(Παράβαση κράτους μέλους – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης για την αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά – Άρθρο 110 ΣΛΕΕ – Οδηγία 92/83/ΕΟΚ – Οδηγία 92/84/ΕΟΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 110/2008 – Εφαρμογή χαμηλότερου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στην παραγωγή των εγχώριων προϊόντων με την ονομασία τσίπουρο και τσικουδιά)
Κατηγορία: Τελωνεία – Ειδικ. φόροι
Στην υπόθεση C-91/18,
με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2018,
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις Α. Κυρατσού και F. Tomat,
προσφεύγουσα,
κατά
Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τις Μ. Τασσοπούλου και Δ. Τσαγκαράκη,
καθής,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),
συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda και A. Kumin (εισηγητή), δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει:
– δυνάμει των άρθρων 19 και 21 της οδηγίας 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά (ΕΕ 1992, L 316, σ. 21), σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και βάσει του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία υποβάλλει σε συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένο κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή το παραγόμενο από τους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς» προϊόν τσίπουρο/τσικουδιά, ενώ τα αλκοολούχα ποτά που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη υπόκεινται στον κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης, και
– δυνάμει των άρθρων 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για την αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά (ΕΕ 1992, L 316, σ. 29), καθώς και βάσει του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία υποβάλλει, υπό τους όρους που προβλέπονται σε αυτήν, το παραγόμενο από τους αποκαλούμενους μικρούς, «διήμερους» αποσταγματοποιούς προϊόν τσίπουρο/τσικουδιά σε σημαντικά μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης, ενώ τα αλκοολούχα ποτά που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη υπόκεινται στον κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
2 Η δέκατη έκτη, η δέκατη έβδομη και η εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/83 αναφέρουν τα εξής:
«[Εκτιμώντας] ότι είναι δυνατόν να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ή απαλλαγές για ορισμένα προϊόντα περιφερειακού ή παραδοσιακού χαρακτήρα·
ότι στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές, οι μειωμένοι αυτοί συντελεστές δεν πρέπει να οδηγούν στην στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς·
[…]
ότι είναι δυνατόν, πάντως, να παρέχεται στα κράτη μέλη η ευχέρεια να εφαρμόζουν απαλλαγές που συνδέονται με το είδος τελικής χρήσης του προϊόντος εντός του εδάφους τους».
3 Το άρθρο 19 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν ειδικό φόρο κατανάλωσης στην αιθυλική αλκοόλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
2. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους συντελεστές τους σύμφωνα με την οδηγία 92/84/ΕΟΚ.»
4 Το άρθρο 20 της οδηγίας 92/83 ορίζει:
«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ο όρος “αιθυλική αλκοόλη” περιλαμβάνει:
– όλα τα προϊόντα με αποκτημένο ογκομετρικό αλκοολικό τίτλο άνω του 1,2 % vol, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2207 και 2208, ακόμη και όταν τα εν λόγω προϊόντα αποτελούν μέρος προϊόντος υπαγομένου σε άλλο κεφάλαιο της ΣΟ,
[…]».
5 Το άρθρο 21 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Ο επιβαλλόμενος στην αιθυλική αλκοόλη ειδικός φόρος κατανάλωσης ορίζεται ανά εκατόλιτρο καθαρής αλκοόλης θερμοκρασίας 20° C, και υπολογίζεται με βάση τον αριθμό εκατολίτρων καθαρής αλκοόλης. Με την επιφύλαξη του άρθρου 22, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης σε όλα τα προϊόντα στα οποία επιβάλλεται ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί της αιθυλικής αλκοόλης.»
6 Το άρθρο 22 της εν λόγω οδηγίας έχει ως ακολούθως:
«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη που παράγεται από μικρά αποστακτήρια εντός των εξής ορίων:
– οι μειωμένοι συντελεστές, που μπορεί να είναι χαμηλότεροι από τον ελάχιστο συντελεστή, δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις που παράγουν πάνω από δέκα εκατόλιτρα καθαρής αλκοόλης το χρόνο. Ωστόσο, τα κράτη μέλη τα οποία, την 1η Ιανουαρίου 1992, εφήρμοζαν μειωμένους συντελεστές σε επιχειρήσεις που παράγουν 10 και 20 εκατόλιτρα καθαρής αλκοόλης κατ’ έτος, μπορούν να συνεχίσουν την πρακτική αυτή,
– οι μειωμένοι συντελεστές δεν ορίζονται μικρότεροι από το 50 % του κανονικού εθνικού συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
2. Για την εφαρμογή των κανόνων περί μειωμένων συντελεστών, ο όρος “μικρό αποστακτήριο” σημαίνει μια επιχείρηση απόσταξης που λειτουργεί ως νομικώς και οικονομικώς ανεξάρτητη από κάθε άλλη επιχείρηση απόσταξης, και δεν λειτουργεί με άδεια εκμετάλλευσης.
[…]
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν διατάξεις βάσει των οποίων η αλκοόλη που παράγεται από μικρούς παραγωγούς τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία αμέσως μόλις παραχθεί (υπό την προϋπόθεση ότι οι παραγωγοί δεν πραγματοποίησαν οι ίδιοι ενδοκοινοτικές συναλλαγές) χωρίς να υπόκειται στο καθεστώς φορολογικής αποθήκης, και φορολογείται εφάπαξ και κατ’ αποκοπήν.
[…]»
7 Το άρθρο 23 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Τα ακόλουθα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές κατώτερους του ελαχίστου συντελεστού, αλλά δεν δύνανται να ορίσουν τους συντελεστές αυτούς σε επίπεδο χαμηλότερο κατά πλέον του 50 % του κανονικού εθνικού τους συντελεστή για την αιθυλική αλκοόλη, στα εξής προϊόντα:
[…]
2) Η Ελληνική Δημοκρατία, σε ό,τι αφορά τα αρωματισμένα αλκοολούχα ποτά με άνισο που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 [του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για τη θέσπιση των γενικών κανόνων σχετικά με τον ορισμό, το χαρακτηρισμό και την παρουσίαση των αλκοολούχων ποτών (ΕΕ 1989, L 160, σ. 1)], τα οποία είναι άχρωμα και έχουν περιεκτικότητα σε ζάχαρη το πολύ 50 γραμμάρια ανά λίτρο και στα οποία τουλάχιστον το 20 % του αποκτημένου αλκοολικού τίτλου του τελικού προϊόντος αποτελείται από αλκοόλη που αρωματίζεται με απόσταξη σε παραδοσιακούς χάλκινους άμβυκες, ασυνεχούς λειτουργίας, χωρητικότητας μέχρι και 1 000 λίτρων.»
8 Ο κανονισμός 1576/89 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού 1576/89 (ΕΕ 2008, L 39, σ. 16).
9 Το άρθρο 4 του κανονισμού 110/2008 προβλέπει τα εξής:
«Τα αλκοολούχα ποτά ταξινομούνται σε κατηγορίες σύμφωνα με τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ.»
10 Το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:
«[…]
6. Απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής
α) Απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής είναι το αλκοολούχο ποτό που πληροί τους ακόλουθους όρους:
i) παράγεται αποκλειστικά με ζύμωση στεμφύλων, σταφυλής ακολουθούμενη από απόσταξη, είτε κατευθείαν με υδρατμούς, είτε ύστερα από προσθήκη νερού,
ii) στα στέμφυλα είναι δυνατόν να προστίθεται οινολάσπη σε αναλογία που δεν υπερβαίνει τα 25 χιλιόγραμμα οινολάσπης ανά 100 χιλιόγραμμα χρησιμοποιηθέντων στεμφύλων σταφυλής,
iii) η ποσότητα της προερχόμενης από την οινολάσπη αλκοόλης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 35 % της συνολικής ποσότητας αλκοόλης που περιέχει το τελικό προϊόν,
iv) η απόσταξη συντελείται παρουσία των στεμφύλων, σε λιγότερο από 86 % vol.,
v) επιτρέπεται η επαναπόσταξη στον ίδιο αλκοολικό τίτλο,
vi) έχει περιεκτικότητα σε πτητικές ουσίες μεγαλύτερη ή ίση με 140 γραμμάρια ανά εκατόλιτρο αλκοόλης 100 % vol., και μέγιστη περιεκτικότητα σε μεθανόλη 1 000 γραμμάρια ανά εκατόλιτρο αλκοόλης 100 % vol.
β) Ο ελάχιστος κατ’ όγκο αλκοολικός τίτλος του αποστάγματος στεμφύλων σταφυλής είναι 37,5 %.
γ) Δεν μπορεί να προστίθεται αλκοόλη, όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι σημείο 5, αραιωμένη ή μη.
δ) Το απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής δεν μπορεί να αρωματίζεται. Αυτό δεν αποκλείει τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής.
ε) Το απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής μπορεί να περιέχει μόνο πρόσθετο καραμελόχρωμα ως μέσο προσαρμογής του χρώματος.
[…]
28. Anis
α) Anis είναι το αλκοολούχο ποτό με άνισο, το χαρακτηριστικό άρωμα του οποίου προέρχεται αποκλειστικά από άνισο (κοινώς, γλυκάνισο) (Pimpinella anisum L.) ή/και αστεροειδή άνισο (Illicium verum Hook f.) ή/και μάραθο (Foeniculum vulgare Mill.).
β) Ο ελάχιστος κατ’ όγκο αλκοολικός τίτλος του anis είναι 35 %.
γ) Για την παρασκευή του anis επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται μόνο φυσικές αρτυματικές ουσίες και αρτυματικά παρασκευάσματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο i) και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 88/388/ΕΟΚ.
29. Αποσταγμένο anis
α) Αποσταγμένο anis είναι το anis το οποίο περιέχει αλκοόλη που αποστάχθηκε παρουσία των σπόρων που αναφέρονται στην κατηγορία 28 στοιχείο α) και, στην περίπτωση γεωγραφικών ενδείξεων, μαστίχας και άλλων αρωματικών σπόρων, φυτών ή φρούτων, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αλκοόλη αποτελεί τουλάχιστον το 20 % τουλάχιστον του αλκοολικού τίτλου του αποσταγμένου anis.
β) Ο ελάχιστος κατ’ όγκο αλκοολικός τίτλος του αποσταγμένου anis είναι 35 %.
γ) Για την παρασκευή του αποσταγμένου anis επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται μόνο φυσικές αρτυματικές ουσίες και αρτυματικά παρασκευάσματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο i) και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 88/388/ΕΟΚ.
[…]»
11 Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, οι γεωγραφικές ενδείξεις των αλκοολούχων ποτών καταχωρίζονται στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού. Τα σημεία 6 και 29 του εν λόγω παραρτήματος έχουν ως εξής:
«Κατηγορία προϊόντων |
Γεωγραφική ένδειξη |
Χώρα καταγωγής (η ακριβής γεωγραφική καταγωγή περιγράφεται στον τεχνικό φάκελο) |
6. Απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής |
||
Marc de Champagne/Eau-de-vie de marc de Champagne |
Γαλλία |
|
[…] |
[…] |
|
Aguardente Bagaceira Bairrada |
Πορτογαλία |
|
[…] |
[…] |
|
Orujo de Galicia |
Ισπανία |
|
Grappa |
Ιταλία |
|
[…] |
[…] |
|
Τσικουδιά |
Ελλάδα |
|
Τσικουδιά Κρήτης |
Ελλάδα |
|
Τσίπουρο |
Ελλάδα |
|
Τσίπουρο Μακεδονίας |
Ελλάδα |
|
Τσίπουρο Θεσσαλίας |
Ελλάδα |
|
Τσίπουρο Τυρνάβου |
Ελλάδα |
|
Eau-de-vie de marc de marque nationale luxembourgeoise |
Λουξεμβούργο |
|
Ζιβανία/Τζιβανία/Ζιβάνα/Zivania |
Κύπρος |
|
Törkölypálinka |
Ουγγαρία |
|
[…] |
||
29. Αποσταγμένο anis |
||
Ούζο |
Κύπρος, Ελλάδα |
|
Ούζο Μυτιλήνης |
Ελλάδα |
|
Ούζο Πλωμαρίου |
Ελλάδα |
|
Ούζο Καλαμάτας |
Ελλάδα |
|
Ούζο Θράκης |
Ελλάδα |
|
Ούζο Μακεδονίας |
Ελλάδα» |
12 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 92/84 ορίζει τα εξής:
«Από την 1η Ιανουαρίου 1993, ο ελάχιστος συντελεστής στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για την αλκοόλη […] ορίζεται σε 550 [ευρώ] ανά εκατόλιτρο καθαρής αλκοόλης.»
Το ελληνικό δίκαιο
13 Το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του νόμου 3845/2010 (ΦΕΚ Αʹ 65/06‑05‑2010) προβλέπει τα εξής:
«Εφαρμόζεται μειωμένος κατά πενήντα τοις εκατό (50 %) ο συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης αιθυλικής αλκοόλης, έναντι του ισχύοντος κανονικού συντελεστή για την αιθυλική αλκοόλη που προορίζεται για την παρασκευή ούζου ή που περιέχεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά. Ο μειωμένος αυτός συντελεστής καθορίζεται σε χίλια διακόσια είκοσι πέντε (1 225) ευρώ, ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης.»
14 Το άρθρο 82 του νόμου 2960/2001 (ΦΕΚ Αʹ 265/22-11-2001), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 2969/2001 (ΦΕΚ Αʹ 281/18-12-2001), με τίτλο «Φορολόγηση τσίπουρου ή τσικουδιάς διημέρων οινοπνευματοποιών Αʹ κατηγορίας», έχει ως εξής:
«1. Το τσίπουρο ή η τσικουδιά που παρασκευάζεται από απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιών και λοιπών επιτρεπόμενων υλών από τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους), σύμφωνα με την παράγραφο Εʹ του άρθρου 7 του ν. 2969/2001, υπόκειται σε εφάπαξ ή κατ’ αποκοπή φορολόγηση πενήντα εννέα λεπτών (0,59) ευρώ ανά χιλιόγραμμο έτοιμου προϊόντος.
2. Η καταβολή του φόρου γίνεται κατά την έκδοση της άδειας απόσταξης, με βάση τη δήλωση του δικαιούχου για την ποσότητα των στεμφύλων ή άλλων επιτρεπόμενων υλών που πρόκειται να αποστάξει και την ποσότητα του τσίπουρου ή της τσικουδιάς που θα παραχθεί.
3. Η διάθεση στην κατανάλωση του ανωτέρω προϊόντος γίνεται χωρίς τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς, με την έκδοση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία φορολογικών στοιχείων.»
15 Το άρθρο 7, παράγραφος Ε, σημεία 1, 3 και 8, του νόμου 2969/2001 ορίζει τα εξής:
«1) Οι αμπελοκαλλιεργητές ή οι παραγωγοί των άλλων επιτρεπόμενων υλών που ορίζονται στην παράγραφο 2 επιτρέπεται να αποστάζουν τις πρώτες ύλες της παραγωγής τους […] μέσα σε ένα δίμηνο χρονικό διάστημα που καθορίζεται στη χρονική περίοδο από 1ης Αυγούστου κάθε έτους έως 31 Ιουλίου του επομένου, για κάθε δήμο ή δημοτικό διαμέρισμα ή κοινότητα από τον Προϊστάμενο της οικείας Τελωνειακής Περιφέρειας. […]
[…]
3) Για την απόσταξη απαιτείται άδεια από το Τελωνείο στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένος ο άμβικας όπου θα διενεργηθεί η απόσταξη. Η χρονική διάρκεια αυτής δεν μπορεί να υπερβεί για κάθε παραγωγό τα οκτώ 24ωρα, συνεχή ή χωρισμένα, κατ’ ανώτατο όριο και συναρτάται με την ποσότητα των πρώτων υλών που προορίζονται για απόσταξη. […]
[…]
8) Η διάθεση στην κατανάλωση του παραγόμενου έτοιμου προϊόντος πραγματοποιείται από τους ίδιους τους παραγωγούς ή από τους αγοραστές με τα φορολογικά στοιχεία που προβλέπονται από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, χύμα, σε γυάλινα δοχεία χωρίς οποιασδήποτε μορφής τυποποίηση. Αν ο ίδιος ο παραγωγός διακινεί το προϊόν, αυτό συνοδεύεται από αντίγραφο της άδειας απόσταξης και του αποδεικτικού είσπραξης του ειδικού φόρου κατανάλωσης.»
Η διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής
16 Στην Επιτροπή περιήλθε καταγγελία σχετική με τους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης τους οποίους προβλέπει η ελληνική νομοθεσία για τη φορολόγηση των αλκοολούχων ποτών τσίπουρο και τσικουδιά. Μετά την εξέταση της καταγγελίας αυτής, η Επιτροπή απέστειλε στις 28 Οκτωβρίου 2011 προειδοποιητική επιστολή στην Ελληνική Δημοκρατία, επισημαίνοντας στο εν λόγω κράτος μέλος ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αφενός, από τις οδηγίες 92/83 και 92/84 και, αφετέρου, από το άρθρο 110 ΣΛΕΕ.
17 Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με επιστολή της 11ης Απριλίου 2012, με την οποία γνωστοποίησε στην Επιτροπή, μεταξύ άλλων, την πρόθεσή της να τροποποιήσει την εθνική νομοθεσία σχετικά με τους μικρούς αποσταγματοποιούς.
18 Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τις ανακοινωθείσες νομοθετικές τροποποιήσεις, όπως της ζήτησε η Επιτροπή με επιστολή που της απηύθυνε στις 20 Ιουνίου 2012, το θεσμικό αυτό όργανο απέστειλε, στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, στην οποία η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στις 11 Απριλίου 2014.
19 Δεδομένου ότι δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή απέστειλε στις 25 Σεπτεμβρίου 2015 αιτιολογημένη γνώμη στο εν λόγω κράτος μέλος, εμμένοντας στις αιτιάσεις που είχε διατυπώσει με την αρχική και με τη συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή της. Η Επιτροπή κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της.
20 Με την από 21 Ιανουαρίου 2016 απάντησή της, η Ελληνική Δημοκρατία εξέφρασε την πρόθεσή της να τροποποιήσει την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, αφενός, προκειμένου να επεκταθεί ο ισχύων για το τσίπουρο και την τσικουδιά συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης, ο οποίος είναι μειωμένος κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή, και στα άλλα αποστάγματα στεμφύλων σταφυλής, προελεύσεως άλλων κρατών μελών, και, αφετέρου, όσον αφορά την παραγωγή τσίπουρου και τσικουδιάς από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, προκειμένου να εφαρμοστεί ο εν λόγω μειωμένος κατά 50 % συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης, σε συνδυασμό με τον περιορισμό της παραγόμενης ποσότητας στα 120 χιλιόγραμμα ετησίως ανά παραγωγό, αποκλειστικά και μόνο για ιδιωτική κατανάλωση, απαγορευόμενης οποιασδήποτε εμπορίας.
21 Στις 11 Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία ότι το σχετικό νομοσχέδιο δεν συνιστούσε εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει, αφενός, από τις οδηγίες 92/83 και 92/84 και, αφετέρου, από το άρθρο 110 ΣΛΕΕ.
22 Δεδομένου ότι δεν έλαβε καμία συμπληρωματική πληροφορία εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.
Επί της προσφυγής
23 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει δύο αιτιάσεις στηριζόμενες σε παράβαση, αφενός, των άρθρων 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, καθώς και του άρθρου 110 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, των άρθρων 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84, καθώς και του άρθρου 110 ΣΛΕΕ.
Επί της πρώτης αιτίασης, η οποία στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, καθώς και του άρθρου 110 ΣΛΕΕ
Επιχειρηματολογία των διαδίκων
24 Η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής περιλαμβάνει δύο σκέλη.
25 Με το πρώτο σκέλος της αιτίασης αυτής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης η οποία εφαρμόζεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», αντιβαίνει προς τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.
26 Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, η Ελληνική Δημοκρατία υποχρεούται να εφαρμόζει στο τσίπουρο και την τσικουδιά τον κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης, και όχι συντελεστή μειωμένο κατά 50 % σε σχέση με τον συντελεστή αυτό. Καμία εξαίρεση από την αρχή αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εκτός εάν επιτρέπεται ρητώς από το δίκαιο της Ένωσης. Το άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας επιτρέπει εξαιρέσεις μόνον όσον αφορά δύο προϊόντα, στα οποία δεν συγκαταλέγονται το τσίπουρο και η τσικουδιά.
27 Αποκλείεται επίσης η διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 23 της οδηγίας 92/83, το οποίο αποτελεί διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κανονισμό 1576/89, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 110/2008, το τσίπουρο και η τσικουδιά ανήκουν σε εντελώς διαφορετική κατηγορία αλκοολούχων ποτών από το ούζο, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83. Εάν η Ελληνική Δημοκρατία είναι πεπεισμένη ότι, λόγω της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων, το τσίπουρο και η τσικουδιά πρέπει να εμπίπτουν, όπως και το ούζο, στην παρέκκλιση που θεσπίζει το άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας, θα πρέπει να προβεί στις αναγκαίες προς τούτο ενέργειες σε νομοθετικό επίπεδο.
28 Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει, επιπλέον, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επιδίωξε να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα που παρεκκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην οδηγία 92/83 (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 35).
29 Με το δεύτερο σκέλος της πρώτης αιτίασης, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει τόσο από το άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και από το άρθρο 110, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
30 Όσον αφορά το άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι «[κ]ανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών […] φόρους […] ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα», η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έννοια του ομοειδούς πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά.
31 Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν δύο προϊόντα είναι ομοειδή, είναι αναγκαίο να εξεταστούν ιδίως τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά τους. Τα χαρακτηριστικά που απαριθμούνται στο παράρτημα II, σημείο 6, του κανονισμού 110/2008, τα οποία αφορούν τα αποστάγματα στεμφύλων σταφυλής, αποτελούν επίσης χαρακτηριστικά του τσίπουρου και της τσικουδιάς. Κατά συνέπεια, τα δύο αυτά προϊόντα είναι παρόμοια τουλάχιστον με όλα τα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά που περιλαμβάνονται στην κατηγορία «αποστάγματα στεμφύλων σταφυλής», κατά την έννοια του κανονισμού 110/2008.
32 Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, κατά την άποψή της, ο τρόπος με τον οποίο καταναλώνεται ένα ποτό δεν μπορεί να θεωρηθεί κριτήριο διάκρισης μεταξύ δύο ποτών, δεδομένου ότι οι συνήθειες των καταναλωτών ποικίλλουν και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν αμετάβλητο κριτήριο.
33 Όσον αφορά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων», η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει κάθε μορφή έμμεσου φορολογικού προστατευτισμού στην περίπτωση εισαγομένων προϊόντων τα οποία, χωρίς να είναι ομοειδή προς εγχώρια προϊόντα, βρίσκονται ωστόσο με ορισμένα από αυτά σε σχέση ανταγωνισμού, έστω και μερική, έμμεση ή ενδεχόμενη.
34 Συναφώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά μπορεί να βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με αλκοολούχα ποτά όπως το ουίσκι, το τζιν και η βότκα.
35 Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά την άποψή της, η πώληση των εισαγόμενων στην Ελλάδα αλκοολούχων ποτών έχει μειωθεί από το 2010 σε σύγκριση με την πώληση των εγχωρίως παραγόμενων, γεγονός που αποδεικνύει το προστατευτικό αποτέλεσμα της ελληνικής νομοθεσίας περί ειδικών φόρων κατανάλωσης την οποία αφορά η υπό κρίση προσφυγή.
36 Πρώτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης η οποία εφαρμόζεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», δεν συμβιβάζεται προς τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, η Ελληνική Δημοκρατία δέχεται ότι το ούζο, αφενός, και το τσίπουρο και η τσικουδιά, αφετέρου, ανήκουν, σύμφωνα με τον κανονισμό 110/2008, σε διαφορετικές κατηγορίες αλκοολούχων ποτών, δηλαδή το ούζο στην κατηγορία «αποσταγμένο anis» και το τσίπουρο καθώς και η τσικουδιά στην κατηγορία «απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής».
37 Ωστόσο, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, τούτο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα εν λόγω αλκοολούχα ποτά έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του ίδιου, μειωμένου κατά 50 %, συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης τόσο στο τσίπουρο και την τσικουδιά όσο και στο ούζο μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83, παρά το γεγονός ότι η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
38 Προς στήριξη της προσέγγισής της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από ιεραρχικά ανώτερους κανόνες δικαίου, εν προκειμένω των απαιτήσεων του άρθρου 110 ΣΛΕΕ. Σκοπός της διάταξης αυτής του πρωτογενούς δικαίου είναι η απαγόρευση κάθε φορολογικής διάκρισης.
39 Το εν λόγω κράτος μέλος, απορρίπτοντας το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το άρθρο 110 ΣΛΕΕ αποσκοπεί στην προστασία προϊόντων από άλλα κράτη μέλη, ενώ το προϊόν στο οποίο αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της εξέτασης του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83 είναι το εγχωρίως παραγόμενο ούζο, απορρίπτει επίσης την αιτίαση της Επιτροπής ότι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 110 ΣΛΕΕ.
40 Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η επίμαχη ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης δεν αντιβαίνει στο άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στα προϊόντα άλλων κρατών μελών υψηλότερους φόρους από εκείνους που βαρύνουν τα ομοειδή εγχώρια προϊόντα. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, το τσίπουρο και η τσικουδιά, είτε είναι αρωματισμένα είτε όχι, διαφοροποιούνται από άλλα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά, όχι μόνον όπως το ουίσκι, το τζιν ή η βότκα, αλλά και όπως η grappa ή η ζιβανία και, γενικά, από τα αλκοολούχα ποτά της κατηγορίας του αποστάγματος στεμφύλων σταφυλής.
41 Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι οι προϋποθέσεις που θέτει το παράρτημα ΙΙ, σημείο 6, του κανονισμού 110/2008, και τις οποίες πρέπει να πληρούν τα αποστάγματα στεμφύλων σταφυλής, έχουν πολύ γενική διατύπωση και δεν περιγράφουν τα ουσιώδη ποιοτικά χαρακτηριστικά του προϊόντος. Κατά συνέπεια, δεν λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη, τα στέμφυλα, καθώς και η χρησιμοποιούμενη μέθοδος απόσταξης, στοιχεία τα οποία ασκούν αμφότερα καθοριστική επιρροή στους οργανοληπτικούς χαρακτήρες του λαμβανόμενου αλκοολούχου ποτού.
42 Τρίτον, στο πλαίσιο του άρθρου 110, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους των οποίων η φύση οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης την ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ, αφενός, του τσίπουρου και της τσικουδιάς και, αφετέρου, άλλων αλκοολούχων ποτών, όπως το ουίσκι, το τζιν ή η βότκα, καθώς και εκείνων που ανήκουν στην κατηγορία του αποστάγματος στεμφύλων σταφυλής.
43 Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία απορρίπτει εν τέλει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής σχετικά με τη μείωση της κατανάλωσης των εισαγόμενων αλκοολούχων ποτών. Επί του ζητήματος αυτού, το εν λόγω κράτος μέλος επισημαίνει ότι τα έτη 2010 έως 2012 αποτέλεσαν περίοδο κρίσης και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη συναγωγή ασφαλών και αξιόπιστων συμπερασμάτων σχετικά με την κατανάλωση των διαφόρων κατηγοριών αλκοολούχων ποτών. Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται ο προβαλλόμενος από την Επιτροπή προστατευτικός χαρακτήρας της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας προς όφελος του τσίπουρου και της τσικουδιάς.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
44 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται πλήρως με εναρμονισμένο τρόπο σε επίπεδο Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο σχετικό με το ζήτημα αυτό πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου πλήρους εναρμόνισης, και όχι των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-216/11, EU:C:2013:162, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 38).
45 Επ’ αυτού διαπιστώνεται ότι η οδηγία 92/83 εναρμόνισε πλήρως τις διαρθρώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά εντός της Ένωσης. Έτσι, σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 21 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη καθορίζουν, σύμφωνα με την οδηγία 92/84, τον ίδιο καταρχήν συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης για όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη, ενώ οι εξαιρέσεις, οι οποίες επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στα κράτη μέλη να καθορίζουν τον εν λόγω συντελεστή σε επίπεδο κατώτερο του ελάχιστου συντελεστή, προβλέπονται με ακρίβεια στα άρθρα 22 και 23 της οδηγίας 92/83 (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψεις 38 και 39).
46 Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εκτίμησης των αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή, το Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στην ερμηνεία των οδηγιών 92/83 και 92/84.
47 Εν προκειμένω, βάσει της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι επιχειρήσεις απόσταξης, οι αποκαλούμενοι «συστηματικοί αποσταγματοποιοί», εφαρμόζεται συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένος κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή, ενώ τα αλκοολούχα ποτά που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη υπόκεινται στον κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης.
48 Όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 23 της οδηγίας 92/83 εξαίρεση από την αρχή η οποία απορρέει από τα άρθρα 19 και 21 της εν λόγω οδηγίας και επιτάσσει την εφαρμογή του ίδιου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης σε όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης επί της αιθυλικής αλκοόλης, η εν λόγω εισάγουσα παρέκκλιση διάταξη αναφέρεται σαφώς, ως προς την Ελληνική Δημοκρατία, μόνο σε ένα «αλκοολούχο ποτό με άνισο», δηλαδή το ούζο.
49 Ως κατά παρέκκλιση διάταξη που καθιερώνει καθεστώς εξαίρεσης από τη γενική αρχή του καθορισμού των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης, το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
50 Όσον αφορά τις ειδικές απαλλαγές ή τις μειώσεις συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης που προβλέπονται στην οδηγία 92/83 για ορισμένες κατηγορίες ποτών, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας καθώς και του γράμματος της δέκατης έβδομης αιτιολογικής της σκέψης, η οποία κάνει λόγο για απαγόρευση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα που παρεκκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην οδηγία 92/83 (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 35).
51 Μολονότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης με όλα τα προϊόντα αιθυλικής αλκοόλης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, δεδομένου ότι δεν αποτελούν, κατά το παρόν στάδιο της ενωσιακής νομοθεσίας, προϊόντα υπαγόμενα στο καθεστώς παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της ίδιας αυτής οδηγίας, εντούτοις πρέπει να εξακριβωθεί μήπως η ερμηνεία αυτή αναιρείται από την εκτίμηση των εν λόγω διατάξεων υπό το πρίσμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83 πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικά, ώστε να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του το τσίπουρο και η τσικουδιά.
52 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 110 ΣΛΕΕ σκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Προς τούτο, με το εν λόγω άρθρο επιδιώκεται η κατάργηση κάθε μορφής προστασίας η οποία μπορεί να απορρέει από την επιβολή εσωτερικών φόρων εισαγόντων διακρίσεις σε βάρος των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, Tatu, C-402/09, EU:C:2011:219, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
53 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την απόλυτη ουδετερότητα των εσωτερικών φόρων όσον αφορά τον ανταγωνισμό μεταξύ των προϊόντων που ήδη διατίθενται στην εγχώρια αγορά και των εισαγομένων προϊόντων (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, Tatu, C-402/09, EU:C:2011:219, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
54 Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ προκύπτει σαφώς ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, αφορά αποκλειστικά και μόνον την ίση μεταχείριση μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων προϊόντων. Τα προϊόντα όμως στα οποία αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83, εν προκειμένω το ούζο καθώς και το τσίπουρο και η τσικουδιά, είναι προϊόντα εγχώριας παραγωγής.
