Παραθέτουμε αναλυτικά όλες τις αλλαγές που προτείνονται από το Υπ.Οικονομικών με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που τέθηκε αργά χθες το βράδυ σε δημόσια διαβούλευση. Βέβαια, σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναμένουμε το τελικό κείμενο όπως θα κατατεθεί στη Βουλή και φυσικά όπως θα ψηφιστεί στη συνέχεια. Η δική μας παράθεση των αλλαγών έγινε για ενημέρωση των συναδέλφων ώστε να πάρουν μια γεύση όσων προτείνονται από την Κυβέρνηση.
Τροποποιήσεις στο Κ.Φ.Ε.
1) Τροποποιούνται διατάξεις για την φορολογική κατοικία. Με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων, αποσαφηνίζεται και απλουστεύεται η νομοθεσία για τη φορολογική κατοικία ενώ παράλληλα θεσπίζεται εναλλακτικός τρόπος φορολόγησης των εισοδημάτων αλλοδαπής προέλευσης με πληρωμή ετήσιου κατ’ αποκοπή φόρου στις περιπτώσεις επενδύσεων άνω των 500.000 ευρώ.
2) Τροποποίηση του άρθρου 8 σχετικά με τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές οι οποίες όταν εισπράττονται θα φορολογούνται πλέον στο έτος που ανάγονται.
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν. 4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττονται το έτος 2014 και μετά και εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο ή προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο το έτος στο οποίο ανάγονται, υπάγονται σε φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται.»
3) Τροποποιείται το άρθρο 13 του Κ.Φ.Ε. (παροχές σε είδος) από 1.1.2020. Συγκεκριμένα αυξάνεται το όριο για την εξαίρεση των οχημάτων που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικούς σκοπούς από 12.000 σε 17.000, ενώ στην παράγραφο 3 του σχετικού άρθρου απαλείφεται η διάταξη που όριζε ότι «Σε περίπτωση που δεν υφίσταται έγγραφη συμφωνία δανείου, το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου λογίζεται ως παροχή σε είδος. Η προκαταβολή μισθού άνω των τριών (3) μηνών θεωρείται δάνειο». Επίσης, στην έννοια των παροχών σε είδος, έτσι όπως περιγράφονται και με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 1 του νέου άρθρου 13, προστίθενται και ο εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος ή συγγενικά πρόσωπα αυτών κατά την έννοια των διατάξεων της περ. στ’ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013. Επίσης, σχετικά με την παραχώρηση κατοικίας, προστίθενται στην παρ. 5 και συγγενικά πρόσωπα αυτών κατά την έννοια των διατάξεων της περ. στ’ του άρθρου 2.
4) Από τον υπολογισμό του εισοδήματος απαλλάσσονται επιπροσθέτως από 1.1.2020 :
-η αποζημίωση για αγορά μηνιαίων ή ετήσιων καρτών απεριορίστων διαδρομών μέσων μαζικής μεταφοράς και
-η αγοραία αξία της παραχώρησης ενός οχήματος μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 gCO2/Km προς ένα εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο ή συγγενικά πρόσωπα αυτών κατά την έννοια των διατάξεων της περ. στ’ του άρθρου 2 από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του φορολογικού έτους.
5) Καθιερώνεται εισαγωγικός φορολογικός συντελεστής 9% για φυσικά πρόσωπα, ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες, μισθωτούς και συνταξιούχους, από 22% που είναι σήμερα. Με τη μείωση αυτή αναμένεται να ευνοηθούν όχι μόνο όσοι έχουν εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ, αλλά το σύνολο των φορολογουμένων, αφού το εισόδημά τους φορολογείται κλιμακωτά. Επιπλέον, μειώνονται κατά μία ποσοστιαία μονάδα και οι συντελεστές για τα υψηλότερα εισοδήματα. Η διάταξη αυτή ισχύει για εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1.1.2020 και μετά.
Εισόδημα (Μισθοί, Συντάξεις, Επιχειρηματική Δραστηριότητα) σε ευρώ |
Φορολογικός συντελεστής (%) |
0-10.000 |
9% |
10.001-20.000 |
22% |
20.001-30.000 |
28% |
30.001-40.000 |
36% |
40.001 – |
44% |
6α) Οι μισθωτοί, συνταξιούχοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και εισοδηματίες (όσοι εισπράττουν εισοδήματα από ενοίκια) θα πρέπει να πραγματοποιούν δαπάνες ίσες με το 30% του πραγματικού τους εισοδήματος με ηλεκτρονικά μέσα, με ποινή 22% επί της διαφοράς, σε περιπτώσεις που δεν επιτευχθεί το ανωτέρω όριο. Ισχύει από 1.1.2020.
Ως δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου,
θεωρούνται δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών στην ημεδαπή ή σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ., οι οποίες καταβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 4537/2018 και χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού.
β) Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ορίζεται σε ποσοστό 30% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €) δαπανών. Στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνεται το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43 Α.
Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παραγράφου 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).
6β) Στον φορολογούμενο του οποίου έχει κατασχεθεί ο λογαριασμός, το όριο δαπανών περιορίζεται στις πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000 €).
6γ) Επίσης προβλέπονται και οι ανάλογες εξαιρέσεις για την πραγματοποίηση δαπανών, καθώς επίσης και το ποιες δαπάνες θα προσμετρώνται με ηλεκτρονικά μέσα.
(i) Φορολογούμενοι που έχουν συμπληρώσει το εβδομηκοστό (70ο) έτος της ηλικίας τους.
(ii) Άτομα με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω.
(iii) Όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση.
(iv) Οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του ν. 4172/2013, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα.
(v) Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή.
(vi) Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
(vii) Οι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
(viii) Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
(ix) Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ).
(x) Οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών).
(xi) Όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα.
(xii) Οι φυλακισμένοι.
δ) Οι δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της περίπτωσης β’ του άρθρου αυτού, εφόσον περιλαμβάνονται στις ακόλουθες ομάδες του δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛ.ΣΤΑΤ.: Ομάδα 1 (Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά).
Ομάδα 2 (Αλκοολούχα ποτά και καπνός).
Ομάδα 3 (Ένδυση και υπόδηση).
