Η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση «ομαλής προσγείωσης», με σημαντική επιβράδυνση να αναμένεται τους επόμενους μήνες, προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚ) στην έκθεσή του για το γ’ τρίμηνο που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η έκθεση σημειώνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε σημαντικά στο γ’ τρίμηνο – στο 2,8% από 7,8% και 7,1% στα δύο προηγούμενα τρίμηνα. Την πρόβλεψη για περαιτέρω σημαντική επιβράδυνση βασίζει στην αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, την άνοδο των επιτοκίων και την προβλεπόμενη άρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.
Ο κίνδυνος από τα αυξημένα επιτόκια
Σημειώνει ότι τα δημοσιονομικά στοιχεία εξακολουθούν να βελτιώνονται, επιβεβαιώνοντας ότι ο φετινός δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί με ασφάλεια.
«Ο δημοσιονομικός κίνδυνος των αυξημένων επιτοκίων δεν είναι βραχυπρόθεσμος, αφενός γιατί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια και αφετέρου γιατί ακόμα και τα τρέχοντα επιτόκια παραμένουν αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ», σημειώνει η έκθεση.
Τονίζεται, ωστόσο, ότι αν τα επιτόκια ξεπεράσουν το άθροισμα πληθωρισμού και ανάπτυξης τότε θα κινηθεί αυξητικά ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, απαιτώντας υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του.
Θα συνεχιστεί η μείωση του πληθωρισμού
Η επιβράδυνση του πληθωρισμού τους τελευταίους δύο μήνες οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο «αποτέλεσμα βάσης» καθώς η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή γίνεται σε σύγκριση με μήνες που είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις.
«Αναμένουμε πως, εφόσον δεν προκύψει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους. Παρόλα αυτά, παραμένει η αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για να επανέλθει κοντά στο επίπεδο του 2% μεσοπρόθεσμα», σημειώνει η έκθεση.
Ιδιαίτερα ανησυχητική η εικόνα για το εξωτερικό ισοζύγιο
Το ΓΠΚ κτυπά καμπανάκι για τη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κάνοντας λόγο για ιδιαίτερα ανησυχητική εικόνα και σημειώνοντας ότι χρειάζεται προσοχή στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας προκειμένου να μην εξελιχθεί σε σοβαρή μακροοικονομική ανισορροπία.
Κάνει λόγο για επιστροφή των δίδυμων ελλειμμάτων, δηλαδή του δημοσιονομικού και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά τονίζει ότι ενώ το πρώτο είναι σε τροχιά εξισορρόπησης, δεν έχει εξισορροπήσει το δεύτερο, όπως θα συνέβαινε θεωρητικά.
Δεν επιβεβαιώθηκαν οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για τον τουρισμό
«Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του τουρισμού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ούτε σε όρους συνολικού ρυθμού μεγέθυνσης ούτε σε όρους βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών», σημειώνει.
Η έκθεση αναφέρεται στην πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας που περιέχει σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με το προηγούμενο. Παρότι οι στόχοι του συνολικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους (3% και 60%, αντίστοιχα) παραμένουν αμετάβλητοι, η εποπτεία της διαδικασίας προσέγγισής τους γίνεται σαφώς απλούστερη και πιο ευέλικτη, σημειώνει.
Ωστόσο, αναφέρει ότι προβλέπεται η δέσμευση των πολιτικών κάθε κυβέρνησης στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Επιτροπής, «υποβαθμίζοντας τη δημοκρατική λειτουργία και προσφέροντας στην Επιτροπή ενισχυμένο ρόλο στις εθνικές πολιτικές». Η συζήτηση μεταξύ των κρατών-μελών αναμένεται να διεξαχθεί εντός τους επόμενου έτους προκειμένου να τεθεί σε ισχύ το 2024.
Ο πολιτικός κίνδυνος
Τέλος, το ΓΠΚ αναφέρεται ξανά στον πολιτικό κίνδυνο που είχε σημειώσει και στην έκθεση του προηγούμενου τριμήνου. «Στις αβεβαιότητες για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές πρέπει να προστεθεί η όξυνση της πολιτικής πόλωσης», προσθέτει.
Επισημαίνει τη σημασία των θεσμών στην οικονομική ανάπτυξη. «Ειδικότερα, η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών παρέχει προστασία και αποτελεί μοχλό ενίσχυσης της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομία», αναφέρει, προσθέτοντας:
«Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του Τύπου παρέχουν τις θεσμικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η οικονομική δραστηριότητα, τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική ομαλότητα και τη διαφάνεια και λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος ώστε να επιτυγχάνεται η δημοσιονομική σταθερότητα.
Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο την συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια».