(Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Περιορισμοί – Κίνηση διαδικασίας διαγραφής χρεών – Προϋπόθεση κατοικίας – Επιτρέπεται – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Άμεσο αποτέλεσμα)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Περιορισμοί – Κίνηση διαδικασίας διαγραφής χρεών – Προϋπόθεση κατοικίας – Επιτρέπεται – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Άμεσο αποτέλεσμα»
Στην υπόθεση C‑716/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Østre Landsret (εφετείο της ανατολικής περιφέρειας, Δανία) με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης που κίνησε ο
A
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe, D. Šváby, S. Rodin (εισηγητή) και N. Piçarra, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιανουαρίου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο A, εκπροσωπούμενος από τον C. T. Hermann, advokat,
– η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Nymann-Lindegren καθώς και τις S. Wolff και P .Z. L. Ngo,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Støvlbæk και M. Kellerbauer,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Μαρτίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας την οποία κίνησε ο Α με σκοπό τη διαγραφή χρεών.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 84, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2015, L 141, σ. 19, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 349, σ. 9), προβλέπει τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις διαδικασίες αφερεγγυότητας που άρχισαν μετά τις 26 Ιουνίου 2017. Οι πράξεις που διενεργήθηκαν από τον οφειλέτη πριν από την ημερομηνία αυτή, εξακολουθούν να διέπονται από το εφαρμοστέο τη στιγμή που διενεργήθηκαν δίκαιο.»
Το δανικό δίκαιο
4 Το άρθρο 3 του konkursloven (νόμου περί πτωχεύσεως) ορίζει τα εξής:
«1. Αιτήσεις με αντικείμενο την αναδιάρθρωση χρεών, την πτώχευση ή τη διαγραφή χρεών κατατίθενται ενώπιον του δικαστηρίου εκκαθαρίσεως στη δικαστική περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης ασκεί την οικονομική του δραστηριότητα.
2. Αν ο οφειλέτης δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα στη Δανία, η αίτηση κατατίθεται ενώπιον του δικαστηρίου εκκαθαρίσεως στη δικαστική περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του.
[…]»
5 Το άρθρο 197, παράγραφος 2, σημείο 1, του νόμου περί πτωχεύσεως προβλέπει τα εξής:
«2. Καμία διάταξη περί διαγραφής χρεών δεν μπορεί να εκδοθεί αν:
1) η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη είναι αδιευκρίνιστη,
[…]».
6 Το άρθρο 229, παράγραφος 1, του νόμου περί πτωχεύσεως ορίζει τα εξής:
«Το δικαστήριο εκκαθαρίσεως δύναται, κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των πιστωτών, να ανακαλέσει τη διάταξη διαγραφής χρεών:
1) αν αποδειχθεί ότι κατά τη διάρκεια της δίκης για τη διαγραφή χρεών ο οφειλέτης ενήργησε με δόλο, ή
2) αν ο οφειλέτης διέπραξε σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από τη διάταξη περί διαγραφής χρεών.»
7 Το άρθρο 235 του retsplejeloven (νόμου για τη διοίκηση της δικαιοσύνης) έχει ως εξής:
«1. Η αγωγή ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.
2. Κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος (γενική δωσιδικία). Αν ο εναγόμενος κατοικεί σε πλείονες δικαστικές περιφέρειες, αρμόδιο είναι το δικαστήριο το οποίο βρίσκεται σε οποιαδήποτε από αυτές.
3. Εάν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία, αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη διαμονή του.
4. Αν ο εναγόμενος δεν έχει ούτε κατοικία ούτε γνωστό τόπο διαμονής, αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο στην περιφέρεια του οποίου είχε την τελευταία κατοικία του ή την τελευταία διαμονή του.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
8 Ο A είναι Δανός υπήκοος ο οποίος κατοικεί στη Σουηδία και απασχολείται ως μισθωτός στη Δανία, όπου ως υποκείμενος στον φόρο του κράτους αυτού υπέχει, σύμφωνα με την δανική νομοθεσία, πλήρη φορολογική υποχρέωση.