Ομάδα 4 (Στέγαση), εξαιρουμένων των ενοικίων.
Ομάδα 5 (Διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες).
Ομάδα 6 (Υγεία).
Ομάδα 7 (Μεταφορές), εξαιρουμένης της δαπάνης για τέλη κυκλοφορίας και της αγοράς οχημάτων, πλην των ποδηλάτων.
Ομάδα 8 (Επικοινωνίες).
Ομάδα 9 (Αναψυχή, πολιτιστικές δραστηριότητες), εξαιρουμένης της αγοράς σκαφών, αεροπλάνων και αεροσκαφών.
Ομάδα 10 (Εκπαίδευση).
Ομάδα 11 (Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια).
Ομάδα 12 (Άλλα αγαθά και υπηρεσίες).
ε) Το ποσό των δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δηλώνεται ατομικά από κάθε σύζυγο ή από κάθε μέρος συμφώνου συμβίωσης. Σε περίπτωση κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, όπου καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δυο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του απαιτούμενου ποσού δαπανών. Στις περιπτώσεις κοινών τραπεζικών λογαριασμών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (κάθε μορφής στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό) οι πραγματικοί δικαιούχοι, οι οποίοι καθορίζονται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις, μπορούν να χρησιμοποιούν τους εν λόγω λογαριασμούς ανάλογα με τις πραγματοποιούμενες δαπάνες τους. Τα ίδια ισχύουν και για πιστωτικές κάρτες με δικαιούχους κύρια και πρόσθετα μέλη.
6δ) Προβλέπεται επίσης ότι σε περίπτωση που έχουν πραγματοποιηθεί δαπάνες που αφορούν καταβολές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, δανειακές υποχρεώσεις προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ενοίκια, οι οποίες υπερβαίνουν το 60% του πραγματικού εισοδήματος, το απαιτούμενο ποσοστό δαπανών περιορίζεται από το τριάντα τοις εκατό (30%) στο είκοσι τοις εκατό (20%).
Η σχετική διάταξη:
στ)Σε περίπτωση που οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί και οι οποίες αφορούν καταβολές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, δανειακές υποχρεώσεις προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ενοίκια υπερβαίνουν το 60% του πραγματικού εισοδήματος, το απαιτούμενο ποσοστό δαπανών της παρ. 1 β) του παρόντος περιορίζεται στο είκοσι τοις εκατό (20%). Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι οι ανωτέρω δαπάνες έχουν καταβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως ορίζονται στην περ. α’ της παρούσας.
Όλες οι παραπάνω διατάξεις της περίπτωσης 6 εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που αποκτώνται και για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2020 και μετά.
7) Τροποποιείται το άρθρο 16 του Κ.Φ.Ε. σχετικά με τις μειώσεις από τον φόρο εισοδήματος από 1.1.2020.
Η διάταξη αναφέρει αναλυτικά :
1. Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου 15 μειώνεται κατά το ποσό των επτακοσίων εβδομήντα επτά (777) ευρώ για το φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 11.
Η μείωση του φόρου ανέρχεται σε οκτακόσια δέκα (810) ευρώ για το φορολογούμενο με ένα (1) εξαρτώμενο τέκνο, σε εννιακόσια (900) ευρώ για δύο (2) εξαρτώμενα τέκνα, σε χίλια εκατόν είκοσι (1.120) ευρώ για τρία (3) εξαρτώμενα τέκνα και σε χίλια τριακόσια σαράντα (1.340) ευρώ για τέσσερα (4) εξαρτώμενα τέκνα.
Για κάθε επιπλέον εξαρτώμενο τέκνο μετά το τέταρτο, η μείωση του φόρου αυξάνεται κατά 220 ευρώ για κάθε επόμενο τέκνο.
Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των ποσών αυτών, η μείωση του φόρου περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου.
2. Για φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, το ποσό της μείωσης μειώνεται κατά είκοσι (20) ευρώ ανά χίλια (1.000) ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος από μισθούς και συντάξεις μέχρι του ποσού της μείωσης του φόρου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι προβλέψεις του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται για φορολογούμενους με πέντε (5) εξαρτώμενα τέκνα και άνω.»
8) Το εισόδημα της ωφέλειας από την παραίτηση πιστώτριας επιχείρησης από είσπραξη χρέους φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. (Η διάταξη αυτή θα ισχύσει από την δημοσίευση του νόμου)
9) Προβλέπεται από την 1.1.2020 έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων για τις δαπάνες που αφορούν σε δράσεις Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης
10) Προβλέπεται από 1.1.2020 παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις προκειμένου να επιλέγουν την αγορά ή τη χρηματοδοτική μίσθωση οικολογικών αυτοκινήτων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, για τη χορήγησή τους στους εργαζομένους τους.
Η σχετική διάταξη στο άρθρο 22β :
Χορήγηση προσαυξημένης έκπτωσης
για δαπάνη αγοράς μηνιαίων ή ετήσιων καρτών
α) Για τη δαπάνη αγοράς μηνιαίων ή ετήσιων καρτών απεριορίστων διαδρομών μέσων μαζικής μεταφοράς, χορηγείται στην επιχείρηση δυνατότητα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά της, κατά το χρόνο πραγματοποίησής της, προσαυξημένης κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%).
β) Για τη δαπάνη μίσθωσης εταιρικού επιβατικού αυτοκινήτου μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 gCO2/Km, με μέγιστη Λιανική Τιμή Προ Φόρων (ΛΤΠΦ) έως τις 40.000 Ευρώ, χορηγείται στην επιχείρηση δυνατότητα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά της, κατά το χρόνο πραγματοποίησής της, προσαυξημένης κατά ποσοστό 30 τοις εκατό (30%).
γ) Για τη δαπάνη εγκατάστασης και λειτουργίας δημόσια προσβάσιμων σημείων φόρτισης οχημάτων μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 gCO2/Km, χορηγείται στην επιχείρηση δυνατότητα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά της, κατά το χρόνο πραγματοποίησής της, προσαυξημένης κατά ποσοστό 30 τοις εκατό (30%).»
