην περίπτωση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, ο φορολογούμενος μόνος του ή από κοινού με τις συνδεδεμένες με αυτόν επιχειρήσεις κατέχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου ή έχει την άμεση ή έμμεση κυριότητα επί ποσοστού άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) του κεφαλαίου ή δικαιούται να εισπράττει ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) των κερδών του εν λόγω νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας,
(β) ο πραγματικός εταιρικός φόρος που έχει καταβάλει για τα κέρδη του το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση στην αλλοδαπή είναι μικρότερος από τη διαφορά μεταξύ του φόρου που θα οφειλόταν από το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα ή τη μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, αν ήταν φορολογικός κάτοικος ή διατηρούσε μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΚΦΕ στην Ελλάδα και του πραγματικού εταιρικού φόρου που έχει καταβάλει για τα κέρδη του το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση. Για τον υπολογισμό της διαφοράς της παρούσας, η μόνιμη εγκατάσταση μίας ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας που δεν υπόκειται σε φόρο ή απαλλάσσεται του φόρου στη χώρα της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας δεν λαμβάνεται υπόψη. Ο φόρος που θα οφειλόταν στην ημεδαπή υπολογίζεται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία, (γ) άνω του τριάντα τοις εκατό (30%) του καθαρού εισοδήματος προ φόρων που πραγματοποιεί το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση στην αλλοδαπή εμπίπτει σε μία ή περισσότερες από τις κατηγορίες που ορίζονται στην παρ. 3.
2. Για την εφαρμογή του παρόντος ως συνδεδεμένη επιχείρηση νοείται:
(α) νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα στην οποία ο φορολογούμενος κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχή στο κεφάλαιο ή δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και άνω,
(β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχή στο κεφάλαιο ή δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και άνω σε έναν φορολογούμενο.
Αν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή μια νομική οντότητα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχή στο κεφάλαιο ή δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και άνω σε έναν φορολογούμενο και σε ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, όλα τα σχετικά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, περιλαμβανομένου του φορολογουμένου, θεωρούνται επίσης συνδεδεμένες επιχειρήσεις.
3. Στο φορολογητέο εισόδημα του φορολογουμένου περιλαμβάνεται το μη διανεμηθέν εισόδημα της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας που προκύπτει από τις εξής κατηγορίες εισοδήματος:
α) τόκοι ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα που παράγεται από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, β) δικαιώματα ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα που παράγεται από πνευματική ιδιοκτησία, γ) μερίσματα και εισόδημα από την εκποίηση μετοχών, δ) εισόδημα από χρηματοδοτική μίσθωση,
ε) εισόδημα από ασφαλιστικές, τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, στ) εισόδημα από εταιρείες τιμολόγησης που αποκομίζουν έσοδα από πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών και υπηρεσιών που αγοράζονται και πωλούνται σε συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις και δεν προσθέτουν καμία ή προσθέτουν ελάχιστη οικονομική αξία.
4. (α) Το εισόδημα που περιλαμβάνεται στη φορολογητέα βάση υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και με το φορολογικό συντελεστή που ισχύει για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα των φυσικών προσώπων σύμφωνα με το Δεύτερο Μέρος ή με το φορολογικό συντελεστή που ισχύει για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα των νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος, κατά περίπτωση.
(β) Το εισόδημα περιλαμβάνεται σε εκείνο το φορολογικό έτος του φορολογουμένου στη διάρκεια του οποίου λήγει το φορολογικό έτος του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας και υπολογίζεται κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή του φορολογουμένου στο νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα.
(γ) Αν το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση πραγματοποιούν σε ένα φορολογικό έτος ζημίες, αυτές δεν περιλαμβάνονται στη φορολογητέα βάση του φορολογουμένου, αλλά συμψηφίζονται με μελλοντικά κέρδη, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 27.
5. Όταν το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα διανέμει κέρδη ή, σε περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης, αποδίδει κέρδη στον φορολογούμενο, τα οποία περιλαμβάνονται στο φορολογητέο εισόδημα του τελευταίου, τα ποσά του εισοδήματος που είχαν περιληφθεί σε προηγούμενο φορολογικό έτος στη φορολογητέα βάση σύμφωνα με την παρ. 3 αφαιρούνται από τη φορολογητέα βάση κατά τον υπολογισμό του ύψους του οφειλόμενου φόρου επί των διανεμομένων κερδών.
6. Σε περίπτωση εκποίησης των συμμετοχών του φορολογουμένου στο αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή της δραστηριότητας της μόνιμης εγκατάστασης στην αλλοδαπή, κατά τον υπολογισμό του ύψους του οφειλόμενου φόρου, αφαιρείται από τη φορολογητέα βάση το μέρος εκείνο που έχει ήδη φορολογηθεί σε προηγούμενα φορολογικά έτη με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
7. Ο φόρος αλλοδαπής που έχει καταβάλει το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση, καθώς και οι συνδεδεμένες εταιρείες σε περίπτωση έμμεσης συμμετοχής, μειώνει τη φορολογική υποχρέωση του φορολογουμένου. Η μείωση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα.
8. Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται όταν η ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία, όπως ορίζεται στην παρ. 1, ασκεί ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα που υποστηρίζεται από προσωπικό, εξοπλισμό, περιουσιακά στοιχεία και εγκαταστάσεις, όπως αποδεικνύεται από συναφή πραγματικά στοιχεία και περιστάσεις. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν η ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία έχει φορολογική κατοικία ή μόνιμη εγκατάσταση σε τρίτη χώρα η οποία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.».
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 12
(άρθρα 7 και 8 της Οδηγίας 2016/1164/ΕΕ)
Τροποποιήσεις του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
Με τις προτεινόμενες διατάξεις αντικαθίστανται οι διατάξεις του άρθρου 66 του ν.4172/2013 για τις Ελεγχόμενες Αλλοδαπές Εταιρείες (ΕΑΕ) προς τον σκοπό της εναρμόνισης με την Οδηγία 2016/1164/ΕΕ του Συμβουλίου. Περαιτέρω, με τις προτεινόμενες διατάξεις εξασφαλίζεται η εφαρμογή των αποτελεσμάτων των BEPS (τελική έκθεση – δράση 3), προκειμένου τα κράτη μέλη να περιορίσουν την τεχνητή εκτροπή εισοδήματος σε εταιρείες και μόνιμες εγκαταστάσεις εγκατεστημένες τόσο σε τρίτες χώρες όσο και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 ορίζονται, βάσει της παρ. 1 του άρθρου 7 της Οδηγίας, οι σωρευτικές προϋποθέσεις (όπως τίθενται στις περ. α’, β’ και γ’ της παραγράφου 1) οι οποίες θα πρέπει να συντρέχουν προκειμένου ένα αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή μια αλλοδαπή νομική οντότητα ή μια μόνιμη εγκατάσταση στην αλλοδαπή τα κέρδη της οποίας δεν φορολογούνται ή απαλλάσσονται του φόρου στην ημεδαπή να νοείται ως ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία. Πλέον, στην έννοια των ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών περιλαμβάνονται και οι μόνιμες εγκαταστάσεις στην αλλοδαπή τα κέρδη των οποίων δεν φορολογούνται ή απαλλάσσονται του φόρου στην ημεδαπή.
Με τις προϋποθέσεις αυτές διατηρείται όπως ίσχυε και στο προγενέστερο καθεστώς η προϋπόθεση συμμετοχής του φορολογούμενου στην ΕΑΕ με ποσοστό άνω του 50%, ενώ ως φορολογούμενος νοείται τόσο το φυσικό πρόσωπο όσο και το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα. Για τον καθορισμό του ποσοστού αυτού σε περίπτωση συμμετοχής της φορολογούμενης εταιρείας από κοινού με συνδεδεμένες με αυτή κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού εταιρείες, καταρχήν εξετάζονται οι συνδεδεμένες εταιρείες βάσει της παραγράφου 2 και στη συνέχεια τα ποσοστά συμμετοχής αυτών στην ΕΑΕ αθροίζονται. Επίσης, διατηρείται το κριτήριο ποσοστού 30% στις κατηγορίες εισοδήματος της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, ενώ πλέον δεν παρέχεται εξαίρεση για τις εισηγμένες εταιρείες, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται τέτοια δυνατότητα από την Οδηγία. Τέλος, όσον αφορά την υπό στοιχείο β’ προϋπόθεση περί ελάχιστης φορολόγησης στην αλλοδαπή, ενώ μέχρι πρότινος υπόκειντο σε φορολογία οι ΕΑΕ σε προνομιακό ή μη συνεργάσιμο κράτος, πλέον τίθεται κριτήριο πραγματικής εταιρικής φορολόγησης και όχι ονομαστικού συντελεστή φορολογίας όταν ο πραγματικός φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή είναι μικρότερος από το ήμισυ του φόρου που θα οφειλόταν σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού δίδεται ο ορισμός των συνδεδεμένων επιχειρήσεων με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις περιπτώσεις β’ και γ’ της παραγράφου 1, στην έννοια των συνδεδεμένων προσώπων επιχειρήσεων περιλαμβάνονται και τα φυσικά πρόσωπα, υπό τις ειδικότερες τιθέμενες προϋποθέσεις.
Με την παράγραφο 3 ορίζεται, βάσει της παρ. 2 του άρθρου 7 της Οδηγίας, ότι στο φορολογητέο εισόδημα του φορολογούμενου περιλαμβάνεται το μη διανεμηθέν εισόδημα της ΕΑΕ από συγκεκριμένες κατηγορίες παθητικού εισοδήματος οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1, ήτοι για τον υπολογισμό του ποσοστού εισοδήματος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να θεωρηθεί ένα νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ως ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία. Επισημαίνεται ότι, σε σχέση με την παρ. 3 της τροποποιούμενης ρύθμισης, στις κατηγορίες εισοδημάτων προστίθενται και τα εισοδήματα από εταιρείες τιμολόγησης που αποκομίζουν έσοδα από πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών και υπηρεσιών που αγοράζονται και πωλούνται σε συνδεδεμένες με αυτές επιχειρήσεις και δεν προσθέτουν καμία ή προσθέτουν ελάχιστη οικονομική αξία.
Με τις διατάξεις των παραγράφων 4, 5, 6 και 7 του άρθρου αυτού προσδιορίζεται ο τρόπος συνυπολογισμού του εισοδήματος των ΕΑΕ στη φορολογητέα βάση του φορολογούμενου. Επιπλέον, ορίζεται ρητά ότι σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση πραγματοποιούν σε ένα φορολογικό έτος ζημίες, αυτές δεν περιλαμβάνονται στη φορολογητέα βάση του φορολογουμένου, αλλά δύνανται να συμψηφισθούν με μελλοντικά κέρδη με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 27 του νόμου αυτού. Τέλος, ρυθμίζονται οι περιπτώσεις διανομής κερδών από την ΕΑΕ, μεταβίβασης συμμετοχών στην ΕΑΕ, καθώς και η δυνατότητα συμψηφισμού του καταβληθέντος φόρου αλλοδαπής και των συνδεδεμένων εταιρειών, σε περίπτωση έμμεσης συμμετοχής, κατά την υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του φορολογουμένου, προκειμένου για την αποφυγή διπλής φορολογίας.
Με την παράγραφο 8 ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε εγκατεστημένα εντός EE και ΕΟΧ νομικά πρόσωπα, νομικές οντότητες ή μόνιμες εγκαταστάσεις που ασκούν ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα που υποστηρίζεται από προσωπικό, εξοπλισμό, περιουσιακά στοιχεία και εγκαταστάσεις, όπως αποδεικνύεται από συναφή πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις, ενώ δεν προβλέπεται εξαίρεση σε αυτά τα νομικά πρόσωπα, νομικές οντότητες ή μόνιμες εγκαταστάσεις που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες, όπως ίσχυε και με το προγενέστερο καθεστώς.
Στην περίπτωση αυτή το βάρος της απόδειξης ότι η ΕΑΕ που είναι εγκατεστημένη χώρα μέλος ΕΕ/ΕΟΧ δεν ασκεί ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα, η οποία υποστηρίζεται από προσωπικό, εξοπλισμό, περιουσιακά στοιχεία και εγκαταστάσεις φέρει η φορολογική αρχή (σχετ. το σημείο 12 του Προοιμίου της Οδηγίας είναι σημαντικό οι φορολογικές αρχές και οι φορολογούμενοι να συνεργάζονται προκειμένου να συλλέγουν συναφή πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις ώστε να προσδιορίζουν αν είναι εφαρμοστέος ο κανόνας εξαίρεσης στη βάση της ουσιαστικής οικονομικής δραστηριότητας).
Γ. Αποσαφηνίζεται το καθεστώς φορολογικής μεταχείρισης για τα εφάπαξ χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους των άρθρων 10 έως και 15 του ν.4575/2018 (στελέχη που εμπίπτουν σε ειδικά μισθολόγια καθώς και συνταξιούχοι των ίδιων κατηγοριών). Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι, η εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά που είχε οριστεί από τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν.45 82/2018 συμπεριλαμβάνει και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Λ του ν.4172/2013. Τα ως άνω αναφερθέντα ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από την έναρξη ισχύος των άρθρων 10 έως και 15 του ν. 4575/2018.
Όμοια φορολογική μεταχείριση εφαρμόζεται και για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) που
έλαβαν το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ήμισυ της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από τις περιπτ. α’ έως και ε’ της παρ. 1 του άρθρου 181 του ν.4270/2014 για το χρονικό διάστημα από την 1.8.2012 έως και την 30.6.2014, δυνάμει δικαστικών αποφάσεων και πρακτικών Τριμελούς Επιτροπής του Ν.Σ.Κ. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το φορολογικό έτος απόκτησης των ανωτέρω εισοδημάτων, μη εφαρμοζομένης για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την έναρξη ισχύος των άρθρων 10 έως και 15 του ν. 4575/2018.
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 52
Τροποποίηση του άρθρου 60 του ν. 4172/2013
Ι.Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 60 του ν. 4172/2013, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 86 του ν. 4582/2018 (Α’ 208), μετά τις λέξεις «για τα εισοδήματα αυτά» τίθεται κόμμα και προστίθεται η φράση «συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α».
2. Η παρ. 1 ισχύει για εισοδήματα που αποκτώνται από την έναρξη ισχύος των άρθρων 10 έως και 15 του ν. 4575/2018 (Α’ 192).
3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 60 του ν.4172/2013, καθώς και το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 της 2/88419/ΔΕΠ/4.12.2018 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β’ 5435), έχουν εφαρμογή και για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) που έλαβαν το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ήμισυ της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από τις περιπτ. α’ έως και ε’ της παρ. 1 του άρθρου 181 του ν.4270/2014 (ΑΊ43) για το χρονικό διάστημα από την 1.8.2012 έως και την 30.6.2014, δυνάμει δικαστικών αποφάσεων και πρακτικών Τριμελούς Επιτροπής του Ν.Σ.Κ. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το φορολογικό έτος απόκτησης των ανωτέρω εισοδημάτων, μη εφαρμοζομένης για τα εισοδήματα αυτά της παρ. 2.
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 52
Τροποποίηση του άρθρου 60 του ν. 4172/2013
Με την παράγραφο 1 της προτεινόμενης διάταξης αποσαφηνίζεται πλήρως το καθεστώς φορολογικής μεταχείρισης για τα εφάπαξ χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους των άρθρων 10 έως και 15 του ν.4575/2018 (στελέχη που εμπίπτουν σε ειδικά μισθολόγια καθώς και συνταξιούχοι των ίδιων κατηγοριών). Με την προτεινόμενη διάταξη η εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά που είχε οριστεί από τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν.4582/2018 συμπεριλαμβάνει και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ν.4172/2013 (Α’ 167).
Με την παράγραφο 2 ορίζεται ότι η ανωτέρω τροποποίηση εφαρμόζεται για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από την έναρξη ισχύος του ν. 4575/2018 (Α’ 192).
Τέλος, με την παράγραφο 3 της προτεινόμενης ρύθμισης, προβλέπεται ότι και τα χρηματικά ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί στους Δικαστικούς Λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) όχι βάσει των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 14 του ν.4575/2018 και της αριθμ. 2/88419/ΔΕΠ/4.12.2018 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β’ 5435), αλλά δυνάμει δικαστικών αποφάσεων και πρακτικών της Τριμελούς Επιτροπής του Ν.Σ.Κ., φορολογούνται επίσης σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ.4 του άρθρου 60 του ν.4172/2013, που προστέθηκε με το άρθρο 86 του ν.4582/2018 (Α’ 208), όπως τροποποιείται με την παράγραφο 1 της παρούσας ρύθμισης και ισχύει κάθε φορά, δηλαδή με παρακράτηση με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εξαντλούμενης της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά, συμπεριλαμβανομένης και της απαλλαγής από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ν.4172/2013, ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο απόκτησης των εισοδημάτων αυτών, το οποίο μπορεί να είναι προγενέστερο της έναρξης ισχύος του ν.4575/2018.
Δ. Επανακαθορίζεται το πλαίσιο της επιβαλλόμενης εισφοράς σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις του άρθρου 25 του ν.27/1975. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων:
Η επιβολή της ως άνω εισφοράς θα εφαρμόζεται και για το συνολικό συνάλλαγμα που θα εισάγουν οι προαναφερόμενες επιχειρήσεις από το έτος 2020 και μετά (σήμερα η επιβολή της ίσχυε για την περίοδο 2012-2019). Επίσης, προβλέπεται η επιβολή της και επί του ετήσιου ποσού του συνολικού εισαγόμενου ποσού σε ευρώ αντί μόνον της επιβολής επί του ετήσιου ποσού του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος.
Συμπεριλαμβάνονται και οι ημεδαπές επιχειρήσεις του άρθρου 25 του ν.27/1975 στην επιβολή της εισφοράς επί του ετήσιου ποσού του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος και συνολικού εισαγόμενου ποσού σε ευρώ, από το έτος 2019 και μετά.
Επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%): α) στα μερίσματα που εισπράττει φυσικό πρόσωπο φορολογικός κάτοικος Ελλάδας και από ημεδαπές επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στο άρθρο 25 του ν.27/1975, τα οποία καταβάλλονται ή πιστώνονται κατά τα έτη 2019 και μετά, β) στις έκτακτες αμοιβές και ποσοστά (bonus) που διανέμουν οι οριζόμενες αλλοδαπές επιχειρήσεις επιπλέον των μισθών, και σε υπαλλήλους αυτών από το έτος 2019 και μετά, γ) στις έκτακτες αμοιβές και ποσοστά (bonus) που διανέμουν, επιπλέον των μισθών, σε μέλη του Δ.Σ. ή σε διευθυντές, στελέχη και υπαλλήλους αυτών από το έτος 2019 και μετά οι οριζόμενες ημεδαπές επιχειρήσεις καθώς και οι διαχειρίστριες εταιρείες ή επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν.27/1975.
Προβλέπεται ότι, μετά την απόδοση του ως άνω φόρου, εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου, μετόχου ή εταίρου των ανωτέρω επιχειρήσεων, φυσικού προσώπου, για το εισόδημα που αποκτά με τη μορφή διανομής καθαρών κερδών ή μερισμάτων, από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση, είτε απευθείας, είτε από επιχειρήσεις χαρτοφυλακίου, ανεξαρτήτως του αριθμού των επιχειρήσεων χαρτοφυλακίου που παρεμβάλλονται μεταξύ της επιχείρησης και του τελικού μετόχου ή εταίρου, συμπεριλαμβανόμενης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43 Α του ν.4172/2013
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 53
Τροποποίηση του άρθρου 43 του ν. 4111/2013
Το άρθρο 43 του ν. 4111/2013 (Α’ 18) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 43
Εισφορά σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975
1. Επιβάλλεται εισφορά επί του ετήσιου ποσού του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος και συνολικού εισαγόμενου ποσού σε ευρώ, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (Α’ 77), για τις παρακάτω επιχειρήσεις:
α) γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων οποιουδήποτε τύπου ή μορφής, με αντικείμενο εργασιών τη ναύλωση, ασφάλιση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων ή ασφαλίσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, πάνω από πεντακόσιους (500) κόρους ολικής χωρητικότητας, εξαιρούμενων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις παραπάνω αναφερόμενες δραστηριότητες για το εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ κατά τα έτη 2012 και μετά και
β) ημεδαπές επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στο άρθρο 25 του ν.27/1975, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, και έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις αναφερόμενες στην περίπτωση α) υπηρεσίες ή εργασίες για το εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ κατά τα έτη 2019 και μετά. Η εισφορά υπολογίζεται με τις εξής κλίμακες:
i. Για τα ετήσια ποσά του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος και εισαγόμενου ποσού σε ευρώ κατά την τετραετία 2012-2015.
ii. Για τα ετήσια ποσά του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος και εισαγόμενου ποσού σε ευρώ κατά τα έτη 2016 και μετά.
Αν το συνολικό ετήσιο εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ μίας επιχείρησης κατά τα έτη 2012-2018 είναι μικρότερο του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων Η.Π.Α., η εισφορά του παρόντος υπολογίζεται για πενήντα χιλιάδες (50.000) δολάρια Η.Π.Α.. Το ίδιο ισχύει και για τα έτη έναρξης ή λήξης της δραστηριότητας της επιχείρησης κατά τα έτη 2012-2018 ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια αυτών, όταν το εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ είναι μικρότερο του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων Η.Π.Α..
Αν το ποσό της ετήσιας εισφοράς υπολογιζόμενο με την κλίμακα της περίπτωσης ϋ για το συνολικό εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ κατά τη διετία 2019-2020, είναι μικρότερο των πέντε χιλιάδων (5.000) δολαρίων Η.Π.Α., βεβαιώνεται ελάχιστο ποσό εισφοράς ίσο με πέντε χιλιάδες (5.000) δολάρια Η.Π.Α. ετησίως.
Το ποσό εισφοράς που βεβαιώνεται ως ελάχιστο ποσό για το συνολικό εισαγόμενο συνάλλαγμα κατά τα έτη 2021 και μετά, είναι ίσο με έξι χιλιάδες (6.000) δολάρια Η.Π.Α. ετησίως.