9 Στις 8 Φεβρουαρίου 2017 ο A υπέβαλε αίτηση διαγραφής χρεών ενώπιον του Sø‑ og Handelsretten (δικαστηρίου ναυτικών και εμπορικών διαφορών, Δανία).
10 Η αίτησή του αφορούσε οφειλές από συμβάσεις που συνήφθησαν το 1999 με Δανούς πιστωτές, ένας εκ των οποίων ήταν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και οι λοιποί ιδιώτες.
11 Με διάταξη της 6ης Απριλίου 2017, το Sø- og Handelsretten (δικαστήριο ναυτικών και εμπορικών διαφορών) απέρριψε την αίτηση αυτή με το σκεπτικό ότι τα δανικά δικαστήρια δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαδικασίας διαγραφής χρεών που κίνησε ο Α, ο οποίος δεν ασκεί, υπό την έννοια του δανικού δικαίου,οικονομική δραστηριότητα στη Δανία, ενώ στη χώρα αυτή δεν βρίσκεται ούτε ο τόπος γενικής δωσιδικίας του. Συνεπώς, το εν λόγω δικαστήριο δεν εξέτασε αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις από τις οποίες ο νόμος περί πτωχεύσεως εξαρτά τη διαγραφή χρεών.
12 Το Østre Landsret (εφετείο της ανατολικής περιφέρειας, Δανία), το οποίο εκδικάζει ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο την υπόθεση της κύριας δίκης, κρίνει ότι θα μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία δανικού δικαστηρίου για την εκδίκαση της αιτήσεως διαγραφής χρεών του Α αν οι δανικοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων σχετικά με τη διαγραφή χρεών ήταν αντίθετοι προς το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε προς το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.
13 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την ισχύουσα δανική ρύθμιση, η διαδικασία διαγραφής χρεών προϋποθέτει εμπεριστατωμένο έλεγχο της οικονομικής καταστάσεως και του τρόπου διαβιώσεως του αιτούντος. Η εν λόγω ρύθμιση προβλέπει ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένους κανόνες, που έχουν θεσπιστεί λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες στη Δανία κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και αποσκοπούν στη διασφάλιση ενός μέσου αποδεκτού επιπέδου διαβιώσεως κατά τη διάρκεια ισχύος του μέτρου διαγραφής. Οι κανόνες αυτοί όμως μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκείς σε περίπτωση που ο αιτών κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο η κοινωνική και οικονομική κατάσταση είναι διαφορετική και άγνωστη στα αρμόδια δανικά δικαστήρια, τα οποία δεν θα έχουν καμία δυνατότητα να εξακριβώσουν τις πληροφορίες που προσκομίζει συναφώς ο ίδιος ο αιτών.
14 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Østre Landsret (εφετείο της ανατολικής περιφέρειας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντιτίθεται το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Radziejewski (C‑461/11, EU:C:2012:704), σε κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως η επίμαχη εν προκειμένω δανική ρύθμιση, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλιστεί ότι το δικαστήριο το οποίο εκδικάζει αίτηση διαγραφής χρεών γνωρίζει και μπορεί να λάβει υπόψη κατά την κρίση του τη συγκεκριμένη κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται ο οφειλέτης και η οικογένειά του και την οποία θα μπορούν να βιώσουν στο μέλλον, καθώς και ότι η εν λόγω εκτίμηση θα μπορεί να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια που αποτυπώνουν το θεωρούμενο ως μέσο αποδεκτό επίπεδο διαβιώσεως κατά τη διάρκεια ισχύος του μέτρου διαγραφής χρεών;
[…]
2) [Σε περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ότι ο περιορισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί], πρέπει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, επίσης σε μια κατάσταση όπως η παρούσα, το άρθρο αυτό έχει άμεση εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, οπότε οι ιδιώτες πιστωτές είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν τη μερική ή ολική απώλεια των χρηματικών ποσών που τους οφείλονται από πρόσωπα τα οποία έχουν μετοικήσει σε άλλη χώρα;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
15 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντίκειται σε κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που ορίζεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ο οποίος εξαρτά τη διαγραφή χρεών από την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης έχει την κατοικία ή τη διαμονή του εντός του εν λόγω κράτους μέλους (στο εξής: προϋπόθεση κατοικίας).
16 Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σκοπεί στη διευκόλυνση της ασκήσεως πάσης φύσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο έδαφος της Ένωσης από τους υπηκόους των κρατών μελών και απαγορεύει τα μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να αποδειχθούν δυσμενή για τους υπηκόους αυτούς αν θελήσουν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα εντός άλλου κράτους μέλους (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Radziejewski, C-461/11, EU:C:2012:704, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
17 Εξάλλου, εθνικές διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν ή αποθαρρύνουν εργαζόμενο υπήκοο κράτους μέλους να εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας συνιστούν περιορισμούς της ελευθερίας αυτής, ακόμη και αν εφαρμόζονται αδιακρίτως της ιθαγενείας των οικείων εργαζομένων (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Radziejewski, C‑461/11, EU:C:2012:704, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
18 Εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, που εξαρτά τη διαγραφή χρεών από μια προϋπόθεση κατοικίας ενδέχεται να αποθαρρύνει αφερέγγυο εργαζόμενο να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Radziejewski, C-461/11, EU:C:2012:704, σκέψη 31).
19 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως επισημαίνουν το αιτούν δικαστήριο, ο Α, η Δανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, εφόσον εξαρτά την υποβολή αιτήσεως διαγραφής χρεών από μια προϋπόθεση κατοικίας, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, απαγορευόμενο, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.
20 Μια τέτοια ρύθμιση επιτρέπεται μόνον αν εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό συμβατό με τη Συνθήκη ΛΕΕ και δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Περαιτέρω επιβάλλεται, σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή της να είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη αυτού μέτρο (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C-174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 44).
21 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι είναι θεμιτό ένα κράτος μέλος να επιθυμεί να ελέγξει την οικονομική και προσωπική κατάσταση του οφειλέτη πριν λάβει υπέρ αυτού μέτρο διαγραφής όλων ή μέρους των χρεών του (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Radziejewski, C-461/11, EU:C:2012:704, σκέψη 46).
22 Ο θεμιτός αυτός σκοπός μπορεί να συνεπάγεται ότι ένα εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί τέτοιας αιτήσεως θα προβαίνει σε εκτίμηση, όπως αυτή που προβλέπεται από τις εφαρμοστέες ρυθμίσεις και περιγράφεται στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων τα οποία προσδιορίζονται λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούν στο κράτος μέλος υποβολής της εν λόγω αιτήσεως.
23 Εντούτοις, καίτοι η επιβολή μιας προϋποθέσεως κατοικίας η οποία πρέπει να πληρούται αποκλειστικώς και μόνον κατά την υποβολή της αιτήσεως διαγραφής χρεών αποτελεί το μέσο επιτεύξεως του σκοπού αυτού, η εν λόγω προϋπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για τη διασφάλιση του ως άνω σκοπού (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Radziejewski, C-461/11, EU:C:2012:704, σκέψη 47).
24 Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εθνική ρύθμιση είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον εφόσον επιδιώκει πράγματι τον σκοπό αυτό κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2009, Hartlauer, C‑169/07, EU:C:2009:141, σκέψη 55, και της 15ης Οκτωβρίου 2015, Grupo Itevelesa κ.λπ., C‑168/14, EU:C:2015:685, σκέψη 76, καθώς και διάταξη της 30ής Ιουνίου 2016, Sokoll‑Seebacher και Naderhirn, C‑634/15, EU:C:2016:510, σκέψη 27).