Στο άρθρο 24 του ΚΦΕ επίσης, προστίθενται περιπτώσεις που προβλέπουν αυξημένες αποσβέσεις για τα μη ρυπογόνα μέσα μεταφοράς
11α) Μειώνεται το όριο από τα 500 στα 300 ευρώ για τις συναλλαγές με μετρητά. Οι αγορές άνω των 300 ευρώ πρέπει να πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικές συναλλαγές.(Θα ισχύσει από 1.1.2020).
1. Η περίπτωση β’ του άρθρου 23 του ν. 4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των τριακοσίων (300) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών,»
11β) Επίσης, οι δαπάνες ενοικίων που πραγματοποιούνται από 1.1.2010 και μετά, για να εκπίπτουν από το ακαθάριστο εισόδημα, θα πρέπει να εξόφλησή τους να γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
2. Στο άρθρο 23 του ν. 4172/2013 προστίθεται νέα περίπτωση ιε’ ως εξής:
«ιε) Οι δαπάνες ενοικίων εφόσον η εξόφλησή τους δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.»
3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του παρόντος εφαρμόζονται για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2020 και μετά.
12) Προβλέπεται η διαγραφή ανεπίδεκτων απαιτήσεων έως 300 ευρώ, χωρίς να αναληφθούν οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης
β. Απαιτήσεις συνολικού ύψους, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, μέχρι τριακόσια (300) ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο, δύνανται να διαγραφούν στο φορολογικό έτος εντός του οποίου συμπληρώνονται δώδεκα (12) μήνες από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, χωρίς να έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των υποπεριπτώσεων (i) και (ii) της περ. α’ της παρούσας [(i) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, (ii) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου)] και οι οφειλέτες έχουν λάβει αποδεδειγμένα γνώση της διαγραφής της οφειλής τους. Το συνολικό ύψος των απαιτήσεων που διαγράφονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν δύναται να υπερβαίνει, ανά φορολογικό έτος, ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί του συνόλου του οφειλόμενου υπολοίπου των απαιτήσεων στο τέλος της χρήσης.
γ. Απαιτήσεις που διαγράφονται στο πλαίσιο αμοιβαίας συμφωνίας ή δικαστικού συμβιβασμού, ανεξαρτήτως του αν έχει σχηματισθεί σχετική πρόβλεψη, δύνανται να διαγραφούν για φορολογικούς σκοπούς μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της υποπερ. (iii) της περ. α’ της παρούσας. Στην περίπτωση και κατά το μέρος που δεν έχει σχηματισθεί πρόβλεψη, το σχετικό ποσό της διαγραφής της απαίτησης εκπίπτει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22.».
2. Οι διατάξεις της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 26 του ν. 4172/2013, όπως αντικαθίστανται με τη με την παρ. 1 του παρόντος, ισχύουν για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1.1.2020 και μετά ανεξάρτητα από τον χρόνο κατά τον οποίο δημιουργήθηκε η απαίτηση. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και στην περίπτωση που έχει ήδη σχηματισθεί πρόβλεψη μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας.
13) Εισάγονται κίνητρα από 1.1.2020 για την πραγματοποίηση εργασιών που σχετίζονται με την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων, με τη χορήγηση έκπτωσης φόρου 40% για δαπάνες των σχετικών εργασιών.
«1. Οι δαπάνες που θα πραγματοποιηθούν από 1.1.2020 μέχρι και 31.12.2022 για τη λήψη υπηρεσιών που σχετίζονται με την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων, τα οποία δεν έχουν ήδη ενταχθεί ή δεν θα ενταχθούν σε πρόγραμμα αναβάθμισης κτιρίων, μειώνουν ισόποσα κατανεμημένες σε περίοδο τεσσάρων (4) ετών, σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40 %) του ύψους τους, το φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων, με ανώτατο όριο δαπάνης τις σαράντα οκτώ χιλιάδες (48.000) ευρώ.
2. Απαραίτητη προϋπόθεση για την μείωση του φόρου από το ποσό των δαπανών,
αποτελεί η απόδειξή τους με νόμιμα παραστατικά του ν. 4308/2014 και η εξόφλησή τους με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010 και χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού.
3. Σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται η περίπτωση α’ της παρ. 3 του άρθρου 39, μέχρι και την 31.12.2026.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του Διοικητή της ΑΑΔΕ, καθορίζονται οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.»
14 Απαλλαγή (από την 1.1.2020 ) από την εισφορά αλληλεγγύης όλων των ΑμεΑ με ποσοστό αναπηρίας άνω του 80% ανεξαρτήτως της μορφής της αναπηρίας.
Η σχετική διάταξη :
«2. Εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται τα εισοδήματα των προσώπων που παρουσιάζουν αναπηρίες κάθε μορφής σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, η αποζημίωση για τη λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης της περίπτωσης ε’ της παρ. 3 του άρθρου 12 και της περίπτωσης στ’ της παρ. 1 του άρθρου 14.»
15) Προβλέπεται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος και την εισφορά αλληλεγγύης των τόκων εταιρικών ομολόγων εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά (τροποποιούνται τα άρθρα 37, 43 Α και 47 του Κ.Φ.Ε.).
16) Προστίθεται νέο άρθρο 48Α για την απαλλαγή υπό όρους των νομικών προσώπων που είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας από τον φόρο υπεραξία μεταβίβασης τίτλων συμμετοχής
« Άρθρο 48 Α
1. Το εισόδημα που προκύπτει από την υπεραξία μεταβίβασης τίτλων συμμετοχής σε νομικό πρόσωπο που εισπράττει ένα νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, απαλλάσσεται από το φόρο, εάν το νομικό πρόσωπο του οποίου οι τίτλοι μεταβιβάζονται πληροί σωρευτικά τους ακόλουθους όρους:
α) περιλαμβάνεται στους τύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι Μέρος Α’ της Οδηγίας 2011/96/ΕΕ, όπως ισχύει και
β) είναι φορολογικός κάτοικος κράτους-μέλους της ΕΕ, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού και δεν θεωρείται κάτοικος τρίτου κράτους εκτός ΕΕ κατ’εφαρμογήν όρων σύμβασης περί αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με αυτό το τρίτο κράτος και γ) υπόκειται, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής ή απαλλαγής σε έναν από τους φόρους που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι Μέρος Β’ της οδηγίας 2011/96/ΕΕ ή σε οποιονδήποτε άλλον φόρο αντικαταστήσει έναν από τους φόρους αυτούς και
δ) το μεταβιβάζον νομικό πρόσωπο κατέχει ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) της αξίας ή του πλήθους του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου του νομικού προσώπου του οποίου οι τίτλοι συμμετοχής μεταβιβάζονται και
ε) το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής διακρατείται τουλάχιστον τριάντα έξι (36) μήνες.