Τα ανωτέρω ελάχιστα ετήσια ποσά εισφοράς βεβαιώνονται και για το εισαγόμενο συνάλλαγμα στα έτη έναρξης ή λήξης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων κατά τα έτη 2019 και μετά κατά περίπτωση, ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια αυτών.
2. Η εισφορά του παρόντος δεν επιβάλλεται σε ημεδαπές, καθώς και σε αλλοδαπές επιχειρήσεις που έχουν εγκαταστήσει γραφείο ή υποκατάστημα του άρθρου 25 του ν.27/1975 και ασχολούνται με τη διαχείριση ή εκμετάλλευση πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία παράλληλα με τις λοιπές υπαγόμενες εργασίες, όπως αυτές ορίζονται με την άδεια εγκατάστασής τους.
Στις επιχειρήσεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 που, εκτός της κύριας δραστηριότητας των ναυλομεσιτικών και λοιπών ναυτιλιακών εργασιών, δηλώνουν με την άδεια εγκατάστασης τους και τη διαχείριση ή εκμετάλλευση πλοίων ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, για τη μη επιβολή της εισφοράς, απαιτείται η απόδειξη της πραγματικής άσκησης της διαχείρισης ή εκμετάλλευσης πλοίων εντός της πενταετούς διάρκειας της ισχύος της άδειάς τους, που ορίζεται με την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του ν.27/1975. Εφόσον στην πενταετία αυτή δεν αποδεικνύεται η άσκηση της δραστηριότητας της διαχείρισης πλοίου, επιβάλλεται η εισφορά του παρόντος για το εισαγόμενο συνάλλαγμα στο επόμενο της πενταετίας έτος. Η πρώτη εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου αφορά τις επιχειρήσεις που η πενταετία ισχύος της άδειας εγκατάστασής τους συμπληρώνεται το έτος 2018 και εφόσον προκύψει υποχρέωση για επιβολή εισφοράς, υπολογίζεται με βάση το εισαγόμενο συνάλλαγμα του έτους 2019 και καταβάλλεται κατά το έτος 2020.
3. Οι υπόχρεες στην εισφορά επιχειρήσεις της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 υποβάλλουν στη Φορολογική Διοίκηση δήλωση υπολογισμού αυτής μέχρι το τέλος Μαρτίου κάθε έτους με βάση το συνολικό εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ του προηγούμενου αντίστοιχα έτους, για το εισαγόμενο συνάλλαγμα κατά τα έτη 2012-2018.
Κατ’ εξαίρεση, η δήλωση εισφοράς των παραπάνω υπόχρεων επιχειρήσεων για το συνολικό εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ κατά το έτος 2016 υποβάλλεται μέχρι τέλος Ιουνίου 2017.
Οι υπόχρεες επιχειρήσεις της παραγράφου 1 για το εισαγόμενο συνάλλαγμα κατά τα έτη 2019 και μετά υποβάλλουν στη Φορολογική Διοίκηση δήλωση εισφοράς μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Μαρτίου κάθε έτους με βάση το συνολικό εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ του προηγούμενου αντίστοιχα έτους. Με την υποβολή της δήλωσης της παρούσας παραγράφου γίνεται άμεσος προσδιορισμός της εισφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α’ 170).
4. Η εισφορά για το συνολικό εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ κατά τα έτη 2012 έως και 2018 υπολογίζεται σε δολάρια Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων αυτών κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Με την υποβολή της δήλωσης καταβάλλεται το ένα τέταρτο (1/4) της εισφοράς σε ευρώ και τα υπόλοιπα τρία τέταρτα (3/4) σε τρεις (3) ισόποσες δόσεις κατά τους μήνες Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο του έτους υποβολής της δήλωσης.
Η εισφορά για το συνολικό εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα και το συνολικό εισαγόμενο ποσό σε ευρώ κατά τα έτη 2019 και μετά καταβάλλεται σε δύο (2) ισόποσες δόσεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών Απριλίου και Σεπτεμβρίου του έτους υποβολής της δήλωσης. Το ποσό της εισφοράς στα έτη αυτά υπολογίζεται σε δολάρια Η.Π.Α. και μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την τιμή αναφοράς του δολαρίου Η.Π.Α. έναντι του ευρώ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης.
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής αρχικής δήλωσης, για τον υπολογισμό της εισφοράς, λαμβάνεται η τιμή αναφοράς των παραπάνω νομισμάτων κατά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της αρχικής δήλωσης.
Σε περίπτωση υποβολής τροποποιητικής δήλωσης, για τον υπολογισμό της εισφοράς, λαμβάνεται η τιμή αναφοράς των νομισμάτων αυτών που έχει ληφθεί με την αρχική δήλωση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα δύο προηγούμενα εδάφια.
Για την καταβολή της εισφοράς ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον οι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων της παραγράφου 1 βάσει του τίτλου που έχει αποκτηθεί έστω για έναν από τους υπόχρεους, ο οποίος ισχύει και ως προς τους άλλους υπόχρεους για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την είσπραξη της εισφοράς.]
5. Επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στα μερίσματα που εισπράττει φυσικό πρόσωπο φορολογικός κάτοικος Ελλάδας:
α) από αλλοδαπές επιχειρήσεις οποιουδήποτε τύπου ή μορφής, που διατηρούν γραφεία ή υποκαταστήματα εγκατεστημένα σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 27/1975 και έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τη ναύλωση, ασφάλιση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων ή ασφαλίσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από πεντακόσιους (500) κόρους ολικής χωρητικότητας, εξαιρούμενων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις παραπάνω αναφερόμενες δραστηριότητες, για μερίσματα που καταβάλλονται ή πιστώνονται κατά τα έτη 2012 και μετά και
β) από ημεδαπές επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στο άρθρο 25 του ν.27/1975 και έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις αναφερόμενες στην περίπτωση α) υπηρεσίες ή εργασίες, για μερίσματα που καταβάλλονται ή πιστώνονται κατά τα έτη 2019 και μετά.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στα μερίσματα που διανέμονται από τις επιχειρήσεις που, σύμφωνα με την άδεια εγκατάστασης τους, ασχολούνται και με τη διαχείριση πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία. Ο φόρος της παρούσας παραγράφου βαρύνει το δικαιούχο των μερισμάτων και αποδίδεται από αυτόν. Για τα μερίσματα που λαμβάνονται κατά τα έτη 2012-2019 ο φόρος αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή σχετικής δήλωσης, μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε στην αλλοδαπή ή ημεδαπή η καταβολή ή η πίστωση του μερίσματος.
Για τα μερίσματα που λαμβάνονται από το έτος 2020 και μετά, ο φόρος αποδίδεται με την υποβολή σχετικής δήλωσης μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε στην αλλοδαπή ή ημεδαπή η καταβολή ή η πίστωση του μερίσματος και καταβάλλεται εφάπαξ μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης.
Με την απόδοση του φόρου αυτού εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου, μετόχου ή εταίρου των ανωτέρω επιχειρήσεων, φυσικού προσώπου, για το εισόδημα που αποκτά με τη μορφή διανομής καθαρών κερδών ή μερισμάτων, από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση, είτε απευθείας είτε από επιχειρήσεις χαρτοφυλακίου, ανεξαρτήτως του αριθμού των επιχειρήσεων χαρτοφυλακίου που παρεμβάλλονται μεταξύ της επιχείρησης και του τελικού μετόχου ή εταίρου, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013 (Α’ 167).
Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και στις έκτακτες αμοιβές και ποσοστά (bonus) που διανέμουν οι επιχειρήσεις της περίπτωσης α), επιπλέον των μισθών, σε μέλη του Δ.Σ. ή σε διευθυντές και στελέχη αυτών, καθώς και στις έκτακτες αμοιβές και ποσοστά (bonus), επιπλέον των μισθών, που διανέμονται από το έτος 2019 και μετά και σε υπαλλήλους αυτών. Επίσης, εφαρμόζονται και στις έκτακτες αμοιβές και ποσοστά (bonus) που διανέμουν, επιπλέον των μισθών, σε μέλη του Δ.Σ. ή σε διευθυντές, στελέχη και υπαλλήλους αυτών από το έτος 2019 και μετά οι επιχειρήσεις της περίπτωσης β), καθώς και οι διαχειρίστριες εταιρείες ή επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 27/1975.
6. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής από τον υπόχρεο των δηλώσεων του παρόντος ή υποβολής από αυτόν εκπρόθεσμης ή ανακριβούς δήλωσης επιβάλλονται οι προσαυξήσεις και τα πρόστιμα του ν. 2523/1997 (Α’ 179) για φορολογικές υποχρεώσεις μέχρι την 31.12.2013, καθώς και οι τόκοι και τα πρόστιμα του ν. 4174/2013 για φορολογικές υποχρεώσεις από την 1.1.2014 και μετά.
7. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης εισφοράς της παραγράφου 1, της δήλωσης φόρου της παραγράφου 5, η διαδικασία υποβολής τους, τα αρμόδια για την παραλαβή των δηλώσεων και τη βεβαίωση του φόρου όργανα, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος.».
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 54
Τροποποιήσεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975
1. To τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (Α’ 77), όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Τράπεζα που εκδίδει την εγγύηση υποχρεούται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης κατάπτωσης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, να καταθέσει το προϊόν της εγγύησης στην αρμόδια για τη φορολογία της επιχείρησης Δ.Ο.Υ.».
2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως εξής: «Για την καταβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ν. 2859/2000 (Α’ 248)».
3. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπως αυτή έχει αναριθμηθεί με την παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 4150/2013 (Α’ 102), προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής: «Η απαλλαγή του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για τα κέρδη που διανέμονται στους δικαιούχους από το έτος 2020 και μετά.».
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρα 53 και 54
Τροποποίηση των άρθρων 43 του ν. 4111/2013 και 25 του ν. 27/1975
Με τις προτεινόμενες διατάξεις θεσπίζεται κατά πρώτον η επέκταση της εισφοράς επί του εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος και του εισαγόμενου ποσού σε ευρώ του άρθρου 43 του ν.4111/2013 (ΦΕΚ ΑΊ8) για το συνολικό συνάλλαγμα που θα εισάγουν από το 2020 και εφεξής.
Επίσης, επέρχονται ορισμένες αναγκαίες τροποποιήσεις στις διατάξεις του άρθρου 43 του ν.4111/2013 καθώς και του άρθρου 25 του ν.27/1975 (Α’77) για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή τους. Ειδικότερα, θεσπίζεται διαρκής φορολόγηση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων του άρθρου 25 (αλλοδαπών και ημεδαπών) εκτός εκείνων που δραστηριοποιούνται με τη διαχείριση ή εκμετάλλευση πλοίων. Επίσης, διορθώνονται ασάφειες και λάθη, καλύπτονται νομοτεχνικά κενά που έχουν διαπιστωθεί και λαμβάνεται κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων αυτών, την απλοποίηση των διαδικασιών, την διευκόλυνση των πολιτών και την άμεση απόδοση της εισφοράς επί του εισαγόμενου συναλλάγματος και του φόρου μερισμάτων του άρθρου 43 του ν. 4111/2013.
Ειδικότερα, η αναμόρφωση των διατάξεων αυτών επιβάλλεται για τους παρακάτω λόγους:
• Λόγω της ανάγκης για νομοθέτηση δίκαιης και διαρκούς φορολόγησης των ναυτιλιακών εταιρειών που έχουν εγκαταστήσει γραφεία του άρθρου 25 του ν.27/1975 και ασχολούνται με εργασίες της παρ.1 του πρώτου άρθρου των προτεινόμενων διατάξεων, εκτός από τη διαχείριση και εκμετάλλευση πλοίων, με την επιβολή εισφοράς επί του εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος και του εισαγόμενου ποσού σε ευρώ και μετά το 2019 με την ισχύουσα φορολογική κλίμακα.
• Λόγω της ανάγκης πρόβλεψης των διατάξεων που επιτρέπουν την ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων της εισφοράς και του φόρου του άρθρου 43 του ν. 4111/2013.
• Λόγω της ανάγκης καθορισμού από το 2019 και μετά, ελάχιστου ποσού εισφοράς ετησίως.
• Λόγω του ότι με τις ισχύουσες διατάξεις δεν προβλέπεται η επιβολή της ετήσιας εισφοράς και στις ημεδαπές επιχειρήσεις που υπάγονται στο άρθρο 25 του ν.27/1975 και έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις αναφερόμενες στην παρ.1 του ίδιου άρθρου.
• Λόγω του ότι με τις ισχύουσες διατάξεις δεν προβλέπεται η επιβολή φόρου στα μερίσματα των μετόχων τους και στις πρόσθετες αμοιβές (bonus) των στελεχών και υπαλλήλων τους και για τις ημεδαπές επιχειρήσεις που υπάγονται στο άρθρο 25 του ν.27/1975 και έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις αναφερόμενες στην παρ.1 του ίδιου άρθρου δραστηριότητες.
• Λόγω της ανάγκης επιβολής φόρου στα (bonus) πλέον των μισθών που διανέμουν οι διαχειρίστριες εταιρείες ως έκτακτες αμοιβές σε μέλη του Δ.Σ. ή σε διευθυντές, στελέχη και υπαλλήλους αυτών.
• Λόγω της ανάγκης υπαγωγής της διάταξης αυτής στο ν.4174/2013 σχετικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις που ισχύουν από 1.1.2014 και μετά, όπου επιβάλλονται τόκοι και πρόστιμα στις περιπτώσεις παράλειψης, εκπρόθεσμης, ανακριβούς υποβολής από τον υπόχρεο των δηλώσεων που αφορούν την εισφορά, τα μερίσματα, τις έκτακτες αμοιβές, ποσοστά (bonus) του άρθρου 43 του ν.4111/2013.
• Λόγω της ανάγκης νομοτεχνικής βελτίωσης και επικαιροποίησης των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975 καθώς και των αναγκαίων προσαρμογών αυτών με εκείνες του άρθρου 43 του ν.4111/2013.
• Για λόγους φορολογικής δικαιοσύνης.
