Κομφούζιο στις συναλλαγές με POS έχει προκαλέσει η υποχρεωτική χρήση τους από τις αρχές του έτους και στις καθημερινές πληρωμές μικροποσών, σε ταξί, περίπτερα, λαϊκές αγορές. Μπερδεμένοι οι έμποροι και οι μικροεπαγγελματίες, από το συνολικό κόστος που επωμίζονται οι ίδιοι για κάθε συναλλαγή, που προφανώς περιορίζει τα κέρδη τους, έχουν αρχίσει να ασκούν εμμέσως πιέσεις, προς πάσα κατεύθυνση, αφού κάποιες συναλλαγές, ειδικά μικρής αξίας, είναι για τους εμπόρους χωρίς αξιόλογο οικονομικό όφελος.
Με την επιπλέον επιβάρυνση στην τσέπη τους λόγω επέκτασης της χρήσης των POS , τα βέλη δέχονται για άλλη μια φορά οι τράπεζες, πλην όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν φταίνε… οι ίδιες οι τράπεζες. Το κόστος για κάθε μία συναλλαγή που γίνεται μέσω POS μοιράζεται και μάλιστα… δυσανάλογα, σε τρία μέρη: ένα μικρό κομμάτι προμήθειας το εισπράττει η Τράπεζα στην οποία ο έμπορος είναι πελάτης, ένα δεύτερο το εισπράττει η εταιρία που κάνει την εκκαθάριση της συναλλαγής (ο acquirer δηλαδή) και ένα τρίτο, το μεγαλύτερο σε ποσοστό, το εισπράττει το σήμα του brand που εκδίδει την κάρτα, δηλαδή Visa ή Mastercard.
Οι τράπεζες δεν είναι εκδότες καρτών. Παρέχουν τις πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες ως προϊόν στους business και retail πελάτες τους, αλλά ο εκδότης είναι τα παραπάνω διεθνή σχήματα. Ακόμη και στη φυσική της μορφή, η «κάρτα» πληρώνει δικαιώματα στις διεθνείς Visa/Mastercard, για τη συμβολή τους στην έκδοση και υποστήριξη του πλαστικού χρήματος. Παρέχοντας όλη την απαιτούμενη τεχνογνωσία και όλο το φάσμα των καινοτόμων υπηρεσιών, οι κολοσσοί αυτοί αποτελούν ένα είδος fintech και στους ανταγωνιστές τους δεν βρίσκονται οι τράπεζες, αλλά τα e -wallets και το πώς αυτά μπορεί εξελισσόμενα να απειλήσουν το ολιγοπώλιο των σχημάτων καρτών. Κάτι που είναι ήδη εμφανές στις ασιατικές αγορές, όπου η μαζική χρήση του ενιαίου συστήματος πληρωμών alipay έχει μειώσει τα μερίδια των διεθνών leaders Visa/Mastercard.
Εντός ελληνικών συνόρων, οι εξελίξεις αυτές όσο και αν είναι μακριά ή ενδιαφέρουν συγκεκριμένο κοινό, φθάνουν τελικά να επηρεάζουν την τσέπη του παραγωγού πορτοκαλιών στην τοπική λαϊκή αγορά. Δεχόμενος υποχρεωτικά ο ίδιος, για λόγους φοροδιαφυγής, πληρωμές με POS εισπράττει λιγότερα από όσα είχε συνηθίσει, την ίδια στιγμή που ο καταναλωτής, εντελώς δωρεάν εξυπηρετείται σε έναν ανέπαφο, και αυξανόμενο άυλο, νέο τρόπο πληρωμής.
Για κάθε ελληνική κάρτα, η μέση προμήθεια για τον έμπορο είναι στο 0,7-0,8%, αλλά αν η κάρτα είναι business, η προμήθεια υπερδιπλασιάζεται, μπορεί να φθάσει και το 2%. Αν πάλι η κάρτα είναι κατοίκου εξωτερικού… η συνολική προμήθεια μπορεί να φθάσει και το 3%. Να σημειωθεί επίσης, ότι άλλη είναι η προμήθεια για χρεωστική κάρτα και άλλη (υψηλότερη) για πιστωτική κάρτα.
Από αυτά τα ποσοστά η προμήθεια που εισπράττουν οι τράπεζες είναι το μικρότερο ποσοστό (περίπου στο επίπεδο του 0,30%). Το υπόλοιπο κομμάτι της χρέωσης αφορά το κόστος της εκκαθάρισης που πλέον είναι εκτός τραπεζών- υπενθυμίζεται ότι και οι 4 συστημικές τράπεζες πούλησαν τα τμήματα αποδοχής και εκκαθάρισης καρτών (merchant acquiring) σε διεθνείς paytech’s. Και προσθετικά, μπαίνουν τα fees των σημάτων καρτών, τα οποία ούτως ή άλλως κάθε χρόνο βαίνουν ολοένα και πιο αυξανόμενα, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρουν σταδιακά σε ανοδική τιμολόγηση και τους acquirers.
Ανεξαρτήτως του «τις πταίει;» για το κόστος ή το πόσο αυτό αναμένεται να αυξηθεί , αυτό που έχει σημασία είναι να στηριχθεί και να πλαισιωθεί με κίνητρα η αυξανόμενη χρήση πληρωμών με POS – ένα μέτρο ορθό για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αλλά και την ευελιξία του κοινού, που μπορεί να πληρώνει εύκολα, δωρεάν, ανέπαφα και με ασφάλεια και συχνά, χωρίς να έχει καν μαζί του πορτοφόλι (αν έχει βέβαια περάσει τις κάρτες του στο wallet του κινητού: apple pay/google pay). Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε δυνητικά να διερευνηθούν άλλες εναλλακτικές – όπως για παράδειγμα η σύσταση ενός τοπικού φορέα καρτών – ή, η χρήση account to account, αλλά με ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης και όχι τους σημερινούς (που χρεώνουν προμήθεια 1% στο business