2. Η ανωτέρω απαλλαγή της παραγράφου 1 είναι οριστική και τα εισοδήματα αυτά δεν φορολογούνται ούτε κατά τη διανομή ή κεφαλαιοποίηση των κερδών αυτών κατά τις διατάξεις του άρθρου 47 παρ.1.»
2. Οι διατάξεις της παρ. 1 του παρόντοςέχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2020 και μετά.
17) Μειώνεται ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων από το 28% που είναι σήμερα στο 24% για το 2019, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις. Επίσης καθιερώνεται χαμηλός φορολογικός συντελεστή 10% για τα αγροτικά συνεταιριστικά σχήματα.
Η σχετική διάταξη :
«1.Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, εξαιρουμένων των πιστωτικών ιδρυμάτων της περίπτωσης β’ της παρούσας παραγράφου, καθώς και οι υπόχρεοι των περιπτώσεων β’, γ’, δ’, ε’, στ’ και ζ’ του άρθρου 45 που τηρούν απλογραφικά βιβλία, φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%) για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2019.»
«2. Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί φορολογούνται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).»
18) Αποσαφηνίζεται η ισχύουσα εξαίρεση από την παρακράτηση φόρου από τόκους και δικαιώματα μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων υπό όρους
2. Ανεξάρτητα από το άρθρο 61, δεν παρακρατείται φόρος από τόκους και δικαιώματα (royalties) που καταβάλλονται σε νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στο Παράρτημα της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ για την καθιέρωση κοινού συστήματος φορολόγησης των τόκων και των δικαιωμάτων που καταβάλλονται μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων κρατών – μελών είτε της ημεδαπής είτε της αλλοδαπής, όπως αυτή ισχύει, εφόσον:
α) το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα που εισπράττει κατέχει άμεσα μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), βάσει αξίας ή αριθμού, στο μετοχικό κεφάλαιο ή δικαιώματα ψήφου του φορολογούμενου που προβαίνει στην καταβολή ή ο φορολογούμενος που καταβάλλει, κατέχει άμεσα μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο μετοχικό κεφάλαιο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που εισπράττει, ή ένα τρίτο νομικό πρόσωπο ή μία νομική οντότητα κατέχει άμεσα μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που εισπράττει όσο και του φορολογούμενου που προβαίνει στην καταβολή,
β) το ελάχιστο ποσοστό κατοχής μετοχών ή μεριδίων ή συμμετοχής διακρατείται για τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) μήνες, και γ) το νομικό πρόσωπο που εισπράττει:
αα) περιλαμβάνεται στους τύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ, όπως ισχύει, και
ββ) είναι φορολογικός κάτοικος κράτους – μέλους της Ε.Ε. σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού και δεν θεωρείται φορολογικός κάτοικος τρίτου κράτους εκτός Ε.Ε.κατ’ εφαρμογή όρων σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με αυτό το τρίτο κράτος, και
γγ) υπόκειται, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής ή απαλλαγής, σε έναν από τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 3 της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ ή σε οποιοδήποτε άλλο φόρο ενδεχομένως στο μέλλον αντικαταστήσει έναν από τους φόρους αυτούς
19) Μειώνεται από 1.1.2020 ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων από 10% σε 5%
20) Αυξάνεται το ποσοστό (από 50% σε 60%) επί του οποίου υπολογίζεται ο συντελεστής φόρου για τον χαρακτηρισμό κρατών με προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Έτσι ουσιαστικά δεν επέρχονται ουσιαστικές μεταβολές στα κράτη τα οποία χαρακτηρίζονται “κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς” από την μείωση του συντελεστή φορολογίας των νομικών προσώπων από το 29% στο 24%.
Η σχετική διάταξη:
«β) υπόκειται σε φόρο επί των κερδών ή των εισοδημάτων ή του κεφαλαίου, του οποίου ο συντελεστής είναι ίσος ή κατώτερος από το εξήντα τοις εκατό (60%) του συντελεστή φορολογίας νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που θα οφειλόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, εάν ήταν φορολογικός κάτοικος ή διατηρούσε μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. στην Ελλάδα.»
2. Η διάταξη της παρ. 1 του παρόντος εφαρμόζεται από 1.1.2020 και μετά.
21) Μειώνεται η προκαταβολή φόρου εισοδήματος στο 95% του φόρου που προκύπτει για τα Νομικά πρόσωπα (για το 2018).
Η σχετική διάταξη:
«Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα και τοις λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αποκλειστικά και μόνο για το φορολογικό έτος 2018, βεβαιώνεται ποσό ίσο με το ενενήντα
πέντε τοις εκατό (95%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του έτους αυτού.»
2. Η διάταξη της παρ. 1 του παρόντος εφαρμόζεται για την προκαταβολή φόρου που έχει βεβαιωθεί με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2018.
22) Αναστέλλεται ο φόρος υπεραξίας στη μεταβίβαση ακινήτων μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2022.
Τροποποιήσεις στον Κ.Φ.Δ.
1) Παρατείνεται η παραγραφή σε περίπτωση αιτήματος Διαδικασίας Αμοιβαίου Διακανονισμού.
1. Στην παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4174/2013 προστίθεται περίπτωση ως εξής:
«δ) για όσο διάστημα διαρκεί η προθεσμία υποβολής αιτήματος Διαδικασίας Αμοιβαίου Διακανονισμού του άρθρου 63Α, όπως αυτή ορίζεται στις ειδικότερες διατάξεις που προβλέπουν τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος ΔΑΔ, και μόνο για την υποβολή και αποδοχή του σχετικού αιτήματος, καθώς επίσης και, εφόσον υποβληθεί τέτοιο αίτημα, για όσο χρόνο διαρκεί η Διαδικασία Αμοιβαίου Διακανονισμού, και μόνο για το ζήτημα το οποίο αφορά ή σχετίζεται με αυτή.
Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης Αμοιβαίου Διακανονισμού, παρατείνεται για ένα έτος μετά την έκδοση της απόφασης η περίοδος παραγραφής του Δικαιώματος του Δημοσίου να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου με έρεισμα την απόφαση αυτή και με σκοπό τη συμμόρφωση με αυτήν.»
2) Τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγραφής στον Κ.Φ.Δ.. Η παραγραφή σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής για ορισμένες χρήσεις ορίζεται σε 10 έτη, ενώ προβλέπεται πλέον παράταση 10 ετών για την περίπτωση μη υποβολής δήλωσης. Καταργείται επίσης η ισχύουσα διάταξη που προβλέπει παραγραφή 20 ετών σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
2. Οι διατάξεις της νέας περίπτωσης δ’ καταλαμβάνουν τις περιπτώσεις για τις οποίες δεν έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής αιτήματος ΔΑΔ σύμφωνα με τις διατάξεις της εφαρμοζόμενης Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας ή του ν. 2216/1994 (Σύμβαση Διαιτησίας) καθώς και για τα αιτήματα ΔΑΔ που είτε εκκρεμούν ενώπιον της αρμόδιας αρχής κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος είτε για αυτά για τα οποία έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμα η σχετική Απόφαση Αμοιβαίου Διακανονισμού του άρθρου 63Α ΚΦΔ.
3. α. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 36 αντικαθίσταται ως εξής:
«(α) εάν, εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας παραγραφής, υποβάλλεται αρχική ή τροποποιητική δήλωση ή περιέρχονται σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 25 σε υπόθεση που έχει διενεργηθεί πλήρης έλεγχος ή σε κάθε άλλη περίπτωση περιέρχονται σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή εκτός Φορολογικής Διοίκησης, από τις οποίες προκύπτει φορολογική οφειλή, για περίοδο ενός έτους από τη λήξη της πενταετίας, και μόνο για το ζήτημα στο οποίο αφορούν.»
β. Η παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Εξαιρετικά, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης:
(α) σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1,
(β) σε περίπτωση που μετά την πενταετία περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί βάσει προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και μόνο για το ζήτημα στο οποίο αφορούν.».
γ. Η διάταξη της παρ. 2 β του παρόντος καταλαμβάνει φορολογικά έτη, περιόδους, υποθέσεις από 1.1.2018 και μετά.
δ. Ειδικά για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014, 2015, 2016 και 2017, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης.
3) Τροποποιείται το άρθρο 50 του Κ.Φ.Δ. και τίθενται προϋποθέσεις για την αλληλέγγυα ευθύνη (Οι νέες διατάξεις έχουν λάβει υπόψη τις πρόσφατες αποφάσεις του Σ.Τ.Ε.).
1. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 50 του ν.4174/2013, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Τα πρόσωπα, που είναι εκτελεστικοί πρόεδροι, διευθυντές, γενικοί διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος, παρακρατούμενου φόρου, κάθε επιρριπτόμενου φόρου, Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους, ως και για τους τόκους, πρόστιμα, προσαυξήσεις και οποιεσδήποτε διοικητικές χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται επ’ αυτών, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
α. τα ανωτέρω πρόσωπα είχαν μια από τις ανωτέρω ιδιότητες είτε κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου είτε κατά τον χρόνο λύσης, διάλυσης ή συγχώνευσής του,
β. οι οφειλές αυτές γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους υπό κάποια εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων και
γ. οι υπό παρ. 1 οφειλές δεν καταβλήθηκαν ή δεν αποδόθηκαν στο Δημόσιο από υπαιτιότητα των ανωτέρω προσώπων.
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων δύνανται να ορίζονται μαχητά τεκμήριο έλλειψης υπαιτιότητας.
2. Στα νομικά πρόσωπα που συγχωνεύονται, ευθύνεται αλληλεγγύως με τα υπό παρ. 1 πρόσωπα για την πληρωμή των οφειλομένων φόρου εισοδήματος, παρακρατούμενου φόρου, κάθε επιρριπτόμενου φόρου, Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων και των επ’ αυτών τόκων, προστίμων, προσαυξήσεων και οποιωνδήποτε χρηματικών κυρώσεων του διαλυόμενου νομικού προσώπου και εκείνο που το απορρόφησε ή το νέο νομικό πρόσωπο που συστήθηκε, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους.
3. Οφειλές, που κατά την θέση σε ισχύ του παρόντος έχουν βεβαιωθεί σε βάρος προσώπων ως αλληλεγγύως και προσωπικά ευθυνομένων για οφειλές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 1 και 2, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από την παρ. 1 του παρόντος, παύουν να βαραίνουν τα αλληλεγγύως ευθυνόμενα πρόσωπα, εφόσον τα τελευταία δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις, που τίθενται με τις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου για τη θεμελίωση της αλληλέγγυας ευθύνης.
Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, υποβάλλεται αίτηση στην αρχή που προέβη στις σχετικές ενέργειες αναζήτησης της ευθύνης του οικείου προσώπου εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και για εκκρεμείς υποθέσεις οφειλών υπό την έννοια του Άρθρου 72 παρ.50 του Ν. 4174/2013, όπως ισχύει.
2. Οι παρ. 4, 5 και 8 του Άρθρου 50 του ν.4174/2013 καταργούνται και οι παράγραφοι 6, 7 και 9 αναριθμούνται σε παρ. 4, 5 και 6 αντίστοιχα.
Τροποποιήσεις στο ΦΠΑ
1) Αναστέλλεται η επιβολή ΦΠΑ στις οικοδομές με άδεια από 1-1-2006 και εφεξής
2) Μείωση του ΦΠΑ για τα βρεφικά είδη από το 24% που είναι σήμερα στον μειωμένο συντελεστή 13%.
3) Μείωση του ΦΠΑ για τα κράνη των μοτοσικλετιστών και τα παιδικά καθίσματα από το 24% που είναι σήμερα στον μειωμένο συντελεστή 13%.