ΣΤ. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου το από 27 Φεβρουάριου 2019 Νέο Συνυποσχετικό μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ναυτιλιακής Κοινότητας. Συγκεκριμένα:
Αφενός, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον Πρωθυπουργό (Ελληνικό Δημόσιο) και αφετέρου ατομικώς ένα έκαστο από τα οριζόμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως εκπροσωπούνται, ειδικώς, από τον Πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (μέλη της Ναυτιλιακής Κοινότητας), συμφωνούν στον καθορισμό του πλαισίου Νέας Οικειοθελούς Παροχής των μελών της Ναυτιλιακής Κοινότητας προς το Ελληνικό Δημόσιο, κύρια σημεία του οποίου είναι τα εξής:
α. Η Νέα Οικειοθελής Παροχή καθορίζεται ως η εθελούσια καταβολή εκ μέρους των μελών της Ναυτιλιακής Κοινότητας, ήτοι των τελικών μετόχων ή εταίρων ή πραγματικών δικαιούχων πλοιοκτητριών εταιρειών πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία, υπό την προϋπόθεση της διαχείρισης (των υπό ξένη σημαία πλοίων), από εταιρεία που έχει εγκατασταθεί την Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975, φορολογικών κατοίκων Ελλάδος, ανερχόμενη σε σταθερό ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των εισαγόμενων στην Ελλάδα ποσών σε οιοδήποτε νόμισμα, προερχομένων από εισοδήματα εκ μερισμάτων των ως άνω πλοιοκτητριών εταιρειών.
Η καταβολή της παραπάνω Παροχής εξαντλεί για το παγκόσμιο εισόδημα από τα μερίσματα των προαναφερόμενων πλοιοκτητριών εταιρειών κάθε άλλη φορολογική υποχρέωση των ανωτέρω φυσικών προσώπων από κάθε φόρο, εισφορά, τέλος, κράτηση ή οποιαδήποτε άλλη φορολογικής φύσης επιβάρυνση καθώς και από την επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
β. Η Νέα Οικειοθελής Παροχή προσδιορίζεται σε κάθε έτος κατά το χρόνο εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων των φυσικών προσώπων δικαιούχων των ναυτιλιακών μερισμάτων με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και αναλαμβάνεται για πρώτη φορά για τα εισοδήματα εκ μερισμάτων που αποκτώνται στο έτος 2018 και τα οποία δηλώνονται με την υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος έτους 2019.
γ. Η Νέα Οικειοθελής Παροχή καταβάλλεται από ένα έκαστο φυσικό πρόσωπο μέλος της Ναυτιλιακής Κοινότητας στο Ελληνικό Δημόσιο στις προθεσμίες καταβολής του φόρου εισοδήματος.
δ. Ορίζονται τα δεσμευόμενα και δικαιούμενα μέλη για καταβολή της Νέας Οικειοθελούς Παροχής. Διαχειρίστριες εταιρείες που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν υπογράψει το προβλεπόμενο Ιδιωτικό Συμφωνητικό ή δεν έχουν συσταθεί ή εγκατασταθεί κατά την υπογραφή του υπό κύρωση Συνυποσχετικού δεν δεσμεύονται από αυτό, αλλά εφόσον επιθυμούν μπορούν να προσχωρήσουν σ’ αυτό σε μεταγενέστερο χρόνο.
ε. Αναλαμβάνουν την υποχρέωση, τα νομικά πρόσωπα μέλη της Ναυτιλιακής Κοινότητας, που έχουν υπογράψει το Ιδιωτικό Συμφωνητικό του σχετικού παραρτήματος στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών των πλοίων που διαχειρίζονται, να καταβάλλουν το υπολειπόμενο ποσό μετά την υποβολή των δηλώσεων του φόρου πλοίων του επόμενου έτους της κάθε διετίας εφόσον το συνολικό ετήσιο προσδιορισθέν ποσό της Νέας Οικειοθελούς Παροχής εξεταζόμενο ανά διετία είναι μικρότερο των σαράντα εκατομμυρίων (40.000.000) ευρώ σε κάποιο έτος αυτής.
Τυχόν έλλειμμα των εσόδων από τη Νέα Οικειοθελή Παροχή σε ένα έτος της εν λόγω διετίας συμψηφίζεται με τυχόν πλεόνασμα στο άλλο έτος αυτής.
στ. Κάθε δεσμευόμενο και δικαιούμενο φυσικό πρόσωπο μέλος της Ναυτιλιακής Κοινότητας με την υπογραφή του Νέου Συνυποσχετικού καθίσταται ευθέως αντισυμβαλλόμενος και επέχει απευθείας υποχρέωση και ευθύνη έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για την εκπλήρωση της δικής του αυτοτελούς υποχρέωσης στο πλαίσιο της Νέας Οικειοθελούς Παροχής.
Η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών και ο εκπρόσωπος της Ναυτιλιακής Κοινότητας για την υπογραφή του Νέου Συνυποσχετικού δεν φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του Δημοσίου, των μελών της Ναυτιλιακής Κοινότητας ή τρίτων ούτε μπορεί να εγερθεί σε βάρος τους, οποιαδήποτε αξίωση ευθέως, αναγωγικά ή με άλλο τρόπο σχετικά με το υπό κύρωση Νέο Συνυποσχετικό με το Ελληνικό Δημόσιο.
ζ. Οποιαδήποτε τροποποίηση των όρων του Νέου Συνυποσχετικού πρέπει να είναι έγγραφη και να υπογράφεται και από τα Συμβαλλόμενα Μέρη. Μετά την κύρωσή του οποιαδήποτε τροποποίησή του χωρεί μόνο με γραπτή συμφωνία και κύρωσή του με νέο νόμο. Το ισχύον κατά τον χρόνο υπογραφής του Νέου Συνυποσχετικού νομοθετικό πλαίσιο για τη φορολογία πλοίων συνιστά διαρκές δικαιοπρακτικό θεμέλιό του. Το Νέο Συνυποσχετικό καταργεί κάθε άλλη πρόβλεψη του προηγουμένου Συνυποσχετικού και των Προσθέτων Πράξεων αυτού, περί της Οικειοθελούς Παροχής.
η. Η εφαρμογή του Νέου Συνυποσχετικού από τα Συμβαλλόμενα Μέρη τελεί υπό τον όρο ότι δεν θα συμβούν γεγονότα ανωτέρας βίας που καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή ή αδύνατη την εκτέλεση των όρων του.
θ. Κάθε διαφορά μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών διένεξη ή διαφωνία, αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα ανακύψει από το Νέο Συνυποσχετικό ή σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή του, θα επιχειρείται να διευθετηθεί φιλικά. Σε περίπτωση μη επίτευξης φιλικής διευθέτησης, η διαφορά θα λύνεται αποκλειστικά και οριστικά με διαιτησία στον Πειραιά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας. Το κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διορίζει ένα διαιτητή, ενώ ο τρίτος θα διορίζεται κατόπιν συμφωνίας των Συμβαλλομένων Μερών και σε περίπτωση διαφωνίας, από τον εκάστοτε Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικράτειας.
Διάταξη νομοσχεδίου
—Συνυποσχετικό—
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 56
Κύρωση Νέου Συνυποσχετικού μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΝαυτιλιακήςΚοινότητας
Με την προτεινόμενη ρύθμιση κυρώνεται το από 27 Φεβρουαρίου 2019 Νέο Συνυποσχετικό μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ναυτιλιακής Κοινότητας. Με το ως άνω Νέο Συνυποσχετικό τα μέλη της Ναυτιλιακής Κοινότητας οικειοθελώς συμφωνούν να συνδράμουν οικονομικά την Ελληνική Δημοκρατία με την εθελούσια καταβολή σταθερού ποσοστού 10% (δέκα τοις εκατό) επί των εισαγόμενων στην Ελλάδα ποσών σε οιοδήποτε νόμισμα, προερχομένων από εισοδήματα εκ μερισμάτων των τελικών μετόχων ή εταίρων ή πραγματικών δικαιούχων πλοιοκτητριών εταιρειών πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία, υπό την προϋπόθεση της διαχείρισης (των υπό ξένη σημαία πλοίων) από εταιρεία που έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του αρ. 25 του ν.27/1975. Η συμβατική διάρκεια της οικειοθελούς αυτής παροχής ορίζεται ως αορίστου χρόνου.