55 Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας μπορεί να αντικατοπτρίζει, σε διαφορετικό πλαίσιο, την αρχή της ίσης μεταχείρισης (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, The Rank Group, C-259/10 και C-260/10, EU:C:2011:719, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εντούτοις έχει διευκρινίσει ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν επιτρέπει αφεαυτής τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής μιας απαλλαγής. Πράγματι, η αρχή αυτή δεν είναι κανόνας πρωτογενούς δικαίου, αλλά ερμηνευτική αρχή η οποία πρέπει να εφαρμόζεται παραλλήλως με την αρχή ότι οι απαλλαγές πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Deutsche Bank, C-44/11, EU:C:2012:484, σκέψη 45).
56 Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83 αποτελεί εισάγουσα παρέκκλιση διάταξη η οποία είναι σαφής και ακριβής.
57 Ως εκ τούτου, η προσέγγιση της Ελληνικής Δημοκρατίας, με την οποία επιχειρείται η διασταλτική ερμηνεία της διάταξης αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ ώστε να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της το τσίπουρο και η τσικουδιά, πρέπει να απορριφθεί.
58 Υπό τις συνθήκες αυτές, η πρώτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.
Επί της δεύτερης αιτίασης, η οποία στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84, καθώς και του άρθρου 110 ΣΛΕΕ
Επιχειρηματολογία των διαδίκων
59 Η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής διαρθρώνεται σε δύο σκέλη.
60 Με το πρώτο σκέλος της αιτίασης αυτής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης η οποία εφαρμόζεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους», αντιβαίνει προς τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής καθώς και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84.
61 Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, η Ελληνική Δημοκρατία υποχρεούται, καταρχήν, να εφαρμόζει τον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 92/84, σε όλα τα προϊόντα που υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη. Μόνον κατ’ εξαίρεση και εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 22 της οδηγίας αυτής μπορούν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης για την εν λόγω αλκοόλη, εφόσον η τελευταία παράγεται από μικρά αποστακτήρια.
62 Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την επίμαχη ελληνική νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αφενός, το τσίπουρο και η τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί υπόκεινται σε φορολόγηση ύψους 0,59 ευρώ ανά χιλιόγραμμο, το οποίο αντιστοιχεί σε 59 ευρώ ανά εκατόλιτρο. Η φορολόγηση όμως αυτή είναι σημαντικά χαμηλότερη από την επιτρεπόμενη δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83 μείωση κατά 50 %, σε σχέση με τον ελάχιστο κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84 και ανέρχεται στα 550 ευρώ ανά εκατόλιτρο καθαρής αλκοόλης.
63 Αφετέρου, κατά την Επιτροπή, η εν λόγω ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει, για τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους», ανώτατα όρια παραγωγής κείμενα εντός των ορίων που θέτει το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83, στην προκειμένη περίπτωση παραγωγή μικρότερη από δέκα εκατόλιτρα καθαρής αλκοόλης ετησίως.
64 Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους της δεύτερης αιτίασης, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν τήρησε, όσον αφορά τη νομοθεσία της περί ειδικών φόρων κατανάλωσης η οποία εφαρμόζεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», ούτε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ούτε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 110, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επί του ζητήματος αυτού, η Επιτροπή παραπέμπει στις παρατηρήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 29 έως 35 της παρούσας απόφασης.
65 Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι οι μικροί αποσταγματοποιοί του τσίπουρου και της τσικουδιάς, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», λειτουργούν εντός συγκεκριμένου εθνικού πλαισίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη μια μακροχρόνια παραδοσιακή πρακτική. Η πώληση του τσίπουρου και της τσικουδιάς, προϊόντων παραγόμενων σε εξαιρετικά απλά μηχανήματα, πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο χύμα, από ιδιώτη σε ιδιώτη, τα προϊόντα δε αυτά δεν έχουν ποτέ αποτελέσει αντικείμενο ενδοκοινοτικών συναλλαγών.
66 Όσον αφορά τον εφάπαξ και κατ’ αποκοπήν φόρο, ο οποίος εφαρμόζεται όπως προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/83, αυτός έχει συμβολικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι αποσκοπεί κυρίως στον έλεγχο της τήρησης του αυστηρότατου πλαισίου μέσα στο οποίο οφείλουν να κινούνται οι μικροί αποσταγματοποιοί, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι».
67 Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει επίσης στα πρακτικά του Συμβουλίου Ecofin της 19ης Οκτωβρίου 1992, κατά τα οποία τα κράτη μέλη που παραδοσιακά απαλλάσσουν την παραγωγή μικρών ποσοτήτων αλκοόλης που προορίζονται για ιδιωτική κατανάλωση μπορούν να εξακολουθούν να εφαρμόζουν αυτές τις απαλλαγές.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
68 Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης, οι διαρθρώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά είναι εναρμονισμένες στο εσωτερικό της Ένωσης, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τον συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε επίπεδο κατώτερο του ελάχιστου συντελεστή. Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικά και μόνον υπό το πρίσμα των διατάξεων των οδηγιών 92/83 και 92/84, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου σκέλους της.
69 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης προβλέπει για το τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», φορολόγηση ύψους 59 ευρώ ανά εκατόλιτρο, η οποία είναι σημαντικά χαμηλότερη από την επιτρεπόμενη δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83 μείωση κατά 50 % σε σχέση με τον ελάχιστο κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84 και ανέρχεται σε 550 ευρώ ανά εκατόλιτρο καθαρής αλκοόλης.
70 Ως προς την επιχειρηματολογία αυτή, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι, όσον αφορά το τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», η ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης δεν τηρεί τους ελάχιστους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη τους οποίους προβλέπουν τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της οδηγίας 92/84.
71 Επισημαίνεται εν συνεχεία ότι η οδηγία 92/83 προβλέπει ασφαλώς ειδικές απαλλαγές ή μειώσεις συντελεστών ειδικών φόρων κατανάλωσης όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες ποτών ή ορισμένα κράτη μέλη. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της οδηγίας αυτής καθώς και του γράμματος της δέκατης έβδομης αιτιολογικής σκέψης της, όπου υπενθυμίζεται ότι το ενδεχόμενο εφαρμογής μειωμένων συντελεστών δεν πρέπει να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα που παρεκκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην οδηγία 92/83.
72 Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά τα αποτελέσματα των απαλλαγών μικρών ποσοτήτων αιθυλικής αλκοόλης στην εσωτερική αγορά, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται με εναρμονισμένο τρόπο σε επίπεδο Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο σχετικό με το ζήτημα αυτό πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου εναρμόνισης (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
73 Στο πλαίσιο αυτό, οι οδηγίες 92/83 και 92/84 καθορίζουν τους ελάχιστους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη χωρίς να εξαρτούν την εφαρμογή των συντελεστών αυτών από το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει στην αγορά η παραγωγή και η ιδιωτική κατανάλωση της εν λόγω αλκοόλης. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η πώληση του τσίπουρου και της τσικουδιάς από ιδιώτη σε ιδιώτη δεν έχει ποτέ αποτελέσει αντικείμενο ενδοκοινοτικών συναλλαγών είναι άνευ σημασίας.
74 Όσον αφορά τέλος την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι μικροί αποσταγματοποιοί, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», του τσίπουρου και της τσικουδιάς λειτουργούν εντός συγκεκριμένου εθνικού πλαισίου το οποίο λαμβάνει υπόψη τη μακροχρόνια παραδοσιακή πρακτική, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/83 αναφέρει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές για ορισμένα προϊόντα περιφερειακού ή παραδοσιακού χαρακτήρα, τούτο δεν σημαίνει εντούτοις ότι μια εθνική παράδοση μπορεί αφεαυτής να απαλλάξει τα εν λόγω κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
75 Χάριν πληρότητας, απομένει να διευκρινιστεί ότι μια δήλωση περιεχόμενη σε πρακτικά του Συμβουλίου Ecofin δεν είναι ικανή να ανατρέψει την ανάλυση που εκτίθεται στις σκέψεις 71 έως 74 της παρούσας απόφασης. Πράγματι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, δηλώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικών εργασιών οι οποίες κατέληξαν στην έκδοση οδηγίας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την ερμηνεία της οδηγίας αυτής, εφόσον το περιεχόμενό τους δεν εκφράζεται στο κείμενο της επίμαχης διάταξης και, συνεπώς, δεν έχουν νομική σημασία (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
76 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, καθόσον θέσπισε και εφάρμοσε νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, το τσίπουρο και η τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους», υπόκειται σε συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης ύψους 59 ευρώ ανά εκατόλιτρο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84.
77 Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.
78 Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει:
– από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», και
– από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους».
Επί των δικαστικών εξόδων
79 Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:
1) Η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει:
– από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», και
– από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για την αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους».
2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
von Danwitz |
Vajda |
Kumin |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2019.
Ο Γραμματέας |
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών ιστοχώρος και όλα τα κείμενα και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομοθετικών και διοικητικών κειμένων (Νόμοι, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΠΟΛ., Διοικητικές Πράξεις και Λύσεις κ.α.), των νομολογιακών κειμένων (Δικαστικές Αποφάσεις κ.α.), των περιλήψεων αυτών και της τήρησής τους σε βάση δεδομένων, των συσχετίσεων μεταξύ τους και των ειδικών εργαλείων αναζήτησης, αποτελούν αντικείμενο ειδικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας και προστατεύονται από την νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων και δη από τους νόμους 2121/1993, 2557/1997, 2819/2000, τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (ν. 100/1975), τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (ν. 2054/1992) και τις Οδηγίες 91/100/ΕΟΚ, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ, 93/98/ΕΟΚ ΚΑΙ 96/9/ΕΟΚ.
Η ιδιοκτησία επ’ αυτών αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Η αναδημοσίευση και η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, εξ’ ολοκλήρου, τμηματικά ή περιληπτικά, των οιωνδήποτε κειμένων ή δεδομένων περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστοχώρο, χωρίς την έγγραφη άδεια της δικαιούχου εταιρείας.