Λοιπές τροποποιήσεις
1) Στο πλαίσιο ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης προτείνονται τροποποιήσεις αναφορικά με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό
2) Αύξηση του αριθμού των δόσεων των υφιστάμενων ρυθμίσεων (πάγια ρύθμιση).
Τροποποίηση των περιπτ. 1, 3, 4, 7, 9 και 15 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α
του πρώτου άρθρου του ν. 4152/2013 για την αύξηση των δόσεων της πάγιας ρύθμισης
1. Η περιπτ. 1 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. α. Οφειλές βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90, Κ.Ε.Δ.Ε.), τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, ΦΕΚ ΑΊ70 Κ.Φ.Δ.) και τον Τελωνειακό Κώδικα, δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών, πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως εξής:
(i) σε δύο (2) έως είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις,
(ii) έως σαράντα οκτώ (48) μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στα επόμενα εδάφια.
β. ο αριθμός των δόσεων της ρύθμισης για οφειλές που ρυθμίζονται σύμφωνα με την ανωτέρω υποπερίπτωση α)(ΐΐ) έως σαράντα οκτώ (48) δόσεις καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, κατά τα επόμενα, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης της υποπερίπτ. δ’.
Για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα, με βάση
-το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματός τους (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ή
-το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για το οποίο έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο, και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής ως εξής:
Το συνολικό εισόδημα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, όπως αυτός ορίζεται στο επόμενο εδάφιο.
Για εισόδημα:
αα) από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%), ββ) από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή έξι τοις εκατό (6%), γγ) από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%), δδ) από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εε) από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή δώδεκα τοις εκατό (12%), στστ) από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), ζζ) από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), ηη) πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
Ο ανωτέρω συντελεστής μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 4172/2013 (Α’167), κατά μία (1) εκατοστιαία μονάδα για ένα (1) τέκνο, κατά δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες για δύο (2) τέκνα και κατά τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες για τρία (3) τέκνα και άνω. Το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για κανένα από τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, ή έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα έτη αυτά, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης. Για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής λαμβάνονται κάθε φορά υπόψιν και οι οφειλές από ανεξόφλητες κατά τον χρόνο της υπαγωγής δόσεις ρυθμίσεων οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της υποπερίπτωσης α’ (ii), στο βαθμό που ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων των προηγουμένων ρυθμίσεων συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων της ρύθμισης. Για οφειλέτες νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, με βάση
-το μέσο όρο των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων των τριών τελευταίων πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση φορολογικών ετών για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ή
-τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα. Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, όπως αυτός ορίζεται στο επόμενο εδάφιο.
Για εσόδων:
αα) από 0,01 ευρώ έως 1.000.000 ευρώ με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%),
ββ) από 1.000.000,01 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ με συντελεστή επτά τοις εκατό (7%), γγ) από 1.500.000,01 ευρώ και άνω με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%),
Το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Σε περίπτωση που για όλα τα φορολογικά έτη με βάση τα οποία καθορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη έχουν υποβληθεί μηδενικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης. Για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής λαμβάνονται κάθε φορά υπόψιν και οι οφειλές από ανεξόφλητες κατά τον χρόνο της υπαγωγής δόσεις ρυθμίσεων οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της υποπερίπτωσης α’ (ii), στο βαθμό που ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων των προηγουμένων ρυθμίσεων συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων της ρύθμισης. Αν το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα έχει προβεί σε διακοπή εργασιών, ως συνολικό εισόδημα για τον υπολογισμό του αριθμού των δόσεων λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ακαθάριστο εισόδημα, του φορολογικού έτους διακοπής εργασιών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται χαμηλότερος συντελεστής για νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που ασκούν αποκλειστικά ή κυρίως ορισμένες δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη κάθε πρόσφορο στοιχείο σχετικά με τους συντελεστές κερδοφορίας των δραστηριοτήτων αυτών.
Ο αριθμός των δόσεων που καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για οφειλές της υποπερίπτωσης α’ (ii), δεν μπορεί να είναι μικρότερος των είκοσι τεσσάρων (24), υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Ο οφειλέτης μπορεί να επιλέξει την αποπληρωμή σε λιγότερες των είκοσι τεσσάρων (24) μηνιαίων δόσεων.γ. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, επιτρέπεται, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων
α’ και β’, η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά οφειλέτη στη ρύθμιση του παρόντος για δεύτερη φορά και για αριθμό δόσεων, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά το χρόνο απώλειας της ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, για την εκ νέου υπαγωγή απαιτείται η προκαταβολή ποσού διπλάσιου της μηνιαίας δόσης. Το ποσό προκαταβολής δηλώνεται από τον οφειλέτη κατά την υποβολή του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση και καταβάλλεται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης. Οι υπόλοιπες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. δ. Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης της ρύθμισης ορίζεται σε τριάντα (30) ευρώ.
2. Η περιπτ. 3 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 αντικαθίσταται ως εξής :
«3. Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή επιβαρύνεται, από την ημερομηνία υπαγωγής, αντί των κατά Κ.Ε.Δ.Ε. και κατά ν. 4174/2013 (Α’170) τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, με τόκο ως εξής:
α) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως δώδεκα (12) δόσεις, ο τόκος υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον είκοσι πέντε εκατοστών της εκατοστιαίας μονάδας (0,25%), ετησίως υπολογιζόμενο. Το επιτόκιο υπολογισμού του τόκου αναπροσαρμόζεται ετησίως, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του επομένου μήνα από αυτόν της δημοσίευσης του ως άνω μέσου ετήσιου επιτοκίου και ισχύει για όλες τις ρυθμίσεις που χορηγούνται μέχρι τον επανακαθορισμό του το επόμενο έτος. Το επιτόκιο παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης. β)Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο της ανωτέρω περίπτωσης α’, με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος,προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%). Ο ως άνω τόκος είναι ετησίως υπολογιζόμενος και παραμένει σταθερός καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης . γ) Σε περίπτωση απώλειας και υπαγωγής των ίδιων οφειλών στη ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη, τα επιτόκια των υποπεριπτώσεων α’ και β’ προσαυξάνονται κατά μιάμιση (1,5) ποσοστιαία μονάδα.Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύουν για οφειλές από δασμούς.