ΙΙΙ. ΚΦΔ
A. Τίθεται γενικός κανόνας απαγόρευσης καταχρήσεων, σύμφωνα με τον οποίο η Φορολογική Διοίκηση προβαίνει στον προσδιορισμό του φόρου και ο χρόνος έναρξης ισχύος των προαναφερόμενων ρυθμίσεων
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 13 (άρθρο 6 της Οδηγίας 2016/1164/ΕΕ) Τροποποιήσεις του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Το άρθρο 38 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 38
Γενικός κανόνας απαγόρευσης καταχρήσεων
1. Κατά τον προσδιορισμό του φόρου, η Φορολογική Διοίκηση δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων οι οποίες, έχοντας συσταθεί με κύριο σκοπό ή με έναν από τους κύριους σκοπούς την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος που ματαιώνει το αντικείμενο ή τον σκοπό των εφαρμοστέων φορολογικών διατάξεων, δεν είναι γνήσιες, συνεκτιμωμένων όλων των σχετικών στοιχείων και περιστάσεων.
2. Για τους σκοπούς της παρ. 1, ως «διευθέτηση» νοείται κάθε συναλλαγή, δράση, πράξη, συμφωνία, επιχορήγηση, συνεννόηση, υπόσχεση, δέσμευση ή γεγονός. Μια διευθέτηση μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.
3. Για τους σκοπούς της παρ. 1, η διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων είναι μη γνήσια στον βαθμό που δεν τίθεται σε εφαρμογή για βάσιμους εμπορικούς λόγους που απηχούν την οικονομική πραγματικότητα.
Για τον καθορισμό του γνήσιου ή μη χαρακτήρα μιας διευθέτησης ή σειράς διευθετήσεων, η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει αν αυτές αφορούν μια ή περισσότερες από τις εξής, ενδεικτικώς απαριθμούμενες, καταστάσεις:
α) ο νομικός χαρακτηρισμός των μεμονωμένων σταδίων από τα οποία αποτελείται μια διευθέτηση είναι ασυμβίβαστος με τη νομική υπόσταση της διευθέτησης στο σύνολο της,
β) η διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν συνάδει με μια συνήθη επιχειρηματική συμπεριφορά,
γ) η διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων περιλαμβάνει στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα την αλληλοαντιστάθμιση ή την αλληλοακύρωσή τους, δ) η σύναψη συναλλαγών είναι κυκλικού χαρακτήρα,
ε) η διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων οδηγεί σε σημαντικό φορολογικό πλεονέκτημα αλλά αυτό δεν αντανακλάται στους επιχειρηματικούς κινδύνους, τους οποίους αναλαμβάνει ο φορολογούμενος ή στις ταμειακές ροές του, στ) το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους πριν από το φόρο είναι σημαντικό σε σύγκριση με το ύψος του αναμενόμενου φορολογικού πλεονεκτήματος.
4. Όταν, κατ’ εφαρμογή της παρ. 1, διευθετήσεις ή σειρά διευθετήσεων κρίνονται μη γνήσιες, τότε η φορολογική υποχρέωση, συμπεριλαμβανομένων σχετικών κυρώσεων, υπολογίζεται βάσει των διατάξεων που θα τύγχαναν εφαρμογής εν απουσία της εν λόγω διευθέτησης.
5. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζεται η διαδικασία εφαρμογής του παρόντος και κάθε άλλο σχετικό θέμα.».
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 13
(άρθρο 6 της Οδηγίας 2016/1164/ΕΕ)
Τροποποιήσεις του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Με τις προτεινόμενες διατάξεις αντικαθίστανται οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν.4174/2013, προς τον σκοπό της εναρμόνισης με το άρθρο 6 της Οδηγίας 2016/1164/ΕΕ του Συμβουλίου. Αν και το άρθρο 6 της Οδηγίας αναφέρεται στη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, επιλέγεται η διατήρηση της συστηματικής ένταξης της διάταξης στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προς τον σκοπό της γενικής εφαρμογής της σε όλους τους φόρους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΚΦΔ, δεδομένου ότι ο σκοπός της Οδηγίας (σχετ. η παρ. 3 του Προοιμίου αυτής) είναι η θέσπιση ενός ελάχιστου επιπέδου προστασίας στο εθνικό δίκαιο και επομένως τα κράτη-μέλη έχουν τη δυνατότητα αυστηρότερων/ευρύτερων ρυθμίσεων. Επισημαίνεται ότι η εφαρμογή του γενικού κανόνα απαγόρευσης των καταχρήσεων καταλαμβάνει διευθετήσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ προσώπων τόσο στην ημεδαπή όσο και διασυνοριακά, τόσο εντός όσο και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, οι γενικοί κανόνες απαγόρευσης των καταχρήσεων (ΓΚΑΚ) περιλαμβάνονται στα φορολογικά συστήματα για την αντιμετώπιση των καταχρηστικών φορολογικών πρακτικών που δεν αντιμετωπίζονται με ειδικά στοχευμένες διατάξεις (παράγραφος 11 του προοιμίου της Οδηγίας). Ως εκ τούτου, η λειτουργία των ΓΚΑΚ έχει σκοπό να συμπληρώνει κενά, μη θίγοντας την εφαρμογή ειδικών κανόνων κατά των καταχρήσεων (π.χ. διάταξη περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών, αντικαταχρηστικός κανόνας της Οδηγίας Μητρικών- Θυγατρικών, κ.λπ.).
Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ενσωματώνεται στο εσωτερικό δίκαιο γενικός κανόνας απαγόρευσης των καταχρήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 της Οδηγίας, με βάση τον οποίο κατά τον προσδιορισμό του φόρου, η Φορολογική Διοίκηση δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων οι οποίες, έχοντας συσταθεί με κύριο σκοπό ή με έναν εκ των κύριων σκοπών την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος που καταστρατηγεί το αντικείμενο ή τον σκοπό των εφαρμοστέων φορολογικών διατάξεων, χαρακτηρίζονται ως μη γνήσιες, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών στοιχείων και περιστάσεων, γεγονός που προϋποθέτει την συνολική ανάλυση και αξιολόγηση της διευθέτησης/σειράς διευθετήσεων από τη Φορολογική Διοίκηση, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος της απόδειξης, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού ορίζεται η έννοια της διευθέτησης όπως αυτή αναφέρεται στην Σύσταση της Ε.Ε. 2012/772/ΕΕ. Μια διευθέτηση μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη όπως αναφέρεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του κειμένου της Οδηγίας 2016/1164/ΕΕ. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζεται ότι μια διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων θεωρείται μη γνήσια στον βαθμό που δεν τίθεται σε εφαρμογή για βάσιμους εμπορικούς λόγους που απηχούν την οικονομική πραγματικότητα με βάση την παράγραφο 2 του άρθρου 6 της Οδηγίας. Περαιτέρω, προκειμένου για τον καθορισμό του γνήσιου ή μη χαρακτήρα μιας διευθέτησης ή σειράς διευθετήσεων, η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει εάν αυτές αφορούν μια ή περισσότερες από ενδεικτικές καταστάσεις, όπως αυτές περιγράφονται στο κείμενο της Σύστασης της Ε. Ε. 2012/772/ΕΕ.
