Σχέδιο για κατάργηση ή «ψαλίδισμα» του τέλους επιτηδεύματος από το 2023 επεξεργάζεται η κυβέρνηση, κάτι όμως που αναμένεται να αποφασισθεί λίγο πριν από την κατάθεση του Προϋπολογισμού του επόμενου έτους. Το κόστος για το ελληνικό Δημόσιο στην περίπτωση που αποφασίσει να καταργήσει το τέλος επιτηδεύματος ανέρχεται στο ποσό των 350 εκατ. ευρώ τα οποία αντλούνται από 611.000 ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ στην περίπτωση που αποφασισθεί «κούρεμα» κατά 50% το κόστος περιορίζεται στο μισό και, όπως αναφέρουν πηγές του υπουργείου Οικονομικών, θα είναι διαχειρίσιμο.
Σημειώνεται ότι το τέλος επιτηδεύματος εφαρμόσθηκε το 2011 μαζί με την έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, με στόχο την τόνωση των δημόσιων εσόδων και τη δημιουργία των υψηλών πλεονασμάτων που ζητούσε η τρόικα. Ένας από τους λόγους που η κυβέρνηση το βάζει ξανά στο τραπέζι των ελαφρύνσεων του 2023 σχετίζεται με το ότι συστήνεται και από την Κομισιόν, που υποστηρίζει την επανεξέταση του υφιστάμενου ετήσιου κατ’ αποκοπήν φόρου επί των αυτοαπασχολουμένων (τέλος επιτηδεύματος), η κατάργηση του οποίου θα μπορούσε να βελτιώσει τη δομή της φορολογικής επιβάρυνσης των αυτοαπασχολουμένων, να ενθαρρύνει την εθελοντική φορολογική συμμόρφωση και να στηρίξει τις επενδύσεις. Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες: «Η Ελλάδα έχει μειώσει σημαντικά τους εταιρικούς φόρους, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν επενδυτικοί φραγμοί. Ο συντελεστής φορολογίας εισοδήματος εταιρειών μειώθηκε σε 22% το 2021, από 28% το 2019. Για τους μεμονωμένους επιχειρηματίες η Ελλάδα εφαρμόζει ετήσιο τέλος ύψους 650 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν παράγουν κέρδη ή όχι και πέραν του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και άλλων φόρων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολύ υψηλούς πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις με χαμηλό τζίρο και λειτουργεί ως εμπόδιο για την είσοδο στην αγορά νέων επιχειρήσεων».
Το τέλος σήμερα διαμορφώνεται ως εξής:
800 ευρώ ετησίως για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους, το οποίο στην περίπτωση που μειωθεί κατά 50% θα διαμορφωθεί στα 400 ευρώ.
Ευρώ ετησίως για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους, το οποίο, εφόσον κουρευτεί, θα μειωθεί στα 500 ευρώ.
650 ευρώ ετησίως για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, το οποίο με κούρεμα 50% περιορίζεται στα 275 ευρώ.
600 ευρώ ετησίως για κάθε υποκατάστημα, το οποίο, εφόσον κουρευτεί, πηγαίνει στα 300 ευρώ. Τα επαγγέλματα που απαλλάχθηκαν τα τελευταία χρόνια .
Παράλληλα, η νομοθεσία προβλέπει και 11 ειδικές κατηγορίες επαγγελματιών που απαλλάσσονται από το τέλος επιτηδεύματος, οι οποίες είναι οι ακόλουθες:
Τα πρόσωπα που ασκούν ατομική εμπορική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα και παρουσιάζουν αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του 80%.
Οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά κάτω από 100 κατοίκους, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
Οι ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και η ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών.
Οι επιτηδευματίες με ατομικές επιχειρήσεις, εφόσον υπολείπονται τρία χρόνια από το έτος της συνταξιοδότησής τους. Ως έτος συνταξιοδότησης νοείται για τη φορολογική νομοθεσία το 65ο έτος της ηλικίας.
Οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις.
Οι συνεταιρισμοί εργαζομένων.
Οι αγρότες-μέλη αγροτικών συνεταιρισμών.
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί.
Οι σχολικοί συνεταιρισμοί.
Οι φορείς κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας με τη μορφή κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης ή συνεταιρισμού εργαζομένων.
Οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, που βρίσκονται σε εκκαθάριση, πτώχευση ή αδράνεια».