δ) Τα επιτόκια των προηγουμένων υποπεριπτώσεων δεν υπερβαίνουν τα επιτόκια που ορίζονται για την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) και της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 356/1974 (Α’ 90).
ε) Για οφειλές από δασμούς, και ανεξαρτήτως του αριθμού των δόσεων της ρύθμισης αυτών, το επιτόκιο υπολογισμού του τόκου ισούται με το εκφρασμένο σε ετήσια βάση και δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησής της την πρώτη ημέρα του μήνα λήξης της προθεσμίας καταβολής τους, για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, ή την πρώτη ημέρα του μήνα βεβαίωσης τους, για τις μη ληξιπρόθεσμες οφειλές, προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία μονάδα.Το επιτόκιο παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης και δεν προσαυξάνεται λόγω υπαγωγής της συγκεκριμένης κατηγορίας οφειλών σε ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη. Τόκος δεν υπολογίζεται, εφόσον οι ρυθμιζόμενες οφειλές δεν υπερβαίνουν ανά πράξη βεβαίωσης το ποσό των δέκα (10) ευρώ.»
3. Η περίπτ. 4 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία που κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ δύνανται να υπαχθούν μετά από επιλογή του οφειλέτη και βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές που τελούν σε διοικητική ή δικαστική αναστολή.»
4. Στην περιπτ. 7 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 μετά το δεύτερο εδάφιο προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με την υποβολή από τον οφειλέτη αιτήματος περί υπαγωγής στη ρύθμιση του παρόντος, τα αποδιδόμενα ποσά από συμψηφισμούς του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε., από παρακρατήσεις αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 (ΑΊ70) και από μέτρα αναγκαστικής είσπραξης δύνανται να καλύπτουν την πρώτη δόση, εφόσον εισπράττονται εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.».
5. Στην περιπτ. 9 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 μετά την υποπεριπτ. δ’ προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«ε. Οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της παρούσας ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των τόκων που ορίζονται στην παράγραφο 2 και έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Η απαλλαγή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της τελευταίας δόσης».
«Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης και υπαγωγής των ίδιων ο (φιλών από τον ίδιο οφειλέτη σε ρύθμιση για δεύτερη φορά, ως βάση υπολογισμού του ποσού των τόκων που απαλλάσσονται, λαμβάνεται το σύνολο των τόκων της παραγράφου 2 που επιβαρύνουν τις οφειλές από την πρώτη υπαγωγή τους στη ρύθμιση και ως την εξόφλησή τους».
6. Η περίπτ. 15 της υποπαρ. Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου ν. 4152/2013 τροποποιείται ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ δύνανται να καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπαγωγής στις ανωτέρω διατάξεις και μέσω διαδικτυακής εφαρμογής της ΑΑΔΕ οι φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να εκπληρώνονται για να μην απωλεσθεί η ρύθμιση, οι περιπτώσεις για τις οποίες η φορολογική διοίκηση θα απαιτεί υποχρεωτικά την πληρωμή της ρύθμισης μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης, επιπλέον όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να καθίσταται ενεργή η ρύθμιση, οι λεπτομέρειες και κάθε ειδικότερο θέμα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού.»
7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για οφειλές που βεβαιώνονται στις Δ.Ο.Υ., τα ελεγκτικά κέντρα και τα τελωνεία μετά την 1.1.2020.
8. Με την επιφύλαξη των οφειλών από δασμούς, για τις οποίες δεν έχει εφαρμογή η παρούσα παράγραφος, οφειλές που είχαν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία έχει απωλεσθεί μέχρι την 1.1.2020, δύνανται να ενταχθούν στην παρούσα ρύθμιση υπό τους όρους και προϋποθέσεις αυτής μόνο μία φορά, με το επιτόκιο
που καθορίζεται σύμφωνα με την υποπερίπτωση γ’ της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 και ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά το χρόνο απώλειας της ρύθμισης ή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
9. Ειδικά για ρυθμίσεις που χορηγούνται από 1.1.2020 έως τις 31.1.2020, με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για τον καθορισμό του επιτοκίου της υποπερ. α’ της περ. 3 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 λαμβάνεται υπόψιν το μέσο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις του τρίτου τριμήνου του 2019, όπως αυτό δημοσιεύεται από την της Τράπεζας της Ελλάδος.
10. Το άρθρο 43 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) καταργείται για οφειλές που βεβαιώνονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά την 1.1.2020.
3) Τροποποιούνται διατάξεις για τον τρόπο φορολόγησης των εταιρειών που επενδύουν σε ακίνητη περιουσία.
Οι σχετικές διατάξεις:
Τροποποίηση άρθρου 31 ν.2778/1999
για τον τρόπο φορολόγησης των εταιρειών που επενδύουν σε ακίνητη περιουσία
H παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία υποχρεούνται σε καταβολή φόρου ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Λναφοράς) προσαυξανομένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές, όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Λναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα. Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα που ακολουθεί το χρονικό διάστημα που αφορούν οι εξαμηνιαίοι πίνακες επενδύσεων. Σε περίπτωση παρακράτησης φόρου επί κτηθέντων μερισμάτων, ο φόρος αυτός συμψηφίζεται με το φόρο που προκύπτει από τη δήλωση που υποβάλλεται από την Εταιρεία Επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία εντός του μηνός Ιουλίου. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο μεταφέρεται για συμψηφισμό με επόμενες δηλώσεις. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρείας και των μετόχων της. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α’ 170) εφαρμόζονται ανάλογα και για τον φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής. Για τα διανεμόμενα μερίσματα στους μετόχους της εταιρείας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 62 και 64 του ν. 4172/2013. Κατά τον υπολογισμό του παραπάνω φόρου δε λαμβάνονται υπόψη τα ακίνητα που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα θυγατρικές των ΑΕΕΑΠ, εταιρείες του άρθρου 22 παράγραφος 3 περιπτώσεις δ’ και ε’ του παρόντος νόμου, εφόσον αυτά αναγράφονται διακεκριμένα στις καταστάσεις επενδύσεών τους.»