Με την παράγραφο 4 ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας, ότι όταν, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1, διευθετήσεις ή σειρά διευθετήσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, τότε η φορολογική υποχρέωση υπολογίζεται βάσει των διατάξεων που θα τύγχαναν εφαρμογής εν απουσία της εν λόγω διευθέτησης.
Για λόγους ασφάλειας δικαίου και προκειμένου να εξασφαλισθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του Προοιμίου της Οδηγίας, ότι ο κανόνας του άρθρου 6 της Οδηγίας εφαρμόζεται με ομοιόμορφο τρόπο, για την ερμηνεία της διάταξης ακολουθείται συμπληρωματικά η συναφής νομολογία του ΔΕΕ και η Σύσταση της Ε.Ε. 2012/772/ΕΕ.
Επίσης, σχετικώς με την έννοια των όρων «τεχνητές (artificial) διευθετήσεις», η οποία απαντάται στην πρώτη παράγραφο του ισχύοντος μέχρι σήμερα άρθρου 38 ΚΦΔ (ακολουθώντας το κείμενο της Σύστασης της Ε.Ε. 2012/772/ΕΕ, η οποία υιοθέτησε την νομολογία του ΔΕΚ (π.χ. υπόθεση Cadbury Schweppes – C-196/04)) και «μη γνήσιες (not- genuine) διευθετήσεις», η οποία ακολουθείται από την Οδηγία (η οποία εμφανίστηκε πρώτη φορά, με τις διατάξεις της Οδηγίας 2015/121/ΕΕ σχετικά με την υιοθέτηση γενικού κανόνα απαγόρευσης των καταχρήσεων όσον αφορά την Οδηγία Μητρικών – θυγατρικών (2011/96/ΕΕ), το περιεχόμενο των διατάξεων της οποίας έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό μας δίκαιο με τις διατάξεις της παραγράφου 41 του άρθρου 72 του ν.4172/2013), για ερμηνευτικούς σκοπούς οι δύο όροι θεωρούνται ταυτόσημοι.
Προς τον σκοπό της ομοιόμορφης εφαρμογής της διάταξης, η οποία κατά τη διεθνή πρακτική δεν έχει ευρεία εφαρμογή αλλά εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις τεχνητών σχημάτων φοροαποφυγής, με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού προβλέπεται η έκδοση Απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ με την οποία καθορίζεται η διαδικασία εφαρμογής του άρθρου αυτού και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα.
Ως προς την εφαρμογή της διάταξης σε σχέση με τις Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (ΣΑΔΦ), διευκρινίζεται ότι εάν σε ΣΑΔΦ περιέχονται ειδικές διατάξεις κατά της φοροαποφυγής (π.χ. Principle Purpose Test), τότε, εφόσον ο σκοπός της μη γνήσιας διευθέτησης είναι η απόκτηση πλεονεκτήματος που παρέχεται από την οικεία ΣΑΔΦ, οι διατάξεις αυτές υπερισχύουν σε κάθε περίπτωση του άρθρου 38 του ΚΦΔ και εφαρμόζονται αποκλειστικά. Σε κάθε άλλη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 38 ΚΦΔ και εφόσον διαπιστωθεί ότι μια διευθέτηση έχει ως κύριο ή έναν από τους κύριους σκοπούς την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος, τότε δεν χορηγούνται τα ευεργετήματα των ΣΑΔΦ.
Σε περίπτωση εφαρμογής του γενικού κανόνα απαγόρευσης των καταχρήσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013) ως προς τις επιβαλλόμενες κυρώσεις (σχετ. η παρ. 11 του Προοιμίου της Οδηγίας).
Άρθρο 14
Έναρξη ισχύος
Τα άρθρα 11-13, με τα οποία ενσωματώνονται τα άρθρα 4, 6, 7 και 8 της Οδηγίας 2016/1164/ΕΕ, έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1. 2019 και μετά.
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 14
Με τις προτεινόμενες διατάξεις τίθεται η έναρξη ισχύος των άρθρων 11-13 δεδομένης της προθεσμίας ενσωμάτωσης των άρθρων 4, 6, 7 και 8 της Οδηγίας έως την 1.1.2019.
IV. ΕΝ.Φ.Ι.Α.
Παρατείνεται και για το 2019 (ίσχυε για το έτος 2018) η απαλλαγή από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές της Περιφέρειας Αττικής τις οποίες έπληξαν οι πυρκαγιές της 23ης και 24ης Ιουλίου 2018, εφόσον οι ιδιοκτήτες τους είναι κάτοχοι, εναλλακτικά είτε Δελτίου Επανελέγχου (ίσχυε και για το 2018), είτε Έκθεσης Αυτοψίας, είτε Πρωτοκόλλου Αυτοψίας Επικινδύνως Ετοιμορρόπου Κτιρίου του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, που θα έχουν εκδοθεί έως 31.12.2019 (για το έτος 2018 το Δελτίο Επανελέγχου έπρεπε να έχει εκδοθεί μέχρι 28-2-2019).
Επίσης, παρατείνεται ομοίως, η απαλλαγή από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα δικαιώματα επί του συνόλου της ακίνητης περιουσίας των θανόντων εξαιτίας των πυρκαγιών κατά την προαναφερόμενη περίοδο.
Διάταξη νομοσχεδίου
Άρθρο 48
Θέματα Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.)
Η παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 4223/2013 (Α’287), η οποία προστέθηκε με το άρθρο τρίτο της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 10.8.2018 (Α’ 149), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «7. Ειδικά για τα έτη 2018 και 2019 απαλλάσσονται τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές της Περιφέρειας Αττικής και της Περιφερειακής Ενότητας Κορινθίας, τις οποίες έπληξαν οι πυρκαγιές της 23ης και 24ης Ιουλίου 2018, εφόσον οι ιδιοκτήτες τους είναι κάτοχοι Δελτίου Επανελέγχου ή Έκθεσης Αυτοψίας ή Πρωτοκόλλου Αυτοψίας Επικινδύνως Ετοιμορρόπου Κτιρίου του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, που θα έχουν εκδοθεί έως την 31.12.2019, και κατά τον κρίσιμο χρόνο η κυριότητα ή τα λοιπά εμπράγματα δικαιώματα στο ακίνητο ανήκουν στον υπόχρεο σε φόρο για τα έτη αυτά. Για τα έτη 2018 και 2019 απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. τα δικαιώματα επί του συνόλου της ακίνητης περιουσίας των θανόντων εξαιτίας των πυρκαγιών του προηγούμενου εδαφίου.».
Αιτιολογική έκθεση
Αρθρο 48
Θέματα Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.)
Η προτεινόμενη διάταξη κρίνεται αναγκαία για την ανακούφιση πληγέντων από τις καταστροφικές πυρκαγιές της 23ης και 24ης Ιουλίου 2018, με τη χορήγηση απαλλαγής ΕΝ.Φ.Ι.Α. ετών 2018 και 2019 των ακινήτων των περιοχών που βρίσκονται στην Περιφέρεια Αττικής και στην Περιφερειακή Ενότητα Κορινθίας εφόσον οι ιδιοκτήτες των ακινήτων είναι κάτοχοι Έκθεσης Αυτοψίας ή Πρωτοκόλλου Αυτοψίας Επικινδύνως Ετοιμορρόπου Κτιρίου του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, όπου διαπιστώνονται οι βλάβες του κτιρίου, ώστε να συμπεριληφθούν και τα ακίνητα για τα οποία δεν έχει εκδοθεί Δελτίο Επανελέγχου, δεδομένου ότι τα εν λόγω διοικητικά έγγραφα έχουν την ίδια ισχύ και εγκυρότητα.