25 Σε μια περίπτωση όμως όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία η εκτίμηση του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου στηρίζεται σε κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και της οικογενείας του όχι μόνο κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως διαγραφής χρεών, αλλά και σε μεταγενέστερο στάδιο, μέχρις ότου το δικαστήριο αυτό αποφανθεί, μια συνεπής προσέγγιση θα συνεπαγόταν την υποχρεωτική απόρριψη της αιτήσεως αναδιαρθρώσεως του χρέους σε περίπτωση μεταφοράς της κατοικίας του αιτούντος από το Βασίλειο της Δανίας σε άλλο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της δίκης, πριν το αρμόδιο δικαστήριο αποφανθεί οριστικώς επί της αιτήσεως αυτής.
26 Ωστόσο, μολονότι το συγκεκριμένο ζήτημα πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι η μεταφορά της κατοικίας του οφειλέτη από το Βασίλειο της Δανίας σε άλλο κράτος μέλος, κατά τη διάρκεια διαδικασίας διαγραφής χρεών ή αμέσως μετά, δεν έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να στερείται ο οφειλέτης αυτός από το δικαίωμα να επωφεληθεί διαγραφής χρεών.
27 Επιπλέον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η ρύθμιση προβλέπει την ανάκληση διατάξεως περί διαγραφής χρεών μόνον όταν ο οφειλέτης ενήργησε με δόλο ή υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων που του είχαν επιβληθεί με την εν λόγω διάταξη και όχι όταν αυτός μετέφερε απλώς την κατοικία του στην αλλοδαπή.
28 Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση ορίζει ότι άτομο που ασκεί, υπό την έννοια του δανικού Δικαίου, οικονομική δραστηριότητα στη δανική επικράτεια μπορεί να υποβάλει αίτηση διαγραφής χρεών ενώπιον του δικαστηρίου εκκαθαρίσεως στην περιφέρεια του οποίου ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα, χωρίς, ωστόσο, να πληροί την προϋπόθεση κατοικίας.
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η προϋπόθεση κατοικίας στη Δανία που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν μπορεί, καθαυτή, να θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζει κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό το ζήτημα της επιτεύξεως του σκοπού που αναφέρεται στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως.
30 Περαιτέρω, η εξάρτηση της διαγραφής χρεών από την παροχή εκ μέρους του οφειλέτη, ο οποίος έχει την κατοικία του σε διαφορετικό κράτος μέλος από το κράτος μέλος όπου υπέβαλε την αίτηση διαγραφής χρεών, αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με τη δική του κοινωνική και οικονομική κατάσταση και αυτήν της οικογενείας του, καθώς και από τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στο κράτος μέλος κατοικίας τους, θα συνιστούσε, αν οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για το εθνικό δικαστήριο, ένα μέτρο λιγότερο περιοριστικό από την απόλυτη απαγόρευση υποβολής της αιτήσεως αυτής.
31 Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως επιβεβαίωσε και η Δανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δανική ρύθμιση ορίζει ότι τα δανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την έκδοση διατάξεως διαγραφής χρεών αν κρίνουν ότι η κοινωνική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη δεν μπορεί πλέον να διαπιστωθεί με επαρκή ακρίβεια, όπως μπορεί να συμβεί σε περίπτωση μεταφοράς της κατοικίας του οφειλέτη από το Βασίλειο της Δανίας σε άλλο κράτος μέλος.
32 Η εν λόγω ρύθμιση επομένως παρέχει τη δυνατότητα απορρίψεως μιας τέτοιας αιτήσεως όταν η εκτίμηση που εκτίθεται στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως καθίσταται αδύνατη λόγω της μεταφοράς της κατοικίας του αιτούντος εκτός του Βασιλείου της Δανίας πριν από την υποβολή της αιτήσεώς του ή κατά τη διάρκεια της δίκης. Ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαία η απόλυτη στέρηση της δυνατότητας υποβολής μιας τέτοιας αιτήσεως προκειμένου για αιτούντα ο οποίος δεν κατοικεί, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του, στη Δανία.
33 Κατά συνέπεια, η επιβολή προϋποθέσεως κατοικίας, όπως αυτή την οποία προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού που εκτίθεται στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως.
34 Όσον αφορά το επιχείρημα της Δανικής Κυβερνήσεως, που προέβαλε η ίδια με τις γραπτές παρατηρήσεις της, κατά το οποίο η αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 2015/848 θα διακυβευόταν αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αυτό είναι αλυσιτελές στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, οι διατάξεις του εφαρμόζονται μόνο στις διαδικασίες αφερεγγυότητας που άρχισαν μετά τις 26 Ιουνίου 2017, δηλαδή που είναι μεταγενέστερες της υποβολής αιτήσεως διαγραφής χρεών του Α.
35 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντίκειται σε κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας προβλεπόμενο από ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά τη χορήγηση διαγραφής χρεών από την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή τη διαμονή του εντός του οικείου κράτους μέλους.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
36 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη την προϋπόθεση κατοικίας που ορίζει εθνικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, ανεξαρτήτως του αν η διαδικασία διαγραφής χρεών, η οποία επίσης προβλέπεται στην εν λόγω ρύθμιση, θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια να θιγούν οι απαιτήσεις των ιδιωτών δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής.
37 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ απονέμει στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί μπορούν να προβάλλουν ενώπιον των δικαστηρίων και τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν (απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, ITC, C‑208/05, EU:C:2007:16, σκέψη 67).
38 Βάσει της αρχής της υπεροχής, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, έχει, ως όργανο κράτους μέλους, την υποχρέωση να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου αντίθετη προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 58 και 61).
39 Η υποχρέωση αυτή δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί ενδεχομένως να μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των ιδιωτών όταν το αιτούν δικαστήριο αφήνει ανεφάρμοστη εθνική διάταξη περί διεθνούς δικαιοδοσίας και αποφαίνεται επί αιτήσεως διαγραφής χρεών υποβαλλόμενης από οφειλέτη.
40 Επομένως, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει την προϋπόθεση κατοικίας που ορίζει εθνικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, ανεξαρτήτως του αν η διαδικασία διαγραφής χρεών, η οποία επίσης προβλέπεται στη ρύθμιση αυτή, θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια να θιγούν οι απαιτήσεις ιδιωτών δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής.
Επί των δικαστικών εξόδων
41 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντίκειται σε κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας προβλεπόμενο από ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά τη χορήγηση διαγραφής χρεών από την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή τη διαμονή του εντός του οικείου κράτους μέλους.
2) Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει την προϋπόθεση κατοικίας που ορίζει εθνικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, ανεξαρτήτως του αν η διαδικασία διαγραφής χρεών, η οποία επίσης προβλέπεται στη ρύθμιση αυτή, θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια να θιγούν οι απαιτήσεις ιδιωτών δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής.
(υπογραφές)
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών ιστοχώρος και όλα τα κείμενα και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομοθετικών και διοικητικών κειμένων (Νόμοι, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΠΟΛ., Διοικητικές Πράξεις και Λύσεις κ.α.), των νομολογιακών κειμένων (Δικαστικές Αποφάσεις κ.α.), των περιλήψεων αυτών και της τήρησής τους σε βάση δεδομένων, των συσχετίσεων μεταξύ τους και των ειδικών εργαλείων αναζήτησης, αποτελούν αντικείμενο ειδικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας και προστατεύονται από την νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων και δη από τους νόμους 2121/1993, 2557/1997, 2819/2000, τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (ν. 100/1975), τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (ν. 2054/1992) και τις Οδηγίες 91/100/ΕΟΚ, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ, 93/98/ΕΟΚ ΚΑΙ 96/9/ΕΟΚ.
Η ιδιοκτησία επ’ αυτών αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Η αναδημοσίευση και η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, εξ’ ολοκλήρου, τμηματικά ή περιληπτικά, των οιωνδήποτε κειμένων ή δεδομένων περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστοχώρο, χωρίς την έγγραφη άδεια της δικαιούχου εταιρείας.