Τροποποίηση άρθρου 20 ν.2778/1999
για τον τρόπο φορολόγησης των αμοιβαίων κεφαλαίων ακινήτων
Ηπαρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η φορολόγηση των κερδών του αμοιβαίου κεφαλαίου ακινήτων γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφοι 2 και 3 του ν. 3283/2004, όπως ισχύει. Ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα.
Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του.
Η καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.
Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα.
Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων του.»
Τροποποίηση άρθρου 39 ν.3371/2005
για τον τρόπο φορολόγησης των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου
Η παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 3371/2005αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποχρεούνται σε καταβολή φόρου, ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεων τους, πλέον διαθεσίμων σε τρέχουσες τιμές. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα.
Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρείας και των μετόχων της. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α’170) εφαρμόζονται αναλόγως και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.»
Τροποποίηση άρθρου 103 ν. 4099/2012
για τον τρόπο φορολόγησης των ΟΣΕΚΑ
H παρ. 3 του άρθρου 103 του ν. 4099/2012αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η εταιρεία διαχείρισης, στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή της ΑΕΕΜΚ, ή κατά περίπτωση, η ΑΕΕΜΚ του άρθρου 40, υποχρεούται σε καταβολή φόρου ο οποίος λογίζεται καθημερινά επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ, ή τυχόν επί μέρους επενδυτικών του τμημάτων. Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του ΟΣΕΚΑ και των μεριδιούχων ή μετόχων του.
Ο συντελεστής του φόρου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής Επιτόκιο Αναφοράς), προσαυξανόμενου ως ακολούθως, αναλόγως της κατηγορίας κάθε ΟΣΕΚΑ ή τυχόν επί μέρους επενδυτικών του τμημάτων βάσει σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς:
α) για ΟΣΕΚΑ χρηματαγοράς άνευ προσαυξήσεως,
β) για ομολογιακούς ΟΣΕΚΑ, κατά είκοσι πέντε εκατοστά της μονάδας (0,25), γ) για μικτούς ΟΣΕΚΑ, κατά πέντε δέκατα της μονάδας (0,5),
δ) για μετοχικούς ΟΣΕΚΑ και για κάθε άλλη κατηγορία ΟΣΕΚΑ πλην των αναφερόμενων πιο πάνω περιπτώσεων, κατά μία (1) μονάδα.
Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία με δήλωση που υποβάλλεται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του.
Σε περίπτωση μεταβολής του επιτοκίου αναφοράς ή της κατάταξης του ΟΣΕΚΑ, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα.»
4) Τροποποιούνται διατάξεις σχετικά με τον ειδικό φόρο ακινήτων και παρατείνεται ο τρόπος φορολόγησης οχημάτων δημόσια χρήσης έως το 2022.
Οι σχετικές διατάξεις:
1. Στο άρθρο 15 του ν. 3091/2002 (Α’ 330) όπου αναγράφεται η φράση «οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά» αντικαθίσταται από τη φράση «ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4514/2018 (Α’ 14)».
2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 προστίθεται περίπτωση η) ως εξής:
«η) οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), τους οποίους διαχειρίζονται ΔΟΕΕ που διέπονται από το ν.4209/2013 (Α’ 235) και την Οδηγία 2011/61/ΕΕ, και η καταστατική έδρα των οποίων δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος ή σε κράτος που δεν έχει αξιολογηθεί από το Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Διαφάνεια και την Ανταλλαγή Πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς, όπως οι έννοιες αυτές ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167).».
3. Το ένατο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν το σύνολο ή μέρος των ονομαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων των εταιρειών των ανωτέρω α’, β’ και γ’ περιπτώσεων κατέχουν ή διαχειρίζονται:
(α) πιστωτικά ιδρύματα περιλαμβανομένων και των ταμιευτηρίων ή ταμείων παρακαταθηκών και δανείων,
(β) ασφαλιστικά ταμεία,
(γ) ασφαλιστικές εταιρείες,
(δ) αμοιβαία κεφάλαια περιλαμβανομένων και των:
(i) αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κλειστού ή ανοικτού τύπου, και των διαχειριστών αυτών
(ii) αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία που διέπονται από το ν. 2778/1999 (Λ’ 295), και των εταιρειών διαχείρισης αυτών
(iii) αμοιβαίων κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (Λ.Κ.Ε.Σ.) που διέπονται από το ν. 2992/2002 (Λ’ 54)
(ε) ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια που διέπονται από τον Κανονισμό (E.E.) 2015/760 (ELTIFS) και οι διαχειριστές αυτών,
(στ) διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (Δ.Ο.Ε.Ε.) που διέπονται από το ν. 4209/2013 ή/και την Οδηγία 2011/61/ΕΕ,
(ζ) οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων (Ο.Ε.Ε.) τους οποίους διαχειρίζονται Δ.Ο.Ε.Ε. που διέπονται από το ν. 4209/2013 ή/και την Οδηγία 2011/61/Ε.Ε.,
(η) εταιρείες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που διέπονται από τον ν. 4099/2012 (Λ’ 250) και την Οδηγία 2009/65/ΕΚ,
(θ) οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων (Ο.Σ.Ε.Κ.Λ.) που διέπονται από το ν. 4099/2012 και την Οδηγία 2009/65/ΕΚ,
(ι) εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων (EUVECA) που διέπονται από τον Κανονισμό (Ε.Ε.) 345/2013 και οι διαχειριστές αυτών,
(ια) ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας (EUSEF) που διέπονται από τον Κανονισμό (Ε.Ε.) 346/2013 και οι διαχειριστές αυτών,
(ιβ) εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρείες διαχείρισης ή/και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών επί κεφαλαίων και αμοιβαίων κεφαλαίων, η καταστατική έδρα των οποίων δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος ή σε κράτοςπου δεν έχει αξιολογηθεί από το Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Διαφάνεια και την ανταλλαγή Πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς, όπως αυτές οι έννοιες ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 65 του ΚΦΕ (ν. 4172/2013), και εποπτεύονται από αρχή της χώρας της έδρας τους, δεν απαιτείται περαιτέρω δήλωση των φυσικών προσώπων κατά το ποσοστό συμμετοχής τους.»